Πέμπτη 10 Μαΐου 2018

Β. 81. Ευγένιος  Σπαθάρης, ο  «πατέρας» του Καραγκιόζη

Ο Ευγένιος Σπαθάρης, αφού σκόρπισε επί δεκαετίες άφθονο γέλιο με τις παραστάσεις του Καραγκιόζη σε μικρούς και μεγάλους φίλους του Θεάτρου Σκιών ανά την Ελλάδα,  πέθανε στις 9 Μάη  2009 στην Αθήνα, μετά από σοβαρό τραυματισμό.  Ήταν 85 ετών.
Γεννημένος, λοιπόν, στην Κηφισιά, το 1924, δεν άργησε να μάθει την τέχνη του καραγκιοζοπαίχτη πατέρα του, Σωτήρη Σπαθάρη, και να την αγαπήσει βαθιά. 
Ο Ε. Σπαθάρης επί το έργον
Η καριέρα του στο Θέατρο Σκιών ξεκίνησε το 1942 και ως το 1950 περιόδευε σε πόλεις δίνοντας παραστάσεις σε κινηματογράφους και το θέατρο. Από το 1953 άρχισε να παρουσιάζει τη δουλειά του στο εξωτερικό και να γίνεται ένας από τους καλύτερους πρεσβευτές μας. Ταξίδεψε σε όλο τον κόσμο, δίδαξε και γνώρισε ξεχωριστές τιμές. Το Μουσείο Θεάτρου Σκιών που έφτιαξε το 1958 με τη βοήθεια της συζύγου του, στο σπίτι τους στο Μαρούσι, βρήκε ευτυχή κατάληξη το 1995, όταν ο δήμος Αμαρουσίου του εξασφάλισε μόνιμη στέγη, την οποία επισκέπτονται καθημερινά παιδιά και σχολεία. Έκτοτε, μοίραζε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του, το Μουσείο και τη ζωγραφική με την οποία ασχολήθηκε ενεργά, συμμετέχοντας σε ατομικές και ομαδικές εκθέσεις.
Πηγή: Δημοσίευση στην ιστοσελίδα της εφημερίδας «ΤΟ ΒΗΜΑ»  στις 10-05-2009, http://www.tovima.gr/culture/article/?aid=267277
Β.80. Μια αιματοκυλισμένη επανάσταση Γαλιλαίων

Διαβάζοντας τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, δεν είναι λίγες οι φορές όσες ανακαλύπτουμε χρήσιμες μαρτυρίες για ιστορικά γεγονότα των πρωτοχριστιανικών αιώνων. 
Έτσι, στο Ευαγγέλιο του Λουκά, ο Ιησούς (κεφάλαιο ιγ, παρ. 1-2) πληροφορήθηκε πως ο Πιλάτος, ο Ρωμαίος διοικητής της Ιουδαίας, ο ίδιος που αργότερα έπαιξε καταλυτικό ρόλο στα πάθη του Χριστού, είχε διατάξει σφαγή Γαλιλαίων.
Όταν ο Πιλάτος ένιψε τα χέρια του αποποιούμενος
κάθε ευθύνη για την καταδίκη του Ιησού



Έχοντας υπόψη και τον ξεσηκωμό του Ιούδα του Γαλιλαίου τα χρόνια της απογραφής που μνημονεύεται στις "Πράξεις των Αποστόλων" (κεφ. 5, παρ. 37), όπου διαβάζουμε πως ο αρχηγέτης της εν λόγω επανάστασης εξολοθρεύτηκε και οι συν αυτώ διασκορπίστηκαν ή θανατώθηκαν από τους Ρωμαίους καταχτητές, υποθέτουμε ότι και οι Γαλιλαίοι που "θυσιάστηκαν" από τον Πιλάτο υπήρξαν μέλη μιας αντιρωμαϊκής εξέγερσης, ίσως αυτής που οι Ιουδαίοι, κατά τον ιστορικό Φλάβιο Ιώσηπο, ξεσηκώθηκαν για την υπεξαίρεση χρημάτων από το θησαυροφυλάκιο του Ναούτου Σολομώντα για την κατασκευή του υδραγωγείου από τους Ρωμαίους και βρήκαν τραγικό θάνατο από τους στρατιώτες του Πιλάτου, μολονότι ο Ρωμαίος διοικητής είχε διατάξει το στρατό να επιβάλλει με ρόπαλα την έννομο τάξη και όχι με ξίφη. 

Τετάρτη 2 Μαΐου 2018

Β. 79. Ο Τσικλητήρας και το Λονδίνο του 1908

Πριν 110 χρόνια, στο Λονδίνο τελέστηκαν οι 4οι σύγχρονοι, θερινοί, Ολυμπιακοί Αγώνες, από 27 Απρίλη έως 31 Οχτώβρη 1908. Η Ολυμπιάδα επρόκειτο να διεξαχθεί στη Ρώμη, αλλά η έκρηξη του Βεζούβιου, το 1906, δημιούργησε οικονομικά και οργανωτικά προβλήματα στην Ιταλία και έτσι η διοργάνωση ανατέθηκε στην Μεγάλη Βρετανία.
Η Ελληνική ολυμπιακή ομάδα εμφανίστηκε για πρώτη φορά με ομοιόμορφη ενδυμασία των αθλητών, με λευκή φανέλα και λευκό σορτς που έφερε στα πλάγια μπλε ρίγες μαιάνδρους.
Ελληνικές Συμμετοχές: 20, ενώ μετάλλια πήραν οι ακόλουθοι αθλητές μας: Μιχάλης Δώριζας: Αργυρό Μετάλλιο, Στίβος. Κωνσταντίνος Τσικλητήρας: Αργυρό Μετάλλιο, Στίβος. Κωνσταντίνος Τσικλητήρας: Αργυρό Μετάλλιο, Στίβος και Αναστάσιος Μεταξάς: Χάλκινο Μετάλλιο, Σκοποβολή.
Μορφή των Ολυμπιακών του 1908
ο Κώστας Τσικλητήρας


Για πρώτη φορά στην ιστορία των Ολυμπιακών Αγώνων, υπήρξε παρέλαση των ομάδων με σημαιοφόρο στη τελετή έναρξης. Σημαιοφόρος της ελληνικής ομάδας είχε οριστεί ο πρωταθλητής και ολυμπιονίκης τα προηγούμενα χρόνια στη δισκοβολία και σε άλλα αθλήματα ρίψεων και δάσκαλος στο επάγγελμα Νικόλαος Γεωργαντάς (1878 – 1958), ο οποίος, όμως, στην εν λόγω Ολυμπιάδα δεν κατάφερε να διακριθεί.
Πηγή για το παρόν σημείωμα:  Η Ιστοσελίδα της Ελληνικής Ολυμπιακής Επιτροπής για τους Ολυμπιακούς Αγώνες στο Λονδίνο το 1908. 
Β. 78. Μαρτυρίες για την Αθηναϊκή κοινωνία από τον Λυσία

Οι περισσότεροι ρητορικοί λόγοι που φέρουν την υπογραφή του Λυσία και αφορούν θέματα της καθημερινής ζωής αποχτούν μεγάλη σημασία ως έμμεσες ιστορικές πηγές, καθώς σε αυτούς συναντούμε συχνά αναφορές για την Αθηναϊκή κοινωνία της εποχής του (4ος αι. π.Χ.). 
Ας σταθούμε, λοιπόν,  στο παρόν σημείωμα στο λόγο, που ο Λυσίας συνέγραψε για κάποιον ανάπηρο πελάτη του, που, έπειτα από καταγγελία συμπολίτη του, κινδύνευε να χάσει το προνοιακό επίδομα που του παρείχε η πολιτεία, τον "Υπέρ του Αδυνάτου" .
Τα παιδιά έχουν την υποχρέωση να συντηρούν τους άπορους γονείς τους μέχρι τα βαθιά τους γεράματα.

Στην περίπτωση που ένας πολίτης οριζόταν χορηγός τραγωδίας μπορούσε να ζητήσει ν' απαλλαγεί από τη βαριά αυτή έμμεση φορολογία και να αντιπροτείνει στη θέση του κάποιον άλλο, πιο πλούσιο απ' αυτόν κατά τη γνώμη του. Ο τελευταίος μπορούσε είτε να δεχτεί την ανάληψη χορηγίας, είτε ν' ανταλλάξει την περιουσία του με τον πρώτο. 
Οι ανάπηροι, για τις αποστάσεις που δεν μπορούσαν να διανύσουν περπατώντας με δεκανίκια, χρησιμοποιούσαν άλογα.
Οι εννέα άρχοντες της Αθήνας προέρχονταν από κλήρωση μεταξύ των πολιτών που ήσαν υγιείς και αρτιμελείς. Για τους ανάπηρους η πολιτεία ψήφιζε τη χορήγηση αναπηρικού επιδόματος. 
Η επίκληρος ήταν η μεγαλύτερη κόρη σε οικογένεια χωρίς άρρενα τέκνα και αναγκαστικά η κληρονόμος της πατρικής περιουσίας. Αν κατά τον θάνατο του πατέρα της ήταν ανύπαντρη, είχε την υποχρέωση να παντρευτεί τον πλησιέστερο συγγενή από την πλευρά του πατέρα της, συχνότατα τον θείο της, άλλοτε τον πρώτο εξάδελφό της. Αν ήταν ήδη παντρεμένη αλλά χωρίς αρσενικό παιδί, τότε ο ενδιαφερόμενος συγγενής μπορούσε να ζητήσει τη διάζευξή της για να τη νυμφευτεί ο ίδιος. 
Οι πλούσιοι εξαγοράζουν με τα χρήματα τους δικαστικούς αγώνες όπως ο Άνυτος στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, ενώ οι φτωχοί αναγκάζονται, εξαιτίας της φτώχειας που έχουν, να είναι φρόνιμοι. 
 Οι Αθηναίοι, όταν κατέβαιναν στην Αγορά, προκειμένου να έρθουν σε συναναστροφή με τους φίλους τους ή τους άλλους συμπολίτες τους, συνήθιζαν να συχνάζει άλλος σε μυροπωλείο, άλλος σε κουρείο, άλλος σε τσαγκάρικο κι άλλος όπου τύχει, και οι περισσότεροι βέβαια σ' αυτούς που έχουν τα μαγαζιά τους πολύ κοντά στην αγορά και ελάχιστοι σ' αυτούς που απέχουν πολύ απ' αυτήν