Πέμπτη 3 Μαΐου 2012

183. Υγεία & Πρόνοια στην προπολεμική Ελλάδα



Όπως υπαγορεύει η πολιτική σκοπιμότητα ενός επιφανειακού λαϊκισμού, ο Ιωάννης Μεταξάς γρήγορα, μετά τις 4 Αυγούστου 1936, που εγκαθιδρύει το δικτατορικό του καθεστώς, αποκαλείται «Πρώτος Αγρότης», «Πρώτος Εργάτης», «ο Αρχηγός», «ο Κυβερνήτης». Έτσι, επιδίωκε να δημιουργηθεί στο λαό η εικόνα του ως μοναδικού και ανυπέρβλητου ηγέτη, που στηρίζεται στις λαϊκές μάζες, από τις οποίες και αυτός προέρχεται και ως πρώτος τη τάξει πολίτης της χώρας προασπίζει τα κοινωνικοπολιτικά δικαιώματά τους.
Σ’ ό,τι αφορά την κοινωνική της πολιτική, η δικτατορία Μεταξά εξέπληξε σίγουρα τους πάντες, όταν το Ι.Κ.Α.(Ίδρυμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων) ξεκίνησε να λειτουργεί από τις αρχές Δεκεμβρίου 1937. Η ασφάλιση ήταν σταδιακή. Υποκαταστήματα ιδρύθηκαν αρχικά στην Αθήνα, τον Πειραιά και την Θεσσαλονίκη, μέχρι το 1940 είχαν, όμως,  ιδρυθεί σε αρκετές ακόμη επαρχιακές πόλεις. Σε πρώτη φάση, το Ι.Κ.Α. ανέλαβε την περίθαλψη και την επιδότηση των παθόντων από εργατικά ατυχήματα. Στις αρχές του 1939, ιδρύθηκε η Υπηρεσία Παροχών και ξεκίνησε η έκδοση βιβλιαρίων ασθενείας για τους ασφαλισμένους, που παρείχαν δικαίωμα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης. Μέχρι το τέλος του 1940 καταβάλλονται οι περισσότερες από τις παροχές και βέβαια οι συντάξεις. Παράλληλα, τέθηκαν σε λειτουργία τα ιατρεία στην Αθήνα και τον Πειραιά, ενώ το Ι.Κ.Α. συνεβλήθη με δημόσια και ιδιωτικά νοσοκομεία για την περίθαλψη των ασθενών του.
Ο Ιωάννης Μεταξάς εν μέσω υποτακτικών του (πηγή: εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, 6-8-2000)
Τον Οκτώβριο του 1937, σύμφωνα με στοιχεία που βρήκαμε για το Ι.Κ.Α. στο άρθρο του  Κωνσταντίνου Μαυρέα, «Κοινωνική και πολιτική ιδεολογία στην Ελλάδα του Μεσοπολέμου»[1], «ορκίστηκαν οι πρώτοι 150 περίπου υπάλληλοι, οι οποίοι έφθασαν στο τέλος του 1940 τους 835 διοικητικούς και τους 1145 υγειονομικούς, από τους οποίους 624 αποτελούσαν το κύριο υγειονομικό του προσωπικό. Σχηματίστηκε επίσης Γραφείο Μητρώου ασφαλισμένων με βάση τα στοιχεία του οποίου ο αριθμός των απογραφέντων μισθωτών ανήλθε σε 142.063 για την Αθήνα και 60.288 για τον Πειραιά, των δε εργοδοτών σε 17.396 και 6.234 αντίστοιχα. Στις αρχές Δεκεμβρίου του 1937 άρχισε η καταβολή των εισφορών για τις επιχειρήσεις που απασχολούσαν λιγότερους των πέντε μισθωτών, τον Απρίλιο δε του 1938 επεκτάθηκε και στις υπόλοιπες».
Το Ταμείο Ασφαλίσεως Εμπόρων[2] ιδρύθηκε το 1936 και το επόμενο έτος, συγκροτήθηκε το πρώτο Διοικητικό του Συμβούλιο, το οποίο ασχολήθηκε με την απογραφή των εμπόρων και τη σύνταξη του Καταστατικού λειτουργίας του. Σκοπός του Ταμείου είναι η ασφάλιση των προσώπων, που υπάγονται σ’ αυτό, σε περίπτωση ασθένειας, μητρότητας, αναπηρίας και γήρατος, καθώς και επίσης και των μελών της οικογένειάς τους σε περίπτωση θανάτου. Η ασφάλιση περιλαμβάνει δύο κλάδους: τον κλάδο Ασθένειας και Μητρότητας και τον κλάδο Σύνταξης.
 Η απογραφή περατώθηκε το 1939, δίνοντας τον αριθμό των 22.600 εμπόρων, από τους οποίους οι 402 ήσαν γυναίκες (ποσοστό 1,78%). Από την 1η  Ιανουαρίου 1940, άρχισε η ουσιαστική λειτουργία του Ταμείου, με την έναρξη πληρωμής των εισφορών από τους εμπόρους των μεγάλων πόλεων.
Λυπηρό, αναμφίβολα, γεγονός αποτελεί και αξιοπρόσεχτο το ότι «[…]παρά τον μεγάλο αριθμό των ασφαλιστικών ταμείων, το 1934 μόνο το 9% του συνόλου των εργαζομένων είναι ασφαλισμένοι (208.911 ασφαλισμένοι σε σύνολο 2.300.000)[…][3]«.
Να τονιστεί εδώ η πρωτοβουλία του Κράτους να ιδρυθεί, το 1937, το πρώτο δημόσιο ειδικό σχολείο στην Ελλάδα, για «ανώμαλους και καθυστερημένους παίδες» (!!!), με έδρα στην Αθήνα. Ο σχετικός νόμος παρείχε, επίσης, τη δυνατότητα ίδρυσης παρόμοιων αυτοτελών σχολείων, καθώς και ειδικών τάξεων προσαρτημένων σε κανονικά σχολεία, όχι μόνο στην Αθήνα, αλλά και στα υπόλοιπα διαμερίσματα της Ελλάδας.
Σ’ ό,τι αφορά την κυβερνητική πολιτική σε θέματα υγείας – πρόνοιας τα χρόνια του μεσοπολέμου, ας τονιστεί επιπλέον πως, ενώ το 1924 προηγείται η ίδρυση της Σχολής Αδελφών Νοσοκόμων του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού με τριετές πρόγραμμα εκπαίδευσης, το Νοσοκομείο του οποίου άρχισε να λειτουργεί έξι χρόνια αργότερα (1930), το 1938 ιδρύεται η ΑΣΕΑΝ (Ανώτερη Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών Νοσοκόμων), με πρώτη διευθύνουσα την Ελένη Βασιλοπούλου, την οποία στη συνέχεια διαδέχτηκε η Ευρυδίκη Αποστολάκη, που ειδικεύτηκε στο Παρίσι. Προηγούμενα,  το 1935, είχε ιδρυθεί το πρώτο Κέντρο Υγείας στην Αθήνα, στην περιοχή Αμπελοκήπων, με πρώτη επικεφαλής του Κέντρου την Ευρυδίκη Αποστολάκη. Η ΑΣΕΑΝ υπήρξε και η πρώτη σχολή, που από προδιαγραφή δέχτηκε μόνον απόφοιτες εξατάξιου γυμνασίου, ακολουθούμενη απ’ τη Σχολή Αδελφών Νοσοκόμων του Στρατού μεταπολεμικά, το 1948.
Στις 26/08/1937 ο πρόεδρος του ΠΙΚΠΑ Αθανάσιος Φίλωνας ιδρύει στο Νοσοκομείο Παίδων την πρώτη Σχολή Επισκεπτηριών Αδελφών Νοσοκόμων του Ιδρύματος (δεύτερη Σχολή του Νοσοκομείου), η οποία άρχισε να λειτουργεί στις 22/06/1938, ενώ το κτίριο της Σχολής πήρε τη σημερινή του μορφή στις αρχές του 1940.
Η στελέχωση των ιατρείων πρωτοβάθμιας περίθαλψης που επρόκειτο να ιδρύσει το ΠΙΚΠΑ δημιούργησε την ανάγκη της ιδρύσεως της Σχολής. Σκοπός της ιδρυόμενης Σχολής είναι: «Να προετοιμάση διπλωματούχους Νοσοκόμους και Αδελφάς Επισκεπτρίας και να καταστήση ταύτας αναγκαίον και χρήσιμον παράγοντα όχι μόνον διά την θεραπείαν του ασθενούς, αλλά και διά την πρόληψιν των ασθενειών και να εξυψώση την τέχνην της νοσηλείας εις ανώτερον επίπεδον διά της εγγραμμάτου γυναικός».
Στο διδακτικό προσωπικό της Σχολής συγκαταλέγεται ο Καθηγητής Γ. Ν. Μακκάς και όλο το ανώτερο προσωπικό της Κλινικής του, ένα άριστο επιτελείο διδασκόντων που διέθετε η Παιδιατρική Κλινική του Πανεπιστημίου. Η Σχολή λειτουργεί μέχρι τις αρχές του 1940, οπότε συγχωνεύεται με τη Σχολή Αδελφών που είχε ιδρυθεί στη μνήμη της βασιλίσσης Σοφίας και αποτέλεσαν τη Σ.Ε.Α.Ν., δηλαδή τη Σχολή Επισκεπτριών Αδελφών Νοσοκόμων, η οποία στεγάστηκε στην Υγειονομική Σχολή της Λεωφόρου Αλεξάνδρας. Από τη Σχολή αυτή πολλές Αδελφές χρημάτισαν Προϊστάμενες στα διάφορα Τμήματα της Παιδιατρικής Κλινικής του Πανεπιστημίου Αθηνών και όχι μόνο.
Στον πόλεμο του 1940, οι Αδελφές εργάστηκαν υποδειγματικά κάτω από δύσκολες και επικίνδυνες συνθήκες. Ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός κινητοποίησε 3.000 περίπου Αδελφές, από τις οποίες 300 ήταν Διπλωματούχες και 2.700 Εθελόντριες.
Ενώ παραπάνω είδαμε την ίδρυση σχολείων για παιδιά με ειδικές ανάγκες, ξεχωριστή μνεία ας γίνει και στο ότι το 1937 εκδίδεται ο ΑΝ 726/4.6.37, που συστήνει ένα Φιλανθρωπικό «Ίδρυμα Προστασίας Κωφαλάλων» υπό τον άμεσο έλεγχο και εποπτεία του Υπουργείου Πρόνοιας. Από τότε και μέχρι σήμερα, λειτούργησε και εξακολουθεί να λειτουργεί το Ίδρυμα αυτό με τον ίδιο τίτλο, σε κτίριο στην περιοχή Αμπελοκήπων Αθηνών, που σχεδιάστηκε γι’ αυτόν ειδικά το σκοπό και του οποίου η ανέγερση περατώθηκε το 1938. Θεωρήθηκε δε, εκείνη την εποχή, έργο πολιτισμού, κόσμημα της Ελλάδας.
Πρέπει να γραφούν, όμως, λίγα επιπλέον λόγια για την ειδική αγωγή κατά τα τελευταία προπολεμικά χρόνια στην Ελλάδα, όπου σημαντικό ρόλο θα παίξει και η ιδιωτική πρωτοβουλία.
Η Ρόζα Ιμβριώτη (1898 - 1977)
Το 1937, ιδρύεται το Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών. «[…]Η παιδαγωγός Ρόζα Ιμβριώτη[4], διευθύντρια του σχολείου, εφαρμόζει τακτικές και πρακτικές για την αγωγή αυτών των παιδιών που φοιτούν στο σχολείο πρωτοποριακές. Με τη δημιουργική της φαντασία, κάνει προτάσεις να ιδρυθούν συμβουλευτικοί σταθμοί, ειδικά σχολεία σε μεγάλες πόλεις, οικοτροφεία και να διδάσκεται το μάθημα της θεραπευτικής αγωγής στις Παιδαγωγικές Ακαδημίες. Προτείνει να σταλούν δάσκαλοι στο εξωτερικό για εξειδίκευση στην ειδική αγωγή, να εξειδικευθούν ψυχίατροι στην θεραπευτική αγωγή, γυμναστές στην θεραπευτική γυμναστική και δάσκαλοι στην λογοθεραπεία[…]».
Το χρόνο αυτό, εξάλλου, (1937)  άρχισε να λειτουργεί και το Πρεβαντόριο στο Πήλιο, που δημιουργήθηκε με την επιμονή της Άννας Καραμάνη (της μετέπειτα συζύγου του Άγγελου Σικελιανού), στο πλαίσιο του υγειονολογικού και φιλανθρωπικού έργου που επιτελούσε από την ίδρυσή του το Σανατόριο του γιατρού Γ. Καραμάνη. Το Πρεβαντόριο και οι άνθρωποί του αγωνίζονταν, έως το 1941, να καλύψουν πραγματικές ανάγκες για ορισμένες κατηγορίες παιδιών σε μιαν εποχή που η ιδιωτική πρωτοβουλία αποκαθιστούσε τις υποχρεώσεις του κράτους και της κοινωνίας.
Αργότερα, το 1939, στη Φιλοθέη Αθηνών, ο σύλλογος «ΦΙΛΟΙ ΤΩΝ ΤΥΦΛΩΝ» ιδρύει τη Σχολή Τυφλών Κοριτσιών, που προσφέρει περισσότερο κοινωνική προστασία σε ανήλικα τυφλά κορίτσια. Μια ίδια σχολή, με το όνομα «ΗΛΙΟΣ», λειτουργεί στην Θεσσαλονίκη.
Το 1940, ιδρύθηκαν Αναμορφωτικά Καταστήματα Επαγγελματικής Εκπαίδευσης (Ν.2729/1940), που δέχονται παιδιά πάνω από 12 ετών.
Νωρίτερα, την περίοδο 1935 – 1937, ο Σωκράτης Καραντινός (1906 – 1979, σκηνοθέτης  του θεάτρου και συγγραφέας) δίδαξε αγωγή του λόγου στο «Μαράσλειο», ενώ ο ίδιος στο Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών, το 1937, έκανε αγωγή λόγου σε μιαν ειδική τάξη 12 – 15 μαθητών, που είχαν προβλήματα ομιλίας.
Έχει ιδιαίτερη σημασία σ’ ό,τι αφορά την υγεία και τη διατροφή του ελληνικού πληθυσμού να σταθούμε και στο ότι, στα 1939, οι Έλληνες καταναλώνουν 18 κιλά κρέας και 3 νωπό ψάρι. Επίσης, ξεχωριστή σπουδαιότητα κρύβει και το ότι, στον ύστερο μεσοπόλεμο, ο μέσος όρος ζωής των Ελλήνων, που ετησίως καταναλώνουν περί τα 40 κιλά γαλακτοκομικά στη δεκαετία του ’30 , αγγίζει τα 50 χρόνια, κάτι που ίσως σχετίζεται και με τη διατροφή[5].
Πλησιάζοντας προς το τέλος της παρούσης ενότητας, δε θα ‘πρεπε να λησμονήσουμε κάτι που αφορά την υγεία στην Κρήτη, που τα τελευταία προπολεμικά χρόνια μαστίζεται από ελονοσία. Σε κάποια περιοχή που υπάρχουν μόνιμα νερά, αλλά χωρίς δυνατή ροή, πιθανότατα θα ανταμώσουμε κάποια μικρά ψαράκια να κολυμπούν σε σημεία με πολύ μικρό βάθος. Στο μεγαλύτερο ποσοστό τους θα είναι  τα κουνουπόψαρα, Gambusia affinis.
Το είδος αυτό εισήχθη στη Κρήτη το 1937, από την Επιθεώρηση Καταπολέµησης της Ελονοσίας που είχε δημιουργηθεί από την Υγειονομική Σχολή των Αθηνών. Έτσι, κατασκευάστηκαν σε 3 πόλεις της Κρήτης (Χανιά, Ρέθυμνο και Ηράκλειο) ειδικές δεξαμενές (τεχνητά ενυδρεία, όπως ονομάστηκαν) για τη διατήρηση πληθυσμών G. affinis και τη συνεχή διασπορά τους σε περιοχές µε τέλματα και τενάγη, όπου ενδημούσαν οι ανωφελείς κώνωπες. Σ’ ό,τι αφορά την πόλη του Ηρακλείου, οι εμπλουτισμοί έγιναν στις δυτικές περιοχές Γιόφυρου, Γαζανού και Ξηροπόταμου και τις ανατολικές Καρτερού και ίσως του Αποσελέμη, καθ’ όλη την περίοδο από 1937 – ’45.
Υφυπουργός Εργασίας, σ’ όλη τη διάρκεια της Μεταξικής περιόδου, χρηματίζει ο Αριστείδης Δημητράτος, ενώ ο μετέπειτα πρωθυπουργός Αλέξανδρος Κορυζής, ο Ιωάννης Δουρέντης (διατηρώντας ταυτόχρονα και το χαρτοφυλάκιο του υπουργείου Εσωτερικών) και ο Ηλίας Κριμπάς διατελούν Υπουργοί Υγείας και Πρόνοιας, από 4 Αυγούστου 1936 έως 12 Ιούλη 1939 ο πρώτος, 12/07 μέχρι 04 Σεπτέμβρη 1939 ο δεύτερος και 05/09/1939 – 29/01/1941 ο τελευταίος[6]. Επ’ ευκαιρία, ας γραφεί ότι, λίγο πριν τον πόλεμο, έχουμε και τον Α.Ν.1565/1939 (ΦΕΚ16/Α/1939) που ορίζει τα «Περί κώδικος ασκήσεως ιατρικού επαγγέλματος».
Στις 7 Αυγούστου του 1933[7], μια Ελληνίδα που έτρεφε τρυφερά αισθήματα για τα πάσχοντα και άπορα παιδιά, αποφάσισε, με μυστική διαθήκη, να αφήσει ολόκληρη την περιουσία της, που ανήρχετο τότε σε 15.000.000 δρχ., ώστε να ιδρυθεί μια παιδιατρική κλινική με την επωνυμία «Κλινική Παίδων Παν.& Αγλαΐας Κυριακού και οικογένειας Σπυρίδωνος Αντωνιάδη».
Το οικόπεδο για την ανέγερση της κλινικής παραχωρήθηκε δωρεάν από το γειτονικό Νοσοκομείο Παίδων «Αγία Σοφία». Η εκπόνηση των σχεδίων ανατέθηκε σε τριμελή επιτροπή, που αποτελείτο από τους Φωκίωνα Κοπανάρη, Γεώργιο Μακκά και Ιωάννη Αντωνιάδη, αρχιτέκτονα, αδελφό της δωρήτριας, Αγλαΐας Κυριακού. Μάλιστα, το Τεχνικό Επιμελητήριο της Ελλάδος τίμησε τον αρχιτέκτονα Ιωάννη Αντωνιάδη με «Τεχνικό Αριστείο» για την αρτιότητα των εκπονηθέντων σχεδίων του κτιρίου.
Ο Υπουργός Υγείας, Αλ. Κορυζής 
Επειδή το κόστος κατασκευής υπερέβαινε το κληροδοτημένο ποσό, ο τότε Υπουργός Υγείας, Αλέξανδρος Κορυζής, ενέκρινε την χορήγηση του υπόλοιπου ποσού που απαιτείτο για την ολοκλήρωση του Ιδρύματος. Επί πλέον, ο Υπουργός, εξασφάλισε δια νόμου την ετήσια επιχορήγηση του ιδρύματος, από τον κρατικό προϋπολογισμό με ποσό της τάξης του 1.500.000 δρχ. Στις 8 Νοεμβρίου 1934, ετέθη ο θεμέλιος λίθος. Τους πρώτους μήνες του 1938 ολοκληρώθηκαν οι οικοδομικές εργασίες, καθώς και ο πλήρης εξοπλισμός του.
Το όραμα της Αγλαΐας Π. Κυριακού ολοκληρώνεται στις 27 Απριλίου 1938, ημέρα που έγιναν και τα εγκαίνια του Ιδρύματος με μεγάλη επισημότητα, παρουσία του τότε Βασιλέα Γεωργίου του 2ου, του Υπουργού Υγείας, Αλεξάνδρου Κορυζή, και του Αρχιεπισκόπου Αθηνών, Χρυσοστόμου. Λίγους μήνες αργότερα, στις 15 Αυγούστου 1938, δρομολογείται η πλήρης λειτουργία του Νοσοκομείου με δύναμη 20 κλινών, εκ των οποίων 10 στην Α΄ Παιδιατρική και 10 στη Β΄ Παιδιατρική. Μέσα σε διάστημα μερικών μηνών, η δύναμη των κλινών διπλασιάστηκε.
Πρώτος ασθενής ήταν ο Ιωάννης Ν. Θειακούλης, ηλικίας 7,5 μηνών. Αιτία εισόδου: από 3ημέρου διάρροια. Όπως αναφέρεται στα πεπραγμένα του Ιδρύματος, κατά το πρώτο 5μηνο της λειτουργίας του (Αύγουστος – Δεκέμβριος 1938), στην Α’ Παιδιατρική εισήλθαν 139 ασθενείς. Εκ τούτων είχαμε 89 ιάσεις, 27 βελτιώσεις, 11 εξιτήρια και 12 θανάτους. Στο εξωτερικό ιατρείο εξετάσθηκαν 782 παιδιά. Στη Β΄ Παιδιατρική εισήλθαν 164 παιδιά, 86 θεραπεύτηκαν πλήρως, 31 βελτιώθηκαν, 10 παρέμειναν στην ίδια κατάσταση και 7 απέθαναν. 30 ασθενείς δε παραμένουν κατά την 31ην Δεκεμβρίου 1938.
Η Α’ Παιδιατρική Κλινική του Εθνικού Πανεπιστημίου είναι η πρώτη Παιδιατρική Κλινική που δημιουργήθηκε στη χώρα μας. Μετά από άοκνες προσπάθειες, ο Καθηγητής Χ. Μαλανδρίνος κατορθώνει να οδηγήσει την Κλινική (26 Αυγούστου 1926) στη σημερινή της κατοικία, στο Νοσοκομείο Παίδων «Η Αγία Σοφία». Αρχικά, διέθετε 79 κλίνες στα διάφορα περίπτερα (Α. Συγγρού, Λοιμωδών ή Μακκά, Κοργιαλένειο, Ιλαράς, Οστρακιάς, Σιμοπούλειον, Νέον Παθολογικόν, Φυματιωδών Μηνιγγιτίδων ή Χωρέμειον, Νέον Τμήμα) μέχρι το 1964 και έκτοτε, στον 5ο  και 6ο  όροφο του κεντρικού κτιρίου, όπου παραμένει μέχρι σήμερα με τον ίδιο περίπου αριθμό κλινών.
Το Δεκέμβριο του 1935, το Νοσοκομείο Παίδων με Αναγκαστικό Νόμο περιέρχεται στα τμήματα του Πατριωτικού Ιδρύματος Προστασίας του Παιδιού. Κατά το ακαδημαϊκό έτος 1935 – 1936, ο Καθηγητής Γ.Ν. Μακκάς απολύεται και Καθηγητής Παιδιατρικής και Διευθυντής του Νοσοκομείου αναλαμβάνει ο Κωνσταντίνος Χωρέμης. Από το επόμενο ακαδημαϊκό έτος, Καθηγητής αναδιορίζεται ο Γεώργιος Ν. Μακκάς. Η παράδοση της Κλινικής από τον έναν Καθηγητή στον άλλο δημιούργησε διάφορα προβλήματα και έγινε τελικά με έγγραφο του Πρυτάνεως.
Στο μεταξύ, στις αρχές Μαρτίου του 1936, το Πατριωτικό Ίδρυμα Προστασίας του Παιδιού μετονομάζεται σε «Πατριωτικόν Ίδρυμα Κοινωνικής Προνοίας και Αντιλήψεως», ενώ στις 23 Μαρτίου 1936 διορίζεται ο πρώτος Διοικητικός Διευθυντής του Νοσοκομείου ο Ιωάννης Ιωαννίδης.
Μετά την ανάληψη των καθηκόντων της διακυβερνήσεως της χώρας από την Κυβέρνηση Κ. Δεμερτζή, από το νοσηλευτικό (Διευθύνουσες Αδελφές: Νένα Κατσάνου, Δόμνα Βαλσαμά, Ευφροσύνη Αργυροπούλου, Mis Willms, Κλεονίκη Κλωνάρη), διοικητικό και βοηθητικό προσωπικό άλλοι απολύονται, άλλοι προσλαμβάνονται (ιματιοφύλακας,  λογιστής – ταμίας, θυρωρός, βοηθός λογιστού), άλλοι μετατάσσονται, ενώ 6 μήνες αργότερα προσλαμβάνονται οι απολυθέντες,  απολύονται οι νεοπροσληφθέντες (φροντιστής – αποθηκάριος, θυρωρός, λογιστής – ταμίας) και επανέρχονται στις θέσεις τους οι μεταταγέντες.
Κατά το 1936, λειτουργεί, πλέον, ολόκληρο το Τμήμα «Λοιμωδών», δεδομένου ότι διευθετείται η κατοικία των Αδελφών, οι οποίες κοιμούνται στα Περίπτερα του «Εμπορικού Συλλόγου». Καθορίζονται δύο θάλαμοι στο «Κοργιαλένειο» Περίπτερο για τη νοσηλεία παιδιών με τύφο. Την περίοδο αυτή, παρατηρούνται διάφορα προβλήματα: Οι εσωτερικοί ιατροί της Κλινικής δημιουργούν πρόβλημα στη λειτουργία του Νοσοκομείου με την ιδιωτική τους πελατεία και επιπλέον απειλούν το νοσηλευτικό προσωπικό. Το γάλα «Minerva» το Νοσοκομείο το προμηθεύεται επί πληρωμή από την αποθήκη του ΠΙΚΠΑ. Το Νοσοκομείο νοσηλεύει, έναντι συμβολικών νοσηλίων, παιδιά του Ορφανοτροφείου Κεφαλληνίας και γίνεται η σκέψη για τη δωρεάν περίθαλψή τους, τόσο διότι το Ορφανοτροφείο είναι φτωχό, όσο και για να μην δυσαρεστηθεί ο Καθηγητής Μαρίνος Γερουλάνος (ο οποίος έχει σχέση ως Κεφαλλονίτης με το Ορφανοτροφείο), δεδομένου ότι εξυπηρετούσε το Νοσοκομείο δεχόμενος στην Κλινική του παιδιά του Νοσοκομείου με χειρουργικά προβλήματα.
Το 1938, φαίνεται να δημιουργεί πρόβλημα στην Παιδιατρική Κλινική και ο Διοικητικός Διευθυντής του Νοσοκομείου των Παίδων, διαταράσσοντας την εκπαίδευση των μαθητριών μαιών της Δημόσιας Μαιευτικής Σχολής. Προβλήματα, όμως, πρέπει να δημιουργούνται στην Παιδιατρική Κλινική τόσο από τις καταχρήσεις (καυσοξύλων) του κατώτερου προσωπικού, όσο και από τα διάφορα πειθαρχικά παραπτώματα του διοικητικού προσωπικού του Νοσοκομείου, έστω κι αν λαμβάνονται διάφορα διοικητικά μέτρα, αλλά και από την ανάρμοστη και ανοίκειο συμπεριφορά ορισμένων υπαλλήλων. Πρόβλημα, όμως, στην Παιδιατρική Κλινική δημιουργεί και το ΠΙΚΠΑ, με τον διορισμό βοηθού σε αντικατάσταση κάποιου που αποχώρησε από την Κλινική, άλλου, διαφορετικού από αυτόν που είχε προτείνει ο Καθηγητής.
Η ενέργεια αυτή του Προέδρου του ΠΙΚΠΑ οφείλεται σε παρέμβαση των Ανακτόρων, όπως επιμαρτυρείται από τον ένα εκ των δύο πρωταγωνιστών, την ιατρό Μαρία Κολοκούρη.
Ιδιαίτερη μνεία, όμως, για την ιατρική στην Ελλάδα κατά το Μεσοπόλεμο, πρέπει να γίνει και στο ότι αφενός σύμφωνα με έρευνα του Μ. Παιδούση, κατά τους Βαλκανικούς και τον Α Παγκόσμιο Πόλεμο, δεν πραγματοποιήθηκαν μεταγγίσεις αίματος στην Ελλάδα, αφετέρου δε αργότερα και μέχρι το 1938 γίνονται περί τις 1935 μεταγγίσεις με άμεση και έμμεση μέθοδο χωρίς συντήρηση του αίματος .
Με την άμεση μέθοδο, ο αιμοδότης, στον οποίο γινόταν αποκάλυψη της φλέβας του, βρισκόταν κοντά στον ασθενή και το αίμα του μεταγγίζονταν με τη βοήθεια συσκευής OCHLECKER, BECK ή JUBE αμέσως. Με την έμμεση μέθοδο, το αίμα του αιμοδότη που και πάλι ήταν κοντά στον ασθενή λαμβάνονταν μέσα σε κύλινδρο με κιτρικό νάτριο και μεταγγίζονταν στον ασθενή με σύριγγες.
Για να αντιμετωπίσει τη δυσχέρεια εξεύρεσης αιμοδοτών ο Μ. Μακκάς ίδρυσε το 1935 την Οργάνωση Αιμοδοσίας του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού και εργάστηκε με πάθος για την πραγματοποίηση των σκοπών της. Από την αιμοδοσία του Ελληνικού Ερυθρού Σταυρού , της οποίας πρώτος Δ/ντής υπήρξε ο Μ. Παιδούσης, διατέθηκε το 1939 συντηρημένο αίμα για μετάγγιση.
Η προπαρασκευαστική εργασία ήταν ιδιαίτερα κοπιαστική, το αίμα λαμβανόταν σε σύριγγες των 60 ml που περιείχαν κιτρικό και γλυκόζη και συντηρείτο στο ψυγείο . Η πρώτη μετάγγιση συντηρημένου αίματος έγινε στις 30 Νοεμβρίου 1939 στο Λαϊκό Νοσοκομείο από τον Μ. Παιδούση, παρουσία του καθηγητή της χειρουργικής Γερ. Μακρή.
Το 1938, όμως, άρχισε να οικοδομείται, στην περιοχή των Άσπρων Χωμάτων του προσφυγικού συνοικισμού Νέας Κοκκινιάς Αττικής, ένα νοσοκομείο που ονομάσθηκε «Γενικό Κρατικό Νικαίας»,  ένα άλλο νοσηλευτικό ίδρυμα χτίζεται προπολεμικά και ξεκινά η πολύχρονή του «συμβολή» στον τόπο μας. «[…]Το 1932, ένας νεαρός τότε αρχιτέκτονας και μετέπειτα γνωστός καθηγητής της Αρχιτεκτονικής του ΕΜΠ, με σπουδαίο αρχιτεκτονικό και εκπαιδευτικό έργο, ο Ιωάννης Δεσποτόπουλος, αναλαμβάνει τον σχεδιασμό του Λαϊκού Σανατορίου του Θεραπευτηρίου «Σωτηρία»[8]. Το έργο θα ολοκληρωθεί το 1937 λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων και θα αποτελέσει υπόδειγμα και για άλλα νοσοκομεία που χτίστηκαν αργότερα. Το 1940 θα προστεθούν ακόμη τέσσερα κτίρια, ο «οίκος αδελφών νοσοκόμων›, δύο θεραπευτήρια, ένα 300 κλινών γυναικών, ένα 300 κλινών ανδρών και ένα πολύ ενδιαφέρον κτίριο κεντρικών εγκαταστάσεων, που στέγαζε τα πλυντήρια, τα μαγειρεία και τους κοιτώνες προσωπικού, και εξυπηρετούσε όλο το συγκρότημα. Εργα των γνωστών αρχιτεκτόνων της εποχής Ι. Αντωνιάδη, Κ. Κιτσίκη, Π. Μεταξά και Π. Γεωργακόπουλου, αντίστοιχα[…]».
Μετά το 1922 και τη Μικρασιατική καταστροφή, η περιοχή των Μελισσίων Αττικής και μέχρι το 1940 γνώρισε σημαντική πληθυσμιακή ανάπτυξη, οφειλόμενη στους πρόσφυγες και τους φυματικούς. Από την εποχή αυτή, άρχισαν να κτίζονται στα Μελίσσια ειδικά νοσοκομεία – σανατόρια όπως το Σισμανόγλειο, το Νοσοκομείο Θώρακος του Κ. Τσαγκάρη και πολλές άλλες κλινικές και νοσηλευτικά ιδρύματα. Με Αναγκαστικό Νόμο, όμως, του 1938 του Κωνσταντίνου Κοτζιά, οι πάσχοντες από φυματίωση περιορίζονται στα βόρεια της πόλης προς την Πεντέλη στην τοποθεσία Θάλωσι, για προστασία της υγείας των υπόλοιπων κατοίκων της περιοχής.
Κάποια, εξάλλου, παραπήγματα, που είχαν κατασκευαστεί από το βρετανικό στρατό στη διάρκεια του 1ου παγκοσμίου πολέμου (1917 και 1918) για επιτόπια νοσηλεία των τραυματιών στην Εξοχή Ασβεστοχωρίου Θεσσαλονίκης, αποτέλεσαν την βάση για την ίδρυση από το Ελληνικό κράτος ενός «Νοσοκομείου Φυματιώντων» στην εν λόγω περιοχή. Τα κατοπινά χρόνια του Μεσοπολέμου, προστέθηκαν μερικές νέες εγκαταστάσεις και το 1938 το Νοσοκομείο μετονομάστηκε σε «Σανατόριο Ασβεστοχωρίου».
Κι αφού αναφερθήκαμε στη Θεσσαλονίκη, ας ιδούμε λίγα λόγια ακόμα για ένα πολύ γνωστό φιλανθρωπικό της ίδρυμα. Πρόκειται για το Παπάφειο Ορφανοτροφείο, που είχε χτιστεί την περίοδο από το 1894 έως το 1903, ενώ πολλές φορές η αρχική χρήση του παραβλέπεται προκειμένου να καλυφθούν έκτακτες στεγαστικές ανάγκες. Έτσι, κατά τον ύστερο Μεσοπόλεμο, παρατηρούμε πρώτα ότι το 1935 μετονομάζεται σε Εθνικό Παπάφειο Ορφανοτροφείο «ο Μελιτεύς» και κατόπιν, από το 1936 – 1938, χρησιμοποιείται για τη στέγαση του Παθολογικού τμήματος του Δημοτικού Νοσοκομείου, όταν αποτεφρώνεται η αντίστοιχη πτέρυγα. Με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, το 1940, θα στεγάσει, όπως και άλλοτε, το Στρατιωτικό Νοσοκομείο, ενώ, κατά τη διάρκεια της Κατοχής, το Γενικό Γερμανικό Νοσοκομείο.
Μαθητευόμενοι ξυλουργοί στο "Παπάφειο Ορφανοτροφείο" Θεσ/νικης
Το 1938, εποχή που η Ρευματολογία ήταν ανύπαρκτη ειδικότητα, αναφέρεται σε στατιστικές του Σκυλίτσειου Νοσοκομείου στη Χίο, η νοσηλεία με επιτυχία 14 ασθενών με ρευματικά νοσήματα (ρευματική αρθρίτις, ρευματική μυαλγία κ.α.). Παράλληλα, το κοινωνικό έργο που επιτέλεσε το εν λόγω Νοσοκομείο υπήρξε σπουδαίο. Το Εκθετοτροφείο για παράδειγμα ανακούφισε σημαντικά το σοβαρό για την εποχή κοινωνικό πρόβλημα των εκθέτων βρεφών ( το 1939 παρέμεναν στο Ίδρυμα 11 έκθετα).
Θα ‘ταν παράλειψη, εάν δε γινόταν λόγος και για το «Δημόσιο Ψυχιατρείο Σούδας»,  στα Χανιά της Κρήτης. Κατά το έτος 1937, σύμφωνα με το Α.Ν. 965, το ίδρυμα οργανώνεται ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου με 330 κλίνες[9]. Κατά την διάρκεια του δεύτερου Παγκόσμιου πολέμου, λόγω των συνεχών αεροπορικών επιδρομών, το ψυχιατρείο μεταφέρθηκε, αρχικώς (15/01/1941) στο κτήμα Βερίτ Μπέη στην περιοχή Μουρνιές Χανίων, και αργότερα (Φεβρουάριος του 1942) στο κτήμα Σακήρ Βέη, ενώ επανεγκαταστάθηκε στην περιοχή της Σούδας μετά την αποχώρηση των γερμανικών δυνάμεων από την Κρήτη.
Αφού ο λόγος γίνεται για εκτός Αθηνών νοσοκομειακά ιδρύματα, ας γνωρίσουμε την πορεία του Νοσοκομείου Κοζάνης στον ύστερο Μεσοπόλεμο. Το νοσοκομείο Κοζάνης λειτουργεί από τις 13 Νοεμβρίου 1923. Σκοπός του νοσοκομείου ήταν η δωρεάν νοσηλεία των προσφύγων που ήρθαν στην Ελλάδα μετά τη Μικρασιατική καταστροφή και επεκτάθηκε αργότερα και στους απόρους γηγενείς του Νομού Κοζάνης, με την επωνυμία Κεντρικό Νοσοκομείο Προσφύγων.
Το Νοέμβρη του 1925 ο Ιωάννης Σιτμαλίδης παρέδωσε τα καθήκοντα του Διευθυντή στον πρώτο γιατρό του Νοσοκομείου Γεώργιο Κουπαρούσο. Ο Γεώργιος Κουπαρούσος παρέδωσε τα καθήκοντα του Διευθυντή στις 09 Σεπτεμβρίου 1935 στον γιατρό Ιωάννη Γιαντσούλη. Το νοσοκομείο λειτουργούσε αποκλειστικά με δαπάνες του δημοσίου. Το 1929 έγιναν ενέργειες από το Νομάρχη, από το Δήμαρχο Αστέριο Καραγκούνη και άλλους τοπικούς παράγοντες για την ανέγερση κατάλληλου κτιρίου για τη στέγαση του νοσοκομείου προσφύγων μετονομαζόμενο σε Δημοτικό. Από τον Οκτώβριο του 1929 άρχισε ο έλεγχος της απορίας των ασθενών με τα πιστοποιητικά απορίας. Το Σεπτέμβριο του 1935 το νοσοκομείο εκμίσθωσε το τριώροφο κτίριο του Ιωάννη Βαρβέρη, όπου εγκαταστάθηκε μέχρι το Σεπτέμβριο του 1958.
Τον Ιούλιο του 1936 διορίστηκε στο Νοσοκομείο η πρώτη μαία Θεολογία Μπέντα. Τον Ιούλιο του 1936 ύστερα από την παραίτηση του Διευθυντή Ιωάννη Γιαντσούλη, τα καθήκοντα του Διευθυντή ανατέθηκαν στον παθολόγο γιατρό Φιλόλαο Κούγια. Το έτος 1937 το ίδρυμα υπάγεται στις διατάξεις του Α.Ν. «περί οργανώσεως των Δημοσίων Νοσηλευτικών Ιδρυμάτων» ως Κρατικό Νοσοκομείο Κοζάνης και αποτελεί Ν.Π.Δ.Δ. Με την υπ’ αριθμ.25397/5-3-1938 εγκύκλιο του Υπουργείου Κρατικής Υγιεινής και αντίληψης και με το υπ’ αριθμ.2145/16-3-1938 έγγραφο της Γενικής Διεύθυνσης Μακεδονίας, ανακοινώνεται ότι από 1-4-1938 η διαχείριση του νοσοκομείου ασκείται από το Διοικητικό Συμβούλιο.
Το 1938, ανοίγεται η από 28-3-1930 μυστική διαθήκη του Κοζανίτη Στάμκου Αναστασίου (ΦΕΚ 366/38), με την οποία μεταβιβάζει όλη την κινητή και ακίνητη περιουσία του στο Νοσοκομείο για ανέγερση νέου κτιρίου. Το ίδιο έτος (1938), το νοσοκομείο επιχορηγείται από το Υπουργείο Υγιεινής με το ποσό των 5.000.000 δραχμών για την ανέγερση νοσοκομειακού κτιρίου στην Κοζάνη. Το 1939 έγινε από το Δήμο Κοζάνης απαλλοτρίωση οικοπέδου συνολικής έκτασης 16.420 τ.μ., το οποίο παραχωρήθηκε στο νοσοκομείο με δωρεά για την ανέγερση νοσοκομειακού κτιρίου. Το 1939, επίσης, δημοσιεύθηκε ο οργανισμός του νοσοκομείου που προβλέπει 50 κρεβάτια με τμήματα Παθολογικό - Χειρουργικό και Μαιευτικό - Γυναικολογικό.
Αξίζει, όμως, να δώσουμε, στο τέλος του παρόντος κεφαλαίου, και μια στατιστικού χαρακτήρα επισήμανση. Όπως φαίνεται από τα παρατιθέμενα στο βιβλίο του Κ. Κογιόπουλου «Η Ιστορία της υγείας στα Δωδεκάνησα το α’ μισό του 20ου αιώνα», σε σύγκριση με τα γύρω νησιά – Κυκλάδες, Σάμο, Λέσβο, Χίο και Κρήτη – τα Δωδεκάνησα, υστερούσαν, προπολεμικά, αρκετά σε νοσοκομεία και κλίνες. Το 1937, λοιπόν, στα ελληνικά νησιά η αναλογία κλινών ανά κάτοικο ήταν 1/540, ενώ στα Δωδεκάνησα 1/1020[10].




[2] Δες http://www.tebe.gr/tae/skopos.htm
[3] «Η Κοινωνική Ασφάλιση στην Ελλάδα. Η περίπτωση του ΙΚΑ» Έκδοση ΙΝΕ–ΓΣΕΕ,1993, σελ.19.
[4] Για Πρότυπο Ειδικό Σχολείο Αθηνών & Ρόζα Ιμβριώτη: http://www.pedia.gr/edu/sp/spg.html#Σ
[5] Βλ. Χεκίμογλου Ευάγγελος, «Η πολιτική οικονομία του λιμού», περιοδικό «ΙΣΤΟΡΙΚΑ» της εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ» (02/08/2001).
[6] Βλ. Γρ. Τζοβάρας, «Τα υπουργεία μας», εκδόσεις Ποντίκι.
[7] Για την ιστορία του «Νοσοκομείου Παίδων Π.& Αγλαΐας Κυριακού», βλ. http://www.aglaiakyriakou.gr/hospital_c.html.
[8] Για την ιστορία του «Σωτηρία», δες Μ. Καρδαμίτση–Αδάμη, «Το κτιριακό συγκρότημα της Σωτηρίας», εφημ. «Καθημερινή» – Επτά Ημέρες, 24–11–2002, σ. 18–20.
[9] Για την ιστορία του Ψυχιατρείου Σούδας, βλ. http://www.psycrete.gr/pages.fds?pageCode=004
[10] Βλ. Κ. Κογιόπουλου «Η Ιστορία της υγείας στα Δωδεκάνησα το α’ μισό του 20ου αιώνα». 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου