Πέμπτη 19 Απριλίου 2018

Β. 76.  Βασιλιάς και Χούντα


Από τις 21 Απριλίου 1967, έχει στην Ελλάδα καταλυθεί, με τις ευλογίες του Στέμματος, το δημοκρατικό πολίτευμα κι έχει αντικατασταθεί από στρατιωτική δικτατορία. Για τη νομιμοφάνεια του καθεστώτος «πρωθυπουργός» είναι ο εισαγγελέας του Αρείου Πάγου, Κων/νος Κόλλιας, ο οποίος ορκίστηκε με την επικράτηση της χούντας, ύστερα από υπόδειξη του βασιλιά Κων/νου ως «τοποτηρητής» του στα νέα κέντρα αποφάσεων. Αποφάσεις, για τις οποίες «λύνει και δένει « ο συνταγματάρχης Γεώργιος Παπαδόπουλος, «υπουργός» Προεδρίας στην «κυβέρνηση» Κόλλια και ιθύνων νους της «εθνοσωτηρίου επαναστάσεως» της 21/4/1967.
Αποτέλεσμα εικόνας για βασιλιάς και χούντα
Η «κυβέρνηση» Κόλλια  (Βασιλιά + χουντικών αξιωματικών)
Στο διάστημα Απρίλης- Δεκέμβρης 1967, ο βασιλιάς βλέπει βαθμιαία πως χάνει τον έλεγχο της κατάστασης. Η πλάστιγγα γέρνει προς το μέρος των συνταγματαρχών, που ελέγχουν πλέον τα πάντα, στο στρατό και στην κοινωνία, με εκτοπίσεις, φυλακίσεις, έκτακτα στρατοδικεία. Αν και μετά τις 11/9/1967, ημέρα που συνάντησε τον Αμερικανό πρόεδρο Λ. Τζόνσον, ο βασιλιάς Κων/νος συμφωνεί με τον Παπαδόπουλο για την αποστρατεία ανώτατων (φιλοβασιλικών στην πλειοψηφία τους) στελεχών των ενόπλων δυνάμεων, πρόκειται για προσωρινό «συμβιβασμό» κι ετοιμάζεται με πιστούς σε αυτόν στρατιωτικούς ν’ ανατρέψει τον Παπαδόπουλο και τους συν αυτώ. Στο κωνσταντινικό «στρατόπεδο» ανήκαν υψηλόβαθμα στελέχη του στρατού, όπως ο αρχηγός της Αεροπορίας- πτέραρχος Αντωνάκος, ο στρατηγός Μανέτας, ο στρατηγός - διοικητής της Α’ Στρατιάς Κόλλιας, ο στρατηγός - διοικητής της Γ’ Στρατιάς Περίδης, ο ταξίαρχος Έρσελμαν κ.α., αλλά ο Παπαδόπουλος είχε φροντίσει να τους πλαισιώσει με δικούς του αξιωματικούς, ώστε -αν προσπαθήσουν να δράσουν εναντίον του και υπέρ του Κων/νου- να εξουδετερωθούν άμεσα.
Το βασιλικό «αντιπραξικόπημα» έλαβε χώρα στις 13 Δεκεμβρίου του 1967 και κατέληξε σε παταγώδες φιάσκο για τον Κων/νο, ο οποίος έκτοτε αναγκάστηκε να καταφύγει εκτός Ελλάδος κι έκπτωτος του Θρόνου.
Καθώς το Νοέμβρη του 1967 προκλήθηκαν σημαντικά επεισόδια σε βάρος Τουρκοκυπρίων στην Κύπρο και ο Κόλλιας προσέλαβε τον έμπειρο φιλομοναρχικό πολιτικό και τ. πρωθυπουργό Π. Πιπινέλλη  ως «υπουργό» Εξωτερικών, φτάνει στην Αθήνα ο Αμερικανός απεσταλμένος  Σάιρους Βανς. Κατόπιν πολυήμερων διαβουλεύσεων αποφασίστηκε (3/12) η αποχώρηση της Ελληνικής μεραρχίας από την Κύπρο κι η διεύρυνση των ειρηνευτικών δυνάμεων του ΟΗΕ, προς ανείπωτη πίκρα των Ελληνοκυπρίων.
Στις 29 Νοεμβρίου, όμως, ο πρώην πρωθυπουργός Κων/νος Καραμανλής δίνοντας συνέντευξη στους «Times» και στη «Le Monde», περιγράφει την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα ως «επικίνδυνον και δύσκολον. Είναι δύσκολος διότι αντιμετωπίζομεν όχι μόνον το  ζωτικόν και άμεσον πρόβλημα της ανατροπής  της δικτατορίας. Πρέπει επίσης να δημιουργήσωμεν τας απαραιτήτους συνθήκας διά την επιστροφήν εις την νομιμότητα. Είναι αναμφίβολον ότι επιστροφή εις την προϋπάρξασαν κατάστασιν  απλώς σημαίνει μεταφοράν από μίαν ανωμαλίαν εις άλλην...». Αλλού, στην ίδια συνέντευξη, ο επί σειρά ετών (1955-63) πρωθυπουργός και ηγέτης της ελληνικής Δεξιάς επισημαίνει ότι η Ελλάδα θα επανέλθει στη νομιμότητα «Διά της ανατροπής των Κινηματιών από την εξουσίαν... Οι Έλληνες δεν θα επιτρέψουν την διατήρησιν δικτατορίας οιασδήποτε μορφής...»
Η αντίδραση του Γ. Παπαδόπουλου στις δηλώσεις Καραμανλή ήταν άμεση. Θέλει να μείνει μόνος παντοκράτωρ και να διώξει ακόμη και το βασιλιά, που ετοιμάζει -δίχως να σκέφτεται τις «απαραίτητες συνθήκες», που έλεγε ο Καραμανλής - εδώ και λίγο καιρό το στρατιωτικό κίνημά του. Έτσι, ο Παπαδόπουλος αποφασίζει να προκαλέσει και να παγιδέψει τον Κων/νο.
Στις 12 Δεκεμβρίου, λοιπόν, του 1967 βρίσκει το βασιλιά και του απαιτεί ότι ήρθε η ώρα της αλλαγής: Ο Κόλλιας επιτέλεσε το «ρόλο» του και τώρα πλέον πρέπει να αποπεμφθεί για να διοριστεί ο Γ. Παπαδόπουλος πρωθυπουργός της Ελλάδας και ν’ αναλάβουν οι στρατιωτικοί συνεργάτες του τα καίρια πόστα της κρατικής μηχανής. Ο Κων/νος «τσιμπάει το δόλωμα» και κινήθηκε την επομένη ημέρα ν’ ανατρέψει τους συνταγματάρχες.
Γιατί προέβη ο Κων/νος στο βασιλικό «αντιπραξικόπημα»; Θα το πει ο ίδιος σε διάγγελμά του προς τον Ελληνικό λαό, από το ραδιοφωνικό σταθμό Λάρισας, που όμως ακούγεται κι αμυδρά μόνο σε μικρή ακτίνα κοντά στην έδρα του κι όχι πανελληνίως.
«...Το εθνικόν συμφέρον απαιτεί την εκ μέρους μου εκδήλωσιν πρωτοβουλίας... ίνα η χώρα επανέλθη εις την δημοκρατικήν νομιμότητα... Παρά την φαινομενικήν εν τη χώρα τάξιν και ασφάλειαν υπεκρύπτετο  μία συνεχής προσπάθεια σταθεροποιήσεως εις την εξουσίαν των στασιαστών, δημιουργούσα τον κίνδυνο της εγκαθιδρύσεως ολοκληρωτικού καθεστώτος... Επιθυμώ να αποκαταστήσω την πειθαρχίαν εις το στράτευμα διότι έχει σοβαρώς διασαλευθή...Έχομεν ανάγκην φίλων εις το εξωτερικόν... Καθ’όλην την διάρκειαν της τελευταίας εικοσιπενταετίας  η κομμουνιστική μειοψηφία δεν απέβλεψε παρά εις την ανατροπήν του κοινωνικού και πολιτικού καθεστώτος μας διά μέσων βιαίων και υπούλων. Επεσώρευσε καταστροφάς και ερείπια, μολύνει την νεολαίαν και θέτει εις κίνδυνον αυτήν την υπόστασιν της φυλής μας... Πιστεύω εις την αναγέννησιν και θα υποστηρίξω κάθε προσπάθεια τείνουσαν εις αυτήν, διότι γνωρίζω ότι τούτο αποτελεί αίτημα πανελλήνιον...»
Η βασιλική επιχείρηση ήταν εντελώς ανοργάνωτη και ούτε ένας Έλληνας δεν βοήθησε το βασιλιά να πετύχει  το «αντιπραξικόπημα». Η βασιλική οικογένεια, τα τιμαλφή και τα απαραίτητα βασιλικά ενδύματα, ο αρχηγός του Στρατιωτικού Οίκου του βασιλιά, ο γιατρός των ανακτόρων, δυο νοσοκόμες, δυο πιστοί υπηρέτες  κι ένα σκυλί ακολούθησαν το βασιλιά λίγο μετά τις 10 το πρωί της 13/12/1967, όταν έφυγε από το Τατόι για την Καβάλα, όπου θα γινόταν το «στρατηγείο» του.
Μαζύ με τους βασιλείς εγκατέλειπε την Αθήνα κι ο «πρωθυπουργός» Κόλλιας, που από τις 9.30 π.μ. της ίδιας ημέρας βρισκόταν στα Ανάκτορα. Στις 9.30, όμως, ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών Ιερώνυμος -πριν καν φύγει ο βασιλιάς από την Αθήνα- όρκισε αντιβασιλέα το στρατηγό Ζωϊτάκη, ο οποίος με τη σειρά του ανέθεσε την «πρωθυπουργία» στον Παπαδόπουλο, του οποίου ήταν -όπως φαίνεται- «αχυράνθρωπος».
Αν πετύχαινε το κίνημα του Κων/νου, «πρωθυπουργός» σε μεταβατική, αμιγώς πολιτική πλην φιλοβασιλική κυβέρνηση θα γινόταν -όπως δήλωνε ο ίδιος στους «Τimes»- ο τ. υπουργός Πέτρος Γαρουφαλιάς, που είχε αρνητικό (για τη Δημοκρατική παράταξη) πρωταγωνιστικό ρόλο το καλοκαίρι του 1965 με την υπόθεση «ΑΣΠΙΔΑ».
Πώς να πετύχαινε, όμως, ένα ερασιτεχνικό κίνημα ενός απείρου σε τέτοιες μηχανορραφίες βασιλιά; Όταν ο κωνσταντινικός στρατηγός Ι. Μανέτας παρέδωσε στον αρχηγό Γ.Ε.Σ. Οδ. Αγγελή τη βασιλική εντολή να αναλάβει εκείνος (ο Μανέτας) Γενικός Επιτελάρχης Στρατού και Α/Γ.Ε.ΕΘ.Α. (Αρχηγός στο Γενικό Επιτελείο Εθνικής Αμύνης), ο Αγγελής τον συνέλαβε.
Το  μήνυμα του Μανέτα υπέρ του βασιλιά διαβιβάστηκε και στο ναυτικό και στην αεροπορία, που προσχώρησαν στο μεγαλύτερό τους μέρος στο βασιλικό κίνημα και αφού ο βασιλέας τούς διέταξε: «Κάνετε ό,τι μπορείτε... με τον όρο να μη χυθεί αίμα», αναίμακτα στις 3 π.μ. της 14/12/67 πειθάρχησαν στο νέο προσωποπαγές καθεστώς του Παπαδόπουλου. Δυστυχώς, όμως, για τους βασιλικούς, ο στρατός έμεινε πιστός στους δικτάτορες. Μάλιστα έπειτα από -διά του ραδιοσταθμού των Αθηνών- διάγγελμα των συνεργατών του Παπαδόπουλου, που ανέφερε τα εξής: «Προ ολίγων ωρών εξεδηλώθη εγκληματική συνωμοσία και απόπειρα καταλύσεως του κράτους και της εννόμου τάξεως. Κοινοί τυχοδιώκται (Σ.Σ.: εννοεί τον Καραμανλή και τους άλλους αντιχουντικούς πολιτικούς, Γ. & Α. Παπανδρέου - Π. Κανελλόπουλο;) , κινούμενοι από μωράν φιλοδοξίαν και αγνοούντες το συμφέρον του έθνους , παρέσυραν και παρεπλάνησαν τον βασιλέα και τον εξηνάγκασαν να στραφή κι αυτός κατά της εθνικής γαλήνης και της ησυχίας του λαού εις ιδιαιτέρως ιστορικάς διά την Ελλάδαν στιγμάς», οι επικεφαλής του στρατού στους καίριας σημασίας  στρατιωτικούς σχηματισμούς αυθημερόν (13/12) απομόνωσαν και συνέλαβαν τους κωνσταντινικούς αξιωματικούς.
Λίγο, όμως, πριν τα Χριστούγεννα της ίδιας χρονιάς, ο Παπαδόπουλος παρείχε αμνηστία τόσο για τους πρωταγωνιστές της περιβόητης υπόθεσης «ΑΣΠΙΔΑ», όσο και για τα πολιτικά αδικήματα που σημειώθηκαν μετά τις 21/4/1967. Φυσικά, αφορούσε και όσους συμμετείχαν στο βασιλικό «αντιπραξικόπημα» του Δεκεμβρίου.
Όπως σημειώνει, μεταξύ άλλων,  η εφημερίδα «Ριζοσπάστης» για το βασιλικό «κίνημα» του Δεκεμβρίου του ’67 (13-12-2001), «Επρόκειτο, ουσιαστικά, για την προσπάθεια της αντικατάστασης της χούντας των συνταγματαρχών από τη χούντα των στρατηγών. […] Και οι δυο κινήσεις ήταν εν γνώσει των Αμερικανών που με κάθε ευκαιρία παρότρυναν είτε τη μια, είτε την άλλη πλευρά».
Ενώ ο ταξίαρχος Δ. Πατίλης, «υπουργός» Βορείου Ελλάδος επί Κόλλια, απέτρεψε με έγκαιρες κινήσεις του να κινητοποιηθούν οι φιλοβασιλικές δυνάμεις στη Β. Ελλάδα, ο βασιλιάς απογοητευμένος από την τροπή και ντροπή που πήρε το «αντιπραξικόπημά» του πήρε την οικογένειά του κι αναχώρησε μαζύ με τον «πρωθυπουργό» Κόλλια από την Καβάλα στη Ρώμη. Ήταν 3.15 π.μ. της 14/12/1967 και ο ραδιοφωνικός σταθμός Αθηνών μεταδίδει πως  ο Κωνσταντίνος  προσπαθεί να διαφύγει από τη χώρα κυνηγημένος, διότι «... Η αντεπανάστασις απέτυχε. Συνετρίβη πλήρως».
Ένας ακόμη φορέας του παλιού διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος είχε φύγει από τη μέση για τον Παπαδόπουλο και τους δικτάτορες, το Παλάτι. Ο Κων/νος έχοντας απολέσει και το θρόνο του, παρέμενε -καθ’ υπόδειξη των Αμερικάνων- σιωπηλός, όσο ο νέος «πρωθυπουργός» (Γ. Παπαδόπουλος) με «ασκήσεις επί χάρτου» προσπαθούσε να στελεχώσει την «κυβέρνησή του» με τέτοια πρόσωπα (Παττακός, Μακαρέζος, Ανδρουτσόπουλος) και την προσχώρηση από το φιλοανακτορικό «μέτωπο» του Π. Πιπινέλλη που παρέμεινε υπουργός Εξωτερικών, κινήσεις που θα εξασφάλιζαν μια νέα τάξη πραγμάτων για την Ελλάδα και πρώτα απ’ όλα τη «διεθνή κατανόηση» που του ήταν απαραίτητη. Απαραίτητη όσο ο έλεγχος του στρατού και της κοινωνίας, που άρχισε να διαφαίνεται περισσότερο ευδιάκριτα και να καταπιέζει το δημοκρατικών και φιλελεύθερων φρονημάτων εντός κι εκτός Ελλάδος Ελληνισμό μετά το βασιλικό «αντιπραξικόπημα» της 13ης Δεκεμβρίου 1967 και με τη συνδρομή ενός «Συντάγματος», ώστε -όταν το 92% των Ελλήνων «ψήφισαν» υπέρ του στις 29/9/1968-  «δικαιωνόταν» ο Α. Φασσέας, σημαίνων παράγοντας της ελληνοαμερικανικής ομογένειας που ένα χρόνο νωρίτερα (9/10/1967) είχε δηλώσει πως η χούντα της 21ης Απριλίου ήταν ο αναγεννητής της... δημοκρατίας (!).
Και μια και αναφέραμε την ελληνοαμερικάνικη ομογένεια, ας σημειωθεί και το γράμμα του Προέδρου των ΗΠΑ Τζόνσον προς τον Γ. Παπαδόπουλο τέλη Γενάτη του 1968 όπου ο πρόεδρος γράφει, μεταξύ άλλων, στον δικτάτορα, τον οποίο αναγνωρίζει πανηγυρικά ως πρωθυπουργό της χώρας και του γράφει και τα εξής: «Η κυβέρνησή μου βρίσκει ότι ορισμένα από τα μέτρα που έχετε λάβει είναι θετικά για την αποκατάσταση κανονικών συνθηκών στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή... Όπως γνωρίζετε, κ. πρωθυπουργέ, οι χώρες μας έχουν πολλές κοινές αξίες. Έχουμε μια μακρά και παραγωγική σχέση, βασισμένη σε κοινούς στόχους και δεσμούς. Πρόκειται για μια σχέση μεγίστης σημασίας για εμάς τους Αμερικανούς...» (βλ. «Ριζοσπάστης», 23-01-2002). Και μετά την επιστολή Τζόνσον, η μια μετά την άλλη, οι κυβερνήσεις των ΝΑΤΟικών κρατών ξεχνούν τις επιφυλάξεις τους και προχωρούν στην πλήρη αναγνώριση της χούντας.
Καταλήγοντας την αφήγησή μας, να γραφεί και ότι για ευνόητους λόγους διεκήρυτταν η νέα τάξη κι ο Παπαδόπουλος πως, σ’ αντίθεση με ό,τι συνέβη επί βασιλείας και των διεφθαρμένων πολιτικών και σαφώς πιο ενισχυμένοι αποτινάσσοντας καθετί βασιλικό μετά τις 13/12/1967, μεριμνούν «διά να κατοχυρωθή η εσωτερική ασφάλεια,  διά να συνεχισθή η εξυγίανσις του δημοσίου βίου, διά να συγχρονισθή  η διοίκησις, διά να προοδεύση η οικονομία, διά να υπάρξη  κοινωνική δικαιοσύνη και διά είναι εις θέσιν η Ελλάς να βαδίζη σταθερώς διά μέσου της ομίχλης της παγκοσμίου κρίσεως». Έτσι τουλάχιστον γράφει (28/9/1968) ο Σάββας Κωνσταντόπουλος, θεωρητικός της χούντας των συνταγματαρχών, ξεχνώντας τους Έλληνες  που είχαν γεμίσει τους τελευταίους μήνες .... τις φυλακές και τα ξερονήσια;

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου