Β. 62. Ιωσήφ ο Υμνογράφος και Κρήτη
Μια σημαντική μορφή της εκκλησιαστικής μουσικής στα χρόνια του Βυζαντίου
θα είναι το κύριο θέμα του σημερινού σημειώματος. Ο λόγος για τον Ιωσήφ τον
Υμνογράφο, ο οποίος σχετίζεται, όπως θα ιδούμε, και με την Κρήτη, αλλά έμεινε
στην Ιστορία για τους ύμνους και τους κανόνες που συνέθεσε για λειτουργική
χρήση.
Ιωσήφ ο Υμνογράφος (9ος αι. μ.Χ.) |
Ο Ιωσήφ έζησε τον 9ο
αιώνα μ.Χ., ο οποίος ήταν, κατά τους βυζαντινολόγους και τους θεολόγους, μια
«γεμάτη» περίοδος της Ιστορίας, καθώς ξεκίνησε με την εικονόφιλη Ειρήνη την
Αθηναία και συνεχίστηκε με την εικονομαχία των χρόνων του Λέοντος του 5ου
και της δυναστείας του Αμορίου (Μιχαήλ ο 2ος, Θεόφιλος) και την
Κυριακή της Ορθοδοξίας (843 μ.Χ., βασιλομήτωρ Θεοδώρα). Τα κατοπινά χρόνια, «σημαδεύονται», τρόπον
τινά, από την ανάρρηση του Φωτίου στον πατριαρχικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης
(από το 858 μ.Χ.) και με ό,τι αυτή σχετίζεται για τις (πολιτικές και
εκκλησιαστικές) σχέσεις Κωνσταντινούπολης και Ρώμης το β’ μισό του εν λόγω
αιώνα. Ο 9ος αιώνας ξεχωρίζει
και για την πνευματική αναγέννηση του Βυζαντίου. Η πνευματική δημιουργία
γειτνιάζει με την παίδευση, ο Χριστιανισμός συμμαχεί με την αρχαιότητα. Ο
Φώτιος αντιπροσωπεύει την κεντρική δύναμη στην όλη πνευματική και φιλολογική
κίνηση της εποχής του.
Αφού,
λοιπόν, αναφέρουμε πως το παρόν άρθρο στηρίχτηκε σε στοιχεία για τον Ιωσήφ και
Γρηγόριο το Δεκαπολίτη από τα Αρχεία Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού και http://www.myriobiblos.gr/texts/greek/valsamis_dekapolitis.html#41_top,
ας ιδούμε το βίο και τη δράση του Ιωσήφ του Υμνογράφου.
Ο Ιωσήφ, λοιπόν, γεννήθηκε τα χρόνια της εξάπλωσης των Αράβων στη
Μεσόγειο εις βάρος του βυζαντινού στόλου, συγκεκριμένα μεταξύ των ετών 812 και
818 μ.Χ. στο Παλέρμο της Σικελίας από ενάρετους και ευσεβείς γονείς, τον Πλουτίνο και την Αγάθη. και πέθανε στην Κωνσταντινούπολη, γύρω στο 886
μ.Χ., τα τέλη της βασιλείας του Βασιλείου του 1ου, του αρχηγέτη της
Μακεδονικής δυναστείας.
Μετά τον πρόωρο θάνατο του πατέρα
του, περί το 828 μ.Χ., κατέφυγε μαζί με την μητέρα και την αδελφή
του στην Πελοπόννησο, όταν οι Άραβες έφτασαν στη Σικελία. Από εκεί, μετακόμισαν
στην Θεσσαλονίκη, όπου, κατά κάποια αγιολογικά κείμενα, ο Ιωσήφ γνώρισε και
συνδέθηκε με φιλία με το Γρηγόριο το Δεκαπολίτη (795/800 – 842 μ.Χ.), εκάρη
μοναχός και χειροτονήθηκε Ιερέας. Την περίοδο αυτή, ασχολήθηκε συστηματικά με
την καλλιγραφική αντιγραφή των ύμνων, αλλά και με την σύνθεση νέων.
Τα κατοπινά χρόνια (837 - 839), βρέθηκε στην Κωνσταντινούπολη μαζύ με
το Δεκαπολίτη και ίδρυσε και τη μονή του
απόστολου Βαρθολομαίου. Ο Ιωσήφ, επειδή αντιτάχτηκε στην εικονομαχία, διώκεται,
ενώ οι ασκητές ζητούσαν το Δεκαπολίτη να στείλει κάποιον στη
Ρώμη για παπική βοήθεια και όταν ο Ιωσήφ ξεκίνησε για τον Πάπα (838
– 839), έπεσε σε ενέδρα Σαρακηνών πειρατών, οι οποίοι και τον απήγαγαν στην
Κρήτη.
Τον 9ο και τον 10ο
αιώνα (820 – 961 μ.Χ.), η Κρήτη, μετά από αλλεπάλληλες επιδρομές, είχε καταχτηθεί από Άραβες πειρατές, τους
Σαρακηνούς, που είχαν επικεφαλής τον Abu Hafs Omar και οι οποίοι προέρχονταν
από την Ισπανία. Μετά την κατάχτηση, περιτείχισαν οι Άραβες την τωρινή πόλη του
Ηρακλείου, την περιέβαλαν με βαθύ αμυντικό χαντάκι και την ονόμασαν Rabdh
el-Khandaq (Φρούριο της τάφρου). Με ορμητήριο τη μεγαλόνησο, εξορμούσαν και
λυμαίνονταν ολόκληρη την ανατολική Μεσόγειο εις βάρος των Βυζαντινών. Έτσι, την
ίδια περίπου εποχή με την Κρήτη, έφτασαν και στη Σικελία (827 μ.Χ.), ενώ
τέσσερα χρόνια μετά, 831 μ.Χ., κατέλαβαν το Παλέρμο και πολλές άλλες σικελικές
πόλεις.
Μετά από το θάνατο του αυτοκράτορα Θεόφιλου και
του Δεκαπολίτη (842/3 μ.Χ.), ο Ιωσήφ ελευθερώθηκε
και επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη. Νέες διώξεις, όμως, θα γνωρίσει επί
της πατριαρχίας του Φωτίου, μετά το 858, όταν, επειδή ανήκε στους ζηλωτές και, όπως
όλοι οι Στουδίτες, ήταν υποστηρικτής του πατριάρχη Ιγνάτιου, εξορίστηκε στην
Κριμαία.
Το 867 μ.Χ. επανήλθε στην
Κωνσταντινούπολη, όπου δέχτηκε το αξίωμα του πατριαρχικού σκευοφύλακα. Ως
υμνογράφος υπήρξε πολυγραφότατος.
Θεωρείται συνεχιστής της
ποιητικής σχολής που είχε ως πρωτοπόρους τον αρχιεπίσκοπο Κρήτης, Ανδρέα τον
Ιεροσολυμίτη, τον Ιωάννη το Δαμασκηνό και τον Κοσμά το Μελωδό το Μαϊουμά, ενώ
ισοϋψείς των προηγουμένων αναδείχνονται, πέραν του Ιωσήφ, και ο Παύλος Σιλεντιάριος και ο Μιχαήλ Ιταλικός κ.α. Η
μορφή που κυριαρχεί στην ποίηση των Βυζαντινών δεν είναι η δημώδης, αλλά η
εκκλησιαστική. Κυρίως λειτουργική, ή λατρευτικού χαρακτήρα, προέρχεται από το
μοναχικό κόσμο. Επιδόθηκε, λοιπόν, ο Ιωσήφ, κυρίως, στη σύνθεση παρακλητικών
και εορτολογικών κανόνων, αλλά και κοντακίων, καθώς και πλήθους άλλων
τροπαρίων. Πάντως, οφείλουμε να διευκρινίσουμε και ότι για κάποια έργα του
τίθεται θέμα πατρότητας.
Στα Μηναία ο Όσιος Ιωσήφ είναι ο πλουσιότερα εκπροσωπούμενος υμνογράφος, αφού διατηρούνται σε αυτά 165 Κανόνες του με ομοιόμορφη δομή, που εξυμνούν Αγίους δευτέρας συνήθως εορταστικής τάξεως, δεδομένου ότι οι εξέχουσες εορτές είχαν ήδη καλυφθεί υμνογραφικά.
Ιδιαίτερα βέβαια συγκινεί ο Κανών στον Ακάθιστο Ύμνο, στον οποίο ακολουθεί Ειρμούς του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και υμνεί την Θεοτόκο με ατελείωτη σειρά επιθέτων και εικόνων, ως άφλεκτη βάτο, νεφέλη ολόφωτη, ρόδο αμάραντο, μήλο εύοσμο, περιστερά και τα παρόμοια.
Ιδιαίτερα βέβαια συγκινεί ο Κανών στον Ακάθιστο Ύμνο, στον οποίο ακολουθεί Ειρμούς του Οσίου Ιωάννου του Δαμασκηνού και υμνεί την Θεοτόκο με ατελείωτη σειρά επιθέτων και εικόνων, ως άφλεκτη βάτο, νεφέλη ολόφωτη, ρόδο αμάραντο, μήλο εύοσμο, περιστερά και τα παρόμοια.
Στον Ιωσήφ αποδίδεται και η
συμπλήρωση της Οκτωήχου, γνωστής ως «Νέα
Οκτώηχος». Η μνήμη του,
τέλος, εορτάζεται στις 3 Απρίλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου