Τρίτη 17 Απριλίου 2018

Β. 75. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ανάβει το «φυτίλι»
Ο πόλεμος της εθνικής ανεξαρτησίας των Ελλήνων ή  – όπως  έχει επικρατήσει να λέγεται  – η  Επανάσταση του 1821 ξεκίνησε από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη το β’  δεκαπενθήμερο του Φλεβάρη του 1821, στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες (Μολδαβία & Βλαχία).
Επελέγη η Μολδοβλαχία για 3 λόγους: (α) διοικούνταν από Φαναριώτες από το 1709, (β) υπήρχε ακμάζων ελληνισμός στην περιοχή και (γ) οι Τούρκοι, μετά από ρωσοτουρκική συνθήκη του 1812, δεν είχαν στρατό εκεί, ούτε και το δικαίωμα της στρατιωτικής επέμβασης, αλλά διέθεταν,  από τα εδάφη των Παραδουνάβιων ηγεμονιών, στρατιωτικές δυνάμεις μονάχα στο φρούριο της Βραΐλας, μιας πόλης στη σημερινή Ρουμανία, με ανθηρό, κατά τον 19ο αιώνα, όμως, ελληνικό στοιχείο. Επιπλέον, πρέπει να επισημανθεί και ό,τι γράφει ο Ν. Τοντορώφ («Η Βαλκανική Διάσταση της Επανάστασης του 1821», σελ. 80), ότι δηλαδή «στη Μολδοβλαχία επικρατούσαν καλύτερες συνθήκες για την προσέλκυση εκπροσώπων των υπόλοιπων βαλκανικών λαών στο ελληνικό απελευθερωτικό κίνημα, με την προοπτική της επέκτασης της προετοιμαζόμενης εξέγερσης σε μια παμβαλκανική επανάσταση».  
Στις 16/2/1821, λοιπόν, αφού τους τελευταίους μήνες είχαν εκδηλωθεί κάποια «κρούσματα» προδοσίας στους κόλπους των Φιλικών, ο αρχηγός της «Φιλικής Εταιρείας», Αλέξανδρος Υψηλάντης, στο Κισνόβιο (Κισσένιεφ), την πρωτεύουσα της Βεσσαραβίας και έδρα του Έλληνα πολιτικού διοικητή της περιοχής και γαμπρού του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Κωνσταντίνου Κατακάζη, λαμβάνει την απόφαση για την οριστική κήρυξη της ελληνικής Επανάστασης, όπως είχε προσχεδιαστεί. Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης στο Κισνόβιο, ας γραφεί και τούτο, δεν θα αποφάσιζε για την αναβολή ή την άμεσο έναρξη της Επανάστασης, αλλά για το από πού θα ‘πρεπε να ξεκινήσει, από τις Παραδουνάβιες ηγεμονίες ή από την κυρίως Ελλάδα.
Μια βδομάδα σχεδόν αργότερα, έχουμε δραστικές εξελίξεις. Συγκεκριμένα, στις 22 του ίδιου Φλεβάρη, παραιτούμενος από το ρωσικό στρατό, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, με δύο από τα αδέλφια του (Νικόλαο και Γεώργιο) και πλήθος οπαδών του, διαβαίνει τον ποταμό Προύθο και εισέρχεται στη Μολδαβία. Από το Ιάσιο της Μολδαβίας, όπου συναντά το Μιχαήλ Σούτσο, κυκλοφορεί την περίφημη προκήρυξή του στις 24/2/1821, «Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος». Πρόκειται για ένα κάλεσμα των υποδούλων για απελευθερωτικό αγώνα και ταυτόχρονα κηρύσσει την έναρξη της Επανάστασης κατά της Οθωμανικής αυτοκρατορίας («Η ώρα ήλθεν, ω άνδρες Έλληνες»). Συγκεκριμένα, μιλά για ελευθερία και πατρίδα, για δικαιώματα και φιλελεύθερες ιδέες, κάνει λόγο για μια «κραταιά δύναμη» που θα υπερασπίσει τα ελληνικά δίκαια, αφήνοντας να εννοηθεί έτσι πως έχει εξασφαλίσει την υποστήριξη της ομόδοξης και εχθρικής προς το Σουλτάνο Ρωσίας. Οι διακηρύξεις του Υψηλάντη διαβάστηκαν δημόσια στην Οδησσό με πάνδημες επιδοκιμασίες.
Λέγεται, μάλιστα, καθώς η «Φιλική» είχε, χάρη στο «Θούριο» του Ρήγα, εξαπλωθεί σ’ όλους τους λαούς της Βαλκανικής (Σέρβους, Βούλγαρους, Αλβανούς, αλλά όχι και Μολδαβούς βογιάρους γαιοκτήμονες ) και είχε φτάσει και στην Κρήτη, ότι, όταν ο Αλέξανδρος Υψηλάντης θα έδινε το έναυσμα για την Επανάσταση, ο σηκωμός, στηριγμένος σε αλλοτινά σχέδια του Ρήγα Φεραίου, θα ήταν παμβαλκανικός! Ο ίδιος ο Υωηλάντης είχε αποπειραθεί να στείλει τον Ύπατρο στον Αλήπασα, αλλά ο απεσταλμένος του δολοφονήθηκε κοντά στη Νάουσα και ο Πωπ, που επρόκειτο να πάει στο Σέρβο Μίλος Οβρένοβιτς για λογαριασμό του Υψηλάντη, πιάστηκε από τους Τούρκους και, για να μην υποστεί βασανιστήρια, αυτοκτόνησε.
Μονάχα που ο ξεσηκωμός που ήθελε ο Υψηλάντης δε θα απελευθέρωνε τους Βαλκάνιους αγρότες από την καταπίεση των γαιοκτημόνων όπως ήθελε ο άλλοτε αξιωματικός του ρωσικού στρατού Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, επικεφαλής ενός, γύρω στο 1821, κινήματος των κολίγων της Μολδοβλαχίας. Αποσκοπούσε, κατά τον Κορδάτο, να επαναστατήσουν τα Βαλκάνια υπέρ των Ελλήνων φεουδαρχών, οι οποίοι, κατόπιν, τροπαιούχοι, θα αντικαθιστούσαν την τουρκική εξουσία στην Κωνσταντινούπολη.  Ο Βλαδιμηρέσκου, όπως γράφει ο Τοντόρωφ Ν. (βλ. όπου παραπάνω, σελ. 102), στην πρώτη του προκήρυξη (23 Γενάρη 1821) απευθύνεται προς τους «αδελφούς κατοίκους της Βλαχίας» και τους καλεί σε αγώνα ανεξάρτητα από την εθνικότητά τους, «για να εξαφανίσουν τους κακούς με κακό» και να αφαιρέσουν «τα αγαθά και το βιος που απέχτησαν κακώς οι τύραννοι και οι βογιάροι».
Η είδηση, πάντως, για την έκρηξη Επανάστασης στη Μολδοβλαχία έφτασε στην Κωνσταντινούπολη στις 1 Μαρτίου του 1821. Διπλωματικά, το τούρκικο υπουργείο εξωτερικών προσπάθησε με τη «βοήθεια» της «Ιεράς Συμμαχίας» να απομονώσει τη Ρωσία, που τη θεωρούσε υπαίτια της εξέγερσης. Πολιτικά, ο Σουλτάνος διέταξε τον πατριάρχη, Γρηγόριο τον 5ο, να αφορίσει τους επαναστάτες και στρατιωτικά, κήρυξε γενική επιστράτευση των μουσουλμάνων υπηκόων του, κάνοντας λόγο για «ιερό πόλεμο» κατά των αλλοπίστων.
Είχαμε αφήσει, νωρίτερα, τον Αλέξανδρο Υψηλάντη στο Ιάσιο. Μια εβδομάδα παρέμεινε εκεί, αλλά δεν έκανε το παραμικρό για διοργάνωση και αύξηση του στρατού του, παρά μονάχα μοίραζε δεξιά και αριστερά στρατιωτικούς βαθμούς, διορίζοντας στρατηγούς και αξιωματικούς για το επιτελείο του. Πέρα απ’ αυτό, αναφέρεται και το ότι επιχείρησε επονείδιστες καταπιέσεις εις βάρος πλουσίων Ελλήνων και Ρουμάνων και ότι επιδοκίμασε τη σφαγή από τον Β. Καραβιά της ασήμαντης σε αριθμό τουρκικής φρουράς στο Γαλάτσι της Ρουμανίας και, κατόπιν, τη λεηλασία αυτής της πόλης και τη δήωση του Ιάσιου και άλλων περιοχών για πλιατσικολόγημα.
 
Άδοξο τέλος είχε η απόπειρα του Αλ. Υψηλάντη στη Μολδοβλαχία
να ξεκινήσει από εκεί η επανάσταση των Ελλήνων κατά των Τούρκων
και όλος σχεδόν ο Ιερός Λόχος του βρήκε ηρωικό θάνατο (άνοιξη 1821)
Κι ενώ, στις 10, λοιπόν, του Μάρτη, ο Υψηλάντης διοργανώνει από εθελοντές στη Φωξάνη της Μολδαβίας τον «Ιερό Λόχο», αρχικής δύναμης 100 αντρών υπό το Γ. Καντακουζηνό, εγκαθίσταται, πάλι αδρανής για αρκετές ημέρες, στο Πλοέστι και κατά τα τέλη του ίδιου μήνα, φτάνει στο Βουκουρέστι.
Σχετικά με τον ενθουσιασμό, με τον οποίο κατατάχτηκαν οι νέοι στον «Ιερό Λόχο», δίχως να μπορούν, τότε, να προβλέψουνε ότι, λίγους μονάχα μήνες αργότερα, θα αποδεικνυόταν ένα οδυνηρότατο «Βατερλό» για τους ίδιους και τους ηγήτορές τους, ας δώσουμε το λόγο στον Ηλία Φωτεινό: «[…] Την 27ην του Μαρτίου ημέραν Κυριακήν μετά μεσημβρίαν, κατά παρακίνησιν Αρχιμανδρίτου τινός Έλληνος παπά Βασιλείου, φίλου και συνοπαδού του Γ. Ολυμπίου, προσκληθέντες δύο ιερείς αγνoούντες ου ένεκα, εις τον οίκον του Βέλλιου, όπου ενέδρευεν ο Ι. Φαρμάκης εκεί προητοιμασμένη ούσα η τρίχρωος μεταξωτή σημαία, σύμβολα φέρουσα εκ του ενός τον άγιον Κωνσταντίνον συν τη Ελένη με το σημείον του σταυρού και υπό αυτοίς το «εν τούτω νίκα», εκ δε του άλλου τον Φοίνικα με το «εκ της κόνεώς μου αναγεννώμαι» έκαμαν κατ' επιταγήν λιτανείαν· έπειτα ο μέν εις ιερεύς κρατών εν χερσί τον σταυρόν, ο δε το ιερόν ευαγγέλιον, και μεταξύ τούτων ο ενθουσιαστικώτατος Κωνσταντίνος Κυριάκου Αριστίας φέρων επί ώμου αναπεπταμένην την ιεράν Σημαίαν, κατόπιν δε τούτων έως δέκα οπλοφόροι ξιφήρεις, εξήλθον ομού του ρηθέντος οίκου ψάλλοντες το «έλαμψεν η χάρις σου σήμερον»κτλ. και μετά τούτο άδοντες τα φιλελεύθερα άσματα του αειμνήστου Ρήγα Φερραίου το «δεύτε παίδες των Ελλήνων», «φίλοι μου συμπατριώται» και το «ως πότε παλληκάρια να ζώμεν στα στενά» κτλ. και παρακολουθούμενοι εν τω μεταξύ από πλήθος πολύ άλλων οπλοφόρων εγκατοίκων και οπλομάχων φιλελευθέρων, εστάθησαν oι επί κεφαλής του πλήθους δύο ιερείς μετά του ρηθέντος σημαιοφόρου εις το τετράοδον της παλαιάς Κούρτης, εδεήθησαν εκεί υπέρ της σωτηρίας των ορθοδόξων χριστιανών, ευχάς, θυμιάματα και δάκρυα προς τον Θεόν αναπέμψαντες εκφώνησαν τρανώς το «Σώσον Κύριε τον λαόν σου» κτλ. και ευθύς με ακατάπαυστον πυροβολισμόν επ' αέρος άνευ σφαιριδίων, δεν ηκούετο άλλο από το στόμα του πλήθους, ειμή το, ζήτω η ελευθερία, εωσού επέστρεψαν εις την ρηθείσαν oικίαν· ανέπηξεν και ο Σημαιοφόρος ευτυχώς την σημαίαν επί του πυλώνος τότε επροσκύνησαν πάντες αυτήν, επυροβόλησαν αύθις και τελευταίον έκραξαν μεγαλοφώνως το «και εις τας πύλας του Βυζαντίου». Μετά τούτο, oι μέν επανήλθον εις τα ίδια, oι δε συνακολουθούντες αυθόρμητοι από ενθουσιασμόν, ήρχισαν να συγκατατάττωνται εις στρατολογίαν […]».
Κοντά στο Βουκουρέστι, είχε στρατωνιστεί, με τους 3000 άντρες του, ο Θεόδωρος Βλαδιμηρέσκου, ενώ μέσα στην πόλη είχε σταθμεύσει ο Ρουμάνος χριστιανός, Σάββας Φωκιανός. Ο στενός συνεργάτης του Υψηλάντη, Γεωργάκης Ολύμπιος, από το 1820 (27 Δεκέμβρη), είχε συμφωνήσει με το Βλαδιμηρέσκου για σύμπραξη και γι’ αυτό, μόλις πέρασε ο Υψηλάντης τον Προύθο, ο Ρουμάνος «αντάρτης» πήγε κοντά του με τους Βλάχους αγρότες του. Ο Υψηλάντης, όμως, αντί να τους προσεγγίσει, έκανε οτιδήποτε άλλο πλην της συγκρότησης ενιαίου και πειθήνιου στρατεύματος, αλλά, αφού προέβη σε διώξεις σε βάρος των επισημότερων κατοίκων της πόλης, ασχολήθηκε πιο πολύ με τον καταρτισμό και τη συντήρηση ενός θεατρικού θιάσου.
Νωρίτερα, στις 14 Μαρτίου 1821, ο Ιωάννης Καποδίστριας, ως υπουργός εξωτερικών της Ρωσίας, τού αποστέλλει, εξ ονόματος του Τσάρου, επιστολή, με την οποία επικρίνει τον τρόπο και το χρόνο έναρξης της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες. Στην ουσία, έμμεσα, αναγνώριζε τα ελληνικά δίκαια και την Επανάσταση, που ως τότε υπεράσπιζε όσο μπορούσε διπλωματικά με την υπουργική του ιδιότητα. Πάντως, τούτη είναι η δεύτερη φορά που αντιμετωπίζει «δισταχτικά» έναντι του Υψηλάντη την επικείμενη Επανάσταση ο Καποδίστριας. Η προηγούμενη ήταν σε διά ζώσης συνομιλία τους το χειμώνα του 1820 …
Στο Βουκουρέστι βρίσκει τον Υψηλάντη τόσο η καταδίκη της Επανάστασης από τον Τσάρο Αλέξανδρο τον 1ο, όσο και η διαγραφή του Υψηλάντη από τους ρωσικούς στρατιωτικούς καταλόγους, αλλά και ο αφορισμός των Υψηλάντη  –  Μιχαήλ Σούτσου από τον οικουμενικό πατριάρχη Γρηγόριο τον 5ο.
Γιατί, όμως, αφόρισε ο Γρηγόριος τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και έστειλε τις νουθετικές εγκυκλίους, παρασέρνοντας στον ίδιο, αντιδραστικό, δρόμο πολλούς ανά την Ελλάδα αρχιερείς να καταδικάζουν τους επαναστάτες; Κάποιοι λένε πως και άλλοτε, σε παραπλήσιες κρίσιμες για τους Έλληνες καταστάσεις, μια σειρά αντιδράσεων σαν και την τωρινή Πατριαρχική είχε γλιτώσει το Γένος από τον αφανισμό, λόγω της τουρκικής μανίας! «[...] Αν δεν γινόταν ο αφορισμός, ήταν σχεδόν βέβαιο, ότι θα εξοντώνονταν εκατοντάδες χιλιάδες ορθοδόξων χριστιανών […]».
Μετά τον αφορισμό και την αποπομπή του, 1 Απρίλη, πλέον, του 1821, ο Υψηλάντης έφυγε από το Βουκουρέστι προς τα Καρπάθια και άφησε τους Βλαδιμηρέσκου και Σάββα Φωκιανό πίσω του.
Αρχές Μαΐου, όμως, εισέβαλαν στα εδάφη της Μολδοβλαχίας τρεις Τούρκοι πασάδες, ο της Βραΐλας στη Μολδαβία, ο της Σιλιστρίας στη Βλαχία και ο του Βιδινίου στη Μικρή Βλαχία. Ο Σάββας Φωκιανός έφυγε από το Βουκουρέστι προς τον Υψηλάντη, ο Βλαδιμηρέσκου ήλθε σε επαφές με τους Τούρκους και τους υποσχέθηκε, κατά τον Παπαρρηγόπουλο, να σκοτώσει τον Υψηλάντη και το στενό του συνεργάτη, Γεωργάκη Ολύμπιο. Ο Ολύμπιος, όμως, τότε, επικεφαλής 300 αντρών, συνέλαβε το Βλαδιμηρέσκου, τον οδήγησε μαζύ με το στράτευμά του στον Υψηλάντη, ο οποίος διέταξε και τον άνευ διαδικασίας τουφεκισμό του. Ο Παπαρρηγόπουλος γράφει περί προδοσίας του ηγέτη των Ρουμάνων αγροτών, αλλά ο Κορδάτος εντοπίζει την αιτία της εκτέλεσης του Βλαδιμηρέσκου στη σημαντική διάσταση μεταξύ των φεουδαρχικών και μοναρχικών κατά βάθος απόψεων του Αλέξανδρου Υψηλάντη και των φιλολαϊκών και υπέρ της αγροτιάς θέσεων του Ρουμάνου αρχηγού. Πρέπει, όμως, να συμπληρωθούν σ’ αυτό το σημείο και τα εξής: πρώτον, το ότι ο Φωτάκος περιγράφει αναλυτικά πώς εκτελέστηκε ο Βλαδιμηρέσκου από τους ανθρώπους του Υψηλάντη και δεύτερον, το ότι, σχετικά με τις προδοτικές σχέσεις του Βλαδιμηρέσκου με τους Τούρκους, ο ιστορικός Δ. Κόκκινος αναφέρει πως είχε συμφωνηθεί μεταξύ Ολύμπιου και Βλαδιμηρέσκου να ξεσηκωθεί ο δεύτερος όχι κατά του Σουλτάνου, αλλά κατά των Ελλήνων ηγεμόνων της Μολδοβλαχίας και των πλούσιων βογιάρων, για να παρασύρει το λαό και να μην εγείρει αμέσως τούρκικη επίθεση. Στην ίδια συμφωνία, προβλεπόταν και το ότι ο Ολύμπιος ανελάμβανε την υποχρέωση να παράσχει στο Βλαδιμηρέσκου στρατιώτες, για να προχωρήσει στα συμφωνημένα. Εξάλλου, εάν προσφύγουμε στο Δ. Κόκκινο πάλι,  ο Ολύμπιος θεωρούσε τίμιο τον Βλαδιμηρέσκου και δεν ήταν δυνατόν ν’ αμφιβάλει για την τιμιότητά του.
Ενώ οι Βλάχοι αγρότες εγκατέλειψαν το στρατόπεδο του Υψηλάντη, το υπόλοιπο και ακέφαλο, κατά τον παραπάνω τρόπο, στράτευμα του Βλαδιμηρέσκου ενσωματώθηκε στις δυνάμεις του Υψηλάντη, ο οποίος διέταξε, από το στρατόπεδο Τιργκόβιστε, να καταληφθεί η περιοχή γύρω από τη μονή Δραγατσανίου.
Ο Σάββας Φωκιανός, τότε, με τους άντρες του προσχωρούν στους Τούρκους και οι προσπάθειες ενός στρατηγού του Υψηλάντη, του Κωνσταντίνου Δούκα, να σωθεί η μονή του Νοσσέτου αποτυχαίνουν παταγωδώς μπροστά στη ραγδαίως εφορμώσα τουρκική δύναμη. Ο στρατηγός υποχώρησε άτακτα, πανικός κυρίεψε όσους ήσαν με τον Υψηλάντη στο Τιργκόβιστε, ο ίδιος ο ηγέτης της Επανάστασης έφυγε και κατευθύνθηκε στο Ρίμνικο, προσεγγίζοντας τα σύνορα με την Αυστρία, μ’ αποτέλεσμα, στις 1 Ιούνη, οι Τούρκοι ν’ αλώσουν, αμαχητί, το εγκαταλειμμένο στρατηγείο, απ’ όπου και αποκόμισαν πλούσια λεία.
Καταλαμβάνοντας στη συνέχεια και οχυρώνοντας το Δραγατσάνι μετά τις νίκες τους οι Τούρκοι, είχαν το «πάνω χέρι» στην περιοχή και ο στρατηγός τους, ο Καρά Αχμέτ, θα γυρίσει στο Βουκουρέστι. Συνολικά, ο στρατός του Υψηλάντη έξω από το Δραγατσάνι αριθμούσε 7500 άντρες με 4 τηλεβόλα. Ο Γεωργάκης Ολύμπιος, για να καταληφθεί το Δραγατσάνι, είχε καταστρώσει σχέδιο και είχε προβεί στην υλοποίηση μέρους του σε τέτοιο σημείο, ώστε, αρχές Ιούνη, οι Τούρκοι υπερασπιστές της πόλεως να ετοιμάζονται να φύγουν.
Από βεβιασμένους και υπερφίαλους χειρισμούς επιτελών του Υψηλάντη, ιδίως του Β. Καραβιά, ο οποίος παράκουσε  τις εντολές του Ολύμπιου, πραγματοποιήθηκε, στις 6 Ιούνη, επίθεση των ελληνικών δυνάμεων προς την τουρκική φρουρά του Δραγατσανίου, που αριθμούσε περί του 2000 ιππείς. Οι επιτιθέμενες ελληνικές δυνάμεις, οι οποίες αποτελούνταν από τον «Ιερό Λόχο», 500 ιππείς και πυροβολικό υπό την ηγεσία των Β. Καραβιά και Ν. Υψηλάντη, ετράπησαν σε ντροπιαστική υποχώρηση και φυγή και οι «Ιερολοχίτες» γνώρισαν, παρά τον ενθουσιασμό και τη γενναιότητά τους, οικτρή πανωλεθρία. 100 μονάχα από τους «Ιερολοχίτες» σώθηκαν και 2 πυροβόλα από τον Γεωργάκη Ολύμπιο, που είχε προστρέξει με – εφόσον η αφροσύνη του Καραβιά και η συντριβή των αντρών, που ‘χε μαζύ του είχαν «παραλύσει» τον εναπομείναντα στρατό του Αλέξανδρου Υψηλάντη – λιγοστούς άντρες για βοήθεια.
Έτσι, στις 6 – 7 Ιουνίου 1821, η μάχη στο Δραγατσάνι έχει ως τραγικό για τους Έλληνες αποτέλεσμα τη βαριά ήττα του Υψηλάντη και του στρατού του, αλλά και τη συντριβή του «Ιερού Λόχου», αφού από τους 373 «Ιερολοχίτες», που πολέμησαν εναντίον των Τούρκων τότε, οι 200 σκοτώθηκαν στο πεδίο της μάχης. Για την Ευρώπη οι «Ιερολοχίτες» θεωρούνταν «αντάξιοι των μεγάλων προγόνων των, αντάξιοι του Λεωνίδα και των αθανάτων 300 του», σημειώνει ο Δ. Κόκκινος.
Ο  ίδιος ο Αλέξανδρος Υψηλάντης, ενώ ο Σάββας Φωκιανός είχε ήδη δολοφονηθεί από τους Τούρκους στο Βουκουρέστι, πέρασε, από τις 15/6, στα αυστριακά σύνορα, αφήνοντας πίσω του στη Μολδοβλαχία «συντρίμμια»! Η Επανάσταση, βέβαια, στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, ολοκληρώθηκε τέλη Αυγούστου του ίδιου έτους, μετά από ελληνοτουρκικές συγκρούσεις σε διάφορες ρουμάνικες πόλεις (Γαλάτσι, Βραΐλα, Σκουλένι, Ιάσιο κ.α. με Αθανάσιο Καρπενησιώτη, αφού οι Μιχαήλ Σούτσος και Γεώργιος Καντακουζηνός είχανε φύγει από τη Μολδοβλαχία), με την ηρωική αντίσταση των Γεωργάκη Ολύμπιου και Ιωάννη Φαρμάκη, στη Μονή Σέκου.
Η αποτυχία του Υψηλάντη οφείλεται και στον ίδιο και στους λανθασμένους χειρισμούς του, στην κάκιστη προετοιμασία του κινήματος, στον κακό υπολογισμό για συμφωνία των ντόπιων (: δεν είχε καθόλου γίνει προεργασία για τη συμμαχία αυτή), στην εισέλευση τούρκικων στρατευμάτων στη Μολδοβλαχία (: κάτι που δεν περίμενε ποτέ ο Υψηλάντης), στον αφορισμό του Πατριάρχη,  στην αποκήρυξη από τον Τσάρο και τη μη χορήγηση ρωσικής βοήθειας σ’ έμψυχο δυναμικό, στην «Ιερά Συμμαχία», που κατέπνιγε κάθε κίνημα μετά τους Ναπολεόντειους πολέμους, και, κυρίως, στην απειρία και την προχειρότητα του βιαστικά συγκροτημένου από ανομοιογενείς ομάδες στρατού του Αλέξανδρου Υψηλάντη. Πάντως, εάν αναζητήσουμε τα απειροελάχιστα θετικά του εγχειρήματός του, τούτα θα βρεθούν στο ότι – μολονότι ήταν σημαντική η καταστροφή του – ο Υψηλάντης υποχρέωσε, κατά τους πρώτους και δύσκολους μήνες για την Επανάσταση της κυρίως Ελλάδας, την Υψηλή Πύλη (: Σουλτάνος και τουρκική κυβέρνηση) να διαθέσει σημαντικά στρατεύματα στη Μολδοβλαχία, τα οποία, εάν κατέβαιναν στην Πελοπόννησο, ίσως  να κατέπνιγαν μαζύ με όσα βρέθηκαν, τότε, εκεί τον ελληνικό ξεσηκωμό!

Περισσότερο, όμως, η πλάστιγγα έγειρε σε βάρος του Αλέξανδρου Υψηλάντη και της Επανάστασής του στις Παραδουνάβιες ηγεμονίες, από τη στιγμή που τους καταδίκασε πολιτικά ο Τσάρος και, κατά συνέπεια, βρέθηκαν στα νώτα του ανυπεράσπιστου Υψηλάντη άγρυπνοι «θεματοφύλακες» των ανθελληνικών αρχών της «Ιεράς Συμμαχίας» και σύμμαχοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας οι Αυστριακοί. 
Ενδεικτική βιβλιογραφία:
  1. Παπαρρηγόπουλος Κων/νος, «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», τόμοι 7, εκδόσεις Μπούρα, Αθήνα, χ.χ..
  2. Κορδάτος Γιάνης,  «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. Χ, Αθήνα, εκδόσεις «20ος  αιώνας».
  3. «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών, Αθήνα, τ. ΙΒ, 1975. 
  4. Φωτεινός Ηλίας, «Οι άθλοι της εν Βλαχία Ελληνικής Επαναστάσεως το 1821».
  5. Τοντόρωφ Ν,, «Η Βαλκανική διάσταση της Επανάστασης του 1821», Αθήνα 1982, εκδόσεις Gutenberg, επιμέλεια:Γ. Καράς. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου