Τρίτη 8 Μαΐου 2012

185. Γιατί ο λαός απαρνήθηκε τη δημοκρατία



Φόβος έπιανε τους Αθηναίους τους πρώτους μήνες του 411 π.Χ.. Κανείς δεν τολμούσε να βγάλει λέξη. Ένιωθαν δεσμώτες και φιμωμένοι και δεν έπαιρναν καμιά πρωτοβουλία υπέρ της κλυδωνιζόμενης Δημοκρατίας, αν και όπως έχει γράψει ο Π. Τερλεξής («Πολιτικοί προσανατολισμοί και κοινωνική αλλαγή», σελ. 252), «η ατομική ελευθερία και η προσωπική πρωτοβουλία θεωρούνται ακρογωνιαίος λίθος πολιτικής – Δημοκρατικής αναπτύξεως».
Η Ακρόπολη της κλασικής Αθήνας
Ήταν πολλοί και διάσπαρτοι ανά την πόλη οι Ολιγαρχικοί συνωμότες. Μάλιστα, δεν ήταν λίγες οι φορές που οι Αθηναίοι έβλεπαν όποιον τολμούσε να φέρει αντίρρηση στα Ολιγαρχικά σχέδια νεκρό από «ατύχημα» π.χ., χωρίς, όμως, οι (ηθικοί και φυσικοί) αυτουργοί του φόνου να αναζητούνται από τις Αρχές και χωρίς να εκδίδεται σε βάρος τους δικαστικό ένταλμα!
«Η σιωπή είναι χρυσός», η παροιμία τούτη αποδείχτηκε πολύτιμος συνοδοιπόρος των Αθηναίων εκείνης της ταραγμένης περιόδου. Όλοι σιώπαγαν, γιατί θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολύ τυχερούς εάν δεν έπεφταν θύματα των Ολιγαρχικών. Ο φόβος τους είχε σπείρει μέσα τους την ιδέα ότι οι συνωμότες ήταν πολύ περισσότεροι απ’ όσοι στα αλήθεια ήταν και ότι – επειδή η πόλη ήταν μεγάλη και δεν μπορούσε ο καθένας να ξέρει ακριβώς ποιος είναι ακόμα και ο διπλανός του – θα ήταν αδύνατο να εξακριβωθεί ο αληθής αριθμός των παρακρατικών και το πραγματικό μέγεθος της προς εξύφανση αντιδημοκρατικής συνωμοσίας.
Μέσα, συνεπώς, σε τέτοιο κλίμα πανικού, ήταν φυσικό και αναμενόμενο ν’ ανθίσει η καχυποψία μεταξύ των πολιτών. Πλέον, δεν ήξεραν ποιον να εμπιστευτούν και από πού να γυρέψουν βοήθεια.
Στην Εκκλησία, λοιπόν, του Δήμου, που είχε ο Πείσανδρος συγκαλέσει, ο Πυθόδωρος, ίσως ο ίδιος που είχε «κυνηγήσει» και το σοφιστή Πρωταγόρα και τον έδιωξε από Αθήνα, αλλά σίγουρα αυτός που αργότερα συμμετείχε στους Τριάντα Τυράννους,  πρότεινε παράταση της θητείας των 10 προβούλων και να τους δοθεί  απεριόριστη εξουσία. Μαζύ τους, συνέχιζε το ψήφισμα, να εκλεγούν και άλλοι 20 πολίτες ηλικίας άνω των 40 ετών. Και, αφού οι πρόβουλοι ορκιστούν ότι θα προτείνουν μονάχα ό,τι συμφέρει την πόλη,  ο Πυθόδωρος εισηγείται αυτοί εδώ οι «Τριάντα Συγγραφείς», έτσι ονομάστηκε η διευρυμένη επιτροπή σωτηρίας, να είχαν καθήκον να συντάξουν και να υποβάλουν απευθείας, παρακάμπτοντας δηλαδή, τη Βουλή των 500, στη συνέλευση, σε μιαν προκαθορισμένη ημερομηνία, έγγραφη πρόταση για το ποιο θεωρείται ως καλύτερο, υπό τις τότε συνθήκες, πολίτευμα για την Αθήνα.
Μονάχα, όπως συμπλήρωσε ο γνωστός από το φερώνυμο Πλατωνικό διάλογο Κλειτοφών και έγινε η προσθήκη του δεχτή από το λαό στην πρόταση του Πυθόδωρου, οι «Συγγραφείς» πρέπει να σεβαστούν τους πατροπαράδοτους νόμους του Κλεισθένη! Ο Κλειτοφών αυτός, βέβαια, πέρα από το ότι κινείται κοντά στο φιλόσοφο Σωκράτη, «συνδεόταν με τον Θηραμένη, με τον οποίο μνημονεύεται μαζύ όχι μόνο στην «Αθηναίων Πολιτεία» αλλά και στον Αριστοφάνη («Βάτραχοι», στιχ. 967), όπου παρουσιάζονται αμφότεροι μαθητές του Ευριπίδη», σύμφωνα με όσα γράφει ο S. Hornblower («Ο ελληνικός κόσμος 479 – 323 π.Χ.», σελ. 320).
O Ιστορικός Θουκυδίδης μάς περιγράφει την πρόσκαιρη πολιτειακή μεταβολή στην Αθήνα
Ανέφερε ο Κλειτοφών το όνομα του Κλεισθένη, γιατί όλοι ήξεραν ότι – όπως θα ισχυριστεί και στον «Αρεοπαγιτικό» του (μετάφραση: Σ. Τζουμελέας) μισόν αιώναν αργότερα (357 π.Χ.) ο Ισοκράτης – ο Σόλων στις αρχές του 6ου αιώνα π.Χ. και ο Κλεισθένης στα τέλη του ίδιου αιώνα, όταν ανέλαβαν τα ηνία της πόλης,  «δεν ίδρυσαν πολίτευμα ονομαζόμενον μεν δι’  ονόματος κοινοτάτου και ωραιοτάτου, μη φαινόμενον δε εις την εφαρμογήν τοιούτον εις τους ζώντας κατ’  αυτό, ουδέ ίδρυσαν τοιούτον πολίτευμα το οποίον κατά τέτοιον τρόπον εξεπαίδευε τους πολίτας, ώστε να θεωρούν την μεν ακολασίαν δημοκρατίαν, την δε παρανομίαν ελευθερίαν, την αυθάδειαν ισονομίαν, ευτυχίαν δε την άδειαν του να πράττη καθένας ταύτα, αλλ’  ίδρυσαν πολίτευμα το οποίον με το να μισή και να τιμωρή τους τοιούτους έκαμνεν όλους τους πολίτας καλυτέρους και σωφρονεστέρους».
Την καθορισμένη, λοιπόν, ημέρα, επαναλήφθηκε η συνέλευση εντός του στενού περιβόλου του ναού του Ποσειδώνος, στον Κολωνό, σε απόσταση 10 περίπου σταδίων έξω από την πόλη. Έξω από την πόλη και κοντά στη Δεκέλεια, όπου είχαν στρατοπεδέψει οι Λακεδαιμόνιοι, η ψυχολογική πίεση, που θα ένιωθαν οι Αθηναίοι πολίτες, θα έφτανε στο ζενίθ! Ίσως το ότι η συνέλευση έγινε σε περιοχή συνδεδεμένη με τη λατρεία του Ιππίου Ποσειδώνα να σήμαινε πως είχαν εμπλακεί και οι ιππείς στη συνωμοσία (βλ. S. Hornblower, «Ο ελληνικός κόσμος 479 – 323 π.Χ.», σελ. 318). Ταυτόχρονα, στο στενό χώρο του ναού, θα μπορούσαν οι Ολιγαρχικοί εύκολα να πιάσουν όποιον θα σήκωνε κεφάλι! Η επιτροπή, όμως, δεν πρότεινε τίποτε άλλο παρά τούτο και μόνον, να επιτραπεί, για να βγει η πόλη από τη δύσκολη φάση, σε κάθε Αθηναίο να υποβάλει, ελεύθερα και χωρίς το φόβο τιμωρίας, όποια πρόταση θέλει και να τιμωρηθούν αυστηρά όποιοι τυχόν τον επιπλήξουν για τις προτάσεις του ή θελήσουν να του κάνουν κακό με κάποιον άλλο τρόπο.
Και τότε πλέον κατατέθηκε πρόταση, χωρίς προκάλυμμα και ανενδοίαστα, να καταργηθούν όλες οι επί τη βάσει του υφισταμένου πολιτεύματος λειτουργούσες αρχές και όλοι οι δημόσιοι μισθοί, και να εκλεχθούν 5 πρόεδροι, οι οποίοι να εκλέξουν 100 άντρες και καθένας απ’ τους 100 να προσλάβει άλλους τρεις.
Έτσι, θα εκλέγονταν 400 άντρες, οι οποίοι θα εγκατασταθούν στο Βουλευτήριο, θ’ αναλάβουν την ανώτατη εξουσία στην πόλη, και δρώντας με απεριόριστη πληρεξουσιότητα, θα κάνουν, προς υπεράσπιση τάχα της Δημοκρατίας, ό,τι νομίζουν καλύτερο για την Αθήνα και θα συγκαλούν τη συνέλευση των 5000,  όσες φορές αυτοί και μόνο το κρίνουν αναγκαίο. Οι 400 θα προέρχονταν από την Ολιγαρχική παράταξη και δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι ανάμεσά τους βρίσκουμε πρόσωπα, που και, μετά το τέλος του πολέμου (404/3 π.Χ.) σε βάρος της Αθήνας, θα συμμετάσχουν στη διορισμένη από τους Λακεδαιμονίους αρχή των Τριάντα Τυράννων (Κριτίας, Μηλόβιος, Θηραμένης, Χαρικλής κ.α.). Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι Αθηναίοι, για πρώτη φορά, θα έχαναν τη Δημοκρατία τους, εφόσον θα επακολουθούσαν και οι Τριάντα Τύραννοι στη λήξη του πολέμου, εξαιτίας εκείνων που περιφρόνησαν τη νομοθεσία και τους θεσμούς της πατρίδας και θέλησαν να είναι δούλοι των εχθρών της πόλης τους, ξεφτιλίζοντας, συνάμα, τους συμπατριώτες τους, όπως λέει και ο Ισοκράτης (βλ. «Κατά Λοχίτου» λόγος).
Η Εκκλησία του Δήμου, πάντως, χωρίς κανείς πολίτης να μπορέσει ή να επιδιώξει να φέρει αντίρρηση στο παραμικρό, ψήφισε, τη μέρα εκείνη, ό,τι πρότεινε ο Πείσανδρος. Κατόπιν, διαλύθηκε.
Με το κράτος υπό έλεγχο, η Ολιγαρχική παράταξη θα διέθετε όλους τους αναγκαίους μηχανισμούς διατήρησης και επιβολής της εξουσίας της. Στρατός, ένοπλα έμμισθα σώματα για προστασία τής, κατά την έννοια που της αποδίδουν οι Ολιγαρχικοί, «δημοσίας τάξεως», Εκκλησία του Δήμου, Βουλή, δικαστήρια νόμιζε ότι θα έμπαιναν γρήγορα υπό τον «έλεγχό» της. Έως τότε, όμως, δεν άργησε να επαληθέψει και την άποψη των Μαρξ και Ένγκελς (βλ. «Μανιφέστο Κομμουνιστικού Κόμματος», σελ. 82) ότι «η πολιτική εξουσία, για να κυριολεχτήσουμε, είναι η οργανωμένη βία μιας τάξης για την καταπίεση των άλλων» και εν προκειμένω, η βία των εύπορων Ολιγαρχικών για την καταπίεση της φτωχολογιάς, που, επί χρόνια, στρεφόταν στους Δημοκρατικούς.
Έτσι, θα αξιοποιήσουν οι Ολιγαρχικοί τη δύναμη που απόχτησαν ως διαχειριστές της κρατικής εξουσίας και σαν όργανο εξουσίας και σαν μέσο να επιβάλλουν όσα θέλουν και καταπίεσης του λαού. Ταυτόχρονα, όμως, με διάφορους ρήτορες προσκείμενους σ’ αυτούς, αναπαράγουν την Ολιγαρχική ιδεολογία και διάφορες συναφείς προς αυτήν φιλοσοφικές θεωρίες, ενώ «χαλκεύουν» και την πατροπαράδοτη νομοθεσία. Απώτερός τους σκοπός ήταν η «συγκάλυψη» της εκμετάλλευσης και της βίας που ασκούν στα πλήθη. Για να καταλάβουμε, όμως, τι σημαίνουν οι αριθμοί των 400 βουλευτών και των 5000 ενεργών πολιτών που εισάγονται με το νέο «πολίτευμα», ας αναλογιστούμε ότι το Αθηναϊκό κράτος, μολονότι ήταν το πολυπληθέ­στερο του ελλαδικού χώρου, είχε φτάσει να έχει, λίγο πριν ξεκινήσει ο Πελοποννησιακός πόλεμος, το 431 π.Χ., όπως σημειώνει ο K. J. Beloch, περί τους 230.000 κα­τοίκους (120.000 πολίτες, 30.000 μετοίκους, 80.000 δούλους). Στη λήξη του Πελοποννησιακού πολέμου (403 π.Χ.), χωρίς να συνυπολογίσουμε και τους 20.000 δούλους που είχαν δραπετεύσει από το Λαύριο, ο πληθυσμός των Αθηνών, κατά τον Beloch, αγγίζει τις 140.000 (από τους οποίους 80.000 πολίτες, 35.000 δούλοι και 20.000 μέτοικοι).
Ας επιχειρήσουμε, όμως, μιαν «ψυχανάλυση» του λαού που μαζεύτηκε στον Κολωνό και ψήφισε, άλλοι υπό συναισθηματική «φόρτιση» και άλλοι ενθουσιωδώς,  υπέρ της κατάλυσης της Δημοκρατίας. Πρωτύτερα, όμως, ας κάνουμε δύο παραδοχές που θα μας βοηθήσουν: Πρώτον, σε κάθε κοινωνία συναντούμε ένα τμήμα του πληθυσμού που μετά ελλόγου γνώσεως ενδιαφέρεται και συμμετέχει σταθερά στα πολιτικά «δρώμενα», άλλοτε επικροτώντας τα και άλλοτε κατηγορώντας τα· δεύτερον, το ακροατήριο του Κολωνού πρέπει να ήταν ένα μεγάλο μέρος του εν Αθήναις πληθυσμού, δεν ήταν οργανωμένο με χαλαρούς δεσμούς, γιατί, μολονότι περιείχε και δραστήρια και παθητικά μέλη της Αθηναϊκής πολιτικής ζωής, όλοι πήγαν να ακούσουν τις προτάσεις για το μέλλον της πόλης, παρασυρμένοι από τη φιλοπατρία τους και θα αντιμετώπιζαν, με την αρωγή της κρίσης τους, όσα θα άκουγαν.
Ρήτορας των κλασικών χρόνων στην Αθήνα αγορεύων
 Κρίση, λοιπόν, λέμε ότι έχει κάποιος άνθρωπος όταν, επηρεασμένος από το ψυχικό ή το πνευματικό του «οπλοστάσιο» και τις καθημερινές εμπειρίες του, μπορεί να αξιολογεί, να συγκρίνει και να κρίνει καταστάσεις, να διακρίνει πότε κάτι τον ωφελεί και πότε όχι, να ξεχωρίζει και να προτάσσει ό,τι αξίζει να τεθεί ως προτεραιότητα, για την επίτευξη των βραχυπρόθεσμων ή μακροπρόθεσμων στόχων του. Η δυνατότητα της ορθής κρίσης του ατόμου ή ομάδας ατόμων μπορεί, από εξωτερικούς παράγοντες επηρεασμένη, να εξαλειφθεί απότομα και απροειδοποίητα ή να μετριαστεί βαθμιαία και να υποταγεί στην «ψυχολογία του όχλου».
Στη βαθμιαία συρρίκνωσή της, όπως στην περίπτωση των προτάσεων του Πείσανδρου που «εκμεταλλεύτηκε» τη δυσφορία κάποιων πολιτών για να προτάξει τις ιδέες του, μπορεί να προηγηθούν και «καμπανάκια κινδύνου», εν προκειμένω οι εκκαθαρίσεις από τις Ολιγαρχικές εταιρείες κάποιων Δημοκρατικών πολιτών και του Ανδροκλή. Ο Αθηναϊκός λαός, όμως, όταν κατατίθεται η εισήγηση του  Πείσανδρου για αλλαγή του πολιτεύματος, χάνει τη δυνατότητα ορθής κρίσης, εφόσον τον πιέζουν ο μηδαμινός χρόνος που είχαν οι πολίτες για αντίδραση και οι ελλιπείς ή «χαλκευμένες» ή εσφαλμένες ή συγκεχυμένες πληροφορίες που τους παρείχε, στον προηγούμενο ερχομό του, ο Πείσανδρος για ό,τι πραγματικά σχετίζεται με την πόλη, τον Αλκιβιάδη και τον Τισσαφέρνη.
Οι Αθηναίοι εμφανίζονται, βάσει όσων διαβάζουμε στο Θουκυδίδη, να δέχονται παμψηφεί τις προτάσεις του Πείσανδρου περί 400 και 5000, αν και μέσα τους είχαν φωλιάσει έντονος πανικός για το τι θα επακολουθούσε και, κυρίως, το αίσθημα της απώλειας όσων τους είχε δώσει η Δημοκρατία επί Περικλή. Φόβο, μήπως θεωρηθούν «εχθροί της πατρίδος ή κακοί πατριώτες» και θα τους εξόντωναν για το λόγο αυτό οι Ολιγαρχικοί, θα ένιωσαν πιθανότατα, εκείνη τη μέρα, να τους κυριεύει μέσα τους και όσοι διαφωνούσαν με τις ιδέες του Πείσανδρου περί επανόδου του Αλκιβιάδη και μεταβολής του πολιτεύματος και προτίμησαν να κρύψουν τις όποιες, που δεν θα ήταν και ασήμαντες, αντιρρήσεις τους.
Επιπλέον, κάποιοι πολίτες – μόλις ακούνε τα λόγια των Ολιγαρχικών – αν και έχουν βιώσει προσωπικά ο καθένας την απώλεια, τα δέχονται, καταπνίγοντας το θυμό τους και μάλλον αντιδρώντας με βάση το συναίσθημα και όχι τη λογική, δηλαδή νιώθοντας ότι ίσως κάτι διαφορετικό θα έλθει και καλύτερο πιθανότατα από όσα τους έχουν μέχρι τότε συμβεί στη δημόσια και ιδιωτική ζωή τους. Τόσο πολύ τούς είχε πληγώσει η εξέλιξη που είχε λάβει ο πόλεμος! Πράγματι, οι Αθηναίοι αυτοί έδρασαν υπό συναισθηματική φόρτιση επηρεασμένοι από τον πολιτικό λόγο του Πείσανδρου, επαληθεύοντας όσα Π. Τερλεξής έχει γράψει, ότι δηλαδή «[…] οι πολιτικοί ηγέτες, άλλοτε επιδέξια και με επιτυχία και άλλοτε αδέξια και χωρίς αποτέλεσμα, κάνουν ευρεία χρήση των διαφόρων συναισθηματικά φορτισμένων σχημάτων, εννοιών και παραστάσεων, με σκοπό να επηρεάσουν τις διαθέσεις και τη στάση των πολιτών» (βλ. «Πολιτικοί προσανατολισμοί και κοινωνική αλλαγή», σελ. 112).
Εάν, όμως, οι πολίτες αυτοί δρούσαν με βάση τη λογική, θα καταλάβαιναν ότι κάτι τέτοιο, οι Ολιγαρχικοί να ωφελούσαν το πλήθος δηλαδή αντί τους εαυτούς τους και τους δικούς τους ανθρώπους, θα ήταν αδύνατο να συμβεί. Δυστυχώς, όμως, δεν μπόρεσαν, λόγω των χωροχρονικών συγκυριών, οι πολίτες να επανακτήσουν την ψυχραιμία τους και την ορθή κρίση τους και συμπαρέσυραν και τους αναποφάσιστους και όσους, αν και αντίθετοι με την Ολιγαρχία, έδωσαν «ψήφο ανοχής», με τη σιωπή τους σ’ εκείνη τη λαϊκή συγκέντρωση, στον Πείσανδρο και στις εισηγήσεις του.
Για μιαν ακόμη φορά, λοιπόν, επαληθεύτηκε το ότι μια μεταβολή στη συνείδηση και στον τρόπο σκέψης, δράσης και αντίδρασης των ανθρώπων σχετικά με όσα τους περιβάλλουν δεν γίνεται ποτέ αυθαίρετα από τους ίδιους. Σε οποιαδήποτε κοινωνία, όπως γράφει ο Π. Τερλεξής («Πολιτικοί προσανατολισμοί και κοινωνική αλλαγή», σελ. 247), «Οι διαδικασίες, η δομική σύνθεση, οι ρόλοι και οι λειτουργίες, η κάθε σχέση, τυπική ή άτυπη, επηρεάζουν και επηρεάζονται από ένα πλήθος αξιών, συμβόλων, παραδόσεων, ιδεολογιών, πίστεων και δοξασιών, συνηθειών, νοοτροπιών και διαθέσεων, που επικρατούν μέσα σε ένα σύστημα». Πράγματι, κάθε μεταβολή πάντοτε ξεκινά από την υλική ζωή και τις ανάγκες της κοινωνικής και οικονομικής  ανάπτυξης και έχει πάντοτε άρρηκτη εξάρτηση από την κοινωνική εξέλιξη και τα πατροπαράδοτα κοινωνικοπολιτικά ήθη και έθιμα, τις αξίες μιας κοινωνίας ή ομάδας ανθρώπων – πολιτών. Ας ιδούμε, λοιπόν, για ποιο λόγο, πέρα από το φόβο που παρουσιάστηκε νωρίτερα, οι Αθηναίοι «παρασύρθηκαν» από τον Πείσανδρο: Εάν η Αθήνα αποχτούσε ολιγαρχικό πολίτευμα, εξασφαλιζόταν η συμμαχία των Περσών – Οι Πέρσες θα βοηθούσαν τους Αθηναίους να νικήσουν στον πόλεμο – Με τη νίκη στον πόλεμο, οι Αθηναίοι θα διατηρούσαν την πανελλαδική ηγεμονία – Η πολιτική και ιδεολογική κυριαρχία των Αθηναίων ανά την Ελλάδα θα τους εξασφάλιζε, όπως και προπολεμικά, οικονομικούς πόρους – Οι οικονομικές πρόσοδοι θα βοηθούσαν, στο εσωτερικό της πόλης, τους πολίτες σημαντικά, όπως άλλοτε, να εξασφαλίζουν τα προς το ζην και το ευ ζην.
Ας προβούμε, όμως, σε μια σειρά αναγκαίων διευκρινίσεων σχετικά με το προτεινόμενο από τον Πείσανδρο Ολιγαρχικό πολίτευμα. Είναι γνωστό τοις πάσι ότι το ζητούμενο σε μια Δημοκρατία είναι η συμμετοχή των λαϊκών μαζών στη διακυβέρνηση και στη διαχείριση των κοινών. Ταυτόχρονα, όμως, όλοι ξέρουμε πως η Δημοκρατία έχει συγκεκριμένο ταξικό περιεχόμενο και η βάση της έγκειται στη σχέση αλληλεπίδρασης μεταξύ των χρηστών των μέσων παραγωγής, οι οποίοι  συνήθως προέρχονται από τις λαϊκές τάξεις, και όσων καρπώνονται τα αποτελέσματα της παραγωγής, οι οποίοι είναι πάντοτε από τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα. Εν προκειμένω, το Ολιγαρχικό πολίτευμα του 411 π.Χ.  – σε αντίθεση με όσα είδαμε νωρίτερα ότι προσδοκούσαν οι πολίτες να πετύχαιναν με την πολιτειακή μεταβολή – επιδίωκε, ανατρέποντας τη Δημοκρατία, όχι μόνο να «εξολοθρέψει» όσους πολίτες είχαν ενεργό μέχρι τότε ανάμειξη στην πολιτική υπέρ των Δημοκρατικών, αλλά και να κλίνει προς το μέρος της Ολιγαρχίας τη «ζυγαριά», να οικειοποιηθεί το βιος και το αποτέλεσμα του κόπου του λαού, παραμερίζοντας, συνάμα, τη φτωχολογιά και τους προερχόμενους απ’ αυτήν πολιτικούς από τα κέντρα λήψης αποφάσεων.  Στην Ολιγαρχική Αθήνα του 411 π.Χ., αντίθετα από όσα αναφέρει για τη Δημοκρατία του Περικλή στον «Επιτάφιο» του 431 π.Χ. ο Θουκυδίδης (Βιβλίο 2ο, κεφάλαια 34 – 46), τα ταξικά συμφέροντα των ολίγων αριθμητικά κρατούντων ήταν εκείνα που επρόκειτο να κυριαρχήσουν σε βάρος ολόκληρης της υπόλοιπης κοινωνίας. Επομένως, δικαίως προκάλεσαν και την οργή των Αθηναίων στρατιωτών στη Σάμο, ακόμη κι όταν, αργότερα, αποδείχτηκε ότι ο Χαιρέας ήταν «υπερβολικός» στις περιγραφές του, για να τους «φουντώσει» υπέρ της παλινόρθωσης της Δημοκρατίας και κατά των πρωτοστατών της Ολιγαρχικής συνωμοσίας.
Στην περίοδο των 400 (Μάης – Σεπτέμβρης 411 π.Χ.) για τους Αθηναίους, μαζύ, λοιπόν, με την «ψυχολογία όχλου», διακρίνουμε και κοινωνική εξαθλίωση, ιδιοτελή κίνητρα και άφθονη βία, σε μιαν αλληλένδετη μεταξύ τους σχέση. Τα βλέπουμε και σ’ όσους έμειναν στην πόλη, μα και στο Αθηναϊκό στράτευμα που έχει στρατωνιστεί στη Σάμο.
Η κοινωνική εξαθλίωση, ιδίως κατά την ύστερη φάση του πολέμου, οφείλεται στην «παρουσία» των Λακεδαιμονίων στη Δεκέλεια, προ των πυλών, δηλαδή, της Αθήνας. Εκδηλώνεται δε, όπως βλέπουμε στις αρχαιοελληνικές πηγές (θεατρικά κείμενα, ρητορικοί λόγοι, ιστοριογραφία), με την αδυναμία της πλειοψηφίας του πλήθους να εξασφαλίσει τα προς το ζην σε μια δύσκολη, ομολογουμένως, φάση του συνεχιζόμενου πολέμου.
Τα ιδιοτελή κίνητρα ανιχνεύονται στις κινήσεις των επικεφαλής των νέων κυβερνώντων, των 400 δηλαδή και του Θηραμένη στην Αθήνα, αλλά και του Αλκιβιάδη στη Σάμο να προβληθούν ότι και οι μεν και ο δε νοιάζονται για τα συμφέροντα των πολιτών και των στρατιωτών αντίστοιχα. Από τους πολίτες και τους στρατιώτες, ο καθένας πάλι κοιτάζοντας το δικό του συμφέρον θέλει να σώσει τον εαυτό του και το βιος του από τις «προγραφές» των Ολιγαρχικών ή την επέλαση των Σπαρτιατών αντίστοιχα. Οι μόνοι, ίσως, που δεν κοιτούν τον εαυτό τους την περίοδο αυτή, ήταν ο Θρασύβουλος και ο Θράσυλλος, οι οποίοι – αντί να διεκδικήσουν για τους ίδιους την ηγεσία του αγανακτισμένου λαού και στρατού εις βάρος των Ολιγαρχικών – έσπευσαν να καλέσουν τον Αλκιβιάδη.
Κατά  την «ψυχολογία του όχλου», αρκούν λίγοι επιθετικοί και βίαιοι ταραξίες να εξεγείρουν μιαν πολυάριθμη ομάδα, όπως και η εσκεμμένη ή «καμουφλαρισμένη» παραπληροφόρηση. Έτσι, η βία και η τρομοκρατία ήταν τα μέσα που χρησιμοποίησαν οι ολιγομελείς Ολιγαρχικές εταιρείες, για να «προλειάνουν» το έδαφος στον Πείσανδρο· ήταν τα μέσα και για να δημιουργήσουν τέτοια «ατμόσφαιρα» στο πολυάριθμο πλήθος η οποία να δικαιολογεί στην ψυχοσύνθεση του ταραγμένου λαού τη μεταβολή του πολιτεύματος αρχικά, αλλά και, αργότερα, με την επικράτηση των 400, το να «βγάζουν από τη μέση» κάθε «ενοχλητικό» για το καθεστώς τους, το Φρύνιχο π.χ.. Είναι αναμφισβήτητο ότι μόνο με έναν τρομοκρατημένο όχλο και με άλλοθι την «ψυχολογία του όχλου» θα μπορούσαν οι Ολιγαρχικοί να επιβάλουν το καθεστώς τους. Σ’ ό,τι αφορά την «καμουφλαρισμένη» παραπληροφόρηση, πρέπει να ξαναγραφεί ότι έγκειται στο ότι ο Πείσανδρος και οι συν αυτώ πρότειναν μιαν αλλαγή πολιτεύματος που οι καιροί επιβάλλουν να εφαρμοστεί άμεσα στο όνομα των συμφερόντων του λαού τάχα. Έτσι, ασκήθηκε στον Αθηναϊκό λαό – με «όπλο» την απάτη περί της βοήθειας από τον Τισσαφέρνη προς την Ολιγαρχική Αθήνα για τη νικηφόρα συνέχιση και έκβαση του πολέμου – μια ολόκληρη ιδεολογική βία από τους μηχανισμούς των Ολιγαρχικών, για να ψηφίσουν υπέρ του Πείσανδρου οι πολίτες στην καθοριστική λαϊκή συνέλευση.
Ο γνωστός τραγωδιογράφος και πρόβουλος του 413 π.Χ. Σοφοκλής, πάντως, φέρεται να είπε, τότε (411 π.Χ.), στον Πείσανδρο, σχετικά με το Ολιγαρχικό πραξικόπημα, ότι δεν το ενέκρινε, δεν έβλεπε, όμως, εκείνη τη στιγμή καμιά καλύτερη διέξοδο από την κοινωνικοπολιτική κρίση στην Αθήνα. Ενδέχεται, παρά ταύτα, να μην ήταν ο γνωστός τραγωδιογράφος ο πρόβουλος και αυτός που έδωσε «ψήφο ανοχής» στους 400 δύο χρόνια αργότερα Σοφοκλής, αλλά ένας συνονόματός του Ολιγαρχικών φρονημάτων ρήτορας, ο οποίος, όταν έληξε ο Πελοποννησιακός πόλεμος, συμπεριλήφθηκε στους Τριάντα τυράννους που επέβαλε η Σπάρτη στην Αθήνα. Όπως, όμως, και να έχουν τα πράγματα, στις 7 του Ιούνη στα 411 π.Χ., οι 400 αναλαμβάνουν την εξουσία, έχοντας υπέρ τους και την «ψήφο ανοχής» πολλών απ’ όσοι, τα τελευταία χρόνια, εμφανίζονταν απογοητευμένοι από την φθίνουσα πορεία της Αθηναϊκής Δημοκρατίας ή από τους δημαγωγούς της πολιτικής ζωής.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου