Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

59. Καρυωτάκης και ποιητές του '20







Ο Έλληνας ποιητής της γενιάς του 1920 (Μεσοπόλεμος) είναι το μοναχικό άτομο που, χάνοντας κάθε πίστη στον έξω κόσμο, και κλεισμένος στον εαυτό του, προσπαθεί να εκφράσει στο στίχο του τη μελαγχολία που του προκαλεί ο φθαρτός κόσμος των πραγμάτων όταν συγκρούεται με τον εσωτερικό του κόσμο: ενδεικτικά, ας επικεντρώσουμε την προσοχή μας στην ποίηση του Κ. Καρυωτάκη (φωτό από το http://betoven-gr.blogspot.com/2011/07/blog-post_2068.html / 1896 – 1928).
Μ’ άλλα λόγια, διαφορετικά δεδομένα – άλλες χρονικές και κοινωνικοπολιτικές συνθήκες –   ήσαν αυτά που επηρέασαν καταλυτικά στη γενιά του 1920, ώστε αυτή να εκφραστεί διαφορετικά και να προσπαθήσει να ξεφύγει από την επίδραση του Παλαμά, που μέχρι τότε κυριαρχούσε όπως βλέπουμε στις διάφορες Ιστορίες της Νεοελληνικής λογοτεχνίας που χρησιμοποιήσαμε ως πηγές του παρόντος σημειώματος (Μ. Βίττι, Α. Καμπάνη, Λ. Πολίτη, Γ. Κορδάτου, Η. Βουτιερίδη)· κι αυτό μπορούμε να το καταλάβουμε καθώς η Μικρασιατική Καταστροφή (1922), το τέλος, δηλαδή, της «Μεγάλης Ιδέας», θ’ αποτελούσε την αφετηρία μίας δεκαετίας παρακμής, μίας δεκαετίας ως το 1930 που σημαδεύεται από αναπτέρωση των ελπίδων – καταβαράθρωση των ελπίδων αυτών και καθώς δεν ήταν καμιά αξία, απ’ όσες ο Ελληνισμός είχε αγωνιστεί, ζωντανή, ο Καρυωτάκης και η ομάδα των ποιητών, που τον ακολουθεί, προσπαθεί ν’ αφομοιώσει κάτι από τα Ευρωπαϊκά ποιητικά μορφικά πρότυπα. 
Η Μικρασιατική καταστροφή, ως τραγική κατάρρευση της «Μεγάλης Ιδέας», φέρνει, λοιπόν, στις αρχές της δεκαετίας του 1920, μία βαθιά ιστορική, πολιτική και κοινωνική κρίση στην ελληνική κοινωνία. Και όπως σημειώνει ο Γ. Βελουδής (βλ. Γιώργος Βελουδής, «Ο Σολωμός των Ελλήνων: 200 χρόνια από τη γέννηση του εθνικού μας ποιητή»,  βλ. «Νέες Εποχές»,  στην Εφημερίδα «Το  Βήμα», 11 – 01 – 1998), «ακριβώς μέσα στην ιδεολογική κρίση που επακολούθησε εμφανίστηκε το διαβόητο βιβλίο του Γ. Αποστολάκη «Η ποίηση στη ζωή μας» (1923), στο οποίο ένας αποπνευματωμένος, χωρίς σάρκα και οστά και για τούτο ιστορικά ανύπαρκτος «Σολωμός» χρησιμεύει ως άλλοθι για την προβολή ενός κατά Carlyle «ηρωικού» ποιητικού ινδάλματος και τη βίαιη και αυθαίρετη διαγραφή του έργου του Παλαμά και ολόκληρης της νεοελληνικής ποίησης και λογοτεχνίας».
Σχετικά με τον Κ. Γ. Καρυωτάκη (1896 – 1928), έχει υποστηριχτεί ότι η μελαγχολία του, η οξύτατη διεισδυτικότητά του, ο απαισιόδοξος τόνος του, η σατιρική συχνά διάθεσή του επηρεάζουν το χάραμα του νέου αιώνα. Δεν είναι λίγοι όσοι παραδέχονται πως ο Καρυωτάκης «αντλεί από τη μεγάλη παρακαταθήκη του ρομαντισμού και του συμβολισμού (ή συναφών τάσεων) και επιπλέον συνδέεται απερίφραστα με την ομάδα των Ελλήνων νεορομαντικών – νεοσυμβολιστών  του μεσοπολέμου (θεωρείται «η κορυφαία μορφή του αθηναϊκού νεορομαντισμού»)» [βλ. Λ. Παπαλεοντίου, «Ο Καρυωτάκης ρεαλιστής ή μετασυμβολιστής;», εφημερίδα «Φιλελεύθερος» Κύπρου, 05 – 10 – 2008)]. Τα «Νηπενθή» (1921) και τα «Ελεγεία και σάτιρες» (1927) είναι συλλογές με χαρακτηριστικά δείγματα της ποιητικής του τέχνης. Στο ίδιο πνευματικό κλίμα με τον Καρυωτάκη κινούνται ο Νίκος Χάγερ Μπουφίδης (1899 – 1950) και η Μαρία Πολυδούρη (1905 – 1930). 
Το ποιητικό έργο του σύγχρονού τους Τάκη Παπατσώνη (1895 – 1976), όπως σημείωσε ο Λ. Πολίτης, «βρίσκει ένα στερεό θεμέλιο στην πίστη, κυρίως τη θρησκευτική (δεμένη στα πρώτα ποιήματα με φανερώματα της καθολικής λατρείας), αλλά και πίστη γενικότερα σε αξίες και σε έννοιες». 
Μολονότι δέχτηκε στα πρώτα του ποιήματα πολλές επιδράσεις, αυτά έχουν ένα προσωπικό ύφος και μοιάζουν προάγγελοι ανανέωσης και μιας καινούριας σύνθεσης, δρόμο π’ ο Παπατσώνης, κατά τον Πολίτη, εξακολούθησε με συνέπεια και έδωσε σημαντικό σε όγκο έργο. Στοχαστικό, μάλιστα, πνεύμα, οδηγείται κάποτε στην αφαίρεση που μειώνει, μάλλον, κάπως τη λυρικότητά του. Ορισμένοι εκφραστικοί τρόποι του Παπατσώνη προμηνούν την ανανέωση του ποιητικού μας λόγου που θα γίνει μετά το 1930.




58. Όταν ο Κ. Παλαμάς τιμάται








Ο Κωστής Παλαμάς (1859 – 1943) αποτελεί –  αναμφίβολα –  ηγετική φυσιογνωμία στο χώρο των Ελληνικών Γραμμάτων από τα τέλη του 19ου  αιώνα ως και τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα. Στη συγγραφή μάλιστα αφιέρωσε ολόκληρη τη ζωή του, την οποία πέρασε στην Αθήνα, στην οδό Ασκληπιού 3, όπου βρίσκεται σήμερα το Ίδρυμα Κωστή Παλαμά. Και δέχθηκε για το μεγάλο του λογοτεχνικό έργο πολλές φορές σπουδαίες τιμές, εντός και εκτός Ελλάδας.
Μοναδική μετακίνησή του η μετακόμιση στην οδό Περιάνδρου προς το τέλος της ζωής του. Εκεί, πέθανε στις 27 Φεβρουαρίου του 1943, δεκαοχτώ μέρες μετά από το θάνατο της γυναίκας του. Η κηδεία του στο A’ νεκροταφείο Αθηνών έμεινε στην ιστορία ως ένα είδος παλλαϊκής διαδήλωσης κατά των Γερμανών και Ιταλών κατακτητών.
Το 1889, ο Παλαμάς, σε ηλικία 30 ετών, βραβεύτηκε στο Φιλαδέλφειο ποιητικό διαγωνισμό για τη συλλογή του, «Ύμνος εις την Αθηνάν». Το 1914, του απονέμεται για την προσφορά του το Κρατικό Αριστείο Γραμμάτων και Τεχνών. Στα μέσα της δεκαετίας του 1920, ήταν ένα από τα πρώτα μέλη της Ακαδημίας Αθηνών και το 1930 εκλέχτηκε πρόεδρός της. Το 1933, τιμήθηκε με το γερμανικό λογοτεχνικό βραβείο Goethe και το Οικονόμειο βραβείο της Ελληνικής Κοινότητας Τεργέστης, ενώ εξακολουθεί να γράφει ως τα 1935· τότε, εμφανίζεται και η τελευταία του συλλογή, « Οι νύχτες του Φήμιου».
Ας ιδούμε συγκεντρωμένες τις πρώτες εκδόσεις έργων του:
Ποίηση: Μισολόγγι (1878), Τραγούδια της πατρίδος μου (1886), Ύμνος εις την Αθηνάν (1889), Τα Μάτια της Ψυχής μου (1892), Ίαμβοι και Ανάπαιστοι (1897), Τάφος (1898), Οι Χαιρετισμοί της Ηλιογέννητης (1900), Η Ασάλευτη Ζωή (1904), Ο Δωδεκάλογος του Γύφτου (1907), Η Φλογέρα του βασιλιά με την Ηρωική τριλογία, πρόλογο και επίλογο (1910), Οι Καημοί της Λιμνοθάλασσας και τα σατιρικά γυμνάσματα (1912), Η Πολιτεία και η Μοναξιά (1912), Βωμοί (1915), Τα παράκαιρα (1919), Τα δεκατετράστιχα (1919), Οι πεντασύλλαβοι - Τα παθητικά κρυφομιλήματα - Οι Λύκοι - Δυο λουλούδια από τα ξένα (1925), Η Δόξα στο Μισολόγγι 1826 - 1926 (1926), Δειλοί και Σκληροί στίχοι (1928), Ο κύκλος των τετράστιχων (1929), Περάσματα και χαιρετισμοί (1931), Ισπανία-Espana (1934), Οι νύχτες του Φήμιου 1931-1932 (1935), Εκλογή από το ποιητικό έργο του Κωστή Παλαμά 1886-1936 (1937), Βραδινή Φωτιά (1944).
Διήγημα: Θάνατος του παλικαριού (1901), Διηγήματα (1920).
Θέατρο: Τρισεύγενη (1903).
Κριτική:  Γράμματα (1904), Γράμματα, τόμος Β΄ (1907), Τα πρώτα κριτικά (1913), Αριστοτέλης Βαλαωρίτης 1824-1924. Άρθρα, Γράμματα, Ομιλίες (1924), Πεζοί Δρόμοι Α΄ (1928), Πεζοί Δρόμοι Β΄ (1928), Τα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου. Η Ποιητική μου, Α΄. (1933), Πεζοί Δρόμοι Γ΄(1934), Τα Χρόνια μου και τα Χαρτιά μου, τόμος Β΄ (1940).
Μετάφραση: Βιβλιοθήκη της Διαπλάσεως. Πρόας ο Νικίου υπό Andre Laurie (1898), Emile Verhaeren, Η Ελένη της Σπάρτης (1916), Ξανατονισμένη μουσική (1930).
Για μισόν αιώνα (1886 –  1935), λοιπόν, ο Παλαμάς ήταν ο Γενάρχης της πνευματικής μας ζωής· στο διάστημα αυτό των πενήντα ετών, βαθμιαία, χαράζονται τα χαρακτηριστικά εκείνα στοιχεία που συντέλεσαν στο ν’ αποκτήσει η ποιητική φυσιογνωμία του Παλαμά μία ξεχωριστή θέση στο ελληνικό ποιητικό στερέωμα. Το 1935, λοιπόν, η ΕΣΗΕΑ τίμησε 75 δημοσιογράφους, με αφορμή τη συμπλήρωση 25 χρόνων στο επάγγελμα. Σ’ αυτούς συγκαταλεγόταν και ο Παλαμάς, ο οποίος, ασθενής, δεν παραβρέθηκε, αλλά, στην ευχαριστήρια επιστολή του, με ημερομηνία 19 Αυγούστου 1935, ανέφερε: «Ποιητή βέβαια με κράτησε να λογίζομαι το κυρίαρχο είδος της εργασίας μου, μα ποτέ δεν ξεχώρισα και ποτέ δεν το διέκρινα από την άλλη μου και από την όλη μου... δημοσιογραφική εργασία... Είμαι δημοσιογράφος και δεν το παρατρέχω, ούτε μπορώ να λησμονήσω το γένος μου... Γνωρίζουμε κι από την ιστορία πως οι δεινότεροι που συμβολίζουν τον πνευματικό κόσμο περάσανε συχνά από τη δημοσιογραφία»» (Βλ. εφημερίδα «Καθημερινή», 22 – 02 – 2003, «Κωστής Παλαμάς: Είμαι δημοσιογράφος,  δεν λησμονώ το γένος μου»).
Να σημειωθεί, τέλος,  και ότι, το 1936, στα πενηντάχρονα της δημιουργίας του, ο βασιλιάς Γεώργιος  ο 2ος  του απένειμε το Παράσημο του Φοίνικος. Δύο χρόνια, εξάλλου, νωρίτερα, το 1934, η υποψηφιότητά του, αν και δίχως ευόδωση, για το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας είχε προβάλει και την εκτός Ελλάδος αποδοχή και αναγνώρισή του.
Και φυσικά, για να αντιληφθούμε τη σημασία της συμβολής του Παλαμά στα Ελληνικά Γράμματα και της αναγνώρισής της από την ακαδημαϊκή κοινότητα, πρέπει να δώσουμε ξέχωρη σημασία και στο Φλεβάρη του 1943, στην «αντίδραση» των πανεπιστημιακών δασκάλων στο άγγελμα του θανάτου του μεγάλου δημιουργού. Η Σύγκλητος του Πανεπιστημίου Αθηνών εξέδωσε ψήφισμα για το θάνατό του. Ο ίδιος ο πρύτανης, ο Ερρίκος Σκάσσης, μάλιστα, απέστειλε επιστολή προς το γιο του, Λέανδρο Παλαμά, με την οποία εξέφραζε τη λύπη τη δική του και της ακαδημαϊκής κοινότητας. Ας αναφέρουμε ένα ενδεικτικό απόσπασμα εκείνης της επιστολής, της οποίας αντίγραφο σώζεται στο Ιστορικό Αρχείο του Πανεπιστημίου: «Ο θάνατος του σεβαστού πατρός σας Κωστή Παλαμά, συνεκίνησε βαθύτατα, ως ήτο επόμενον και το Εθνικόν και Καποδιστριακόν Πανεπιστήμιον, ούτινος ο μεταστάς διετέλεσεν επί μακράν σειράν ετών Γενικός Γραμματεύς. Αι πολύτιμοι υπηρεσίαι τας οποίας ο αείμνηστος πατήρ σας προσέφερεν εις το Ανώτατον Εκπαιδευτήριον του Έθνους είναι παγκοίνως γνωσταί και αναγνωρίζονται υπό πάντων».

57. Ο Σωκράτης και το... δαιμόνιό του!






Σχετικά με το Σωκρατικό δαιμόνιο και τον αποτρεπτικό ή προτρεπτικό ρόλο του στη ζωή του Αθηναίου φιλοσόφου Σωκράτη, για τον οποίο θα αφιερώσουμε μελλοντικά ένα ξεχωριστό σημείωμα, έχουν γράφει και ειπωθεί από Έλληνες και ξένους φιλολόγους και φιλοσόφους αρκετά στο πέρασμα των αιώνων, ενώ είχε γίνει αντικείμενο και σάτιρας από τον Αριστοφάνη στα χρόνια που ζούσε ο φιλόσοφος. Πέραν, λοιπόν, όσων μπορούμε ν' ανιχνεύσουμε μέσα από τους διαλόγους του Πλάτωνος και στον Πρόκλο, πρέπει ν'  ανατρέξουμε και στο έργο του Ξενοφώντος και εκτός από όσα βρίσκουμε στα «Απομνημονεύματα», ν'  αναφέρουμε και ότι φέρεται να εμπόδισε το Σωκράτη να ετοιμάσει την απολογία του κατά τη δίκη του (Ξενοφώντος, «Απολογία Σωκράτους»). 
Έτσι, ο πανεπιστημιακός καθηγητής Βασίλης Κάλφας σ’ άρθρο του, στις 31 – 10 – 2004, στην εφημερίδα «Καθημερινή», που τιτλοφορείται «Το δαιμόνιο του Σωκράτη», σημειώνει μεταξύ άλλων: «[…]Από τα λίγα πράγματα που γνωρίζουμε με βεβαιότητα για τον Σωκράτη είναι η σχέση του με το περίφημο «δαιμόνιο». Ο Σωκράτης άκουγε κατά καιρούς μια εσωτερική «φωνή», που του έδινε κάποια σημάδια για τη μελλοντική του συμπεριφορά. Στις υποδείξεις του δαιμονίου ο Σωκράτης φαίνεται ότι είχε απόλυτη εμπιστοσύνη. Η σχέση του Σωκράτη με το προσωπικό του δαιμόνιο ήταν κάτι πασίγνωστο σε όσους τον συναναστρέφονταν, αλλά θα πρέπει να είχε γίνει γνωστή και σε ευρύτερους κύκλους, συνεισφέροντας ένα ακόμη κομματάκι στο παζλ της «άτοπης» προσωπικότητας του μοναδικού αυτού ανθρώπου. Eχουμε πολλές ενδείξεις ότι το δαιμόνιο ενεπλάκη με κάποιον τρόπο στη δίκη του Σωκράτη. Ο Πλάτων το υπαινίσσεται στην Απολογία του, όταν ο Σωκράτης λέει «αυτό το δαιμόνιο που ο Μέλητος κοροϊδεύοντας το συμπεριέλαβε στην κατηγορία» (31d). 
Και στον Ευθύφρονα βάζει τον φανατικό θρησκόληπτο ομώνυμο μάντη να συμπαρίσταται στον Σωκράτη, λέγοντάς του ότι η κατηγορία που απαγγέλθηκε εναντίον του για καινοτομία στα θρησκευτικά ζητήματα θα πρέπει να οφείλεται στο πασίγνωστο δαιμόνιο. Η τάση του πλήθους, συμπληρώνει ο Ευθύφρων, είναι να περιγελούν όσους ισχυρίζονται ότι προλέγουν το μέλλον (3bc) […]».
Το βίντεο, που αφορά τη ζωή του Σωκράτη και συνοδεύει το παρόν λήμμα,  προέρχεται από το Encyclopedia channel . 

56.  Προ της κλίνης του Α. Παπάγου

Στο σημερινό μας σημείωμα, θα ανατρέξουμε 60 περίπου χρόνια πίσω, στη μυστηριώδη πολύμηνη ασθένεια, που έστειλε στον τάφο τον στρατάρχη Αλέξανδρο Παπάγο και έφερε στην πρωθυπουργία τον Κωνσταντίνο Καραμανλή…
Η ασθένεια και η… εμμονή
Ο στρατάρχης Αλέξανδρος Παπάγος, από το Νοέμβριο του 1952, ως επικεφαλής του Δεξιόστροφου πολιτικού κόμματος «Ελληνικός Συναγερμός», κυβερνούσε την Ελλάδα. Το Φλεβάρη του 1955, παρουσιάστηκαν τα πρώτα κρούσματα μιας αδιευκρίνιστων γενεσιουργών αιτίων ασθένειας, η οποία, βαθμιαία, έφθινε, παρά τις προσπάθειες των Ελλήνων και ξένων θεραπόντων ιατρών, τον πρωθυπουργό (για την ασθένεια του Παπάγου, βλ. εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», σελ. 7, φύλλο 95 στις 08/10/1955).
Ο πρωθυπουργός Αλ. Παπάγος και ο υπουργός Δημ. Έργων, Κ. Καραμανλής
την περίοδο 1952-55

Και καθώς και στο εσωτερικό και στο εξωτερικό της χώρας ήταν ολοένα και πιο κρίσιμη η κατάσταση, μ’ αποκορύφωμα τα «Σεπτεμβριανά του 1955» σε Κωνσταντινούπολη και Σμύρνη, όλοι έβλεπαν πως ο Παπάγος δεν μπορούσε να ασκήσει τα πρωθυπουργικά του καθήκοντα με την ίδια πυγμή και δύναμη των πρώτων μηνών της διακυβέρνησής του.
Έτσι, αρχίζει να αναπτύσσεται στην Κοινή Γνώμη και να καλλιεργείται συστηματικά στους πολιτικούς κύκλους, ιδίως μέσα στους κόλπους του κυβερνώντος «Ελληνικού Συναγερμού», η ιδέα για εξεύρεση ικανού διαδόχου του βαρέως ασθενούς πρωθυπουργού. Πρωτοκλασάτα στελέχη της παράταξης, οι αντιπρωθυπουργοί της Παπαγικής κυβέρνησης, Π. Κανελλόπουλος και Στ. Στεφανόπουλος, και ο Κρητικός πρώην πρωθυπουργός και το 1955 υπουργός άνευ χαρτοφυλακίου, Εμμανουήλ Τσουδερός διεκδικούσαν ο καθένας για τον εαυτό του την πρωθυπουργία. Ο πρωθυπουργός, όμως, αρνείται να παραδώσει τα ηνία της εξουσίας, εννοεί να μείνει «γαντζωμένος» μέχρι το τέλος στη θέση του και αποκλείοντας, προφανώς, και το ενδεχόμενο πρόωρης προσφυγής στις κάλπες, εφόσον η κοινοβουλευτική τετραετία συμπληρωνόταν το Νοέμβρη του 1956.
Τα Ανάκτορα, όμως, είχαν μπει κι αυτά στο «κόλπο» και το βασιλικό ζεύγος, Παύλος και Φρειδερίκη, είχε ζητήσει την παραίτηση του κλινήρους Παπάγου. Και, συνάμα, έψαχνε και εκείνο για νέο πρωθυπουργό, που ίσως και να προερχόταν από την κυβερνητική παράταξη.
Οι εφημερίδες
Την εμμονή, όμως, του Αλέξανδρου Παπάγου να διατηρήσει, παρότι η σοβαρότητα της κατάστασης της υγείας του ήταν πασίδηλη,  την πρωθυπουργία μέχρις εσχάτων σχολιάζουν καθημερινά και οι πολιτικοί και οι εφημερίδες των Αθηνών πολυποίκιλα. Και στις 4 Οχτώβρη του 1955, ανήμερα του θανάτου του, διαβάζουμε στον αθηναϊκό τύπο, μεταξύ άλλων, και τα εξής:
«Ως ασθενής άνθρωπος ο κ. Παπάγος δικαιούται και σεβασμού και οίκτου. Ως πρωθυπουργός όμως έχει παύση προ πολλού να εμπνέη τοιούτα αισθήματα εις τον λαόν. Διότι με την συμπεριφοράν του εξήντλησε πλέον τα όρια της υπομονής του. Η Ελλάς δεν είναι τιμάριο κανενός. Ενώ ο αρχηγός του Συναγερμού την μεταχειρίζεται ωσάν ελέω θεού ιδιοκτήτης της. Κι αυτό είναι όχι μόνον απαράδεκτον, αλλά και εξοργιστικόν.  […] Δεν ημπορεί, λοιπόν, να παίζη από της κλίνης του με την τιμήν, την αξιοπρέπειαν και το μέλλον του έθνους ο κατάκοιτος πρωθυπουργός […]. Οφείλει να παραιτηθή αμέσως, αν θέλη να περισώση τα υπολείμματα της υπολήψεώς του. Διότι άλλως θ’ αντιμετωπισθή το πείσμα του με αμείλικτον και συντριπτικήν σκληρότητα. Όταν το έθνος κινδυνεύη, ο οίκτος προς τα άτομα παραμερίζεται» (σε πρωτοσέλιδο άρθρο υπό τον τίτλο «Να παραιτηθή!», στην τότε αντιπολιτευόμενη εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ», φ. 3398 της 04/10/1955).
Ας ιδούμε, όμως, τι γράφει, λίγες ημέρες νωρίτερα, και η εβδομαδιαία εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ». Συγκεκριμένα, στο φ. 94 της 1ης Οχτώβρη του 1955, προβλέπει ότι, αργά ή γρήγορα, θα δοθεί λύση («εκκαθάριση») στο τότε μείζον πολιτικό πρόβλημα της ακυβερνησίας της Ελλάδας. Έτσι, στη σελ. 16, αφού, βάσει δημοσιογραφικών πληροφοριών, αποκλείονται και η παραίτηση της κυβέρνησης Παπάγου και οι πρόωρες εκλογές, επισημαίνονται, ανάμεσα στα άλλα, σε άρθρο που τιτλοφορείται «Η κυβέρνησις δεν θα παραιτηθή – Το ζήτημα του πρωθυπουργού θα εκκαθαρισθή άνευ αναβολής», και τα ακόλουθα:  «[…] Όλαι αι πληροφορίαι συμπίπτουν ότι εντός των προσεχών ημερών, αν μη εντός της σήμερον, η εσωτερική πολιτική κατάστασις θα αποσαφηνισθή είτε διά διορισμού νέου πρωθυπουργού, εις αντικατάστασιν του ασθενούντος στρατάρχου Παπάγου , είτε διά διορισμού αναπληρωτού αυτού. Η κυβέρνησις πάντως δεν φέρεται παραιτούμενη αλλ’ εμμένουσα εις την απόφασίν της να παραμείνη εις την αρχήν[…]»
Τέλος, για την Ιστορία να σημειώσουμε ότι ο ψυχορραγών Παπάγος όρισε, στις 04/10/1955, αναπληρωτή του στην πρωθυπουργία τον έως τότε αντιπρόεδρο της κυβέρνησης και υπουργό Εξωτερικών, Στέφανο Στεφανόπουλο, αλλά λίγες ώρες μετά άφησε την τελευταία του πνοή και τα Ανάκτορα προχώρησαν (από 06 Οχτώβρη 1955) στο διορισμό ως νέου πρωθυπουργού του βουλευτή Σερρών και υπουργού Δημοσίων Έργων και Συγκοινωνιών στις κυβερνήσεις Παπάγου (1952 – 1955) Κωνσταντίνου Καραμανλή.
55. Δεινός στο λέγειν, "Χρυσόστομος"







Σημαντική αξία έχουν όσα, στο πέρασμα των αιώνων, γραφήκανε και ειπωθήκανε από θεολόγους και μελετητές της Ιστορίας της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά και από φιλολόγους για τη ζωή, τη δράση και το έργο του Ιωάννη του Χρυσόστομου. Στο σημερινό μας σημείωμα, εφόσον είναι αναγνωρισμένη απ' όλους, φίλους και πολεμίους, η συμβολή του στους δύσκολους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, θα ιδούμε λίγα λόγια για το ιδεολογικό – πολιτικό – κοινωνικό «περιβάλλον», που σχετίζεται με τη σημαντική αυτή προσωπικότητα της Θεολογίας και των Γραμμάτων.
Τα χρονολογικά σημεία ορόσημα της ζωής του Ιωάννη αντλήθηκαν από την εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα» (εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα, 1996, τ. 31, σελ. 36 και 37) και μέρος των ιστορικών στοιχείων, που αφορούν άμεσα τον ίδιο, από το έργο των BaynesMoss, «Βυζάντιο» (Αθήνα, εκδόσεις Παπαδήμα, 1986, γ’ έκδοση).
Ο Ιωάννης γεννήθηκε περί το 350 και έζησε μέχρι το 407 μ.Χ. Υπήρξε «παιδί» του 4ου αιώνα μ.Χ., ενός συγκλονιστικού και μεταβατικού αιώνα. Μεταβατικού, από την άποψη ότι η πρωτεύουσα της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μεταφέρεται από την ηθικά παρακμασμένη Ρώμη στην άφθαρτη και ολοκαίνουργια Κωνσταντινούπολη από τον Κωνσταντίνο το Μεγάλο (330 μ.Χ.). Συγκλονιστικού, από την άποψη ότι ο Χριστιανισμός έχει εξαπλωθεί στα πέρατα του κράτους, ξεπερνώντας τους διωγμούς του παρελθόντος και χάρη στο διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας (313 μ.Χ.) και στην 1η οικουμενική σύνοδο (Νίκαια, 325 μ.Χ).
Στο αχανές Ρωμαϊκό κράτος του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός, ως πρωτόφαντη θρησκεία, προσπαθεί να βρει ερείσματα και να «γαντζωθεί», για να επικρατήσει έναντι της ρωμαϊκής και της ελληνικής θρησκείας και των ανατολίτικων θεοσοφιών και βιοθεωριών (ιουδαϊκός μονοθεϊσμός, Ίσιδα, περσικός μιθραϊσμός). Από κοντά, αρχίζουν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και οι διχογνωμίες για τα δόγματα της χριστιανικής διδασκαλίας και σιγά – σιγά, εκδηλώνονται οι πρώτες αιρέσεις, οι, κατά τη γνώμη μου, διαφορετικές εκδοχές επί λατρευτικών και δογματικών θεμάτων, οι οποίες αποκλίνουν από την επίσημη και αποδεχτή θεολογία (Άρειος κ.α.).
Οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης καταδιώκουν τους ειδωλολάτρες. Ο γιος και διάδοχος του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, Κωνστάντιος ο 2ος, με νόμους, καταργεί τα λατρευτικά τους έθιμα, απαγορεύει τη λειτουργία των ειδωλολατρικών ναών και διώκει (θάνατος – δήμευση περιουσιών) όσους παραβαίνουν τους νόμους αυτούς. Οι νόμοι του Κωνστάντιου εκδόθηκαν από το 341 έως το 356 μ.Χ. και συμπληρώθηκαν το 392 μ.Χ., όταν ο, από το 379 μ.Χ., αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος έθεσε εκτός νόμου την αρχαία λατρεία, κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έδωσε στέρεες βάσεις, πλέον, στο χριστιανισμό, που είχε «δοκιμαστεί» νωρίτερα επί αυτοκράτορος Ιουλιανού (361 – 363 μ.Χ.), αλλά είχε, προς το παρόν, «δυναμώσει» και με τη 2η οικουμενική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381 μ.Χ.), όπου και ο Ιωάννης συμμετείχε ως διάκονος.
Ο Θεοδόσιος, όμως, δεν τόλμησε να κλείσει τη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας. Έτσι, τα χρόνια αυτά, η Αθήνα, με τη σχολή της, αγωνίζεται να διατηρήσει τα τελευταία απομεινάρια της αλλοτινής αίγλης της και να ξαναζωντανέψει την ελληνική σκέψη, δίδοντάς της κάτι από το κύρος των χρόνων του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των μαθητών τους. Προηγουμένως, λίγο μετά το θάνατο του Ιουλιανού, ο Ιωάννης είχε βαφτιστεί χριστιανός (ίσως το 370 μ.Χ.) και τα κατοπινά χρόνια τον είχαν βρει ασκητή (373 – 380 μ.Χ).
Ο Ιωάννης είχε γεννηθεί στην Αντιόχεια. Η Αντιόχεια της εποχής του ήταν το τρίτο σε πληθυσμό αστικό κέντρο της αυτοκρατορίας, η πρώτη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη για την πολιτική διοίκηση και επίκαιρο στρατηγείο, ενώ αναγνωρίστηκε στη Νίκαια (325 μ.Χ.) ως επισημότατος εκκλησιαστικός θρόνος με τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η φήμη της την έφερε ως την πιο γνωστή πολιτιστική κοιτίδα της ελληνιστικής Ανατολής, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Εκκλησιαστικά Γράμματα.
Η οικογένεια του Ιωάννη ήταν ευκατάστατη. Αν και ορφάνεψε νωρίς από πατέρα, η μητέρα του, Ανθούσα, τον βοήθησε πολύ να μορφωθεί. Μαθήτεψε κοντά στο γνωστό ρήτορα Λιβάνιο, ο οποίος τον ήθελε για διάδοχο στη σχολή του. Κατόπιν, συμπλήρωσε την εκπαίδευσή του, παρακολουθώντας δικαστήρια της Αντιόχειας. Ήξερε πολύ καλά Αγία Γραφή και πίστευε ότι «η άγνοια των Γραφών είναι η αιτία όλων των κακών».
Η Αντιόχεια  ήταν πλούσια και ήθελε, λόγω του ιστορικού παρελθόντος της, ευνοϊκή μεταχείριση από τον αυτοκράτορα. Είχε διχαστεί και εκκλησιαστικά νωρίτερα (α’ μισό του 4ου – αρχές 5ου αι.), σε Ευσταθιανούς και Αρειανούς. Ο Θεοδόσιος, όμως, επιβάλλει νέους φόρους (387 μ.Χ.). Όποιος πληρώνει φόρους είναι και πειθήνιος υπήκοος. Και χρειάζεται ο αυτοκράτορας να ξέρει ποιες επαρχίες έχει στην κατοχή του και ποιες δεν τον αναγνωρίζουν, γιατί από τον 3ο αιώνα μ.Χ. οι επαρχίες της Ρώμης ανεβοκατεβάζουν εφήμερους αυτοκράτορες και όχι η πρωτεύουσα! Εξανίστανται, λοιπόν, οι Αντιοχείς με τη φορολογία του Θεοδοσίου και συντρίβουν τα αγάλματά του, που κοσμούσαν την πόλη. Ανταρσία, που θα συγχωρεθεί απ’ τον εξοργισμένο αυτοκράτορα, μόνον χάρη στη μεσολάβηση του Χριστιανού ιεροκήρυκα και – από τον προηγούμενο χρόνο –  πρεσβύτερου, Ιωάννη.
Τέλη 4ου και αρχές 5ου αιώνα, ο Ιωάννης βρίσκεται στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης (397/8 –  404 μ.Χ). Ο Θεοδόσιος, με τη διαθήκη του (395 μ.Χ.), έχει μοιράσει το απέραντο ρωμαϊκό κράτος στα παιδιά του, σε Ανατολή (Αρκάδιος, Κωνσταντινούπολη) και Δύση (Ρώμη, Ονώριος). Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από διαρκείς μετακινήσεις διαφορετικής προέλευσης πληθυσμών (Ούνοι, Γερμανοί, Γότθοι ) και στα δύο κομμάτια της αυτοκρατορίας, πολέμους στα σύνορα (Μεσοποταμία, Ρήνος και Δούναβης).
Ο Ιωάννης, ως αρχιεπίσκοπος, με την πολυποίκιλα χρήσιμη βοήθεια από προσεχτικά επιλεγμένους, κοσμικούς και κληρικούς συνεργάτες του, θέλησε να αναμορφώσει το ποιμαντικό έργο στην Πόλη. Επίσης, θα προσπαθήσει, με ιεραποστολές, να φέρει στο χριστιανισμό Γότθους, Σκύθες, Κέλτες, Πέρσες, Φοίνικες, ίσως γιατί πίστευε πως οι χριστιανοί δεν θα μπορούσαν, από ηθικές «αναστολές», να βάλλουν ποτέ εναντίον χριστιανών. Ήταν και θιασώτης του μοναστικού βίου και επέπληττε τους μοναχούς, που, αντί να βρίσκονται στο μοναστήρι τους, τριγυρνούσαν άσκοπα στις πόλεις.
Μα δεν είναι λίγοι όσοι και από την άρχουσα τάξη, που επιδίδονταν σε έκλυτο βίο, μα και από τους κόλπους της Εκκλησίας «δυσαρεστούνται»  από τις πράξεις και τα λόγια του Ιωάννη και στρέφονται εναντίον του. «Ενοχλούνται» απ’ όσα λέει ή κάνει, μια και η κοινωνία της εποχής του επιβάλλει ηθική «εξυγίανση» και έμπρακτα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας, με την ίδρυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (φτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία). Κι αυτός είναι μπροστάρης και στον αγώνα να διωχτούν οι ξεδιάντροποι, ενώ, ταυτόχρονα, υπάρχουν, στις γειτονιές της Πόλης και σ’ όλη την αυτοκρατορία – από τους διαρκείς πολέμους, τις δυσκολογιάτρευτες αρρώστιες και τη βαριά φτώχεια – πολλοί ανήμποροι, αρκετές χήρες και ορφανά, που χρήζουν αρωγής και στήριξης.
Κι ο λόγος του Ιωάννη – όπως βλέπουμε στις επιστολές, στις ομιλίες, στα δοκίμια και τη φερώνυμη θεία λειτουργία του – στηλίτευε κάθε ανηθικότητα της εποχής του δίχως διακρίσεις. Αναδείχτηκε αυστηρός κριτής της βασιλικής Αυλής. Παρηγορούσε όποιον βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Διαλαλούσε τη χριστιανική διδασκαλία. Ο λαός τον θεωρούσε φίλο του. Γι’ αυτό, και επονομάστηκε ο Ιωάννης και «Χρυσόστομος»! Κι η Αυλή τον έστειλε εξορία, όπου και πεθαίνει, για ικανοποίηση των κάθε λογής πολεμίων του…

Τετάρτη 11 Ιανουαρίου 2012

54. Το "κολαστήριο" 







Έχει, από την πρώτη στιγμή που ιδρύθηκε, ξεσηκώσει τον παγκόσμιο σάλο και τη διεθνή κατακραβγή επωνύμων και ανωνύμων. Άλλοι το καταδικάζουν για πολιτικούς λόγους, άλλοι από ανθρωπιστικά ιδεώδη, κάποιοι τάσσονται υπέρ των νόμων περί ελευθερίας και ανθρωπίνων δικαιωμάτων που νομίζουν πως καταπατούνται κ.α., αλλά ό,τι σχόλιο συναντάς στα χείλη των περισσοτέρων ανά τη γη ανθρώπων είναι πως πρόκειται για ένα "κολαστήριο" - "μαύρη κηλίδα" στις ανθρώπινες κοινωνίες!
Ο λόγος για τη φυλακή στη βάση του αμερικάνικου πολεμικού ναυτικού στην Ακτή Γκουαντανάμο επί κουβανικού εδάφους. Ξεκίνησε να λειτουργεί 11 του Γενάρη του 2002 και 780 έκτοτε ύποπτοι έχουν "φιλοξενηθεί" στα κελιά της, ενώ οι πρώτοι δώδεκα που οδηγήθηκαν εκεί εξακολουθούν να κρατούνται σε αυτή. Μόνον ένας από τους 12 αυτούς  δικάστηκε και καταδικάστηκε σε ισόβια, ενώ γενικά ένας μικρός μονάχα αριθμός από όσους έχουν εγκλειστεί στο Γκουαντανάμο έχει προσαχθεί σε δίκη.
Η φυλακή δημιουργήθηκε από τις ένοπλες δυνάμεις των ΗΠΑ με εντολή του τότε προέδρου Τζορτζ Μπους, για να φυλακιστούν όσοι θεωρούνταν ύποπτοι ως μέλη της Αλ Κάιντα και άλλοι "εχθρικοί μαχητές"  που πιάνονταν σε Αφγανιστάν, Ιράκ, Πακιστάν και δεν ήσαν στρατιωτικοί. 
Κατά καιρούς, όπως προαναφέρθηκε, οι συνθήκες εγκλεισμού και διαβίωσης ξεσήκωσαν φωνές διαμαρτυρίας παγκοσμίως κατά του Γκουαντανάμο. Φωνές επισήμων (Γενικός Εισαγγελέας της Βρετανίας π.χ. και Αγγελα Μέρκελ κ.α.), αλλά και του κόσμου όλου, για να κλείσει η  επαίσχυντη φυλακή. Για να τις αντικρούσει ο υπουργός αμύνης των ΗΠΑ, Ντ. Ράμσφελντ, το Μάη του 2004, τόνισε, μεταξύ άλλων,  στη Γερουσία ότι οι ανακριτές της περιβόητης φυλακής έχουν οδηγίες συμβατές με τη Συνθήκη της Γενεύης, ενώ, δύο χρόνια αργότερα (Μάιος 2006), ο εκπρόσωπος του αμερικάνικου υπουργείου εξωτερικών, Σ. ΜακΚόρμακ,  στις διεθνείς διαμαρτυρίες απάντησε ότι στη φυλακή του Γκουαντανάμο έχουν φυλακιστεί "επικίνδυνοι άνθρωποι" που, εάν απελευθερώνονταν ή εάν έκλεινε η φυλακή, θα μπορούσαν να γίνουν ξανά απειλητικοί εις βάρος όλου του κόσμου.
Σήμερα (2012), στη φυλακή βρίσκονται 171 κρατούμενοι, με διάφορα επίπεδα ασφάλειας. Σε κάποια από τα τμήματά της οι φυλακισμένοι κινούνται ελεύθερα πίσω από ένα διαχωριστικό από πλεξιγκλάς και έχουν πρόσβαση, όπως αναφέρουν οι υπεύθυνοι της φυλακής, σε μαθήματα "αγγλικών, τέχνης και διαχείρισης του χρόνου".  Όσοι "κρατούμενοι δεν συμμορφώνονται" κρατούνται σε κελιά 29 τ.μ. με ένα κρεβάτι και μια τουαλέτα.
Για να συνταχθεί το σημερινό άρθρο ανατρέξαμε στις ηλεκτρονικές σελίδες των ελληνικών εφημερίδων ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ και ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ και στο σχετικό αρχείο τους. Η φωτογραφία, μάλιστα, που συνοδεύει το άρθρο είναι από το αρχείο του Associated Press και δημοσιεύτηκε στο ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗ, στις 12 - 05 - 2006. 

53. Ο "Θεός" πέθανε...






Στις αρχές κάθε Γενάρη, στις 7 του μήνα συγκεκριμένα, δεν είναι λίγοι όσοι θυμούνται πως το 1989 "σημαδεύτηκε" και από το θάνατο, τη μέρα αυτή,  μιας προσωπικότητας που καθόρισε τη νεότερη Ιστορία της Ιαπωνίας και άσκησε επιρροή και στην παγκόσμια κοινότητα κατά το 1ο μισό του 20ου αιώνα.
Το Γενάρη, λοιπόν, εκείνο, πέθανε σε ηλικία 88 ετών ο 125ος αυτοκράτορας της Χώρας του Ανατέλλοντος Ηλίου, Χιροχίτο (φωτό προς τα τέλη της ζωής του) ή όπως έμεινε γνωστός μεταθανάτια Αυτοκράτορας Σόουα (昭和天皇, Shōwa Tennō).
Ο Χιροχίτο είχε γεννηθεί το 1901 και ακολουθώντας την παράδοση του τόπου του διαδέχτηκε στο θρόνο τον πατέρα του σε ηλικία 28 ετών. Προ του 2ου παγκοσμίου πολέμου, έδειξε τις επεκτατικές του βλέψεις τη δεκαετία του 1930, κυρίεψε τη Μαντζουρία και επιτέθηκε στην Κίνα.
Κατά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, αν και αρχικά κράτησε ουδετερότητα, κατοπινά ετάχθη με τον Άξονα. Η Ιαπωνία ηττήθηκε από τις Συμμαχικές Δυνάμεις και παραδόθηκε σε αυτές.
Ο Χιροχίτο ήταν ο μόνος αυτοκράτορας της γιαπωνέζικης ιστορίας που παραδόθηκε σε ξένο στρατό, αλλά η τύχη τού χαμογέλασε. Οι Αμερικάνοι, όταν εισήλθαν στο Τόκιο, δεν τον προσήγαγαν σε δίκη ως εγκληματία πολέμου, αλλά τον άφησαν στο θρόνο του, υπό τον όρο της απάρνησης της θεϊκής ιδιότητάς του ως αυτοκράτορα  και της πραγματικής μετατροπής της απολυταρχίας σε συνταγματική μοναρχία.
Στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του αυτοκρατορικού θεσμού, ο αυτοκράτορας της Ιαπωνίας δεν είχε ευθεία πολιτική εξουσία και αποτελούσε κυρίως μία συμβολική θρησκευτική μορφή. Συνταγματικός μονάρχης και θεϊκός ηγεμόνας, αντικείμενο πίστης για τους υπηκόους του, ορίστηκε με το σύνταγμα του 1889.
Η μη καταδίκη του Χιροχίτο αποδίδεται από τους ιστορικούς και τους πολιτικούς αναλυτές σε μιαν απόπειρα να μη διασαλευτεί η σταθερότητα στην κατεστραμμένη από τον πόλεμο χώρα, ενώ ας σημειωθεί ότι πολλοί από τους πολεμικούς ηγέτες της Ιαπωνίας δικάστηκαν και εκτελέστηκαν.
Το Γενάρη του 1989, μετά το θάνατο του Χιροχίτο, ο οποίος, όμως, επί χρόνια, στη Δύση αντιμετωπιζόταν ως σύμβολο της επιθετικότητας της Ιαπωνίας στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο, στο θρόνο αναρριχήθηκε ο γιος του, Ακιχίτο.
Πολύτιμο, τέλος,  για κάθε φιλομαθή εφόδιο είναι το βιβλίο του Leonard Mosley, «Hirohito, Emperor of Japan», Prentice-Hall, Englewood Cliffs, 1966.

Τρίτη 10 Ιανουαρίου 2012

52. "Τιτανικός", 100 χρόνια αναπάντητα ερωτήματα!


  
Ένα από τα γεγονότα που σημάδεψαν τον 20ο αιώνα είναι, αναμφίβολα, και το ναυάγιο του "Τιτανικού", τον Απρίλιο του 1912. Πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για τη μοιραία σύγκρουση του θρυλικού αγγλικών συμφερόντων υπερωκεανίου επιβατηγού στο παρθενικό του ταξίδι με ένα παγόβουνο, η οποία είχε ως αποτέλεσμα τον πνιγμό χιλιάδων από τους επιβάτες του. 
Αρκετό μελάνι επίσης έχει χυθεί, στο πέρασμα των χρόνων, για τα συγκριτικά πλεονεκτήματα του σκάφους, που αποδείχτηκαν ανίσχυρα να εμποδίσουν το μοιραίο τέλος, για τις ευθύνες της κατασκευαστικής εταιρίας, των μελών του πληρώματος του "Τιτανικού" κατά τη νύχτα εκείνη, αλλά και για ό,τι θα μπορούσε ένας ανθρώπινος νους να προβάλει ως αιτία για το πολύνεκρο ναυάγιο.
Ο "Τιτανικός" έκανε το παρθενικό του ταξίδι από το Σαουθάμπτον της Αγγλίας προς τη Νέα Υόρκη των ΗΠΑ, όπου θα έφτανε το πρωΐ της 16ης Απριλίου 1912. Ποτέ όμως δεν προσέγγισε εκεί. Οι 46.328 τόνοι του, κινούμενοι με μέγιστη ταχύτητα 25 κόμβων (46,5 χιλιόμετρα την ώρα), προσέκρουσαν, στις 23.40 μμ της 14/04/1912, σε ένα παγόβουνο ανοίγοντας ρήγμα περίπου 100 μέτρων. Η βύθιση ήταν ταχύτατη, σε απόσταση 400 μιλίων (περίπου 640 χιλιόμετρα) βόρεια του Newfoundland ο "Τιτανικός", στις 2.20 π.μ. της 14 προς 15 Απρίλη 1912, πήρε μαζύ του στο βυθό 1503 άτομα, αφού υπήρχαν μόλις 1178 διαθέσιμες θέσεις στις ναυαγοσωστικές λέμβους για 2224 επιβάτες καταστρώματος.  Το ναυάγιο εντοπίστηκε την 1η Σεπτέμβρη του 1985, σε βάθος 4 χιλιομέτρων, σπασμένο σε δύο κομμάτια.
 Το σχετικό βίντεο είναι από το History Channell και αφορά το ναυάγιο του "Τιτανικού" και το "πέπλο" γύρω απ' αυτό!

Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

51. "Αέρας" φιλελεύθερος και δημοκρατικός του 1821




Πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για το πώς και το κατά πόσο τα συνταγματικά κείμενα στη διάρκεια του Ελληνικού Αγώνα προβλέπουν λειτουργία κράτους, που όχι μόνο θα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, αλλά και θα εξασφαλίζει μιαν κοινωφελή δομή της νεοπαγούς πολιτείας. Για το φιλελεύθερο, λοιπόν, και το δημοκρατικό τους χαρακτήρα έχουνε δεχτεί πλήθος επιρροών, από τους Δυτικοευρωπαίους Διαφωτιστές του 18ου αιώνα (Ρουσσώ, Βολτέρος, Μοντεσκιέ, κ.α.), αλλά και από τις προεπαναστατικές συνήθειες των Ελλήνων και τις δύο μεγάλες επαναστάσεις του 18ου αιώνα (Γαλλική και Αμερικάνικη).
Το  ζήτημα των εκλογών και της αντιπροσώπευσης του λαού έχει κεντρική θέση στα σχέδια Συντάγματος που  συντάσσονται  μετά  την  εξέγερση  στη  Νότια Ελλάδα.  Τα  σχήματα  οργάνωσης  και η ορολογία έχουν ληφθεί από τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό: οι εκλέκτορες πρέπει να «συνίστανται  εκ  των  προκρίτων»  κάθε επαρχίας   και  να  επιλέγουν  τους  εφόρους  «εκ  των  εγκριτοτέρων  και  των φρονιμοτέρων».  Ο «αξιώτερος» πρέπει να αποστέλλεται στην «Εθνική»  («Γενική») «Βουλή».  Σύμφωνα  με  άλλο  σχέδιο,  «ο  λαός  εκάστης επαρχίας» πρέπει «να εκλέξει τα αξιώτερα μέλη του με ψήφους».  Οι εκλεγέντες θα ορίσουν εν συνεχεία «τους   γενικούς   εφόρους   της   επαρχίας».   Οι   έχοντες   δικαίωμα  ψήφου χαρακτηρίζονται ως «ψηφοφόρα  υποκείμενα»:  τα  «υποκείμενα»  κάθε  κατηγορίας είναι δε «ισόψηφα». Τα κρατικά όργανα πρέπει να «υπόκεινται εις το καθήκον της ανθρωπότητος,  εις  τους  νόμους και εις τα τοπικά έθιμα».  Ένα χρόνο μετά τις εκλογές «πάλιν θέλει έχει το κύρος η σκέψις  και  απόφασις  του  λαού». 
Ας ιδούμε, όμως, πρώτα – πρώτα, κάποια σημεία, τα οποία ανιχνεύονται στα άρθρα των συνταγμάτων της Πιάδας (1822), του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827) και στα οποία προδίδεται το φιλελεύθερο πνεύμα των πολιτευμάτων των επαναστατικών ετών: Όλοι οι Έλληνες είναι – για το Σύνταγμα της Επιδαύρου – «όμοιοι» ή – κατά τα επόμενα Συντάγματα – «ίσοι» ενώπιον των νόμων, έχουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα, διορίζονται, ανάλογα με την «αξιότητά» τους, στις διάφορες θέσεις, είναι ελεύθεροι να διατυπώνουν τις γνώμες τους, φτάνει να μην αντιβαίνουν τις αρχές της χριστιανικής θρησκείας και της κοινά αποδεχτής ηθικής και να μην έχει η γνώμη τους υβριστικό ή συκοφαντικό χαρακτήρα.
Σ’ άλλα άρθρα των Συνταγμάτων, βλέπουμε τη διάταξη να μοιράζονται όλες οι εισπράξεις δίκαια και ανάλογα με την περιουσία του καθενός σε όλους τους κατοίκους της επικράτειας, ενώ συναντούμε και άρθρα για δικαίωμα των πολιτών ν’ αναφέρονται στις Αρχές, για προστασία από τους νόμους τη περιουσίας, της τιμής και της ασφάλειάς τους, για κατάργηση της δουλείας, απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της αυθαίρετης και μη σύννομης σύλληψης ή φυλάκισης των πολιτών, εισάγεται η ανεξιθρησκία παρότι επίσημη θρησκεία θα είναι η Ορθόδοξη χριστιανική. Επιπλέον, γίνεται λόγος για κοινωνική πρόνοια για τις χήρες και τα ορφανά της Επανάστασης, έχουμε συνταγματική κατοχύρωση για την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, ενώ, από τα συντάγματα του Άστρους και της Τροιζήνας, αρχίζει ο αγώνας για συστηματική εκπαίδευση της νεολαίας και του επαναστατημένου έθνους, δίχως, όμως, τεθεί πρόβλημα γλώσσας, μια και τότε δεν υπήρχαν οι διενέξεις των κατοπινών χρόνων σε καθαρευουσιάνους – δημοτικιστές!
Από την άλλη, το γεγονός ότι στα πρώτα κιόλας άρθρα των Συνταγμάτων δίδεται προτεραιότητα στην κυριαρχία του έθνους (άρθρο 5 της Τροιζήνας) αυτό και μόνο του μαρτυρεί, με το πιο σαφή τρόπο, το δημοκρατικό χαρακτήρα των πολιτευμάτων της Επανάστασης. Κι είναι λογικό να είναι το έθνος το κυρίαρχο όργανο μέσα στην αρτιγέννητη πολιτεία, εφόσον, όπως διαβάζουμε στις διάφορες επαναστατικές διακηρύξεις, την Επανάσταση την έκανε όλο το έθνος κι όχι μόνο μια τάξη.
Το δημοκρατικό γνώρισμα αναφαίνεται, επίσης, και από τη συνταγματική κατοχύρωση της διάκρισης των εξουσιών και μάλιστα στο σημείο ότι , σε όλα τα επαναστατικά Συντάγματα, καθιερώνεται η κοινοβουλευτική δημοκρατία, κατά την οποία η νομοθετική εξουσία θα ασκείται από δύο σώματα, το βουλευτικό (: βουλή) και το εκτελεστικό (: κυβέρνηση ή, μετά το 1828, Κυβερνήτης).
Τέλος, ένα ακόμα σημάδι της δημοκρατικότητας των πολιτευμάτων του Αγώνα αποτελούν οι διατάξεις ότι – ενώ δίδεται και αναγνωρίζεται το δικαίωμα του πολίτη ακόμα και σ’ όσους φιλέλληνες πολέμησαν στον Αγώνα και αποφάσιζαν να παραμείνουνε στην Ελλάδα – όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι της επικράτειας είναι πολίτες και όλοι έχουν δικαίωμα ψήφου, τη στιγμή που καθολικό δικαίωμα ψήφου δεν ίσχυε ακόμα μήτε στην Αμερική, μήτε στη Βρετανία!
Στη συνέχεια, θα ανιχνεύσουμε κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα σε καθένα από τα τρία συνταγματικά κείμενα των χρόνων του Αγώνα. Και αρχή θα γίνει με. τη Διακήρυξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας, η οποία, σημειωτέον, προτάσσεται και των τριών Συνταγμάτων της Επανάστασης, έλεγε: «...Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν, συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Στη Διακήρυξη αυτή διατυπώνεται επιγραμματικά το όραμα ίδρυσης ενός κράτους-έθνους με δημοκρατικούς – αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, η επιθυμία συγκρότησης μιας ενιαίας κοινότητας, την οποία θα έδενε σε μια ενότητα η ελληνική γλώσσα και η κοινή ιστορική παράδοση. Επιπλέον, οι συντάκτες της Διακήρυξης της Εθνικής Ανεξαρτησίας επιζητούσαν να αναγνωριστούν ως πολιτεία που την κυβερνούσαν εκλεγμένοι, «νόμιμοι» αντιπρόσωποι, αίτημα το οποίο σαφώς μπορεί να συνδυαστεί με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης.
Ας ιδούμε, όμως, και τα τρία επαναστατικά Συντάγματα πιο αναλυτικά: Το Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) αποτελεί το πρώτο Σύνταγμα της επαναστατημένης Ελλάδας. Επίσημα ονομάστηκε «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Η ονομασία αυτή εύκολα κατανοείται, αν λάβει κανείς υπόψη την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο εκείνη στην Ευρώπη. Ειδικότερα, οι μονάρχες της Ευρώπης, προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική γαλήνη και να καταπολεμηθούν κινήματα – μιάσματα, όπως ο ιακωβινισμός και ο καρμποναρισμός, συγκρότησαν το 1815 την «Ιερή Συμμαχία». Αυτή ως στόχο είχε την κατάπνιξη με ένοπλη επέμβαση κάθε φιλελεύθερου κινήματος, οπουδήποτε και αν αυτό εκδηλωνόταν.
Οι  αποφάσεις  της  1ης  Εθνικής  Συνέλευσης ( 20.12.1821)  περιλαμβάνουν  επίσης  όρους  ειλημμένους  από  τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό: «Εθνική Βουλή»,  «Γενική του Εθνους  Συνέλευσις», «ελληνικόν  έθνος»,  εκπροσώπηση  του έθνους «δια των νομίμων παραστατών του», φροντίδα «περί μόνου  του  κοινού  της  Ελλάδος  συμφέροντος»  και  για  την «πολιτικήν (...) ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν» του Εθνους. Οι απόγονοι του «Έθνους  των  Ελλήνων»,  «σύγχρονοι των νυν πεφωτισμένων και ευνομουμένων λαών της Ευρώπης» αποβλέπουν στην «ανάκτησι(ν)  των  δικαίων  της  προσωπικής  ημών ελευθερίας,  της  ιδιοκτησίας  και της τιμής»: «από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων  ορμώμενοι»,   επιδιώκουν  να  καταργήσουν  την  «δουλείαν»   και  να επαναφέρουν  τα  «απαλαίωτα και ανεξάλειπτα καθ’ εαυτά» «δίκαια» που αποτελούν ίδιο «των λογικών όντων». Με βάση αυτές τις αρχές,  «η Ελλάς άπασα μέλλει να κυβερνηθή  εφεξής»:  τα  πολιτικά όργανα πρέπει να διαμορφώνονται και να δρουν «επί της βάσεως του Δικαίου  και  των  ορθών  Νόμων»  και  να  εκλέγονται  από «πληρεξουσίους Παραστάτας».
Είναι σαφής η διάταξη του συντάγματος της Επιδαύρου, «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες   και   απολαμβάνουσιν   άνευ   τινός   διαφοράς  όλων  των  πολιτικών δικαιωμάτων».  Μόνον οι Έλληνες είναι  ίσοι  απέναντι  στο  νόμο,  μπορούν  να αναλαμβάνουν  οποιοδήποτε  δημόσιο  λειτούργημα (κριτήριο «η αξιότης εκάστου») και απολαμβάνουν προστασίας της  ιδιοκτησίας,  τιμής  και ασφάλειας.  Δίπλα στους  αυτόχθονες αναφέρονται δύο κατηγορίες κατοίκων: α) οι «έξωθεν ελθόντες» που «εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονας κατοίκους ενώπιον των Νόμων»,  β) όσοι εκ των  «ξένων»  «έχουσι  την επιθυμίαν να γίνωσιν Έλληνες».  Ο νόμος ρυθμίζει τη διαδικασία «πολιτογραφήσεως». Από τις επτά παραγράφους αυτού του τμήματος μόνον η  τελευταία  αφορά  όλους τους  κατοίκους της χώρας.  Ορίζει ότι τα φορολογικά βάρη «διανέμωνται δικαίως εις όλας τας τάξεις και  κλάσεις  των  κατοίκων»  και  συνεπώς  εισάγει  μια υποχρέωση!  Ετσι  ο  φυσικοδικαιικών  απηχήσεων  τίτλος δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο. Έχουμε ένα Σύνταγμα συντεταγμένο μόνον για «Έλληνες».
 Πρόκειται όμως και για ένα  δημοκρατικό Σύνταγμα.  Ο λαός είναι η  μόνη πηγή της συντακτικής εξουσίας. Τη βασική ιδέα του συνταγματισμού και το πνεύμα του  εν  λόγω  Συντάγματος  εκφράζει  η  επισήμανση  του  Δ.  Υψηλάντη  ότι το «πολίτευμα είναι μια ένορκος συνθήκη μεταξύ των διοικούντων και  διοικουμένων» και  αν  μεταβληθεί  «άνευ  της συναινέσεως των διοικουμένων» οι «διοικούντες» υποπίπτουν «εις το μέγιστον  αμάρτημα  της  επιορκίας». 
Το  πολίτευμα διαμορφώνεται με βάση την αρχή της ισορροπίας νομοθετικού και εκτελεστικού και η  μη  θέσπιση του αξιώματος του αρχηγού κράτους εκφράζει τη ριζική τομή με το μοναρχικό-δεσποτικό παρελθόν.  Συνέπεια της ισότητας των πολιτών  είναι  ότι «το Βουλευτικόν σύγκειται εκ πληρεξουσίων εκλελεγμένων Παραστατών των διαφόρων μερών της Ελλάδος» και τα μέλη του πρέπει να είναι «εξάπαντος» Έλληνες. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι οι γυναίκες παραμένουν αποκλεισμένες  από  τα πολιτικά δικαιώματα – σ’ αυτό το Σύνταγμα σιωπηρά –,  ότι η γλώσσα δεν θεωρείται κρίσιμη για την κτήση της ιθαγένειας και ότι στο Σύνταγμα αυτό – όπως  και  στα επόμενα – δεν περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για τις εθνικές μειονότητες. 
Έτσι, παρά τα «τρωτά και κενά» του, το πολίτευμα της Επιδαύρου, ως δημοκρατικό, ονομάστηκε «Προσωρινόν», για να αμβλύνει τη δυσμενή εντύπωση, τη δυσπιστία και τη μήνη των ευρωπαϊκών αυλών. Στη σύνταξη του Συντάγματος της Επιδαύρου συμμετείχε αποφασιστικά όχι μόνον ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, Αλ. Μαυροκορδάτος, αλλά και ο Θ. Νέγρης και ο Ιταλός φιλέλληνας Β. Γκαλλίνα. Το Σύνταγμα αυτό αποτελούνταν από πέντε (5) τίτλους, που υποδιαιρούνται σε τμήματα και τα τμήματα σε παραγράφους. Στο τέλος περιλαμβάνονταν γενικές διατάξεις με τον τίτλο «Παραρτήματα».
Κατά το Σύνταγμα της Επιδαύρου, η «Διοίκησις» (νομοθετική και εκτελεστική εξουσία) ασκείται από το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό σώμα. («η Διοίκησις σύγκειται εκ δύο σωμάτων, Βουλευτικού και Εκτελεστικού», §θ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου)
Το Βουλευτικό ήταν σώμα διαρκές, που το συγκροτούσαν πληρεξούσιοι με ενιαύσια θητεία από διάφορα μέρη της Ελλάδας, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο. («Το Βουλευτικόν σύγκειται εκ πληρεξουσίων εκλεγμένων παραστατών των διαφόρων μερών της Ελλάδος», §ια΄ Σύνταγμα Επιδαύρου). Πρώτος πρόεδρος του Βουλευτικού εξελέγη ο Δ. Υψηλάντης. Ο εκλογικός νόμος, που ψηφίστηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1822, όριζε ότι οι βουλευτές εκλέγονται άμεσα, ενώ δεν όριζε ρητά αν η ψηφοφορία θα ήταν μυστική. Το Βουλευτικό σώμα είχε αρμοδιότητες ανάλογες με εκείνες των νομοθετικών σωμάτων. Ψήφιζε τους νόμους, που όμως δεν είχαν καμία ισχύ χωρίς την «επικύρωση» του Εκτελεστικού (§δ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), έδινε τη συγκατάθεσή του για την κήρυξη πολέμου ή τη σύναψη ειρήνης (§μ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου) και είχε το δικαίωμα να κατηγορεί και να κηρύττει, με αυξημένη πλειοψηφία, «έκπτωτους» τόσο τους Υπουργούς όσο και τα μέλη του Εκτελεστικού (§νβ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου).
Αξιοσημείωτη μάλιστα θεωρείται η προβλεπόμενη ποινική ευθύνη των υπουργών (§πε΄ Σύνταγμα Επιδαύρου). Ακόμα το Βουλευτικό σώμα ενέκρινε τον απολογισμό και προϋπολογισμό του κράτους (§μα΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), έλεγχε τους στρατιωτικούς προβιβασμούς που αποφάσιζε το Εκτελεστικό (§μβ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου) και είχε πλήθος άλλων αρμοδιοτήτων8. Το Εκτελεστικό σώμα (ανάλογη μορφή του γαλλικού «διευθυντηρίου») αποτελούσαν πέντε (5) μέλη «εκλεγομένων εκτός των μελών του Βουλευτικού, υπό Συνελεύσεως επίτηδες αθροιζομένης...» (§κ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου).
Το αιρετό και με ενιαύσια θητεία Εκτελεστικό είχε αρμοδιότητες ανάλογες με εκείνες του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας. Πρόεδρός του εξελέγη ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και μέλη του οι: Αθανάσιος Κανακάρης (Πάτρα), Ιωάννης Ορλάνδος (Ύδρα), Αναγνώστης Δεληγιάννης (Καρύταινα) και Ιωάννης Λογοθέτης (Λιβαδειά). Μεταξύ άλλων, το Εκτελεστικό «εκτελεί τους νόμους δια των διαφόρων υπουργών του» (§νς΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), είχε την αρμοδιότητα να διευθύνει όλες τις δυνάμεις της ξηράς και της θάλασσας (§ξ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), διόριζε τους οκτώ (8) υπουργούς των διαφόρων κλάδων της Διοίκησης (§ξε΄ Σύνταγμα Επιδαύρου) καθώς και τους πρέσβεις και όλους τους διπλωματικούς υπουργούς (§ξζ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου). Οι 8 υπουργοί, που διορίστηκαν τότε, ήσαν οι εξής: Θεόδωρος Νέγρης (εξωτερικών), Ιωάννης Κωλέττης (εσωτερικών), Νότης Μπότσαρης (πολέμου), Πανούτσος Νοταράς (οικονομικών), επίσκοπος Ανδρούσης (εκκλησιαστικών), Λάμπρος Νάκος (αστυνομίας), Θ. Βλάσης  (δικαιοσύνης) και τριμελής επιτροπή έχουσα ένα μέλος από Ύδρα – Σπέτσες και Ψαρά, τους Φραγκίσκο Δ. Βούλγαρη, Γιάννη Λαζάρου και Χατζηανδρέα Χατζηαργύρη  (ναυτικών).
Στο Εκτελεστικό σώμα αναγνωριζόταν και δικαίωμα αρνησικυρίας (veto), το οποίο ως κατάληξη είχε «να πίπτη ο νόμος εις εκείνην την περίστασιν» (§λδ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ κατά τη 10η  παράγραφο Βουλευτικό και Εκτελεστικό «ισοσταθμίζονται» λόγω της αναγκαιότητας ύπαρξης «αμοιβαίας συνδρομής» τους για την «κατασκευή» των νόμων, στην πραγματικότητα μπορεί να συναχθεί σχετική υπεροχή του Βουλευτικού από τη διάταξη που του παρείχε το δικαίωμα να κατηγορεί και να κηρύττει «έκπτωτους», με αυξημένη πλειοψηφία, τόσο τους υπουργούς όσο και τα ίδια τα μέλη του Εκτελεστικού. Το Δικαστικόν οριζόταν ως «ανεξάρτητον» από το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό σώμα (§πζ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), χωρίς ωστόσο να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του αυτή με κατάλληλες ρυθμίσεις.
Το Δικαστικό αποτελούνταν από έντεκα (11) μέλη, τα οποία εκλέγονταν από τη Διοίκηση (§πη΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), ενώ τη δικαιοσύνη απένειμαν τα «Κριτήρια» (§πθ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου). Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου αναφέρεται ρητά ο «πρωθυπουργός», ο οποίος αποκαλείται «Αρχιγραμματεύς της Επικρατείας». Ονομάζεται πρώτος μεταξύ των υπουργών. Στις σπουδαιότερες αρμοδιότητές του συγκαταλέγεται η επιστασία των εξωτερικών. Σύμφωνα με τον Ανδρ. Δημητρόπουλο,  «Το «υπουργικό συμβούλιο» και ο «πρωθυπουργός» του Συντάγματος της Επιδαύρου δεν αντιστοιχούν απόλυτα στη σύγχρονη κυβέρνηση. Οπωσδήποτε ο ρόλος τους, σε σύγκριση με τη σημερινή κυβέρνηση, ήταν υποβαθμισμένος».
Το Σύνταγμα της Επιδαύρου δεν προέβλεπε ασφαλώς το άγνωστο – στα συνταγματικά κείμενα της εποχής του – κοινοβουλευτικό σύστημα, ενώ και η συνταγματικοπολιτική δομή του πολιτειακού σχήματός του δεν μπορεί να ταυτιστεί με εκείνη των μετά το 1844 ελληνικών Συνταγμάτων. Υπάρχουν εντούτοις κοινές βασικές αναλογίες, που επιτρέπουν τη «συνταγματική παρομοίωση» της τότε και της σύγχρονης συνταγματικής ρύθμισης10. Η εφαρμογή του «προσωρινού» Πολιτεύματος της Ελλάδας επετεύχθη μονομερώς, κυρίως λόγω της διαμάχης πολιτικών και στρατιωτικών, αλλά και εξαιτίας του ίδιου του Αγώνα. Παρ’ όλα αυτά, η ψήφιση του Συντάγματος αυτού «σηματοδότησε μια σημαντική κατάκτηση στην ιστορική διαδρομή του δημοκρατικού αιτήματος».
Η δημοσίευση, εξάλλου, αποσπασμάτων του Συντάγματος σε γαλλικές, γερμανικές, βρετανικές, ακόμη και αμερικανικές εφημερίδες, συνέβαλε στο να κερδίσουν οι Έλληνες την υποστήριξη μιας φιλελεύθερης κοινής γνώμης. Επίσης, ο Αλ. Σβώλος  (φωτό,  μελέτησε και προβάλλει τα επαναστατικά συντάγματα του 1821 στο βιβλίο του,  "Τα Ελληνικά Συντάγματα 1822-1975/1986: Η Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος", χρήσιμη πηγή για το παρόν άρθρο ) χαρακτηρίζει ως «αξιοσημείωτον» το έργο της 1ης  Εθνοσυνέλευσης, «διότι ίδρυσε μετά τόσων αιώνων στέρησιν, το πρώτο εν Ελλάδι ελεύθερον πολίτευμα και ακόμη διότι μαρτυρεί περί της επιδράσεως των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης εις την συνείδησιν στρωμάτων τινών του λαού και των πολιτικών ηγετών αυτού». Φυσικά, για το Σύνταγμα της Επιδαύρου διατυπώθηκαν όχι μόνο θετικές, αλλά και αρνητικές κρίσεις. Χαρακτηριστική είναι η γνώμη του Ν. Σαρίπολου για το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Υποστήριξε, λοιπόν, ότι: «Το Σύνταγμα της Επιδαύρου δεν έλαβεν υπ΄ όψιν ουδέ τας πραγματικάς ανάγκας του λαού ουδέ τους εθνικούς θεσμούς της αυτοδιοικήσεως. Η κατάσταση της χώρας απαιτούσε ισχυρή κεντρική εξουσία, έναν μόνον άρχοντα...». Ο Αλ. Σβώλος, πάλι, γράφει πως το Πολίτευμα «λόγω του πολυαρχικού χαρακτήρος του, και συγκεκριμένως λόγω της χρονικώς περιωρισμένης θητείας του εκτελεστικού, της ελλείψεως ενότητος και ισχύος του πολυμελούς εκτελεστικού, δεν ήτο προωρισμένον να διευκολύνη τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο οποίος πιθανώς θα ηυδοκίμει περισσότερον υπό την διεύθυνσιν ενός ή ολίγων προσώπων». Τέλος, ο Αδ. Κοραής θεωρεί ατελείς τις διατάξεις του Συντάγματος που αναφέρονται στα ατομικά δικαιώματα, πιστεύει πως η πενταμελής εκτελεστική εξουσία «θα γεννήσει τη διχόνοια» και επισημαίνει στο έργο του «Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Επιδαύρου» την πληθώρα των υπουργών για τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Με τον εκλογικό, όμως, νόμο του 1822, Ο «λαός» εκλέγει «εις έκαστον χωρίον» «κοινώς ευυπολήπτους άνδρας».  Πρόκειται για τον ορισμό  εκλεκτόρων, οι  οποίοι  σε  δεύτερο  βαθμό  επιλέγουν  τον «Παραστάτην» της επαρχίας στο Βουλευτικό Σώμα. Οι Παραστάτες πρέπει να λαμβάνονται «μεταξύ των εμφρονεστέρων και ηθικοτέρων» της επαρχίας.  Ο αριθμός ψήφων κάθε  εκλέκτορα  εξαρτάται από «την  ποσότητα  των  οικογενειών»  που  εκπροσωπεί.  Για τους εκλέκτορες δεν τίθενται ειδικές προϋποθέσεις,  άρα αρκεί η ιδιότητα του «Ελληνος» σύμφωνα  με το  Σύνταγμα του  1822.   Οι  «Παραστάτες»  έπρεπε  να  είναι  «αυτόχθονες»  ή  να  έχουν εγκατασταθεί προ πενταετίας στην επαρχία εκλογής  και  να  διαθέτουν  «ακίνητα κτήματα».   Οι   πολιτογραφηθέντες   αποκτούν   αυτομάτως  το  δικαίωμα του εκλέγεσθαι.
Οι   εκλογές   συνιστούν   τη   βάση   της   δημοκρατικής   οργάνωσης   του κράτους/λαού/έθνους.  Οι  εκλογείς  αποτελούν  «γενικήν Συνέλευσιν του έθνους, διότι μόνον το έθνος έχει το δικαίωμα να αποφασίζει κατά την θέλησίν  του  την Διοίκησιν».  Οι  εκλεγόμενοι  έχουν  δε την εξουσία διαταγής,  αλλά μόνον όσον διαρκεί η εντολή τους, δηλ. όσο «παρασταίνουν» το Έθνος. Στη συνέχεια,  όπως επισημαίνει  μια  γλωσσικά  και πολιτικά εντυπωσιακή φράση,  «γίνονται μερικοί άνθρωποι και προστάζονται». Πιο σημαντικό από την έκφραση  δημοκρατικών  ιδεωδών  σε  αφηρημένο  επίπεδο είναι  το  ότι  ο  εκλογικός  νόμος του 1822 εισήγαγε στην Ελλάδα εξ αρχής της νομικής συγκρότησης το γενικό και έμμεσο  εκλογικό  δικαίωμα,  χωρίς  να αποδίδει  σημασία,  όπως  ήταν  σύνηθες  στην  Ευρώπη της εποχής εκείνης,  στα κριτήρια  του  επαγγέλματος,  της  περιουσίας  και  της  μόρφωσης. 
Κατόπιν, έχουμε τη 2η εθνοσυνέλευση του Άστρους από τα τέλη Μάρτη του 1823. Εκεί, αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα της Επιδαύρου και υπό τη νέα του μορφή ψηφίστηκε ως πυκνότερο και αρτιότερο από το προηγούμενο, στις 13 Απριλίου 1823. Έφερε, όπως προαναφέρθηκε, το ίδιο προοίμιο με το προηγούμενο Σύνταγμα. Μεταξύ, όμως, άλλων, το νέο Σύνταγμα καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής, αφού πλέον το δικαίωμα της αρνησικυρίας (veto) της πρώτης έγινε από απόλυτο, αναβλητικό (§ιζ΄ Σύνταγμα Άστρους). Ακόμη, βελτιώθηκε η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Με σειρά διατάξεων απαγόρευσε ρητά τη δουλεία, η οποία μάλιστα την ίδια εποχή αναγνωριζόταν από πολλά ευρωπαϊκά κράτη, ορίζοντας ότι «εις την Ελληνικήν Επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος [...]» (§θ΄ Σύνταγμα Άστρους), καθιέρωσε το δικαίωμα του «νόμιμου» δικαστή (§πγ΄ Σύνταγμα Άστρους) και της ελευθεροτυπίας (§η΄ Σύνταγμα Άστρους). Παράλληλα, επέκτεινε και στους αλλοδαπούς που κατοικούσαν στην Ελλάδα το δικαίωμα της προστασίας της ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας (§σ΄ Σύνταγμα Άστρους).
Το Σύνταγμα 1823 εντάσσεται εξίσου στο σημασιολογικό πεδίο του συνταγματισμού και  προχωρεί  στην  κατεύθυνση  της  «εθνοποίησης».   Το  δεύτερο  μέρος  δεν διαλαμβάνει πλέον «περί των γενικών δικαιωμάτων των κατοίκων»,  αλλά «περί των πολιτικών  δικαιωμάτων των Ελλήνων» και περιλαμβάνει έναν εκτενέστερο κατάλογο δικαιωμάτων.  Ο ορισμός του «Ελληνος» παραμένει αμετάβλητος,  ενώ  οι  «έξωθεν ελθόντες»  δεν  γίνονται  αυτομάτως «Έλληνες».  Πρέπει να έχουν «την Ελληνικήν φωνήν πάτριον»,  να πιστεύουν «εις Χριστόν» και να παρουσιασθούν στις  τοπικές αρχές αιτούμενοι «να εγκαταριθμηθώσι δι'αυτής εις τους πολίτας Ελληνας». Στη συνέχεια ορίζεται ότι «όσοι έξωθεν ελθόντες κατοικήσωσιν ή παροικήσωσι εις την Επικράτειαν  της  Ελλάδος  εισίν  ίσοι  με τους Ελληνας ενώπιον των νόμων» και απολαμβάνουν προστασίας της ιδιοκτησίας, τιμής και ασφάλειας.
 Έτσι διαμορφώνονται δύο κατηγορίες  «έξωθεν  ελθόντων».  Εκείνοι  που  είναι «Έλληνες»  με  βάση  τη  γλώσσα και τη θρησκεία  - και αποκτούν την ιδιότητα του πολίτη- και οι μόνιμοι κάτοικοι  που  απολαμβάνουν  ισότητας  αλλά  στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων. Οι ανήκοντες στη δεύτερη κατηγορία χαρακτηρίζονται στην παρ.  12  και  ως  «αλλοεθνείς»,  όρος  που  αντικαθιστά το «ξένοι» του πρώτου συντάγματος και αποσαφηνίζει την ιδέα της εθνικότητας.  Οι «αλλοεθνείς» μπορεί να  πολιτογραφηθούν υπό την προϋπόθεση ότι διαμένουν στην Ελλάδα επί πενταετία χωρίς  να  έχουν  διαπράξει  ποινικό  αδίκημα  και  έχουν  αποκτήσει  «ακίνητα κτήματα».  Εναλλακτικές  προϋποθέσεις  είναι  τα  «μεγάλα ανδραγαθήματα» ή «αι σημαντικαί εκδουλεύσεις εις τας  χρείας  της  Πατρίδος»  σε  συνδυασμό  με  τη «χρηστότητα των ηθών».  Οι πολιτογραφούμενοι αποκτούν αμέσως τα δικαιώματα του Ελληνα πολίτη με εξαίρεση το δικαίωμα του εκλέγεσθαι που παρέχεται δέκα χρόνια μετά την πολιτογράφηση. Η σημαντικότερη αλλαγή αφορά τη θέσπιση του κριτηρίου της γλώσσας  για  τους ετερόχθονες,  το  οποίο προστίθεται στο κριτήριο της θρησκείας.  Πρόκειται για ένα σαφέστερο «εθνοτικό» ορισμό του Ελληνα,  ο οποίος δεν επηρεάζει ωστόσο το κατά  βάση  ισχύον  : οι αυτόχθονες εξακολουθούν να αποκτούν την ιδιότητα του Ελληνα ανεξαρτήτως από την ομιλούμενη γλώσσα.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε πως, συγκριτικά με το Σύνταγμα της Επιδαύρου, οι σχετικές με τα ατομικά δικαιώματα διατάξεις ενισχύθηκαν και διευρύνθηκαν. Αξιοπρόσεκτο είναι και το γεγονός ότι στο Σύνταγμα του Άστρους διακηρύσσεται για πρώτη φορά η αυξημένη τυπική ισχύς του Συντάγματος, καθώς ορίζεται ότι «επ΄ ουδεμιά προφάσει και περιστάσει δύναται η Διοίκηις να νομοθετήση εναντίως εις το παρόν Πολίτευμα» (ψήφισμα Β΄ Σύνταγμα Άστρους). Όπως και στην προηγούμενη συνταγματική ρύθμιση, έτσι και κατά το Σύνταγμα του Άστρους, το Εκτελεστικό σώμα εκλέγει επτά (7) υπουργούς και ένα «γενικό γραμματέα», στον οποίο ανατίθενται οι εξωτερικές υποθέσεις (§κδ΄ Σύνταγμα Άστρους). Το Εκτελεστικό σώμα «εκτελεί τους νόμους δια των υπουργών του, καθ’ όλην την Επικράτειαν» (§μη΄ Σύνταγμα Άστρους), διορίζει (§νβ΄ Σύνταγμα Άστρους) και αλλάζει (§νε΄ Σύνταγμα Άστρους) τους υπουργούς και προσδιορίζει τα καθήκοντά τους.
Στο Σύνταγμα αυτό περιλαμβάνονταν ακόμη διατάξεις που αναφέρονταν στην ποινική ευθύνη των υπουργών (§ξξ΄, οο΄ Σύνταγμα Άστρους). Τέλος, η 2η Εθνοσυνέλευση ψήφισε νέο εκλογικό νόμο, με τον οποίο το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκε πλέον στους έχοντες την ιδιότητα του «ανδρός» και όχι του «γέροντος», ενώ η εκλογική ηλικία γινόταν 25 έτη, έναντι των 30 που ήταν προηγουμένως.
Ειδικής αναφοράς αξίζει το μειονέκτημα της ενιαύσιας θητείας των οργάνων της «Διοικήσεως», το οποίο παρέμεινε άθικτο από το προηγούμενο Σύνταγμα, απόρροια της διαρκώς αυξανόμενης δυσπιστίας μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών. Αναμφισβήτητα ο πολυαρχικός χαρακτήρας του πολιτεύματος ευνόησε τις συγκρούσεις μεταξύ Εκτελεστικού και Βουλευτικού. Οι συγκρούσεις αυτές σταδιακά οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο. Αυτό έγινε και η αφορμή για τη συστηματική παρέμβαση των ξένων «προστάτιδων» δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή.
Αφού πέρασε «μύρια κύματα», η 3η Εθνοσυνέλευση συνήλθε και ολοκληρώθηκε στην Τροιζήνα, την άνοιξη του 1827. Η Εθνοσυνέλευση, προτού ψηφίσει το Σύνταγμα και ύστερα από προετοιμασία του Θ. Κολοκοτρώνη, με ψήφισμα στις 3 Απριλίου του 1827 εξέλεξε τον Ι. Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Το Σύνταγμα της Τροιζήνας ψηφίστηκε την 1η Μαΐου του 1827, χρησιμοποίησε ως πρότυπο το Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 και ονομάστηκε «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος».
Στο Σύνταγμα  του 1827, για πρώτη φορά προσδιορίζονται ρητά η πηγή της συντακτικής εξουσίας και τα όρια  της ελληνικής  επικράτειας:  «Επαρχίαι  της Ελλάδος  είναι,  όσαι  έλαβον  και  θα  λάβωσι  τα  όπλα  κατά  της Οθωμανικής δυναστείας», δηλαδή  δυνητικά ολόκληρο το έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επικράτεια ορίζεται ως «μία και αδιαίρετος» και «η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού, και υπάρχει υπέρ αυτού». Σε μια απολυταρχικά κυβερνώμενη Ευρώπη, το Σύνταγμα του 1827 ορίζει την πηγή της κρατικής εξουσίας (έθνος) και το σκοπό της  (εθνικό  συμφέρον).  Πρόκειται για  μια  δημοκρατική  «σαφήνεια»,  η  οποία  δεν  έχει  προηγούμενο  ούτε στα Συντάγματα  της  Γαλλικής  επανάστασης Υπό τον (νέο) τίτλο «Δημόσιον δίκαιον των Ελλήνων» ορίζονται στο 3ο κεφ. του Συντάγματος,  τα  θεμελιώδη  δικαιώματα.  Αλλαγές  διαπιστώνονται  στον  ορισμό  των «Ελλήνων» που διακρίνονται στις εξής κατηγορίες: α) «αυτόχθονες» Χριστιανοί, β)  Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εγκαθίστανται στην Ελλάδα,  γ) όσοι «είναι γεννημένοι από πατέρα Έλληνα» (εννοείται προφανώς στο  εξωτερικό), δ) πρώην Έλληνες πολίτες, οι οποίοι απέκτησαν αλλοδαπή ιθαγένεια, εάν οι ίδιοι ή  οι  απόγονοί  τους  εγκατασταθούν  στην Ελλάδα «και ορκισθώσι τον Ελληνικόν όρκον»,  ε) «ξένοι» που θα πολιτογραφηθούν Έλληνες εάν  παράσχουν  «αποδείξεις αποχρώσας»  ότι  κατοικούν  επί  τριετία  στην Ελλάδα,  δεν έχουν καταδικασθεί ποινικά και διαθέτουν ακίνητη περιουσία ορισμένης αξίας. Οι πολιτογραφούμενοι αποκτούν αμέσως μετά την ορκοδοσία «όλα  τα  δικαιώματα του πολίτου». Επιφύλαξη νόμου τίθεται μόνον για το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Οσον  αφορά  το  εκλογικό δικαίωμα,  το Σύνταγμα ορίζει απλώς ότι «οι Αντιπρόσωποι εκλέγονται από τον λαόν κατά τον περί εκλογής Νόμον».
Αξιομνημόνευτες, πέραν όσων έχουν ήδη αναφερθεί, είναι επίσης διατάξεις του Συντάγματος, όπως το άρθρο 17, που ορίζει την παροχή αποζημίωσης σε περίπτωση απαλλοτρίωσης για δημόσιο συμφέρον και το άρθρο του Συντάγματος που ορίζει ρητά τη μη αναδρομική ισχύ όλων των νόμων. Όπως φανερώνει και το άρθρο 5, το οποίο όπως προαναφέρθηκε καθιερώνει για πρώτη φορά ρητά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η συγκρότηση της κρατικής εξουσίας χαρακτηρίζεται από την υπεροχή αυτή της λαϊκής αντιπροσωπείας. Ο Κυβερνήτης, που εξελέγη για περίοδο επτά (7) ετών (άρθρ. 120, 121 Σύνταγμα Τροιζήνας), είναι απαραβίαστος (άρθρ. 103 Σύνταγμα Τροιζήνας), ενώ έχει και την αρμοδιότητα να διορίζει και να αλλάζει τους γραμματείς της επικρατείας (άρθρ. 110 Σύνταγμα Τροιζήνας), οι οποίοι έχουν την ευθύνη των δημόσιων πράξεών του (άρθρ. 104 Σύνταγμα Τροιζήνας). Ο Καποδίστριας συμμετείχε μεν στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, αλλά δεν μπορούσε να ανατρέψει νομοθετικές αποφάσεις της Βουλής, καθώς διέθετε αναβλητικό απλώς δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) (άρθρ. 73 Σύνταγμα Τροιζήνας). Ακόμη, ο Κυβερνήτης δεν είχε τη δυνατότητα να διαλύσει τη Βουλή ούτε μπορούσε να συνάψει συνθήκες ειρήνης, συμμαχίας, εμπορίου κ.ά. χωρίς τη συγκατάθεση της λαϊκής αντιπροσωπείας. Στο «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» αφιερώνεται ειδικό κεφάλαιο στους γραμματείς της επικρατείας (άρθρ. 126 – 132 Σύνταγμα Τροιζήνας).
Υφίστανται έξι γραμματείς, σύμφωνα με το άρθρο 126 του Συντάγματος: (α) εξωτερικών, (β) εσωτερικών και αστυνομίας, (γ) οικονομίας, (δ) πολεμικών, (ε) ναυτικών και (στ) δικαίου και παιδείας. Οι γραμματείς διορίζονται, όπως είδαμε, από τον Κυβερνήτη (άρθρ. 110 Σύνταγμα Τροιζήνας) και είναι υπεύθυνοι για τις δημόσιες πράξεις του (άρθρ. 104 Σύνταγμα Τροιζήνας). Επιπλέον, «δημοσιεύουν και ενεργούν όλα τα διατάγματα του Κυβερνήτου, και έκαστος προσυπογράφεται εις όσα αναγράφονται εις τον κλάδον του» (άρθρ. 127 Σύνταγμα Τροιζήνας). Οι υπουργοί, προσκαλούμενοι από τη Βουλή, οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 128 του Συντάγματος, να δίνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τα ζητήματα που σχετίζονται u956 με τον κλάδο τους και έχουν παράλληλα το ελεύθερο να παρακολουθούν όλες τις συνεδριάσεις της Βουλής και να ακούγονται, εφόσον ζητήσουν το λόγο (άρθρ. 129 Σύνταγμα Τροιζήνας). Τέλος, οι γραμματείς είναι υπεύθυνοι και μπορούν να κατηγορηθούν στη Βουλή για εσχάτη προδοσία, κατάχρηση δημοσίου χρήματος και υπογραφή διαταγμάτων, τα οποία αντιβαίνουν στους θεμελιώδεις νόμους (άρθρ. 131 Σύνταγμα Τροιζήνας).
Πέρα απ’ αυτά, το Σύνταγμα της Τροιζήνας καθιέρωσε την πλήρη διάκριση των εξουσιών (άρθρ. 36 – 42 Σύνταγμα Τροιζήνας). «Η κυριαρχία του Έθνους διαιρείται εις τρεις εξουσίας· Νομοθετικήν, Νομοτελεστικήν και Δικαστικήν». Μάλιστα, διατύπωσε με σαφήνεια τις αρμοδιότητες κάθε μιας εξουσίας: «Η Νομοθετική κατασκευάζει τους νόμους» (άρθρ. 37 Σύνταγμα Τροιζήνας), «Η Νομοτελεστική επικυρώνει αυτούς κατά το 73 άρθρον και τους εκτελεί» (άρθρ. 38 Σύνταγμα Τροιζήνας) και «Η Δικαστική τους προσαρμόζει» (άρθρ. 39 Σύνταγμα Τροιζήνας). Το Κεφάλαιο ς΄ του Συντάγματος (άρθρ. 43 – 101) αναφέρεται στη Βουλή, η οποία «ολικώς θεωρουμένη, είναι απαραβίαστος» (άρθρ. 46 Σύνταγμα Τροιζήνας). Τα μέλη της είναι οι αντιπρόσωποι του Έθνους (άρθρ. 43 Σύνταγμα Τροιζήνας) και εκλέγονται για τρία (3) χρόνια (άρθρ. 57 Σύνταγμα Τροιζήνας). Η σύνθεση της Βουλής προβλέπεται από το Σύνταγμα να ανανεώνεται κατά το 1/3 κάθε χρόνο (άρθρ. 57 Σύνταγμα Τροιζήνας) και οι συνεδριάσεις της είναι δημόσιες (άρθρ. 67 Σύνταγμα Τροιζήνας). Κανείς δεν έχει τη δυνατότητα να εκλεγεί βουλευτής σε δύο συνεχείς περιόδους (άρθρ. 58 Σύνταγμα Τροιζήνας), και κάθε «αντιπρόσωπος» έχει «το δικαίωμα να ζητή και να λαμβάνη τας αναγκαίας πληροφορίας από τας Γραμματείας περί παντός πράγματος, συζητουμένου εις την Βουλήν» (άρθρ. 83 Σύνταγμα Τροιζήνας).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας όριζε ότι τα δικαστήρια δικάζουν «κατά τους γραπτούς νόμους του Έθνους» (άρθρ. 134 Σύνταγμα Τροιζήνας). Το Σύνταγμα του 1828 έδωσε στην επαναστατημένη χώρα ένα πολίτευμα έντονα δημοκρατικό, εμπνευσμένο από φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες της εποχής. Θεωρείται μάλιστα ως το πιο δημοκρατικό και προοδευτικό όχι μόνο από τα δύο προηγούμενα Συντάγματα, αλλά και από τα τότε ισχύοντα στην Ευρώπη.
Κατά τον Αλέξανδρο Σβώλο, αποτελεί «το τελειότερον των Συνταγμάτων της Επαναστάσεως». Όπως ο ίδιος υποστηρίζει, το πολίτευμα είναι «εμπνευσμένον τόσον εντόνως από τας δημοκρατικάς και φιλελεύθερας ιδέας, ώστε δικαίως ελέχθη ότι υπερέβαινε τα ισχύοντα τότε εν Ευρώπη» και «υπό πολλάς επόψεις αξιοσημείωτον δια την αρτιωτέραν διατύπωσιν του συστήματος των ατομικών ελευθεριών και διότι τονίζει το τυπικόν κύρος του Συντάγματος». Ο Ανδρ. Δημητρόπουλος θεωρεί πως «η εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει στη διαμόρφωση κοινοβουλευτικού συστήματος».
Γεγονός είναι, πάντως, ότι το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», δημοκρατικότερο και αρτιότερο από τα προηγούμενα, άσκησε σημαντική και εμφανή επιρροή στα επόμενα Συντάγματα και στην επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου, αλλά και σε ολόκληρη την εξέλιξη του πολιτικού βίου της χώρας.
Ωστόσο, το Σύνταγμα της Τροιζήνας «προτείνοντας μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στη Βουλή και τον Αρχηγό του Κράτους – Κυβερνήτη δεν αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο διαφωνίας τους, δεν προέβλεψε μιαν ασφαλιστική δικλείδα σε περίπτωση που μια διάσταση ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα κρατικά όργανα θα δημιουργούσε εμπλοκή στη λειτουργία του πολιτεύματος».

50. Παρά τα "κουσούρια" τους, ανέβηκαν "ψηλά"




Πολλοί αυτοκράτορες του Βυζαντίου, κατά την πολυκύμαντη και μακραίωνη ιστορική διαδρομή του, έμειναν στην Ιστορία όχι με το πραγματικό τους επώνυμο, αλλά με παρανόμια που τους είχε επισυνάψει η ιστοριογραφία ή ο λαός. Κάποια απ' τα παρανόμια, παρατσούκλια, σχετίζονταν με σωματικά τους "ελαττώματα", τα οποία, ας μην το παραβλέψουμε, δεν τους εμπόδισαν τελικά να φτάσουν στον αυτοκρατορικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης. 
 Ας ιδούμε, λοιπόν, κατά χρονολογική σειρά τους τέσσερις αυτοκράτορες που ανέβηκαν στην εξουσία παρά τα σωματικά τους "μειονεκτήματα", όπως αυτά διεσώθησαν έως τις ημέρες μας χάρη στα λαϊκά σκώμματα. Ο Αναστάσιος ο 1ος επονομάστηκε Δίκορος, γιατί η καθεμιά από τις δυο κόρες των ματιών του είχε άλλο χρώμα (γαλάζιο και μαύρο αντίστοιχα). Βασίλεψε δε από το 491 έως το 518 μ.Χ.. Ο Ιουστινιανός ο 2ος (στη φωτο, νομίσματα της εποχής του) έμεινε στην Ιστορία ως Ρινότμητος, γιατί, κατά την πρώτη του εκθρόνιση το 695 μ.Χ., ρινοκοπήθηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους, αλλά μολαταύτα επανήλθε στο θρόνο για μιαν εξαετία λίγα χρόνια αργότερα, 705 - 711 μ.Χ.. Θυμίζουμε ότι η πρώτη του βασιλεία είχε διαρκέσει από το 685 έως το 695 μ.Χ.. 
Ο Μιχαήλ ο 2ος, ο αρχηγέτης της δυναστείας του Αμορίου, ανέβηκε το 820 μ.Χ. στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης αν και ήταν τραυλός, "μειονέκτημα" που του "χάρισε" το αντίστοιχο παρανόμι κατά τη βασιλεία του έως το 829 μ.Χ.. Και τέλος, ο Αλέξιος ο 5ος ο Δούκας είχε επονομαστεί από το λαό της Κωνσταντινούπολης προ του 1204 που αναρριχήθηκε στο θρόνο "Μούρτζουφλος", γιατί είχε σμιχτά φρύδια που ίσως τον δυσκόλευαν να ιδεί. Ο "Μούρτζουφλος" παρέμεινε για λίγο αυτοκράτωρ και επακολούθησε λόγω των ενδοδυναστειακών "καβγάδων" η αδυναμία του Βυζαντίου να αποφύγει την άλωση από τους Δυτικοευρωπαίους σταυροφόρους της 4ης Σταυροφορίας (Άνοιξη 1204).
Πολύτιμες πληροφορίες για τους Βυζαντινούς αυτοκράτορες, δες, μεταξύ άλλων, Vasiliev, Α.Α. Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453. Μτφρ. Δημοσθ. Σαβράμη. Αθήνα: Μπεργαδής, 1954 και Στήβεν Ράνσιμαν, Βυζαντινός Πολιτισμός, μτφρ. Δέσποινας Δετζώρτζη, (Αθήνα: Γαλαξίας-Ερμείας, 1969)
49.  Γ. Παπανικολάου και γυναίκες 



Το όνομά του είναι συνδεδεμένο με μια σημαντική ιατρική εξέταση. Μια πολύ σημαντική εξέταση που σχετίζεται με το γυναικείο πληθυσμό όλης  της Γης και αφορά τη διάγνωση του καρκίνου της μήτρας. Φέτος, συμπληρώνονται 50 χρόνια από το θάνατο του ελληνικής καταγωγής μα με παγκόσμια αποδοχή επιστήμονα Γεωργίου Παπανικολάου (γεννήθηκε στην Εύβοια στις 13 Μάη 1883  και πέθανε μετά από 79 χρόνια στις ΗΠΑ, 19 Φλεβάρη 1962). 
Από τους πρωτοπόρους και πεισματάρηδες επί χρόνια ερευνητές της κυτταρικής βιολογίας, ο Γ. Παπανικολάου πρόσφερε, από τη δεκαετία του 1940, στην παγκόσμια κοινότητα την φερώνυμη εξέταση ("τεστ Παπ"), με την οποία ελέγχεται το ενδεχόμενο καρκινικής δυσπλασίας και άλλων κυτταρολογικών "προβλημάτων" στο αναπαραγωγικό σύστημα μιας γυναίκας.  Η συμβολή του "τεστ Παπ" στον έλεγχο της γυναικείο υγείας είναι μεγάλη,  καθώς άνοιξε διάπλατα νέους, άγνωστους έως τότε,  ορίζοντες τόσο στον εντοπισμό, όσο και στην αντιμετώπιση του καρκίνου...
Δέκα χρόνια πριν πεθάνει, ο Γεώργιος Παπανικολάου τιμήθηκε με το Μετάλλιο Τιμής της Αμερικάνικης Εταιρείας Καρκινολογίας (1952), ενώ το 1954 παρουσίασε το έργο του, «Άτλαντας της Αποφολιδωτικής Κυτταρολογίας», όπου παρέχονται γερά επιστημονικά στηρίγματα πλέον στη νέα ιατρική πρακτική  τόσο στέρεα που το έργο αυτό έκτοτε αποτελεί σημείο αναφοράς του επιστημονικού κόσμου.  Την ίδια χρονιά (1954), η Διεθνής Αντικαρκινική Ένωση ανέλαβε την προβολή σε παγκόσμια κλίμακα του τεστ Παπανικολάου.  Μόνο το Νόμπελ Ιατρικής έλειπε από τη "συλλογή" του, για να κοσμήσει την πλούσια και πολύχρονη ακαδημαϊκή και ερευνητική του δραστηριότητα...
Χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του Γ. Παπανικολάου μπορούμε να βρούμε και στον ομώνυμο τόμο της σειράς ΜΕΓΑΛΟΙ ΕΛΛΗΝΕΣ τον οποίο υπογράφει η κ. Κωνσταντίνα Ζάχου και που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις "Σκάι".

Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2012

48. Ο ηρωικός θάνατος ενός ποιητή 
  




ΚΑΛΗ ΧΡΟΝΙΑ ΣΕ ΟΛΟΥΣ ΚΑΙ ΟΛΕΣ!

Το 1912 δεν είναι μόνον η χρονιά που είναι συνυφασμένη με το ξεκίνημα των νικηφόρων για την Ελλάδα βαλκανικών πολέμων. Των πολέμων, οι οποίοι υπό την πολιτική καθοδήγηση του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου "ξέπλυναν" την ντροπή του ατυχούς για τον ελληνισμό ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897 και των ολέθριων για την ελληνική οικονομία και κοινωνία των τελών του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα συνεπειών του. Των πολέμων, των οποίων η νικηφόρα έκβαση, το 1913, για την Ελλάδα έφερε τη διεύρυνση των συνόρων του κράτους, εντάσσοντας μέσα σε αυτά περιοχές με σημαντικό σε αριθμό ελληνορθόδοξο στοιχείο (Μακεδονία, Αιγαιοπελαγίτικα νησιά, Ήπειρος, Κρήτη) και με διόλου ευκαταφρόνητη τοπική οικονομική και πνευματική ανάπτυξη.
 Στη διάρκεια, όμως, των βαλκανικών πολέμων, στα πεδία των μαχών, στο Δρίσκο κοντά στα Γιάννενα,  βρίσκει ηρωικό θάνατο και ο Λορέντζος Μαβίλης (φωτογραφία), σε ηλικία 52 ετών (28 Νοέμβρη 1912). Δεν φέρει μόνο το βαθμό του λοχαγού στο εθελοντικό σώμα των φιλελλήνων Γαριβαλδινών, ούτε ήταν η πρώτη φορά, το 1912, που ο Μαβίλης είχε καταταχτεί εθελοντής στο στρατό. Το 1897 είχε κατεβεί στην Κρήτη και το ίδιο έτος  επικεφαλής και εκμισθωτής εθελοντικού σώματος βρέθηκε στην Ήπειρο. 
Δεν είναι, μολαταύτα, διάσημος στους στρατιωτικούς και πολιτικούς κύκλους της εποχής, επειδή συν τοις άλλοις έχει εκλεγεί και βουλευτής Κερκύρας της βενιζελικής παράταξης στις εκλογές του 1910 και άφησε, από τις αρχές του 1912,  τη βουλευτική του καριέρα, για να παρουσιαστεί στην πρώτη γραμμή του πολέμου.
Είναι, όμως, ο Ιθακήσιος την καταγωγή φιλόπατρης ποιητής και υπερασπιστής της δημοτικής γλώσσας που δε δίστασε μέσα στη βουλή να πει σε βουλευτές που κραύγαζαν υπέρ της καθαρεύουσας κατά τη συζήτηση για το γλωσσικό:  "Χυδαία γλώσσα δεν υπάρχει. Υπάρχουσι χυδαίοι άνθρωποι, και υπάρχουσι πολλοί χυδαίοι άνθρωποι ομιλούντες την καθαρεύουσαν. (βλ.  "Εφημερίς των συζητήσεων της Βουλής", Β' Αναθεωρητική Βουλή, 1911, σελ. 689, συνεδρίασις 36)".
Και για να πούμε, τέλος,  και λίγα λόγια για την ποιητική του τέχνη, ο Μαβίλης έμεινε στη νεοελληνική λογοτεχνία χάρη στα περίτεχνα επεξεργασμένα σονέτα του, που ήταν γραμμένα στη δημοτική. Στην ποίηση του Μαβίλη συναντώνται τα ρεύματα του γερμανικού συμβολισμού με το επίσης γερμανικής προέλευσης σοσιαλιστικό πνεύμα του και τη μεγάλη αγάπη του για την πατρίδα.
Για το βίο και το έργο του Λ. Μαβίλη ως ποιητή και τη συμβολή του στα Ελληνικά Γράμματα, λοιπόν, περισσότερα μπορούμε, μεταξύ άλλων, ν' αναζητήσουμε στην "Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας" του Λ. Πολίτη και στην ιστοσελίδα του Εθνικού Κέντρου Βιβλίου (http://www.ekebi.gr/frontoffice/portal.asp?cpage=NODE&cnode=461&t=256 )