Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Β. 81. Ευγένιος  Σπαθάρης, ο  «πατέρας» του Καραγκιόζη

Ο Ευγένιος Σπαθάρης, αφού σκόρπισε επί δεκαετίες άφθονο γέλιο με τις παραστάσεις του Καραγκιόζη σε μικρούς και μεγάλους φίλους του Θεάτρου Σκιών ανά την Ελλάδα,  πέθανε στις 9 Μάη  2009 στην Αθήνα, μετά από σοβαρό τραυματισμό.  Ήταν 85 ετών.
Γεννημένος, λοιπόν, στην Κηφισιά, το 1924, δεν άργησε να μάθει την τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη πατέρα του, Σωτήρη Σπαθάρη, και να την αγαπήσει βαθιά. 
Ο Ε. Σπαθάρης επί το έργον
Η καριέρα του στο Θέατρο Σκιών ξεκίνησε το 1942 και ως το 1950 περιόδευε σε πόλεις δίνοντας παραστάσεις σε κινηματογράφους και το θέατρο. Από το 1953 άρχισε να παρουσιάζει τη δουλειά του στο εξωτερικό και να γίνεται ένας από τους καλύτερους πρεσβευτές μας. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, δίδαξε και γνώρισε ξεχωριστές τιμές. Το Μουσείο Θεάτρου Σκιών που έφτιαξε το 1958 με τη βοήθεια της συζύγου του, στο σπίτι τους στο Μαρούσι, βρήκε ευτυχή κατάληξη το 1995, όταν ο δήμος Αμαρουσίου του εξασφάλισε μόνιμη στέγη, την οποία επισκέπτονται καθημερινά παιδιά και σχολεία. Έκτοτε, μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του, το Μουσείο και τη ζωγραφική με την οποία ασχολήθηκε ενεργά, συμμετέχοντας σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.
Πηγή: Δημοσίευση στην ιστοσελίδα της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ»  στις 10-05-2009, http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=267277
Β.80. Μια αιματοκυλισμένη επανάσταση Γαλιλαίων

Διαβάζοντας τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, δεν είναι λίγες οι φορές όσες ανακαλύπτουμε χρήσιμες μαρτυρίες για ιστορικά γεγονότα των πρωτοχριστιανικών αιώνων. 
Έτσι, στο Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Ιησούς (κεφάλαιο ιγ, παρ. 1-2) πληροφορήθηκε πως ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, ο ίδιος που αργότερα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στα πάθη του Χριστού, είχε διατάξει σφαγή Γαλιλαίων.
Όταν ο Πιλάτος ένιψε τα χέρια του αποποιούμενος
κάθε ευθύνη για την καταδίκη του Ιησού



Έχοντας υπόψη και τον ξεσηκωμό του Ιούδα του Γαλιλαίου τα χρόνια της απογραφής που μνημονεύεται στις "Πράξεις των Αποστόλων" (κεφ. 5, παρ. 37), όπου διαβάζουμε πως ο αρχηγέτης της εν λόγω επανάστασης εξολοθρεύτηκε και οι συν αυτώ διασκορπίστηκαν ή θανατώθηκαν από τους Ρωμαίους καταχτητές, υποθέτουμε ότι και οι Γαλιλαίοι που "θυσιάστηκαν" από τον Πιλάτο υπήρξαν μέλη μιας αντιρωμαϊκής εξέγερσης, ίσως αυτής που οι Ιουδαίοι, κατά τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, ξεσηκώθηκαν για την υπεξαίρεση χρημάτων από το θησαυροφυλάκιο του Ναούτου Σολομώντα για την κατασκευή του υδραγωγείου από τους Ρωμαίους και βρήκαν τραγικό θάνατο από τους στρατιώτες του Πιλάτου, μολονότι ο Ρωμαίος διοικητής είχε διατάξει το στρατό να επιβάλλει με ρόπαλα την έννομο τάξη και όχι με ξίφη. 

Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Β. 79. Ο Τσικλητήρας και το Λονδίνο του 1908

Πριν 110 χρόνια, στο Λονδίνο τελέστηκαν οι 4οι σύγχρονοι, θερινοί, Ολυμπιακοί Αγώνες, από 27 Απρίλη έως 31 Οχτώβρη 1908. Η Ολυμπιάδα επρόκειτο να διεξαχθεί στη Ρώμη, αλλά η έκρηξη του Βεζούβιου, το 1906, δημιούργησε οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα στην Ιταλία και έτσι η διοργάνωση ανατέθηκε στην Μεγάλη Βρετανία.
Η Ελληνική ολυμπιακή ομάδα εμφανίστηκε για πρώτη φορά με ομοιόμορφη ενδυμασία των αθλητών, με λευκή φανέλα και λευκό σορτς που έφερε στα πλάγια μπλε ρίγες μαιάνδρους.
Ελληνικές Συμμετοχές: 20, ενώ μετάλλια πήραν οι ακόλουθοι αθλητές μας: Μιχάλης Δώριζας: Αργυρό Μετάλλιο, Στίβος. Κωνσταντίνος Τσικλητήρας: Αργυρό Μετάλλιο, Στίβος. Κωνσταντίνος Τσικλητήρας: Αργυρό Μετάλλιο, Στίβος και Αναστάσιος Μεταξάς: Χάλκινο Μετάλλιο, Σκοποβολή.
Μορφή των Ολυμπιακών του 1908
ο Κώστας Τσικλητήρας


Για πρώτη φορά στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, υπήρξε παρέλαση των ομάδων με σημαιοφόρο στη τελετή έναρξης. Σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας είχε οριστεί ο πρωταθλητής και ολυμπιονίκης τα προηγούμενα χρόνια στη δισκοβολία και σε άλλα αθλήματα ρίψεων και δάσκαλος στο επάγγελμα Νικόλαος Γεωργαντάς (1878 – 1958), ο οποίος, όμως, στην εν λόγω Ολυμπιάδα δεν κατάφερε να διακριθεί.
Πηγή για το παρόν σημείωμα:  Η Ιστοσελίδα της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο το 1908. 
Β. 78. Μαρτυρίες για την Αθηναϊκή κοινωνία από τον Λυσία

Οι περισσότεροι ρητορικοί λόγοι που φέρουν την υπογραφή του Λυσία και αφορούν θέματα της καθημερινής ζωής αποχτούν μεγάλη σημασία ως έμμεσες ιστορικές πηγές, καθώς σε αυτούς συναντούμε συχνά αναφορές για την Αθηναϊκή κοινωνία της εποχής του (4ος αι. π.Χ.). 
Ας σταθούμε, λοιπόν,  στο παρόν σημείωμα στο λόγο, που ο Λυσίας συνέγραψε για κάποιον ανάπηρο πελάτη του, που, έπειτα από καταγγελία συμπολίτη του, κινδύνευε να χάσει το προνοιακό επίδομα που του παρείχε η πολιτεία, τον "Υπέρ του Αδυνάτου" .
Τα παιδιά έχουν την υποχρέωση να συντηρούν τους άπορους γονείς τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.

Στην περίπτωση που ένας πολίτης οριζόταν χορηγός τραγωδίας μπορούσε να ζητήσει ν' απαλλαγεί από τη βαριά αυτή έμμεση φορολογία και να αντιπροτείνει στη θέση του κάποιον άλλο, πιο πλούσιο απ' αυτόν κατά τη γνώμη του. Ο τελευταίος μπορούσε είτε να δεχτεί την ανάληψη χορηγίας, είτε ν' ανταλλάξει την περιουσία του με τον πρώτο. 
Οι ανάπηροι, για τις αποστάσεις που δεν μπορούσαν να διανύσουν περπατώντας με δεκανίκια, χρησιμοποιούσαν άλογα.
Οι εννέα άρχοντες της Αθήνας προέρχονταν από κλήρωση μεταξύ των πολιτών που ήσαν υγιείς και αρτιμελείς. Για τους ανάπηρους η πολιτεία ψήφιζε τη χορήγηση αναπηρικού επιδόματος. 
Η επίκληρος ήταν η μεγαλύτερη κόρη σε οικογένεια χωρίς άρρενα τέκνα και αναγκαστικά η κληρονόμος της πατρικής περιουσίας. Αν κατά τον θάνατο του πατέρα της ήταν ανύπαντρη, είχε την υποχρέωση να παντρευτεί τον πλησιέστερο συγγενή από την πλευρά του πατέρα της, συχνότατα τον θείο της, άλλοτε τον πρώτο εξάδελφό της. Αν ήταν ήδη παντρεμένη αλλά χωρίς αρσενικό παιδί, τότε ο ενδιαφερόμενος συγγενής μπορούσε να ζητήσει τη διάζευξή της για να τη νυμφευτεί ο ίδιος. 
Οι πλούσιοι εξαγοράζουν με τα χρήματα τους δικαστικούς αγώνες όπως ο Άνυτος στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, ενώ οι φτωχοί αναγκάζονται, εξαιτίας της φτώχειας που έχουν, να είναι φρόνιμοι. 
 Οι Αθηναίοι, όταν κατέβαιναν στην Αγορά, προκειμένου να έρθουν σε συναναστροφή με τους φίλους τους ή τους άλλους συμπολίτες τους, συνήθιζαν να συχνάζει άλλος σε μυροπωλείο, άλλος σε κουρείο, άλλος σε τσαγκάρικο κι άλλος όπου τύχει, και οι περισσότεροι βέβαια σ' αυτούς που έχουν τα μαγαζιά τους πολύ κοντά στην αγορά και ελάχιστοι σ' αυτούς που απέχουν πολύ απ' αυτήν


Πέμπτη 19 Απριλίου 2018




Β. 77. Καντ και παγκόσμια διανόηση

Όλοι γνωρίζουμε τον Ιμμανουέλ Καντ, τον Γερμανό φιλόσοφο και εκ των σημαντικότερων εκπροσώπων του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού κατά τον 19ο αιώνα.
 Ο Ιμμανουέλ Καντ, πρωτοπόρος, λοιπόν, κάθε κριτικής φιλοσοφίας, γεννιέται το 1724 και πεθαίνει το 1804. Ζει στον αιώνα του Διαφωτισμού, της Βιομηχανικής, της Γαλλικής και της Αμερικανικής Επανάστασης, που τόσο άλλαξαν τη μορφή και τη ροή του κατοπινού κόσμου. «Διαφωτισμός είναι η έξοδος του ανθρώπου από την ανωριμότητά του, για την οποία ο ίδιος είναι υπεύθυνος»  έγραφε στα «Δοκίμιά» του  για την πνευματική κίνηση κατά τον Αιώνα των Φώτων, η οποία αγωνίστηκε να βοηθήσει τον άνθρωπο και τον πολίτη να ξεφύγουν από τα «σκοτάδια» και τις μεσαιωνικές προκαταλήψεις και δεισιδαιμονίες.
Διαβάζαμε, προ ετών («Ελευθεροτυπία», 12/10/2001, Θ. Γιαλκέτσης), ότι  ο Καντ ανήκει ολόκληρος στην εποχή του. Είναι ένας στοχαστής του Διαφωτισμού, ο οποίος ωστόσο δεν δέχεται τίποτα από τον αιώνα του χωρίς να το υποβάλει στη δική του κριτική και να το μεταμορφώνει και δεν αφήνει κανένα ερώτημα χωρίς να δίνει τη δική του απάντηση.
Κάποτε, ο Καντ απαντώντας σε όσους θεωρούσαν την φιλοσοφία με την ευρύτερη έννοιά της, ως απλά την υπηρέτρια που συνοδεύει την εξουσία και της κρατά την ουρά του φουστανιού της, απάντησε ότι και η χειρότερη υπηρέτρια κρατά έναν πυρσό, προκειμένου να φωτίζει τον δρόμο της Κυρίας, δηλαδή, της ανοίγει και της φωτίζει τον δρόμο της. Αλλού, «περιπαίζοντας» τους πολιτικοοικονομικά δυνατούς της γης, αναρωτιόταν γιατί δεν υπολογίζουν την θεωρητική εργασία, την κοροϊδεύουν  και την θεωρούν ασήμαντη. Αλλά, οσάκις  η θεωρία και η θεωρητική κριτική στραφούν σε βάρος των κρατούντων, αμέσως την καταδιώκουν, λέει κι απορεί ο Καντ, με τα όπλα και όσες περισσότερες σφαίρες διαθέτουν.
Σημαντικά και γνωστά σε όλους έργα του είναι: «Κριτική του καθαρού λόγου», «Κριτική του πρακτικού λόγου», «Κριτική της κριτικής ικανότητας», «Προλεγόμενα σε κάθε μελλοντική μεταφυσική»,  αλλά και τα «Δοκίμιά» του.
Θα κλείσουμε, λοιπόν, το σημερινό μου άρθρο, με σχόλιο του Γ. Βελουδή («ΤΟ ΒΗΜΑ», 25 Απριλίου 2004) για την αναβίωση στην Ελλάδα του ενδιαφέροντος για τον Καντ: «[…] Με κάποιαν επιφύλαξη, μπορούμε να επισημάνουμε ότι την τελευταία εικοσαετία παρατηρείται και στην Ελλάδα μια, εξ αντανακλάσεως βέβαια, «επιστροφή στον Kant»· ο λόγος αυτής της «επιστροφής» βρίσκεται, πιθανότατα, στην επανάκαμψη του ηθικοπολιτικού (νεο)συντηρητισμού και πουριτανισμού και του δόγματος «η τέχνη για την τέχνη» - ιδεολογικές και πολιτιστικές ανάγκες, που υπηρετούνται από τα δόγματα της προτεσταντικής, μεταφυσικής, όχι πολιτικής, καντιανής Ηθικής και τα θεωρήματα της υποκειμενικής, απολιτικής, «καθαρής» καντιανής Αισθητικής[…]».

Β. 76.  Βασιλιάς και Χούντα


Από τις 21 Απριλίου 1967, έχει στην Ελλάδα καταλυθεί, με τις ευλογίες του Στέμματος, το δημοκρατικό πολίτευμα κι έχει αντικατασταθεί από στρατιωτική δικτατορία. Για τη νομιμοφάνεια του καθεστώτος «πρωθυπουργός» είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κων/νος Κόλλιας, ο οποίος ορκίστηκε με την επικράτηση της χούντας, ύστερα από υπόδειξη του βασιλιά Κων/νου ως «τοποτηρητής» του στα νέα κέντρα αποφάσεων. Αποφάσεις, για τις οποίες «λύνει και δένει « ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, «υπουργός» Προεδρίας στην «κυβέρνηση» Κόλλια και ιθύνων νους της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως» της 21/4/1967.
Αποτέλεσμα εικόνας για βασιλιάς και χούντα
Η «κυβέρνηση» Κόλλια  (Βασιλιά + χουντικών αξιωματικών)
Στο διάστημα Απρίλης- Δεκέμβρης 1967, ο βασιλιάς βλέπει βαθμιαία πως χάνει τον έλεγχο της κατάστασης. Η πλάστιγγα γέρνει προς το μέρος των συνταγματαρχών, που ελέγχουν πλέον τα πάντα, στο στρατό και στην κοινωνία, με εκτοπίσεις, φυλακίσεις, έκτακτα στρατοδικεία. Αν και μετά τις 11/9/1967, ημέρα που συνάντησε τον Αμερικανό πρόεδρο Λ. Τζόνσον, ο βασιλιάς Κων/νος συμφωνεί με τον Παπαδόπουλο για την αποστρατεία ανώτατων (φιλοβασιλικών στην πλειοψηφία τους) στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, πρόκειται για προσωρινό «συμβιβασμό» κι ετοιμάζεται με πιστούς σε αυτόν στρατιωτικούς ν’ ανατρέψει τον Παπαδόπουλο και τους συν αυτώ. Στο κωνσταντινικό «στρατόπεδο» ανήκαν υψηλόβαθμα στελέχη του στρατού, όπως ο αρχηγός της Αεροπορίας- πτέραρχος Αντωνάκος, ο στρατηγός Μανέτας, ο στρατηγός - διοικητής της Α’ Στρατιάς Κόλλιας, ο στρατηγός - διοικητής της Γ’ Στρατιάς Περίδης, ο ταξίαρχος Έρσελμαν κ.α., αλλά ο Παπαδόπουλος είχε φροντίσει να τους πλαισιώσει με δικούς του αξιωματικούς, ώστε -αν προσπαθήσουν να δράσουν εναντίον του και υπέρ του Κων/νου- να εξουδετερωθούν άμεσα.
Το βασιλικό «αντιπραξικόπημα» έλαβε χώρα στις 13 Δεκεμβρίου του 1967 και κατέληξε σε παταγώδες φιάσκο για τον Κων/νο, ο οποίος έκτοτε αναγκάστηκε να καταφύγει εκτός Ελλάδος κι έκπτωτος του Θρόνου.
Καθώς το Νοέμβρη του 1967 προκλήθηκαν σημαντικά επεισόδια σε βάρος Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο και ο Κόλλιας προσέλαβε τον έμπειρο φιλομοναρχικό πολιτικό και τ. πρωθυπουργό Π. Πιπινέλλη  ως «υπουργό» Εξωτερικών, φτάνει στην Αθήνα ο Αμερικανός απεσταλμένος  Σάιρους Βανς. Κατόπιν πολυήμερων διαβουλεύσεων αποφασίστηκε (3/12) η αποχώρηση της Ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο κι η διεύρυνση των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ, προς ανείπωτη πίκρα των Ελληνοκυπρίων.
Στις 29 Νοεμβρίου, όμως, ο πρώην πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής δίνοντας συνέντευξη στους «Times» και στη «Le Monde», περιγράφει την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ως «επικίνδυνον και δύσκολον. Είναι δύσκολος διότι αντιμετωπίζομεν όχι μόνον το  ζωτικόν και άμεσον πρόβλημα της ανατροπής  της δικτατορίας. Πρέπει επίσης να δημιουργήσωμεν τας απαραιτήτους συνθήκας διά την επιστροφήν εις την νομιμότητα. Είναι αναμφίβολον ότι επιστροφή εις την προϋπάρξασαν κατάστασιν  απλώς σημαίνει μεταφοράν από μίαν ανωμαλίαν εις άλλην...». Αλλού, στην ίδια συνέντευξη, ο επί σειρά ετών (1955-63) πρωθυπουργός και ηγέτης της ελληνικής Δεξιάς επισημαίνει ότι η Ελλάδα θα επανέλθει στη νομιμότητα «Διά της ανατροπής των Κινηματιών από την εξουσίαν... Οι Έλληνες δεν θα επιτρέψουν την διατήρησιν δικτατορίας οιασδήποτε μορφής...»
Η αντίδραση του Γ. Παπαδόπουλου στις δηλώσεις Καραμανλή ήταν άμεση. Θέλει να μείνει μόνος παντοκράτωρ και να διώξει ακόμη και το βασιλιά, που ετοιμάζει -δίχως να σκέφτεται τις «απαραίτητες συνθήκες», που έλεγε ο Καραμανλής - εδώ και λίγο καιρό το στρατιωτικό κίνημά του. Έτσι, ο Παπαδόπουλος αποφασίζει να προκαλέσει και να παγιδέψει τον Κων/νο.
Στις 12 Δεκεμβρίου, λοιπόν, του 1967 βρίσκει το βασιλιά και του απαιτεί ότι ήρθε η ώρα της αλλαγής: Ο Κόλλιας επιτέλεσε το «ρόλο» του και τώρα πλέον πρέπει να αποπεμφθεί για να διοριστεί ο Γ. Παπαδόπουλος πρωθυπουργός της Ελλάδας και ν’ αναλάβουν οι στρατιωτικοί συνεργάτες του τα καίρια πόστα της κρατικής μηχανής. Ο Κων/νος «τσιμπάει το δόλωμα» και κινήθηκε την επομένη ημέρα ν’ ανατρέψει τους συνταγματάρχες.
Γιατί προέβη ο Κων/νος στο βασιλικό «αντιπραξικόπημα»; Θα το πει ο ίδιος σε διάγγελμά του προς τον Ελληνικό λαό, από το ραδιοφωνικό σταθμό Λάρισας, που όμως ακούγεται κι αμυδρά μόνο σε μικρή ακτίνα κοντά στην έδρα του κι όχι πανελληνίως.
«...Το εθνικόν συμφέρον απαιτεί την εκ μέρους μου εκδήλωσιν πρωτοβουλίας... ίνα η χώρα επανέλθη εις την δημοκρατικήν νομιμότητα... Παρά την φαινομενικήν εν τη χώρα τάξιν και ασφάλειαν υπεκρύπτετο  μία συνεχής προσπάθεια σταθεροποιήσεως εις την εξουσίαν των στασιαστών, δημιουργούσα τον κίνδυνο της εγκαθιδρύσεως ολοκληρωτικού καθεστώτος... Επιθυμώ να αποκαταστήσω την πειθαρχίαν εις το στράτευμα διότι έχει σοβαρώς διασαλευθή...Έχομεν ανάγκην φίλων εις το εξωτερικόν... Καθ’όλην την διάρκειαν της τελευταίας εικοσιπενταετίας  η κομμουνιστική μειοψηφία δεν απέβλεψε παρά εις την ανατροπήν του κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος μας διά μέσων βιαίων και υπούλων. Επεσώρευσε καταστροφάς και ερείπια, μολύνει την νεολαίαν και θέτει εις κίνδυνον αυτήν την υπόστασιν της φυλής μας... Πιστεύω εις την αναγέννησιν και θα υποστηρίξω κάθε προσπάθεια τείνουσαν εις αυτήν, διότι γνωρίζω ότι τούτο αποτελεί αίτημα πανελλήνιον...»
Η βασιλική επιχείρηση ήταν εντελώς ανοργάνωτη και ούτε ένας Έλληνας δεν βοήθησε το βασιλιά να πετύχει  το «αντιπραξικόπημα». Η βασιλική οικογένεια, τα τιμαλφή και τα απαραίτητα βασιλικά ενδύματα, ο αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του βασιλιά, ο γιατρός των ανακτόρων, δυο νοσοκόμες, δυο πιστοί υπηρέτες  κι ένα σκυλί ακολούθησαν το βασιλιά λίγο μετά τις 10 το πρωί της 13/12/1967, όταν έφυγε από το Τατόι για την Καβάλα, όπου θα γινόταν το «στρατηγείο» του.
Μαζύ με τους βασιλείς εγκατέλειπε την Αθήνα κι ο «πρωθυπουργός» Κόλλιας, που από τις 9.30 π.μ. της ίδιας ημέρας βρισκόταν στα Ανάκτορα. Στις 9.30, όμως, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος -πριν καν φύγει ο βασιλιάς από την Αθήνα- όρκισε αντιβασιλέα το στρατηγό Ζωϊτάκη, ο οποίος με τη σειρά του ανέθεσε την «πρωθυπουργία» στον Παπαδόπουλο, του οποίου ήταν -όπως φαίνεται- «αχυράνθρωπος».
Αν πετύχαινε το κίνημα του Κων/νου, «πρωθυπουργός» σε μεταβατική, αμιγώς πολιτική πλην φιλοβασιλική κυβέρνηση θα γινόταν -όπως δήλωνε ο ίδιος στους «Τimes»- ο τ. υπουργός Πέτρος Γαρουφαλιάς, που είχε αρνητικό (για τη Δημοκρατική παράταξη) πρωταγωνιστικό ρόλο το καλοκαίρι του 1965 με την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ».
Πώς να πετύχαινε, όμως, ένα ερασιτεχνικό κίνημα ενός απείρου σε τέτοιες μηχανορραφίες βασιλιά; Όταν ο κωνσταντινικός στρατηγός Ι. Μανέτας παρέδωσε στον αρχηγό Γ.Ε.Σ. Οδ. Αγγελή τη βασιλική εντολή να αναλάβει εκείνος (ο Μανέτας) Γενικός Επιτελάρχης Στρατού και Α/Γ.Ε.ΕΘ.Α. (Αρχηγός στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης), ο Αγγελής τον συνέλαβε.
Το  μήνυμα του Μανέτα υπέρ του βασιλιά διαβιβάστηκε και στο ναυτικό και στην αεροπορία, που προσχώρησαν στο μεγαλύτερό τους μέρος στο βασιλικό κίνημα και αφού ο βασιλέας τούς διέταξε: «Κάνετε ό,τι μπορείτε... με τον όρο να μη χυθεί αίμα», αναίμακτα στις 3 π.μ. της 14/12/67 πειθάρχησαν στο νέο προσωποπαγές καθεστώς του Παπαδόπουλου. Δυστυχώς, όμως, για τους βασιλικούς, ο στρατός έμεινε πιστός στους δικτάτορες. Μάλιστα έπειτα από -διά του ραδιοσταθμού των Αθηνών- διάγγελμα των συνεργατών του Παπαδόπουλου, που ανέφερε τα εξής: «Προ ολίγων ωρών εξεδηλώθη εγκληματική συνωμοσία και απόπειρα καταλύσεως του κράτους και της εννόμου τάξεως. Κοινοί τυχοδιώκται (Σ.Σ.: εννοεί τον Καραμανλή και τους άλλους αντιχουντικούς πολιτικούς, Γ. & Α. Παπανδρέου - Π. Κανελλόπουλο;) , κινούμενοι από μωράν φιλοδοξίαν και αγνοούντες το συμφέρον του έθνους , παρέσυραν και παρεπλάνησαν τον βασιλέα και τον εξηνάγκασαν να στραφή κι αυτός κατά της εθνικής γαλήνης και της ησυχίας του λαού εις ιδιαιτέρως ιστορικάς διά την Ελλάδαν στιγμάς», οι επικεφαλής του στρατού στους καίριας σημασίας  στρατιωτικούς σχηματισμούς αυθημερόν (13/12) απομόνωσαν και συνέλαβαν τους κωνσταντινικούς αξιωματικούς.
Λίγο, όμως, πριν τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, ο Παπαδόπουλος παρείχε αμνηστία τόσο για τους πρωταγωνιστές της περιβόητης υπόθεσης «ΑΣΠΙΔΑ», όσο και για τα πολιτικά αδικήματα που σημειώθηκαν μετά τις 21/4/1967. Φυσικά, αφορούσε και όσους συμμετείχαν στο βασιλικό «αντιπραξικόπημα» του Δεκεμβρίου.
Όπως σημειώνει, μεταξύ άλλων,  η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» για το βασιλικό «κίνημα» του Δεκεμβρίου του ’67 (13-12-2001), «Επρόκειτο, ουσιαστικά, για την προσπάθεια της αντικατάστασης της χούντας των συνταγματαρχών από τη χούντα των στρατηγών. […] Και οι δυο κινήσεις ήταν εν γνώσει των Αμερικανών που με κάθε ευκαιρία παρότρυναν είτε τη μια, είτε την άλλη πλευρά».
Ενώ ο ταξίαρχος Δ. Πατίλης, «υπουργός» Βορείου Ελλάδος επί Κόλλια, απέτρεψε με έγκαιρες κινήσεις του να κινητοποιηθούν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις στη Β. Ελλάδα, ο βασιλιάς απογοητευμένος από την τροπή και ντροπή που πήρε το «αντιπραξικόπημά» του πήρε την οικογένειά του κι αναχώρησε μαζύ με τον «πρωθυπουργό» Κόλλια από την Καβάλα στη Ρώμη. Ήταν 3.15 π.μ. της 14/12/1967 και ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών μεταδίδει πως  ο Κωνσταντίνος  προσπαθεί να διαφύγει από τη χώρα κυνηγημένος, διότι «... Η αντεπανάστασις απέτυχε. Συνετρίβη πλήρως».
Ένας ακόμη φορέας του παλιού διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος είχε φύγει από τη μέση για τον Παπαδόπουλο και τους δικτάτορες, το Παλάτι. Ο Κων/νος έχοντας απολέσει και το θρόνο του, παρέμενε -καθ’ υπόδειξη των Αμερικάνων- σιωπηλός, όσο ο νέος «πρωθυπουργός» (Γ. Παπαδόπουλος) με «ασκήσεις επί χάρτου» προσπαθούσε να στελεχώσει την «κυβέρνησή του» με τέτοια πρόσωπα (Παττακός, Μακαρέζος, Ανδρουτσόπουλος) και την προσχώρηση από το φιλοανακτορικό «μέτωπο» του Π. Πιπινέλλη που παρέμεινε υπουργός Εξωτερικών, κινήσεις που θα εξασφάλιζαν μια νέα τάξη πραγμάτων για την Ελλάδα και πρώτα απ’ όλα τη «διεθνή κατανόηση» που του ήταν απαραίτητη. Απαραίτητη όσο ο έλεγχος του στρατού και της κοινωνίας, που άρχισε να διαφαίνεται περισσότερο ευδιάκριτα και να καταπιέζει το δημοκρατικών και φιλελεύθερων φρονημάτων εντός κι εκτός Ελλάδος Ελληνισμό μετά το βασιλικό «αντιπραξικόπημα» της 13ης Δεκεμβρίου 1967 και με τη συνδρομή ενός «Συντάγματος», ώστε -όταν το 92% των Ελλήνων «ψήφισαν» υπέρ του στις 29/9/1968-  «δικαιωνόταν» ο Α. Φασσέας, σημαίνων παράγοντας της ελληνοαμερικανικής ομογένειας που ένα χρόνο νωρίτερα (9/10/1967) είχε δηλώσει πως η χούντα της 21ης Απριλίου ήταν ο αναγεννητής της... δημοκρατίας (!).
Και μια και αναφέραμε την ελληνοαμερικάνικη ομογένεια, ας σημειωθεί και το γράμμα του Προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον προς τον Γ. Παπαδόπουλο τέλη Γενάτη του 1968 όπου ο πρόεδρος γράφει, μεταξύ άλλων, στον δικτάτορα, τον οποίο αναγνωρίζει πανηγυρικά ως πρωθυπουργό της χώρας και του γράφει και τα εξής: «Η κυβέρνησή μου βρίσκει ότι ορισμένα από τα μέτρα που έχετε λάβει είναι θετικά για την αποκατάσταση κανονικών συνθηκών στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή... Όπως γνωρίζετε, κ. πρωθυπουργέ, οι χώρες μας έχουν πολλές κοινές αξίες. Έχουμε μια μακρά και παραγωγική σχέση, βασισμένη σε κοινούς στόχους και δεσμούς. Πρόκειται για μια σχέση μεγίστης σημασίας για εμάς τους Αμερικανούς...» (βλ. «Ριζοσπάστης», 23-01-2002). Και μετά την επιστολή Τζόνσον, η μια μετά την άλλη, οι κυβερνήσεις των ΝΑΤΟικών κρατών ξεχνούν τις επιφυλάξεις τους και προχωρούν στην πλήρη αναγνώριση της χούντας.
Καταλήγοντας την αφήγησή μας, να γραφεί και ότι για ευνόητους λόγους διεκήρυτταν η νέα τάξη κι ο Παπαδόπουλος πως, σ’ αντίθεση με ό,τι συνέβη επί βασιλείας και των διεφθαρμένων πολιτικών και σαφώς πιο ενισχυμένοι αποτινάσσοντας καθετί βασιλικό μετά τις 13/12/1967, μεριμνούν «διά να κατοχυρωθή η εσωτερική ασφάλεια,  διά να συνεχισθή η εξυγίανσις του δημοσίου βίου, διά να συγχρονισθή  η διοίκησις, διά να προοδεύση η οικονομία, διά να υπάρξη  κοινωνική δικαιοσύνη και διά είναι εις θέσιν η Ελλάς να βαδίζη σταθερώς διά μέσου της ομίχλης της παγκοσμίου κρίσεως». Έτσι τουλάχιστον γράφει (28/9/1968) ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, θεωρητικός της χούντας των συνταγματαρχών, ξεχνώντας τους Έλληνες  που είχαν γεμίσει τους τελευταίους μήνες .... τις φυλακές και τα ξερονήσια;

Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Β. 75. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανάβει το «φυτίλι»
Ο πόλεμος της εθνικής ανεξαρτησίας των Ελλήνων ή  – όπως  έχει επικρατήσει να λέγεται  – η  Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη το β’  δεκαπενθήμερο του Φλεβάρη του 1821, στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία & Βλαχία).
Επελέγη η Μολδοβλαχία για 3 λόγους: (α) διοικούνταν από Φαναριώτες από το 1709, (β) υπήρχε ακμάζων ελληνισμός στην περιοχή και (γ) οι Τούρκοι, μετά από ρωσοτουρκική συνθήκη του 1812, δεν είχαν στρατό εκεί, ούτε και το δικαίωμα της στρατιωτικής επέμβασης, αλλά διέθεταν,  από τα εδάφη των Παραδουνάβιων ηγεμονιών, στρατιωτικές δυνάμεις μονάχα στο φρούριο της Βραΐλας, μιας πόλης στη σημερινή Ρουμανία, με ανθηρό, κατά τον 19ο αιώνα, όμως, ελληνικό στοιχείο. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί και ό,τι γράφει ο Ν. Τοντορώφ («Η Βαλκανική Διάσταση της Επανάστασης του 1821», σελ. 80), ότι δηλαδή «στη Μολδοβλαχία επικρατούσαν καλύτερες συνθήκες για την προσέλκυση εκπροσώπων των υπόλοιπων βαλκανικών λαών στο ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα, με την προοπτική της επέκτασης της προετοιμαζόμενης εξέγερσης σε μια παμβαλκανική επανάσταση».  
Στις 16/2/1821, λοιπόν, αφού τους τελευταίους μήνες είχαν εκδηλωθεί κάποια «κρούσματα» προδοσίας στους κόλπους των Φιλικών, ο αρχηγός της «Φιλικής Εταιρείας», Αλέξανδρος Υψηλάντης, στο Κισνόβιο (Κισσένιεφ), την πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας και έδρα του Έλληνα πολιτικού διοικητή της περιοχής και γαμπρού του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Κωνσταντίνου Κατακάζη, λαμβάνει την απόφαση για την οριστική κήρυξη της ελληνικής Επανάστασης, όπως είχε προσχεδιαστεί. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Κισνόβιο, ας γραφεί και τούτο, δεν θα αποφάσιζε για την αναβολή ή την άμεσο έναρξη της Επανάστασης, αλλά για το από πού θα ‘πρεπε να ξεκινήσει, από τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες ή από την κυρίως Ελλάδα.
Μια βδομάδα σχεδόν αργότερα, έχουμε δραστικές εξελίξεις. Συγκεκριμένα, στις 22 του ίδιου Φλεβάρη, παραιτούμενος από το ρωσικό στρατό, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, με δύο από τα αδέλφια του (Νικόλαο και Γεώργιο) και πλήθος οπαδών του, διαβαίνει τον ποταμό Προύθο και εισέρχεται στη Μολδαβία. Από το Ιάσιο της Μολδαβίας, όπου συναντά το Μιχαήλ Σούτσο, κυκλοφορεί την περίφημη προκήρυξή του στις 24/2/1821, «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Πρόκειται για ένα κάλεσμα των υποδούλων για απελευθερωτικό αγώνα και ταυτόχρονα κηρύσσει την έναρξη της Επανάστασης κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας («Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες»). Συγκεκριμένα, μιλά για ελευθερία και πατρίδα, για δικαιώματα και φιλελεύθερες ιδέες, κάνει λόγο για μια «κραταιά δύναμη» που θα υπερασπίσει τα ελληνικά δίκαια, αφήνοντας να εννοηθεί έτσι πως έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη της ομόδοξης και εχθρικής προς το Σουλτάνο Ρωσίας. Οι διακηρύξεις του Υψηλάντη διαβάστηκαν δημόσια στην Οδησσό με πάνδημες επιδοκιμασίες.
Λέγεται, μάλιστα, καθώς η «Φιλική» είχε, χάρη στο «Θούριο» του Ρήγα, εξαπλωθεί σ’ όλους τους λαούς της Βαλκανικής (Σέρβους, Βούλγαρους, Αλβανούς, αλλά όχι και Μολδαβούς βογιάρους γαιοκτήμονες ) και είχε φτάσει και στην Κρήτη, ότι, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θα έδινε το έναυσμα για την Επανάσταση, ο σηκωμός, στηριγμένος σε αλλοτινά σχέδια του Ρήγα Φεραίου, θα ήταν παμβαλκανικός! Ο ίδιος ο Υωηλάντης είχε αποπειραθεί να στείλει τον Ύπατρο στον Αλήπασα, αλλά ο απεσταλμένος του δολοφονήθηκε κοντά στη Νάουσα και ο Πωπ, που επρόκειτο να πάει στο Σέρβο Μίλος Οβρένοβιτς για λογαριασμό του Υψηλάντη, πιάστηκε από τους Τούρκους και, για να μην υποστεί βασανιστήρια, αυτοκτόνησε.
Μονάχα που ο ξεσηκωμός που ήθελε ο Υψηλάντης δε θα απελευθέρωνε τους Βαλκάνιους αγρότες από την καταπίεση των γαιοκτημόνων όπως ήθελε ο άλλοτε αξιωματικός του ρωσικού στρατού Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, επικεφαλής ενός, γύρω στο 1821, κινήματος των κολίγων της Μολδοβλαχίας. Αποσκοπούσε, κατά τον Κορδάτο, να επαναστατήσουν τα Βαλκάνια υπέρ των Ελλήνων φεουδαρχών, οι οποίοι, κατόπιν, τροπαιούχοι, θα αντικαθιστούσαν την τουρκική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη.  Ο Βλαδιμηρέσκου, όπως γράφει ο Τοντόρωφ Ν. (βλ. όπου παραπάνω, σελ. 102), στην πρώτη του προκήρυξη (23 Γενάρη 1821) απευθύνεται προς τους «αδελφούς κατοίκους της Βλαχίας» και τους καλεί σε αγώνα ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, «για να εξαφανίσουν τους κακούς με κακό» και να αφαιρέσουν «τα αγαθά και το βιος που απέχτησαν κακώς οι τύραννοι και οι βογιάροι».
Η είδηση, πάντως, για την έκρηξη Επανάστασης στη Μολδοβλαχία έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 1 Μαρτίου του 1821. Διπλωματικά, το τούρκικο υπουργείο εξωτερικών προσπάθησε με τη «βοήθεια» της «Ιεράς Συμμαχίας» να απομονώσει τη Ρωσία, που τη θεωρούσε υπαίτια της εξέγερσης. Πολιτικά, ο Σουλτάνος διέταξε τον πατριάρχη, Γρηγόριο τον 5ο, να αφορίσει τους επαναστάτες και στρατιωτικά, κήρυξε γενική επιστράτευση των μουσουλμάνων υπηκόων του, κάνοντας λόγο για «ιερό πόλεμο» κατά των αλλοπίστων.
Είχαμε αφήσει, νωρίτερα, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο. Μια εβδομάδα παρέμεινε εκεί, αλλά δεν έκανε το παραμικρό για διοργάνωση και αύξηση του στρατού του, παρά μονάχα μοίραζε δεξιά και αριστερά στρατιωτικούς βαθμούς, διορίζοντας στρατηγούς και αξιωματικούς για το επιτελείο του. Πέρα απ’ αυτό, αναφέρεται και το ότι επιχείρησε επονείδιστες καταπιέσεις εις βάρος πλουσίων Ελλήνων και Ρουμάνων και ότι επιδοκίμασε τη σφαγή από τον Β. Καραβιά της ασήμαντης σε αριθμό τουρκικής φρουράς στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και, κατόπιν, τη λεηλασία αυτής της πόλης και τη δήωση του Ιάσιου και άλλων περιοχών για πλιατσικολόγημα.
 
Άδοξο τέλος είχε η απόπειρα του Αλ. Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία
να ξεκινήσει από εκεί η επανάσταση των Ελλήνων κατά των Τούρκων
και όλος σχεδόν ο Ιερός Λόχος του βρήκε ηρωικό θάνατο (άνοιξη 1821)
Κι ενώ, στις 10, λοιπόν, του Μάρτη, ο Υψηλάντης διοργανώνει από εθελοντές στη Φωξάνη της Μολδαβίας τον «Ιερό Λόχο», αρχικής δύναμης 100 αντρών υπό το Γ. Καντακουζηνό, εγκαθίσταται, πάλι αδρανής για αρκετές ημέρες, στο Πλοέστι και κατά τα τέλη του ίδιου μήνα, φτάνει στο Βουκουρέστι.
Σχετικά με τον ενθουσιασμό, με τον οποίο κατατάχτηκαν οι νέοι στον «Ιερό Λόχο», δίχως να μπορούν, τότε, να προβλέψουνε ότι, λίγους μονάχα μήνες αργότερα, θα αποδεικνυόταν ένα οδυνηρότατο «Βατερλό» για τους ίδιους και τους ηγήτορές τους, ας δώσουμε το λόγο στον Ηλία Φωτεινό: «[…] Την 27ην του Μαρτίου ημέραν Κυριακήν μετά μεσημβρίαν, κατά παρακίνησιν Αρχιμανδρίτου τινός Έλληνος παπά Βασιλείου, φίλου και συνοπαδού του Γ. Ολυμπίου, προσκληθέντες δύο ιερείς αγνoούντες ου ένεκα, εις τον οίκον του Βέλλιου, όπου ενέδρευεν ο Ι. Φαρμάκης εκεί προητοιμασμένη ούσα η τρίχρωος μεταξωτή σημαία, σύμβολα φέρουσα εκ του ενός τον άγιον Κωνσταντίνον συν τη Ελένη με το σημείον του σταυρού και υπό αυτοίς το «εν τούτω νίκα», εκ δε του άλλου τον Φοίνικα με το «εκ της κόνεώς μου αναγεννώμαι» έκαμαν κατ' επιταγήν λιτανείαν· έπειτα ο μέν εις ιερεύς κρατών εν χερσί τον σταυρόν, ο δε το ιερόν ευαγγέλιον, και μεταξύ τούτων ο ενθουσιαστικώτατος Κωνσταντίνος Κυριάκου Αριστίας φέρων επί ώμου αναπεπταμένην την ιεράν Σημαίαν, κατόπιν δε τούτων έως δέκα οπλοφόροι ξιφήρεις, εξήλθον ομού του ρηθέντος οίκου ψάλλοντες το «έλαμψεν η χάρις σου σήμερον»κτλ. και μετά τούτο άδοντες τα φιλελεύθερα άσματα του αειμνήστου Ρήγα Φερραίου το «δεύτε παίδες των Ελλήνων», «φίλοι μου συμπατριώται» και το «ως πότε παλληκάρια να ζώμεν στα στενά» κτλ. και παρακολουθούμενοι εν τω μεταξύ από πλήθος πολύ άλλων οπλοφόρων εγκατοίκων και οπλομάχων φιλελευθέρων, εστάθησαν oι επί κεφαλής του πλήθους δύο ιερείς μετά του ρηθέντος σημαιοφόρου εις το τετράοδον της παλαιάς Κούρτης, εδεήθησαν εκεί υπέρ της σωτηρίας των ορθοδόξων χριστιανών, ευχάς, θυμιάματα και δάκρυα προς τον Θεόν αναπέμψαντες εκφώνησαν τρανώς το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου» κτλ. και ευθύς με ακατάπαυστον πυροβολισμόν επ' αέρος άνευ σφαιριδίων, δεν ηκούετο άλλο από το στόμα του πλήθους, ειμή το, ζήτω η ελευθερία, εωσού επέστρεψαν εις την ρηθείσαν oικίαν· ανέπηξεν και ο Σημαιοφόρος ευτυχώς την σημαίαν επί του πυλώνος τότε επροσκύνησαν πάντες αυτήν, επυροβόλησαν αύθις και τελευταίον έκραξαν μεγαλοφώνως το «και εις τας πύλας του Βυζαντίου». Μετά τούτο, oι μέν επανήλθον εις τα ίδια, oι δε συνακολουθούντες αυθόρμητοι από ενθουσιασμόν, ήρχισαν να συγκατατάττωνται εις στρατολογίαν […]».
Κοντά στο Βουκουρέστι, είχε στρατωνιστεί, με τους 3000 άντρες του, ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, ενώ μέσα στην πόλη είχε σταθμεύσει ο Ρουμάνος χριστιανός, Σάββας Φωκιανός. Ο στενός συνεργάτης του Υψηλάντη, Γεωργάκης Ολύμπιος, από το 1820 (27 Δεκέμβρη), είχε συμφωνήσει με το Βλαδιμηρέσκου για σύμπραξη και γι’ αυτό, μόλις πέρασε ο Υψηλάντης τον Προύθο, ο Ρουμάνος «αντάρτης» πήγε κοντά του με τους Βλάχους αγρότες του. Ο Υψηλάντης, όμως, αντί να τους προσεγγίσει, έκανε οτιδήποτε άλλο πλην της συγκρότησης ενιαίου και πειθήνιου στρατεύματος, αλλά, αφού προέβη σε διώξεις σε βάρος των επισημότερων κατοίκων της πόλης, ασχολήθηκε πιο πολύ με τον καταρτισμό και τη συντήρηση ενός θεατρικού θιάσου.
Νωρίτερα, στις 14 Μαρτίου 1821, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας, τού αποστέλλει, εξ ονόματος του Τσάρου, επιστολή, με την οποία επικρίνει τον τρόπο και το χρόνο έναρξης της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Στην ουσία, έμμεσα, αναγνώριζε τα ελληνικά δίκαια και την Επανάσταση, που ως τότε υπεράσπιζε όσο μπορούσε διπλωματικά με την υπουργική του ιδιότητα. Πάντως, τούτη είναι η δεύτερη φορά που αντιμετωπίζει «δισταχτικά» έναντι του Υψηλάντη την επικείμενη Επανάσταση ο Καποδίστριας. Η προηγούμενη ήταν σε διά ζώσης συνομιλία τους το χειμώνα του 1820 …
Στο Βουκουρέστι βρίσκει τον Υψηλάντη τόσο η καταδίκη της Επανάστασης από τον Τσάρο Αλέξανδρο τον 1ο, όσο και η διαγραφή του Υψηλάντη από τους ρωσικούς στρατιωτικούς καταλόγους, αλλά και ο αφορισμός των Υψηλάντη  –  Μιχαήλ Σούτσου από τον οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο τον 5ο.
Γιατί, όμως, αφόρισε ο Γρηγόριος τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους, παρασέρνοντας στον ίδιο, αντιδραστικό, δρόμο πολλούς ανά την Ελλάδα αρχιερείς να καταδικάζουν τους επαναστάτες; Κάποιοι λένε πως και άλλοτε, σε παραπλήσιες κρίσιμες για τους Έλληνες καταστάσεις, μια σειρά αντιδράσεων σαν και την τωρινή Πατριαρχική είχε γλιτώσει το Γένος από τον αφανισμό, λόγω της τουρκικής μανίας! «[...] Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών […]».
Μετά τον αφορισμό και την αποπομπή του, 1 Απρίλη, πλέον, του 1821, ο Υψηλάντης έφυγε από το Βουκουρέστι προς τα Καρπάθια και άφησε τους Βλαδιμηρέσκου και Σάββα Φωκιανό πίσω του.
Αρχές Μαΐου, όμως, εισέβαλαν στα εδάφη της Μολδοβλαχίας τρεις Τούρκοι πασάδες, ο της Βραΐλας στη Μολδαβία, ο της Σιλιστρίας στη Βλαχία και ο του Βιδινίου στη Μικρή Βλαχία. Ο Σάββας Φωκιανός έφυγε από το Βουκουρέστι προς τον Υψηλάντη, ο Βλαδιμηρέσκου ήλθε σε επαφές με τους Τούρκους και τους υποσχέθηκε, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, να σκοτώσει τον Υψηλάντη και το στενό του συνεργάτη, Γεωργάκη Ολύμπιο. Ο Ολύμπιος, όμως, τότε, επικεφαλής 300 αντρών, συνέλαβε το Βλαδιμηρέσκου, τον οδήγησε μαζύ με το στράτευμά του στον Υψηλάντη, ο οποίος διέταξε και τον άνευ διαδικασίας τουφεκισμό του. Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει περί προδοσίας του ηγέτη των Ρουμάνων αγροτών, αλλά ο Κορδάτος εντοπίζει την αιτία της εκτέλεσης του Βλαδιμηρέσκου στη σημαντική διάσταση μεταξύ των φεουδαρχικών και μοναρχικών κατά βάθος απόψεων του Αλέξανδρου Υψηλάντη και των φιλολαϊκών και υπέρ της αγροτιάς θέσεων του Ρουμάνου αρχηγού. Πρέπει, όμως, να συμπληρωθούν σ’ αυτό το σημείο και τα εξής: πρώτον, το ότι ο Φωτάκος περιγράφει αναλυτικά πώς εκτελέστηκε ο Βλαδιμηρέσκου από τους ανθρώπους του Υψηλάντη και δεύτερον, το ότι, σχετικά με τις προδοτικές σχέσεις του Βλαδιμηρέσκου με τους Τούρκους, ο ιστορικός Δ. Κόκκινος αναφέρει πως είχε συμφωνηθεί μεταξύ Ολύμπιου και Βλαδιμηρέσκου να ξεσηκωθεί ο δεύτερος όχι κατά του Σουλτάνου, αλλά κατά των Ελλήνων ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας και των πλούσιων βογιάρων, για να παρασύρει το λαό και να μην εγείρει αμέσως τούρκικη επίθεση. Στην ίδια συμφωνία, προβλεπόταν και το ότι ο Ολύμπιος ανελάμβανε την υποχρέωση να παράσχει στο Βλαδιμηρέσκου στρατιώτες, για να προχωρήσει στα συμφωνημένα. Εξάλλου, εάν προσφύγουμε στο Δ. Κόκκινο πάλι,  ο Ολύμπιος θεωρούσε τίμιο τον Βλαδιμηρέσκου και δεν ήταν δυνατόν ν’ αμφιβάλει για την τιμιότητά του.
Ενώ οι Βλάχοι αγρότες εγκατέλειψαν το στρατόπεδο του Υψηλάντη, το υπόλοιπο και ακέφαλο, κατά τον παραπάνω τρόπο, στράτευμα του Βλαδιμηρέσκου ενσωματώθηκε στις δυνάμεις του Υψηλάντη, ο οποίος διέταξε, από το στρατόπεδο Τιργκόβιστε, να καταληφθεί η περιοχή γύρω από τη μονή Δραγατσανίου.
Ο Σάββας Φωκιανός, τότε, με τους άντρες του προσχωρούν στους Τούρκους και οι προσπάθειες ενός στρατηγού του Υψηλάντη, του Κωνσταντίνου Δούκα, να σωθεί η μονή του Νοσσέτου αποτυχαίνουν παταγωδώς μπροστά στη ραγδαίως εφορμώσα τουρκική δύναμη. Ο στρατηγός υποχώρησε άτακτα, πανικός κυρίεψε όσους ήσαν με τον Υψηλάντη στο Τιργκόβιστε, ο ίδιος ο ηγέτης της Επανάστασης έφυγε και κατευθύνθηκε στο Ρίμνικο, προσεγγίζοντας τα σύνορα με την Αυστρία, μ’ αποτέλεσμα, στις 1 Ιούνη, οι Τούρκοι ν’ αλώσουν, αμαχητί, το εγκαταλειμμένο στρατηγείο, απ’ όπου και αποκόμισαν πλούσια λεία.
Καταλαμβάνοντας στη συνέχεια και οχυρώνοντας το Δραγατσάνι μετά τις νίκες τους οι Τούρκοι, είχαν το «πάνω χέρι» στην περιοχή και ο στρατηγός τους, ο Καρά Αχμέτ, θα γυρίσει στο Βουκουρέστι. Συνολικά, ο στρατός του Υψηλάντη έξω από το Δραγατσάνι αριθμούσε 7500 άντρες με 4 τηλεβόλα. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, για να καταληφθεί το Δραγατσάνι, είχε καταστρώσει σχέδιο και είχε προβεί στην υλοποίηση μέρους του σε τέτοιο σημείο, ώστε, αρχές Ιούνη, οι Τούρκοι υπερασπιστές της πόλεως να ετοιμάζονται να φύγουν.
Από βεβιασμένους και υπερφίαλους χειρισμούς επιτελών του Υψηλάντη, ιδίως του Β. Καραβιά, ο οποίος παράκουσε  τις εντολές του Ολύμπιου, πραγματοποιήθηκε, στις 6 Ιούνη, επίθεση των ελληνικών δυνάμεων προς την τουρκική φρουρά του Δραγατσανίου, που αριθμούσε περί του 2000 ιππείς. Οι επιτιθέμενες ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες αποτελούνταν από τον «Ιερό Λόχο», 500 ιππείς και πυροβολικό υπό την ηγεσία των Β. Καραβιά και Ν. Υψηλάντη, ετράπησαν σε ντροπιαστική υποχώρηση και φυγή και οι «Ιερολοχίτες» γνώρισαν, παρά τον ενθουσιασμό και τη γενναιότητά τους, οικτρή πανωλεθρία. 100 μονάχα από τους «Ιερολοχίτες» σώθηκαν και 2 πυροβόλα από τον Γεωργάκη Ολύμπιο, που είχε προστρέξει με – εφόσον η αφροσύνη του Καραβιά και η συντριβή των αντρών, που ‘χε μαζύ του είχαν «παραλύσει» τον εναπομείναντα στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη – λιγοστούς άντρες για βοήθεια.
Έτσι, στις 6 – 7 Ιουνίου 1821, η μάχη στο Δραγατσάνι έχει ως τραγικό για τους Έλληνες αποτέλεσμα τη βαριά ήττα του Υψηλάντη και του στρατού του, αλλά και τη συντριβή του «Ιερού Λόχου», αφού από τους 373 «Ιερολοχίτες», που πολέμησαν εναντίον των Τούρκων τότε, οι 200 σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης. Για την Ευρώπη οι «Ιερολοχίτες» θεωρούνταν «αντάξιοι των μεγάλων προγόνων των, αντάξιοι του Λεωνίδα και των αθανάτων 300 του», σημειώνει ο Δ. Κόκκινος.
Ο  ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ενώ ο Σάββας Φωκιανός είχε ήδη δολοφονηθεί από τους Τούρκους στο Βουκουρέστι, πέρασε, από τις 15/6, στα αυστριακά σύνορα, αφήνοντας πίσω του στη Μολδοβλαχία «συντρίμμια»! Η Επανάσταση, βέβαια, στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, ολοκληρώθηκε τέλη Αυγούστου του ίδιου έτους, μετά από ελληνοτουρκικές συγκρούσεις σε διάφορες ρουμάνικες πόλεις (Γαλάτσι, Βραΐλα, Σκουλένι, Ιάσιο κ.α. με Αθανάσιο Καρπενησιώτη, αφού οι Μιχαήλ Σούτσος και Γεώργιος Καντακουζηνός είχανε φύγει από τη Μολδοβλαχία), με την ηρωική αντίσταση των Γεωργάκη Ολύμπιου και Ιωάννη Φαρμάκη, στη Μονή Σέκου.
Η αποτυχία του Υψηλάντη οφείλεται και στον ίδιο και στους λανθασμένους χειρισμούς του, στην κάκιστη προετοιμασία του κινήματος, στον κακό υπολογισμό για συμφωνία των ντόπιων (: δεν είχε καθόλου γίνει προεργασία για τη συμμαχία αυτή), στην εισέλευση τούρκικων στρατευμάτων στη Μολδοβλαχία (: κάτι που δεν περίμενε ποτέ ο Υψηλάντης), στον αφορισμό του Πατριάρχη,  στην αποκήρυξη από τον Τσάρο και τη μη χορήγηση ρωσικής βοήθειας σ’ έμψυχο δυναμικό, στην «Ιερά Συμμαχία», που κατέπνιγε κάθε κίνημα μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, και, κυρίως, στην απειρία και την προχειρότητα του βιαστικά συγκροτημένου από ανομοιογενείς ομάδες στρατού του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Πάντως, εάν αναζητήσουμε τα απειροελάχιστα θετικά του εγχειρήματός του, τούτα θα βρεθούν στο ότι – μολονότι ήταν σημαντική η καταστροφή του – ο Υψηλάντης υποχρέωσε, κατά τους πρώτους και δύσκολους μήνες για την Επανάσταση της κυρίως Ελλάδας, την Υψηλή Πύλη (: Σουλτάνος και τουρκική κυβέρνηση) να διαθέσει σημαντικά στρατεύματα στη Μολδοβλαχία, τα οποία, εάν κατέβαιναν στην Πελοπόννησο, ίσως  να κατέπνιγαν μαζύ με όσα βρέθηκαν, τότε, εκεί τον ελληνικό ξεσηκωμό!

Περισσότερο, όμως, η πλάστιγγα έγειρε σε βάρος του Αλέξανδρου Υψηλάντη και της Επανάστασής του στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, από τη στιγμή που τους καταδίκασε πολιτικά ο Τσάρος και, κατά συνέπεια, βρέθηκαν στα νώτα του ανυπεράσπιστου Υψηλάντη άγρυπνοι «θεματοφύλακες» των ανθελληνικών αρχών της «Ιεράς Συμμαχίας» και σύμμαχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Αυστριακοί. 
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
  1. Παπαρρηγόπουλος Κων/νος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμοι 7, εκδόσεις Μπούρα, Αθήνα, χ.χ..
  2. Κορδάτος Γιάνης,  «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, Αθήνα, εκδόσεις «20ος  αιώνας».
  3. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, Αθήνα, τ. ΙΒ, 1975. 
  4. Φωτεινός Ηλίας, «Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821».
  5. Τοντόρωφ Ν,, «Η Βαλκανική διάσταση της Επανάστασης του 1821», Αθήνα 1982, εκδόσεις Gutenberg, επιμέλεια:Γ. Καράς. 

Β. 74. 1955: Η Φρειδερίκη επιλέγει... πρωθυπουργό
4 Οκτωβρίου 1955. Έπειτα από πολύμηνη μάχη με μια μυστηριώδη αρρώστια που κατέτρωγε τα σωθικά του, ο πρωθυπουργός και αρχηγός της ελληνικής Δεξιάς, Στρατάρχης Αλεξ. Παπάγος αφήνει την τελευταία του πνοή, σε ηλικία 72 ετών. Όλοι οι πολιτικοί παρατηρητές της εποχής, ντόπιοι και ξένοι, συνέκλιναν στην άποψη πως φαβορί για τη διαδοχή στο κόμμα ("Ελληνικός Συναγερμός") και την πρωθυπουργία ήταν ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Στέφανος Στεφανόπουλος. Ως αουτσάιντερ εμφανίζονταν ο έτερος των αντιπροέδρων, Παναγ. Κανελλόπουλος , ο πρόεδρος της Βουλής, Κ. Ροδόπουλος και ο άλλοτε πρωθυπουργός, Εμμ. Τσουδερός.
Το Παλάτι,όμως, και κατά πάσα πιθανότητα η ίδια η βασίλισσα Φρειδερίκη, επέλεξε ως νέο πρωθυπουργό τον μέχρι τούδε υπουργό Συγκοινωνιών, το 48χρονο βουλευτή Σερρών Κων/νο Καραμανλή. Ήταν έκπληξη πρώτου μεγέθους και με τεράστιες πολιτικές επιπτώσεις, που ούτε καν υποπτευόταν ο "πρωτάρης", πλην αρρενωπά γοητευτικός στους υψηλούς κύκλους πρωθυπουργός, που η κυβέρνησή του έλαβε ψήφο εμπιστοσύνης στη βουλή στις 6/10/1955.
Η πρώτη υπό την προεδρία του Κων/νου Καραμανλή κυβέρνηση
συνοδεύει τον στρατάρχη Παπάγο στην τελευταία του κατοικία
(Οχτώβρης 1955)


Μετά ην αποχώρηση του Στεφανόπουλου, ο Καραμανλής ιδρύει δικό του κόμμα, την ΕΡΕ, επικεφαλής της οποίας νικά και στις 3 επερχόμενες βουλευτικές μονομαχίες του με την Κεντρώα παράταξη των Γ. Παπανδρέου- Σ. Βενιζέλου και την ΕΔΑ, χάρη στα "ιδιόμορφα" εκλογικά συστήματα που επιστρατεύει κάθε φορά (1956, 1958, 1961). Σ’ όσα χρόνια κυβερνά (1955-63) έχει την υποστήριξη των αναχτόρων και την "σιωπηρή συνδρομή" της Αστυνομίας, αλλά και πληθώρας παρακρατικών οργανώσεων. Τελικά, το καλοκαίρι του 1963 "τα σπάει" με τη Φρειδερίκη, αρνούμενος να εγκρίνει ένα βασιλικό ταξίδι στο Λονδίνο, και εγκαταλείπει το Νοέμβρη του 1963 την χαμένη των εκλογών ΕΡΕ, που ορφανή από Καραμανλή ηττάται στις εκλογές και του 1964, και φεύγει για Παρίσι, από όπου θα τον φέρουν ως "Εθνάρχη", μετά την πτώση της χούντας των συνταγματαρχών τον Ιούλη του 1974.
Πηγές: Βουρνάς Τάσος "Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, 1953-1967", Σόλων Γρηγοριάδης, "Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, 1941-1974".

Παρασκευή 13 Απριλίου 2018

Β. 73. Αρριανός  και Αλέξανδρος

Έχετε διαβάσει την «Αλεξάνδρου Ανάβαση» του Αρριανού; Την αφήγηση, που βοηθά τον αναγνώστη να παρακολουθήσει από «κοντά», από τα πρώτα της βήματα, την εκστρατεία του Μεγαλέξανδρου στην Ανατολή κατά των Περσών;

Πρέπει, όμως,  με λίγα λόγια να θυμηθούμε ποιος ήταν ο Αλέξανδρος, που η Ιστορία επονόμασε «Μέγα», και ποιος  ο ιστοριογράφος μας, ο Αρριανός, ο μιμητής τόσο του Ξενοφώντος (εξ ου ο Αρριανός απεκλήθη και «Νέος Ξενοφών»!), όσο και του Θουκυδίδη, των αρχαίων μεγάλων Ελλήνων Ιστορικών. Έχει τούτη η «διευκρίνιση» μεγάλη σημασία, εφόσον, όπως θα ιδείτε, απέχουν χρονικά αρκετούς αιώνες μεταξύ τους, μ’ ό,τι αυτό μπορεί να «επιφέρει» στον τρόπο ιστορικής γραφής του Αρριανού και στη δυνατότητά του πρόσβασης σε πηγές για τη ζωή και το έργο του Μακεδόνα στρατηλάτη.
Ο Αλέξανδρος ο 3ος   έζησε από το 356 έως το 323 π.Χ. . Ήταν μαθητής του γνωστού φιλόσοφου Αριστοτέλους και βασιλιάς της Μακεδονίας, γιος και διάδοχος του Φιλίππου του 2ου  και της Ολυμπιάδας. Μετά από πολυετή εκστρατεία (334 – 325 π.Χ.), για την αφήγηση της οποίας η Ιστορία «ανακατεύεται» με θρύλους, ο Αλέξανδρος διέλυσε το Περσικό Βασίλειο και έγινε κύριος μεγάλου μέρους της Ασίας από τη Μ. Ασία μέχρι την Ινδία και τμήματος της Β. Αφρικής με έδρα την Αλεξάνδρεια, μεταφέροντας εκεί τον ελληνικό πολιτισμό.
Ο Φλάβιος Αρριανός, μαθητής του Επίκτητου στη Νικόπολη της Ηπείρου, έζησε από το 95 μέχρι το 180 μ.Χ. καταγόμενος από τη Νικομήδεια της Μ. Ασίας. Μετά τον Επίκτητο, κατέβηκε στην Αθήνα, για να λάβει μαθήματα ρητορικής. Το α’ ήμισυ του 2ου αιώνα, κέρδισε την εύνοια του Ρωμαίου αυτοκράτορα, Αδριανού, και διορίστηκε σε διοικητικές θέσεις. Γύρω στο 140 (έως το 171 μ.Χ. τουλάχιστον) ζει και πολιτεύεται στην Αθήνα. Απ’ ό,τι έγραψε, ξεχωρίζουμε την «Αλεξάνδρου Ανάβαση» (7 βιβλία, μιμούμενος την «Κύρου Ανάβαση» του Ξενοφώντος;), τα γεωγραφικά – περιηγητικά έργα, «Ινδική» και «Περίπλους Ευξείνου Πόντου», τα φιλοσοφικά, «Διατριβαί» και «Εγχειρίδιον», μερικά έργα στρατιωτικής ταχτικής κ.α.
Πηγές: «Ιστορία Αρχ. Ελληνικής Λογοτεχνίας» του Α. Λέσκυ για τον Αρριανό και «Ιστορία Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών για το Μ. Αλέξανδρο. 
 
Β.72.  Ο πρωθυπουργός πέθανε, ζήτω ο πρωθυπουργός!

Στο παρόν σημείωμα και με τη βοήθεια της ιστοσελίδας της Γενικής Γραμματείας της Κυβέρνησης (www.ggk.gr) θα επιχειρήσουμε να ιδούμε σε ποιες περιπτώσεις κατά τον 20ο αιώνα πρωθυπουργός ελληνικής κυβέρνησης θανών στη διάρκεια της θητείας του έδωσε τη θέση του σε κάποιο άλλο μέλος του μέχρι τότε υπουργικού συμβουλίου.
Αρχή έγινε τον Απρίλη του 1936. Στις 13 του μήνα, το πρωί, αποθνήσκει ο πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Δεμερτζής. Δίχως να συμβουλευτεί τη βουλή, ο βασιλιάς Γεώργιος ο 2ος, διόρισε την ίδια μέρα νέο πρωθυπουργό τον έως εκείνη τη μέρα αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό στρατιωτικών, στρατηγό ε.α. Ιωάννη Μεταξά, ο οποίος, όπως είναι γνωστό, στις 4 Αυγούστου του 1936 κήρυξε τη χώρα σε δικτατορία. 

Ιούνης 1949, ο αιφνίδιος θάνατος του
πρωθυπουργού Θ. Σοφούλη 

έφερε στην πρωθυπουργία τον Αλ. Διομήδη
Τον Ιούνη του 1949, πεθαίνει ο εν ενεργεία πρωθυπουργός Θεμιστοκλής Σοφούλης. Διάδοχός του στην πρωθυπουργία, μετά από πολυήμερη κρίση καθώς  δεν τελεσφόρησαν οι εντολές σχηματισμού κυβέρνησης που είχαν λάβει οι πολιτικοί αρχηγοί (Κ. Τσαλδάρης, Σ. Βενιζέλος), να  επελέγη από το βασιλιά Παύλο ο πρώην τραπεζίτης και μέχρι τότε αντιπρόεδρος της κυβέρνησης και υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, Αλέξανδρος Διομήδης.
Τέλος, όταν ο στρατάρχης και πρωθυπουργός Αλέξανδρος Παπάγος πέθανε τον Οχτώβρη του 1955, τα Ανάκτορα δεν πρόκριναν για διάδοχό του έναν από τους αντιπροέδρους της κυβέρνησής του, τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο (ο οποίος ήταν, ταυτόχρονα, και υπουργός Εθνικής Άμυνας) ή τον Στέφανο Στεφανόπουλο (ο οποίος διατηρούσε, ταυτόχρονα, και το υπουργείο Εξωτερικών). Αντ' αυτών, έδωσαν το "χρίσμα" στον έως τότε υπουργό Συγκοινωνιών και Δημοσίων Έργων, βουλευτή Σερρών του κόμματος του Παπάγου, "Ελληνικού Συναγερμού", Κωνσταντίνο Γ. Καραμανλή. 

Πέμπτη 12 Απριλίου 2018

Β. 71. H 4η Σταυροφορία και η Άλωση της Πόλης

1204, 13 Απριλίου. Οι Δυτικοευρωπαίοι Σταυροφόροι, με επικεφαλής τον Ερρίκο Δάνδολο, δόγη της Βενετίας, το Βονιφάτιο το Μομφερατικό της Ιταλίας, το Βαλδουίνο της Φλάνδρας και τον Βιλλεαρδουΐνο της Γαλλίας, έρχονται στην πρωτεύουσα του Βυζαντινού κράτους, την Κωνσταντινούπολη, την κυριεύουν και νικητές διαμοιράζουν την άλλοτε κραταιά αυτοκρατορία του Ανατολικού Ρωμαϊκού Κράτους.
Είχαν δε η πτώση της Κωνσταντινούπολης και η επακόλουθη κατάλυση του Βυζαντινού κράτους σημαντικές συνέπειες για τον Ελληνισμό και το Βυζάντιο, που δεν πρέπει κανείς να παραγνωρίζει, γιατί - όπως σημειώνει και ο Γ. Καραγιαννόπουλος (δες "Το Βυζαντινό Κράτος", τόμος Β', εκδόσεις Ερμής, Αθήνα, 1985, σελ. 149) - επηρέασαν βαθύτατα και πολύπλευρα τις πολιτικές εξελίξεις στα Βαλκάνια και στον ελλαδικό χώρο τα αμέσως μετά το 1204 χρόνια.
Απρίλης 1204, Η Άλωση της Κων/πολης
από τους Ρωμαιοκαθολικούς Σταυροφόρους
Οι 3 πρώτες Σταυροφορίες
Ενώ από τα τέλη του 11ου αιώνα οι Κομνηνοί, που βρίσκονται στο βυζαντινό θρόνο, προσπαθούν να ανορθώσουν το κράτος κοινωνικά και πολιτικά, στη Δύση η παντοδύναμη ρωμαιοκαθολική Εκκλησία (βλ. "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", Ι. Ε. Ε., της Εκδοτικής Αθηνών, τόμος Θ, σελ. 15 - 48) προσπαθεί με τις Σταυροφορίες (από το 1095) προς την Ανατολή να δώσει διέξοδο στη διάθεση αλλαγής από τα τετριμμένα.
Δεν είναι αμελητέο ότι, μετά την εμπορική εξάπλωση της Βενετίας, της Γένοβας, της Πίζας και άλλων ιταλικών πόλεων προς την Ανατολική Μεσόγειο, "το 1182 η προνομιακή μεταχείριση των Ιταλών εμπόρων, με τις οδυνηρές επιπτώσεις για τους Βυζαντινούς, οδήγησε το λαό σε βιαιοπραγίες κατά των ξένων συνοικιών στην Πόλη, αλλά τα προνόμια άρχισαν να ανανεώνονται[…]" (βλ. Γ. Πλουμίδης, "Η Βενετοκρατία στην Ελληνική Μεσόγειο (πανεπιστημιακές παραδόσεις)", Ιωάννινα 1990, σελ. 10).
Σε τέτοιο "κλίμα", αν η 1η Σταυροφορία (1096 - 1099) , η οποία - κατά την Ι. Ε. Ε. (σελ. 15, Τόμος Θ ) - "είναι γεγονός καίριας σημασίας στην ιστορία της Δυτικής Ευρώπης αλλά και της Εγγύς Ανατολής, εφόσον με αυτή αρχίζει η πολιτική και οικονομική επέκταση της Δύσεως στον χώρο της ανατολικής Μεσογείου… ", πέτυχε να ελευθερώσει τους Άγιους Τόπους και να διώξει από εκεί τους Μουσουλμάνους, οι δύο επόμενες περιελάμβαναν, κυρίως, στρατιωτικές επιχειρήσεις δίχως ουσιαστικό αποτέλεσμα.
Να σημειωθεί ιδιαίτερα πως η 2η Σταυροφορία (μετά το 1144) "ενώ από πολιτική άποψη είχε μηδαμινά αποτελέσματα, στον ιδεολογικό τομέα είχε σοβαρές και αρνητικές επιπτώσεις" (βλ. Ι. Ε. Ε., όπου παραπάνω, σελ. 29), την ώρα που η 3η (1188 - 1192), με το πέρας της, όπως διαβάζουμε στη σελ. 35 του τόμου Θ της Ι. Ε. Ε. , "κατέληξε σε αποτυχία για τη Δύση, αλλά και για την ανατολική αυτοκρατορία υπήρξε πραγματικά καταστρεπτική.
 Ανέκοψε τις προσπάθειες του Ισαακίου Β' για διευθέτηση των πραγμάτων στα βόρεια και ανατολικά σύνορα και έγινε αιτία να αποσπασθεί για πάντα η Κύπρος από την αυτοκρατορία[…]".
Η 4η Σταυροφορία
Το 1202 ξεκινά η 4η Σταυροφορία, με αρχικό σκοπό να χτυπηθεί η Αίγυπτος και να απελευθερωθεί η Παλαιστίνη. Στο Βυζάντιο, ο Αλέξιος ο 3ος (της δυναστείας των Αγγέλων) έχει εκθρονίσει, από το 1195, τον αδελφό του, Ισαάκιο. Ο γιος του τελευταίου, Αλέξιος, πηγαίνει στη Δύση και υπόσχεται στον μεν πάπα, Ιννοκέντιο 3ο επανεξέταση του θέματος της Ένωσης των Εκκλησιών με άλλα λόγια την υποταγή της Ανατολικής Εκκλησίας στους Ρωμαιοκαθολικούς, στους δε Σταυροφόρους ηγέτες υψηλότατες αμοιβές και άφθονα δώρα, αρκεί να ξαναπάρει το θρόνο που του ανήκε. Να σημειώσουμε ότι με επιγαμία οι ευρωπαϊκές Αυλές συνδεόντουσαν με το Βυζάντιο, καθώς ο Βονιφάτιος ο Μομφερατικός και ο "προστάτης" του, Φίλιππος της Σουηβίας είχαν νυμφευτεί Βυζαντινές αρχόντισσες και μάλιστα ο Βονιφάτιος είχε πάρει την κόρη του Ισαακίου και αδελφή του Αλεξίου.
    Οι δελεασμένοι από τις υποσχέσεις, οι οποίες ήταν απόλυτα βέβαιο πως θα οδηγούσαν σε ζημία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, Σταυροφόροι βοηθούν τον επιπόλαιο και αρχομανή Αλέξιο, που γίνεται αυτοκράτορας ως Αλέξιος ο 4ος, αλλά δεν μπορεί να ξεπληρώσει τις υποσχέσεις του. Έτσι, ο βενετσιάνικος στόλος - προκειμένου να λάβει πάση θυσία ό,τι του έχουν υποσχεθεί - καταφθάνει στην Κωνσταντινούπολη τον Ιούνιο του 1203.
    Τον Ιανουάριο του 1204 (βλ. Ι.Ε.Ε., τόμος Θ, σελ. 39 - 40), αφού οι Σταυροφόροι, ιδίως οι Βενετσιάνοι, που ήθελαν, με μπροστάρη τον Ερρίκο Δάνδολο, να υπερτερήσουν έναντι των Γενουατών, είδαν πως δεν πρόκειται να τηρήσει όσα τους έταξε ο Αλέξιος ο 4ος, ο οποίος επιβάλλει βαριά αντιλαϊκή φορολογία μήπως και "εξοφλήσει" τους Σταυροφόρους, προξένησαν σημαντικές ζημιές σε κτίρια της Βασιλεύουσας.
    Τότε, ξεσπάει αντιδυτική επανάσταση με επικεφαλής τον Αλέξιο Μούρτζουφλο (βλ. Μ. Λεφτσένκο, "Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας" Εκδόσεις Αναγνωστίδη, Αθήνα χ.χ., μετάφραση Γ. Ν. Βιστάκη, σελ. 316 - και εξής) , που εκθρονίζει και σκοτώνει τον Αλέξιο τον 4ο και το λαοπρόβλητο προσωρινό αυτοκράτορα Νικόλαο Καναβό. Με αφορμή την ανάρρηση του Μούρτζουφλου στο θρόνο (28/1 - 8/2/1204), οι Σταυροφόροι αποφασίζουν να καταλάβουν την Κωνσταντινούπολη και το πετυχαίνουν στις 13 Απριλίου 1204, ύστερα από δίμηνη σχεδόν πολιορκία.
1204 και λεηλασίες
Ο Μούρτζουφλος δραπετεύει στη Θράκη και αρχίζει η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα. Ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας, παρά την πρωτοκαθεδρία του Βονιφατίου, εξελέγη αυτοκράτορας της Λατινικής Αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης και ο Βενετσιάνος Θωμάς Μοροζίνι εξελέγη πατριάρχης. Μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους και την κατοχή της ως το 1261 (26/7), καταστράφηκε το βυζαντινό κράτος.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε πως ύστερα απ’ το 1204 δημιουργήθηκαν πολλά φραγκικά κράτη ( ξεχωρίζουν η λατινική αυτοκρατορία Κωνσταντινούπολης και το βασίλειο της Θεσσαλονίκης), δημιουργούνται νέες εστίες για τον ελληνισμό (Νίκαια, Ήπειρος και Τραπεζούντα) και μεταφέρθηκαν στη Δύση ή καταστράφηκαν ανηλεώς πολύτιμα κειμήλια, έργα τέχνης, χειρόγραφα και βεβηλώθηκαν ορθόδοξοι ναοί.
Ειδικότερα, ας σταθούμε, πρώτα - πρώτα, σ' όσα σημειώνει ο Γ. Κορδάτος ("Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας", εκδόσεις 20ος αιώνας, τόμος VIII, σελ. 13): "Το πάρσιμο της Πόλης από τους Λατίνους σήμανε και τη διάλυση της βυζαντινής αυτοκρατορίας. […] Οι δυτικοί (στρατιωτικοί, Σταυροφόροι, κληρικοί και κάθε λογής τυχοδιώχτες) φέρνονται βάρβαρα στους ντόπιους. Η Βαλκανική και η Ανατολή γενικά, μέσα σε λίγα χρόνια, απαθλιώθηκαν. Πείνα και δυστυχία παράδερναν τα μεγάλα στρώματα του πληθυσμού […].
Η Πόλη έπαυσε πια να είναι το γεφύρι Ανατολής και Δύσης. Το διαμετακομιστικό εμπόριο άλλαξε δρόμους και μεταφέρονταν δυτικότερα στις ιταλικές Πολιτείες".
Ο διάσημος βυζαντινολόγος, Στήβεν Ράνσιμαν, στο έργο του, "Βυζαντινός Πολιτισμός" ( εκδόσεις Γαλαξία, Αθήνα, 1969, μετάφραση Δ. Δετζώρτζη, σελ. 62), επισημαίνει τις ανεπανόρθωτες υλικές και πολιτικές ζημιές που έγιναν με την άλωση της Κωνσταντινούπολης και καταλήγει πως "η δυνατότητα για τις κατακτήσεις των Οθωμανών οφείλεται στο έγκλημα των Σταυροφόρων".
Για να το πούμε αλλιώς, το σπουδαιότερο, κατά τη γνώμη του Ράνσιμαν, που συμμερίζεται κι ο γράφων, αποτέλεσμα είναι το ότι η άλωση της Κωνσταντινούπολης του 1204 προλείανε το έδαφος για την άλωση του 1453, αφού, όταν ανακτήθηκε η αυτοκρατορία από το Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο, και περιορισμένη ήταν, μα και αδύναμη να αντισταθεί στους Τούρκους επιδρομείς.
Ο Σοβιετικός Βυζαντινολόγος Μ. Λεφτσένκο (βλ. ο.π., σελ. 323) γράφει πως "ο δυτικός φεουδαρχικός κόσμος, καταστρέφοντας την Κωνσταντινούπολη, άφησε να ξεσπάσουν τα αισθήματα του μίσους και της εκδίκησης που από αιώνες τρέφανε κατά του Βυζαντίου. Τώρα οι πολιτικοί της Βενετίας εφαρμόζανε το σχέδιό τους για τη ναυτική και εμπορική κυριαρχία στην Ανατολή (…)".
Κι ενώ όλοι οι ιστορικοί (Κορδάτος, Καραγιαννόπουλος, Ι. Ε. Ε. από Έλληνες και οι ξένοι Λεφτσένκο, Ράνσιμαν, Οστρογκόρσκι κ.α.) παραδέχονται ότι η μαζική καταστροφή των αριστουργημάτων και των βιβλιοθηκών της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους έφερε και μεγάλη ζημιά και στον ίδιο τον ευρωπαϊκό πολιτισμό, θα κλείσω με δύο λόγια για τον Απρίλη του 1204 για την Κωνσταντινούπολη από το άρθρο του Charles Diehl , που ενσωματώθηκε στον τόμο των Baynes - Moss , "Βυζάντιο, Εισαγωγή στο Βυζαντινό πολιτισμό" (εκδόσεις Παπαδήμα Δ., Αθήνα, 3η έκδοση 1986, μετάφραση Δ. Ν. Σακκά, σελ. 81 - 102). Σημειώνει, λοιπόν, ο Diehl: " Ήταν η πρώτη φορά από την ίδρυσή της, που η βυζαντινή πρωτεύουσα είχε πέσει στα χέρια των ξένων επιδρομέων και το αποτέλεσμα αυτού του γεγονότος ήταν η εξάρθρωση της μοναρχίας. Οι νικητές Λατίνοι εγκαταστάθηκαν στα ερείπια της βυζαντινής αυτοκρατορίας. […] Η εμφάνιση του ανατολικού κόσμου μεταμορφώθηκε εντελώς…".
Β. 70. Μάριος Τόκας, το καμάρι της Κύπρου

Τέλη Απρίλη του 2008, ανήμερα της Κυριακής του Πάσχα, η ελληνική και η κυπριακή μουσική χάνουν έναν μεγάλο δημιουργό τους πρόωρα. Το Μάριο Τόκα, σε ηλικία μόλις 54 ετών.  Ας θυμηθούμε με λίγα λόγια, παρμένα από το αρχείο των ιστοσελίδων της αθηναϊκής εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ», τη ζωή και το έργο του.  

Ο Μάριος Τόκας είχε γεννηθεί το 1954 στη Λεμεσό, ενώ η τουρκική εισβολή, το 1974, τον βρήκε να υπηρετεί τη στρατιωτική θητεία του. Πολιτικοποιημένος ο ίδιος αρχίζει αργότερα να δίνει συναυλίες από πόλη σε πόλη για να εμψυχώσει τους συμπατριώτες του, συγκεντρώνοντας παράλληλα χρήματα για τους πρόσφυγες. Το 1975 ήρθε στην Ελλάδα για να σπουδάσει στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, ενώ παράλληλα συνέχισε τις σπουδές του και στο Εθνικό Ωδείο. Το 1978 κυκλοφορεί η πρώτη δισκογραφική δουλειά του «Τα τραγούδια της παρέας» με τον Μανώλη Μητσιά στο άλμπουμ «Τραγούδια της παρέας» και τρία χρόνια αργότερα ο Γιάννης Ρίτσος τον εμπιστεύθηκε για να μελοποιήσει ποιήματά του. Τα τραγούδια ερμήνευσε ο Λάκης Χαλκιάς
Στην πορεία του στη μουσική ο Μάριος Τόκας συνεργάστηκε μεταξύ άλλων με τηΧαρούλα Αλεξίου, τον Γιάννη Πάριο, τη Δήμητρα Γαλάνη, τη Μαρινέλλα, τον Αντώνη Καλογιάννη, τον Δημήτρη Μητροπάνο, την Κατερίνα Κούκα, τον Τόλη Βοσκόπουλο, τον Πασχάλη Τερζή, ενώ αξίζει να σημειωθεί ότι πολλές από τις συνθέσεις και τα τραγούδια του ήταν επηρεασμένα από την κυπριακή μουσική παράδοση, ενώ αρκετά τραγούδια του μιλούν για το νησί του και τον τρόπο ζωής των συμπατριωτών του. 

Για την προσφορά του στην Κύπρο είχε τιμηθεί με το Μετάλλιο Εξαίρετης Προσφοράς της Κυπριακής Δημοκρατίας το 2001 και έναν χρόνο αργότερα, με το βραβείο «Γιάννος Κρανιδιώτης». 
Οσον αφορά την παρουσία του στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι, μεταξύ άλλων έχει υπογράψει τα «Αννούλα του χιονιά», «Σ΄ αναζητώ στη Σαλονίκη», «Λαδάδικα», «Μια στάση εδώ», «Το σημάδι», «Εθνική μοναξιά», «Σ΄ αγαπώ σαν το γέλιο του Μάη», «Η νύχτα μυρίζει γιασεμί», «Δίδυμα φεγγάρια», «Ελα κρυφά, έλα λαθραία», «Εξαρτάται», «Θάλασσες», «Θυμός», «Μ΄ ένα τσιγάρο σέρτικο», που έχουν πλέον αφήσει το στίγμα τους στο ελληνικό τραγούδι όπως τα άλμπουμ «Σαν τρελό φορτηγό» (Γιάννης Πάριος), «Η εθνική μας μοναξιά» (Δημήτρης Μητροπάνος), «Πάντα ερωτευμένος» (Γιάννης Πάριος), ενώ τελευταία δισκογραφική δουλειά του ήταν το άλμπουμ «Ασπρο μαντήλι ανέμιζε» (2007), με ερμηνευτή τον Βασίλη Σκουλά
Ο Μάριος Τόκας πάντως από τις πλέον κορυφαίες στιγμές της πορείας του θεωρούσε το συμφωνικό έργο «Θεογεννήτωρ Μαρία» το οποίο έγραψε το 1996 βαθιά επηρεασμένος από επίσκεψή του στο Αγιον Ορος.