Δευτέρα 9 Ιανουαρίου 2012

51. "Αέρας" φιλελεύθερος και δημοκρατικός του 1821




Πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για το πώς και το κατά πόσο τα συνταγματικά κείμενα στη διάρκεια του Ελληνικού Αγώνα προβλέπουν λειτουργία κράτους, που όχι μόνο θα προστατεύει τα ατομικά δικαιώματα των πολιτών, αλλά και θα εξασφαλίζει μιαν κοινωφελή δομή της νεοπαγούς πολιτείας. Για το φιλελεύθερο, λοιπόν, και το δημοκρατικό τους χαρακτήρα έχουνε δεχτεί πλήθος επιρροών, από τους Δυτικοευρωπαίους Διαφωτιστές του 18ου αιώνα (Ρουσσώ, Βολτέρος, Μοντεσκιέ, κ.α.), αλλά και από τις προεπαναστατικές συνήθειες των Ελλήνων και τις δύο μεγάλες επαναστάσεις του 18ου αιώνα (Γαλλική και Αμερικάνικη).
Το  ζήτημα των εκλογών και της αντιπροσώπευσης του λαού έχει κεντρική θέση στα σχέδια Συντάγματος που  συντάσσονται  μετά  την  εξέγερση  στη  Νότια Ελλάδα.  Τα  σχήματα  οργάνωσης  και η ορολογία έχουν ληφθεί από τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό: οι εκλέκτορες πρέπει να «συνίστανται  εκ  των  προκρίτων»  κάθε επαρχίας   και  να  επιλέγουν  τους  εφόρους  «εκ  των  εγκριτοτέρων  και  των φρονιμοτέρων».  Ο «αξιώτερος» πρέπει να αποστέλλεται στην «Εθνική»  («Γενική») «Βουλή».  Σύμφωνα  με  άλλο  σχέδιο,  «ο  λαός  εκάστης επαρχίας» πρέπει «να εκλέξει τα αξιώτερα μέλη του με ψήφους».  Οι εκλεγέντες θα ορίσουν εν συνεχεία «τους   γενικούς   εφόρους   της   επαρχίας».   Οι   έχοντες   δικαίωμα  ψήφου χαρακτηρίζονται ως «ψηφοφόρα  υποκείμενα»:  τα  «υποκείμενα»  κάθε  κατηγορίας είναι δε «ισόψηφα». Τα κρατικά όργανα πρέπει να «υπόκεινται εις το καθήκον της ανθρωπότητος,  εις  τους  νόμους και εις τα τοπικά έθιμα».  Ένα χρόνο μετά τις εκλογές «πάλιν θέλει έχει το κύρος η σκέψις  και  απόφασις  του  λαού». 
Ας ιδούμε, όμως, πρώτα – πρώτα, κάποια σημεία, τα οποία ανιχνεύονται στα άρθρα των συνταγμάτων της Πιάδας (1822), του Άστρους (1823) και της Τροιζήνας (1827) και στα οποία προδίδεται το φιλελεύθερο πνεύμα των πολιτευμάτων των επαναστατικών ετών: Όλοι οι Έλληνες είναι – για το Σύνταγμα της Επιδαύρου – «όμοιοι» ή – κατά τα επόμενα Συντάγματα – «ίσοι» ενώπιον των νόμων, έχουν τα ίδια πολιτικά δικαιώματα, διορίζονται, ανάλογα με την «αξιότητά» τους, στις διάφορες θέσεις, είναι ελεύθεροι να διατυπώνουν τις γνώμες τους, φτάνει να μην αντιβαίνουν τις αρχές της χριστιανικής θρησκείας και της κοινά αποδεχτής ηθικής και να μην έχει η γνώμη τους υβριστικό ή συκοφαντικό χαρακτήρα.
Σ’ άλλα άρθρα των Συνταγμάτων, βλέπουμε τη διάταξη να μοιράζονται όλες οι εισπράξεις δίκαια και ανάλογα με την περιουσία του καθενός σε όλους τους κατοίκους της επικράτειας, ενώ συναντούμε και άρθρα για δικαίωμα των πολιτών ν’ αναφέρονται στις Αρχές, για προστασία από τους νόμους τη περιουσίας, της τιμής και της ασφάλειάς τους, για κατάργηση της δουλείας, απαγόρευσης των βασανιστηρίων και της αυθαίρετης και μη σύννομης σύλληψης ή φυλάκισης των πολιτών, εισάγεται η ανεξιθρησκία παρότι επίσημη θρησκεία θα είναι η Ορθόδοξη χριστιανική. Επιπλέον, γίνεται λόγος για κοινωνική πρόνοια για τις χήρες και τα ορφανά της Επανάστασης, έχουμε συνταγματική κατοχύρωση για την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, ενώ, από τα συντάγματα του Άστρους και της Τροιζήνας, αρχίζει ο αγώνας για συστηματική εκπαίδευση της νεολαίας και του επαναστατημένου έθνους, δίχως, όμως, τεθεί πρόβλημα γλώσσας, μια και τότε δεν υπήρχαν οι διενέξεις των κατοπινών χρόνων σε καθαρευουσιάνους – δημοτικιστές!
Από την άλλη, το γεγονός ότι στα πρώτα κιόλας άρθρα των Συνταγμάτων δίδεται προτεραιότητα στην κυριαρχία του έθνους (άρθρο 5 της Τροιζήνας) αυτό και μόνο του μαρτυρεί, με το πιο σαφή τρόπο, το δημοκρατικό χαρακτήρα των πολιτευμάτων της Επανάστασης. Κι είναι λογικό να είναι το έθνος το κυρίαρχο όργανο μέσα στην αρτιγέννητη πολιτεία, εφόσον, όπως διαβάζουμε στις διάφορες επαναστατικές διακηρύξεις, την Επανάσταση την έκανε όλο το έθνος κι όχι μόνο μια τάξη.
Το δημοκρατικό γνώρισμα αναφαίνεται, επίσης, και από τη συνταγματική κατοχύρωση της διάκρισης των εξουσιών και μάλιστα στο σημείο ότι , σε όλα τα επαναστατικά Συντάγματα, καθιερώνεται η κοινοβουλευτική δημοκρατία, κατά την οποία η νομοθετική εξουσία θα ασκείται από δύο σώματα, το βουλευτικό (: βουλή) και το εκτελεστικό (: κυβέρνηση ή, μετά το 1828, Κυβερνήτης).
Τέλος, ένα ακόμα σημάδι της δημοκρατικότητας των πολιτευμάτων του Αγώνα αποτελούν οι διατάξεις ότι – ενώ δίδεται και αναγνωρίζεται το δικαίωμα του πολίτη ακόμα και σ’ όσους φιλέλληνες πολέμησαν στον Αγώνα και αποφάσιζαν να παραμείνουνε στην Ελλάδα – όλοι οι μόνιμοι κάτοικοι της επικράτειας είναι πολίτες και όλοι έχουν δικαίωμα ψήφου, τη στιγμή που καθολικό δικαίωμα ψήφου δεν ίσχυε ακόμα μήτε στην Αμερική, μήτε στη Βρετανία!
Στη συνέχεια, θα ανιχνεύσουμε κάποια ιδιαίτερα γνωρίσματα σε καθένα από τα τρία συνταγματικά κείμενα των χρόνων του Αγώνα. Και αρχή θα γίνει με. τη Διακήρυξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας, η οποία, σημειωτέον, προτάσσεται και των τριών Συνταγμάτων της Επανάστασης, έλεγε: «...Το Ελληνικόν Έθνος, το υπό την φρικώδη Οθωμανικήν δυναστείαν μη δυνάμενον να φέρη τον βαρύτατον και απαραδειγμάτιστον ζυγόν της τυραννίας και αποσείσαν αυτόν με μεγάλας θυσίας, κηρύττει σήμερον διά των νομίμων παραστατών του, εις Εθνικήν, συνηγμένων Συνέλευσιν, ενώπιον Θεού και ανθρώπων, την πολιτικήν αυτού ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν». Στη Διακήρυξη αυτή διατυπώνεται επιγραμματικά το όραμα ίδρυσης ενός κράτους-έθνους με δημοκρατικούς – αντιπροσωπευτικούς θεσμούς, η επιθυμία συγκρότησης μιας ενιαίας κοινότητας, την οποία θα έδενε σε μια ενότητα η ελληνική γλώσσα και η κοινή ιστορική παράδοση. Επιπλέον, οι συντάκτες της Διακήρυξης της Εθνικής Ανεξαρτησίας επιζητούσαν να αναγνωριστούν ως πολιτεία που την κυβερνούσαν εκλεγμένοι, «νόμιμοι» αντιπρόσωποι, αίτημα το οποίο σαφώς μπορεί να συνδυαστεί με τις ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης.
Ας ιδούμε, όμως, και τα τρία επαναστατικά Συντάγματα πιο αναλυτικά: Το Σύνταγμα της Επιδαύρου (1822) αποτελεί το πρώτο Σύνταγμα της επαναστατημένης Ελλάδας. Επίσημα ονομάστηκε «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Η ονομασία αυτή εύκολα κατανοείται, αν λάβει κανείς υπόψη την πολιτική κατάσταση που επικρατούσε την περίοδο εκείνη στην Ευρώπη. Ειδικότερα, οι μονάρχες της Ευρώπης, προκειμένου να διατηρηθεί η κοινωνική γαλήνη και να καταπολεμηθούν κινήματα – μιάσματα, όπως ο ιακωβινισμός και ο καρμποναρισμός, συγκρότησαν το 1815 την «Ιερή Συμμαχία». Αυτή ως στόχο είχε την κατάπνιξη με ένοπλη επέμβαση κάθε φιλελεύθερου κινήματος, οπουδήποτε και αν αυτό εκδηλωνόταν.
Οι  αποφάσεις  της  1ης  Εθνικής  Συνέλευσης ( 20.12.1821)  περιλαμβάνουν  επίσης  όρους  ειλημμένους  από  τον ευρωπαϊκό συνταγματισμό: «Εθνική Βουλή»,  «Γενική του Εθνους  Συνέλευσις», «ελληνικόν  έθνος»,  εκπροσώπηση  του έθνους «δια των νομίμων παραστατών του», φροντίδα «περί μόνου  του  κοινού  της  Ελλάδος  συμφέροντος»  και  για  την «πολιτικήν (...) ύπαρξιν και ανεξαρτησίαν» του Εθνους. Οι απόγονοι του «Έθνους  των  Ελλήνων»,  «σύγχρονοι των νυν πεφωτισμένων και ευνομουμένων λαών της Ευρώπης» αποβλέπουν στην «ανάκτησι(ν)  των  δικαίων  της  προσωπικής  ημών ελευθερίας,  της  ιδιοκτησίας  και της τιμής»: «από τοιαύτας αρχάς των φυσικών δικαίων  ορμώμενοι»,   επιδιώκουν  να  καταργήσουν  την  «δουλείαν»   και  να επαναφέρουν  τα  «απαλαίωτα και ανεξάλειπτα καθ’ εαυτά» «δίκαια» που αποτελούν ίδιο «των λογικών όντων». Με βάση αυτές τις αρχές,  «η Ελλάς άπασα μέλλει να κυβερνηθή  εφεξής»:  τα  πολιτικά όργανα πρέπει να διαμορφώνονται και να δρουν «επί της βάσεως του Δικαίου  και  των  ορθών  Νόμων»  και  να  εκλέγονται  από «πληρεξουσίους Παραστάτας».
Είναι σαφής η διάταξη του συντάγματος της Επιδαύρου, «Όσοι αυτόχθονες κάτοικοι της Επικρατείας της Ελλάδος πιστεύουσιν εις Χριστόν, εισίν Έλληνες   και   απολαμβάνουσιν   άνευ   τινός   διαφοράς  όλων  των  πολιτικών δικαιωμάτων».  Μόνον οι Έλληνες είναι  ίσοι  απέναντι  στο  νόμο,  μπορούν  να αναλαμβάνουν  οποιοδήποτε  δημόσιο  λειτούργημα (κριτήριο «η αξιότης εκάστου») και απολαμβάνουν προστασίας της  ιδιοκτησίας,  τιμής  και ασφάλειας.  Δίπλα στους  αυτόχθονες αναφέρονται δύο κατηγορίες κατοίκων: α) οι «έξωθεν ελθόντες» που «εισίν όμοιοι με τους αυτόχθονας κατοίκους ενώπιον των Νόμων»,  β) όσοι εκ των  «ξένων»  «έχουσι  την επιθυμίαν να γίνωσιν Έλληνες».  Ο νόμος ρυθμίζει τη διαδικασία «πολιτογραφήσεως». Από τις επτά παραγράφους αυτού του τμήματος μόνον η  τελευταία  αφορά  όλους τους  κατοίκους της χώρας.  Ορίζει ότι τα φορολογικά βάρη «διανέμωνται δικαίως εις όλας τας τάξεις και  κλάσεις  των  κατοίκων»  και  συνεπώς  εισάγει  μια υποχρέωση!  Ετσι  ο  φυσικοδικαιικών  απηχήσεων  τίτλος δεν ανταποκρίνεται στο περιεχόμενο. Έχουμε ένα Σύνταγμα συντεταγμένο μόνον για «Έλληνες».
 Πρόκειται όμως και για ένα  δημοκρατικό Σύνταγμα.  Ο λαός είναι η  μόνη πηγή της συντακτικής εξουσίας. Τη βασική ιδέα του συνταγματισμού και το πνεύμα του  εν  λόγω  Συντάγματος  εκφράζει  η  επισήμανση  του  Δ.  Υψηλάντη  ότι το «πολίτευμα είναι μια ένορκος συνθήκη μεταξύ των διοικούντων και  διοικουμένων» και  αν  μεταβληθεί  «άνευ  της συναινέσεως των διοικουμένων» οι «διοικούντες» υποπίπτουν «εις το μέγιστον  αμάρτημα  της  επιορκίας». 
Το  πολίτευμα διαμορφώνεται με βάση την αρχή της ισορροπίας νομοθετικού και εκτελεστικού και η  μη  θέσπιση του αξιώματος του αρχηγού κράτους εκφράζει τη ριζική τομή με το μοναρχικό-δεσποτικό παρελθόν.  Συνέπεια της ισότητας των πολιτών  είναι  ότι «το Βουλευτικόν σύγκειται εκ πληρεξουσίων εκλελεγμένων Παραστατών των διαφόρων μερών της Ελλάδος» και τα μέλη του πρέπει να είναι «εξάπαντος» Έλληνες. Πρέπει να σημειωθεί επίσης ότι οι γυναίκες παραμένουν αποκλεισμένες  από  τα πολιτικά δικαιώματα – σ’ αυτό το Σύνταγμα σιωπηρά –,  ότι η γλώσσα δεν θεωρείται κρίσιμη για την κτήση της ιθαγένειας και ότι στο Σύνταγμα αυτό – όπως  και  στα επόμενα – δεν περιλαμβάνονται ρυθμίσεις για τις εθνικές μειονότητες. 
Έτσι, παρά τα «τρωτά και κενά» του, το πολίτευμα της Επιδαύρου, ως δημοκρατικό, ονομάστηκε «Προσωρινόν», για να αμβλύνει τη δυσμενή εντύπωση, τη δυσπιστία και τη μήνη των ευρωπαϊκών αυλών. Στη σύνταξη του Συντάγματος της Επιδαύρου συμμετείχε αποφασιστικά όχι μόνον ο πρόεδρος της Εθνοσυνέλευσης, Αλ. Μαυροκορδάτος, αλλά και ο Θ. Νέγρης και ο Ιταλός φιλέλληνας Β. Γκαλλίνα. Το Σύνταγμα αυτό αποτελούνταν από πέντε (5) τίτλους, που υποδιαιρούνται σε τμήματα και τα τμήματα σε παραγράφους. Στο τέλος περιλαμβάνονταν γενικές διατάξεις με τον τίτλο «Παραρτήματα».
Κατά το Σύνταγμα της Επιδαύρου, η «Διοίκησις» (νομοθετική και εκτελεστική εξουσία) ασκείται από το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό σώμα. («η Διοίκησις σύγκειται εκ δύο σωμάτων, Βουλευτικού και Εκτελεστικού», §θ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου)
Το Βουλευτικό ήταν σώμα διαρκές, που το συγκροτούσαν πληρεξούσιοι με ενιαύσια θητεία από διάφορα μέρη της Ελλάδας, σύμφωνα με τον εκλογικό νόμο. («Το Βουλευτικόν σύγκειται εκ πληρεξουσίων εκλεγμένων παραστατών των διαφόρων μερών της Ελλάδος», §ια΄ Σύνταγμα Επιδαύρου). Πρώτος πρόεδρος του Βουλευτικού εξελέγη ο Δ. Υψηλάντης. Ο εκλογικός νόμος, που ψηφίστηκε στις 9 Νοεμβρίου του 1822, όριζε ότι οι βουλευτές εκλέγονται άμεσα, ενώ δεν όριζε ρητά αν η ψηφοφορία θα ήταν μυστική. Το Βουλευτικό σώμα είχε αρμοδιότητες ανάλογες με εκείνες των νομοθετικών σωμάτων. Ψήφιζε τους νόμους, που όμως δεν είχαν καμία ισχύ χωρίς την «επικύρωση» του Εκτελεστικού (§δ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), έδινε τη συγκατάθεσή του για την κήρυξη πολέμου ή τη σύναψη ειρήνης (§μ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου) και είχε το δικαίωμα να κατηγορεί και να κηρύττει, με αυξημένη πλειοψηφία, «έκπτωτους» τόσο τους Υπουργούς όσο και τα μέλη του Εκτελεστικού (§νβ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου).
Αξιοσημείωτη μάλιστα θεωρείται η προβλεπόμενη ποινική ευθύνη των υπουργών (§πε΄ Σύνταγμα Επιδαύρου). Ακόμα το Βουλευτικό σώμα ενέκρινε τον απολογισμό και προϋπολογισμό του κράτους (§μα΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), έλεγχε τους στρατιωτικούς προβιβασμούς που αποφάσιζε το Εκτελεστικό (§μβ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου) και είχε πλήθος άλλων αρμοδιοτήτων8. Το Εκτελεστικό σώμα (ανάλογη μορφή του γαλλικού «διευθυντηρίου») αποτελούσαν πέντε (5) μέλη «εκλεγομένων εκτός των μελών του Βουλευτικού, υπό Συνελεύσεως επίτηδες αθροιζομένης...» (§κ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου).
Το αιρετό και με ενιαύσια θητεία Εκτελεστικό είχε αρμοδιότητες ανάλογες με εκείνες του αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας. Πρόεδρός του εξελέγη ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος και μέλη του οι: Αθανάσιος Κανακάρης (Πάτρα), Ιωάννης Ορλάνδος (Ύδρα), Αναγνώστης Δεληγιάννης (Καρύταινα) και Ιωάννης Λογοθέτης (Λιβαδειά). Μεταξύ άλλων, το Εκτελεστικό «εκτελεί τους νόμους δια των διαφόρων υπουργών του» (§νς΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), είχε την αρμοδιότητα να διευθύνει όλες τις δυνάμεις της ξηράς και της θάλασσας (§ξ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), διόριζε τους οκτώ (8) υπουργούς των διαφόρων κλάδων της Διοίκησης (§ξε΄ Σύνταγμα Επιδαύρου) καθώς και τους πρέσβεις και όλους τους διπλωματικούς υπουργούς (§ξζ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου). Οι 8 υπουργοί, που διορίστηκαν τότε, ήσαν οι εξής: Θεόδωρος Νέγρης (εξωτερικών), Ιωάννης Κωλέττης (εσωτερικών), Νότης Μπότσαρης (πολέμου), Πανούτσος Νοταράς (οικονομικών), επίσκοπος Ανδρούσης (εκκλησιαστικών), Λάμπρος Νάκος (αστυνομίας), Θ. Βλάσης  (δικαιοσύνης) και τριμελής επιτροπή έχουσα ένα μέλος από Ύδρα – Σπέτσες και Ψαρά, τους Φραγκίσκο Δ. Βούλγαρη, Γιάννη Λαζάρου και Χατζηανδρέα Χατζηαργύρη  (ναυτικών).
Στο Εκτελεστικό σώμα αναγνωριζόταν και δικαίωμα αρνησικυρίας (veto), το οποίο ως κατάληξη είχε «να πίπτη ο νόμος εις εκείνην την περίστασιν» (§λδ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου). Αξίζει να σημειωθεί ότι, ενώ κατά τη 10η  παράγραφο Βουλευτικό και Εκτελεστικό «ισοσταθμίζονται» λόγω της αναγκαιότητας ύπαρξης «αμοιβαίας συνδρομής» τους για την «κατασκευή» των νόμων, στην πραγματικότητα μπορεί να συναχθεί σχετική υπεροχή του Βουλευτικού από τη διάταξη που του παρείχε το δικαίωμα να κατηγορεί και να κηρύττει «έκπτωτους», με αυξημένη πλειοψηφία, τόσο τους υπουργούς όσο και τα ίδια τα μέλη του Εκτελεστικού. Το Δικαστικόν οριζόταν ως «ανεξάρτητον» από το Εκτελεστικό και το Βουλευτικό σώμα (§πζ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), χωρίς ωστόσο να διασφαλίζεται η ανεξαρτησία του αυτή με κατάλληλες ρυθμίσεις.
Το Δικαστικό αποτελούνταν από έντεκα (11) μέλη, τα οποία εκλέγονταν από τη Διοίκηση (§πη΄ Σύνταγμα Επιδαύρου), ενώ τη δικαιοσύνη απένειμαν τα «Κριτήρια» (§πθ΄ Σύνταγμα Επιδαύρου). Στο Σύνταγμα της Επιδαύρου αναφέρεται ρητά ο «πρωθυπουργός», ο οποίος αποκαλείται «Αρχιγραμματεύς της Επικρατείας». Ονομάζεται πρώτος μεταξύ των υπουργών. Στις σπουδαιότερες αρμοδιότητές του συγκαταλέγεται η επιστασία των εξωτερικών. Σύμφωνα με τον Ανδρ. Δημητρόπουλο,  «Το «υπουργικό συμβούλιο» και ο «πρωθυπουργός» του Συντάγματος της Επιδαύρου δεν αντιστοιχούν απόλυτα στη σύγχρονη κυβέρνηση. Οπωσδήποτε ο ρόλος τους, σε σύγκριση με τη σημερινή κυβέρνηση, ήταν υποβαθμισμένος».
Το Σύνταγμα της Επιδαύρου δεν προέβλεπε ασφαλώς το άγνωστο – στα συνταγματικά κείμενα της εποχής του – κοινοβουλευτικό σύστημα, ενώ και η συνταγματικοπολιτική δομή του πολιτειακού σχήματός του δεν μπορεί να ταυτιστεί με εκείνη των μετά το 1844 ελληνικών Συνταγμάτων. Υπάρχουν εντούτοις κοινές βασικές αναλογίες, που επιτρέπουν τη «συνταγματική παρομοίωση» της τότε και της σύγχρονης συνταγματικής ρύθμισης10. Η εφαρμογή του «προσωρινού» Πολιτεύματος της Ελλάδας επετεύχθη μονομερώς, κυρίως λόγω της διαμάχης πολιτικών και στρατιωτικών, αλλά και εξαιτίας του ίδιου του Αγώνα. Παρ’ όλα αυτά, η ψήφιση του Συντάγματος αυτού «σηματοδότησε μια σημαντική κατάκτηση στην ιστορική διαδρομή του δημοκρατικού αιτήματος».
Η δημοσίευση, εξάλλου, αποσπασμάτων του Συντάγματος σε γαλλικές, γερμανικές, βρετανικές, ακόμη και αμερικανικές εφημερίδες, συνέβαλε στο να κερδίσουν οι Έλληνες την υποστήριξη μιας φιλελεύθερης κοινής γνώμης. Επίσης, ο Αλ. Σβώλος  (φωτό,  μελέτησε και προβάλλει τα επαναστατικά συντάγματα του 1821 στο βιβλίο του,  "Τα Ελληνικά Συντάγματα 1822-1975/1986: Η Συνταγματική Ιστορία της Ελλάδος", χρήσιμη πηγή για το παρόν άρθρο ) χαρακτηρίζει ως «αξιοσημείωτον» το έργο της 1ης  Εθνοσυνέλευσης, «διότι ίδρυσε μετά τόσων αιώνων στέρησιν, το πρώτο εν Ελλάδι ελεύθερον πολίτευμα και ακόμη διότι μαρτυρεί περί της επιδράσεως των ιδεών της Γαλλικής Επανάστασης εις την συνείδησιν στρωμάτων τινών του λαού και των πολιτικών ηγετών αυτού». Φυσικά, για το Σύνταγμα της Επιδαύρου διατυπώθηκαν όχι μόνο θετικές, αλλά και αρνητικές κρίσεις. Χαρακτηριστική είναι η γνώμη του Ν. Σαρίπολου για το «Προσωρινόν Πολίτευμα της Ελλάδος». Υποστήριξε, λοιπόν, ότι: «Το Σύνταγμα της Επιδαύρου δεν έλαβεν υπ΄ όψιν ουδέ τας πραγματικάς ανάγκας του λαού ουδέ τους εθνικούς θεσμούς της αυτοδιοικήσεως. Η κατάσταση της χώρας απαιτούσε ισχυρή κεντρική εξουσία, έναν μόνον άρχοντα...». Ο Αλ. Σβώλος, πάλι, γράφει πως το Πολίτευμα «λόγω του πολυαρχικού χαρακτήρος του, και συγκεκριμένως λόγω της χρονικώς περιωρισμένης θητείας του εκτελεστικού, της ελλείψεως ενότητος και ισχύος του πολυμελούς εκτελεστικού, δεν ήτο προωρισμένον να διευκολύνη τον Αγώνα της Ανεξαρτησίας, ο οποίος πιθανώς θα ηυδοκίμει περισσότερον υπό την διεύθυνσιν ενός ή ολίγων προσώπων». Τέλος, ο Αδ. Κοραής θεωρεί ατελείς τις διατάξεις του Συντάγματος που αναφέρονται στα ατομικά δικαιώματα, πιστεύει πως η πενταμελής εκτελεστική εξουσία «θα γεννήσει τη διχόνοια» και επισημαίνει στο έργο του «Σημειώσεις εις το προσωρινόν πολίτευμα της Επιδαύρου» την πληθώρα των υπουργών για τις συγκεκριμένες συνθήκες.
Με τον εκλογικό, όμως, νόμο του 1822, Ο «λαός» εκλέγει «εις έκαστον χωρίον» «κοινώς ευυπολήπτους άνδρας».  Πρόκειται για τον ορισμό  εκλεκτόρων, οι  οποίοι  σε  δεύτερο  βαθμό  επιλέγουν  τον «Παραστάτην» της επαρχίας στο Βουλευτικό Σώμα. Οι Παραστάτες πρέπει να λαμβάνονται «μεταξύ των εμφρονεστέρων και ηθικοτέρων» της επαρχίας.  Ο αριθμός ψήφων κάθε  εκλέκτορα  εξαρτάται από «την  ποσότητα  των  οικογενειών»  που  εκπροσωπεί.  Για τους εκλέκτορες δεν τίθενται ειδικές προϋποθέσεις,  άρα αρκεί η ιδιότητα του «Ελληνος» σύμφωνα  με το  Σύνταγμα του  1822.   Οι  «Παραστάτες»  έπρεπε  να  είναι  «αυτόχθονες»  ή  να  έχουν εγκατασταθεί προ πενταετίας στην επαρχία εκλογής  και  να  διαθέτουν  «ακίνητα κτήματα».   Οι   πολιτογραφηθέντες   αποκτούν   αυτομάτως  το  δικαίωμα του εκλέγεσθαι.
Οι   εκλογές   συνιστούν   τη   βάση   της   δημοκρατικής   οργάνωσης   του κράτους/λαού/έθνους.  Οι  εκλογείς  αποτελούν  «γενικήν Συνέλευσιν του έθνους, διότι μόνον το έθνος έχει το δικαίωμα να αποφασίζει κατά την θέλησίν  του  την Διοίκησιν».  Οι  εκλεγόμενοι  έχουν  δε την εξουσία διαταγής,  αλλά μόνον όσον διαρκεί η εντολή τους, δηλ. όσο «παρασταίνουν» το Έθνος. Στη συνέχεια,  όπως επισημαίνει  μια  γλωσσικά  και πολιτικά εντυπωσιακή φράση,  «γίνονται μερικοί άνθρωποι και προστάζονται». Πιο σημαντικό από την έκφραση  δημοκρατικών  ιδεωδών  σε  αφηρημένο  επίπεδο είναι  το  ότι  ο  εκλογικός  νόμος του 1822 εισήγαγε στην Ελλάδα εξ αρχής της νομικής συγκρότησης το γενικό και έμμεσο  εκλογικό  δικαίωμα,  χωρίς  να αποδίδει  σημασία,  όπως  ήταν  σύνηθες  στην  Ευρώπη της εποχής εκείνης,  στα κριτήρια  του  επαγγέλματος,  της  περιουσίας  και  της  μόρφωσης. 
Κατόπιν, έχουμε τη 2η εθνοσυνέλευση του Άστρους από τα τέλη Μάρτη του 1823. Εκεί, αναθεωρήθηκε το Σύνταγμα της Επιδαύρου και υπό τη νέα του μορφή ψηφίστηκε ως πυκνότερο και αρτιότερο από το προηγούμενο, στις 13 Απριλίου 1823. Έφερε, όπως προαναφέρθηκε, το ίδιο προοίμιο με το προηγούμενο Σύνταγμα. Μεταξύ, όμως, άλλων, το νέο Σύνταγμα καθιέρωνε ελαφρά υπεροχή της νομοθετικής εξουσίας έναντι της εκτελεστικής, αφού πλέον το δικαίωμα της αρνησικυρίας (veto) της πρώτης έγινε από απόλυτο, αναβλητικό (§ιζ΄ Σύνταγμα Άστρους). Ακόμη, βελτιώθηκε η προστασία των ατομικών δικαιωμάτων. Με σειρά διατάξεων απαγόρευσε ρητά τη δουλεία, η οποία μάλιστα την ίδια εποχή αναγνωριζόταν από πολλά ευρωπαϊκά κράτη, ορίζοντας ότι «εις την Ελληνικήν Επικράτειαν ούτε πωλείται ούτε αγοράζεται άνθρωπος [...]» (§θ΄ Σύνταγμα Άστρους), καθιέρωσε το δικαίωμα του «νόμιμου» δικαστή (§πγ΄ Σύνταγμα Άστρους) και της ελευθεροτυπίας (§η΄ Σύνταγμα Άστρους). Παράλληλα, επέκτεινε και στους αλλοδαπούς που κατοικούσαν στην Ελλάδα το δικαίωμα της προστασίας της ιδιοκτησίας, της τιμής και της ασφάλειας (§σ΄ Σύνταγμα Άστρους).
Το Σύνταγμα 1823 εντάσσεται εξίσου στο σημασιολογικό πεδίο του συνταγματισμού και  προχωρεί  στην  κατεύθυνση  της  «εθνοποίησης».   Το  δεύτερο  μέρος  δεν διαλαμβάνει πλέον «περί των γενικών δικαιωμάτων των κατοίκων»,  αλλά «περί των πολιτικών  δικαιωμάτων των Ελλήνων» και περιλαμβάνει έναν εκτενέστερο κατάλογο δικαιωμάτων.  Ο ορισμός του «Ελληνος» παραμένει αμετάβλητος,  ενώ  οι  «έξωθεν ελθόντες»  δεν  γίνονται  αυτομάτως «Έλληνες».  Πρέπει να έχουν «την Ελληνικήν φωνήν πάτριον»,  να πιστεύουν «εις Χριστόν» και να παρουσιασθούν στις  τοπικές αρχές αιτούμενοι «να εγκαταριθμηθώσι δι'αυτής εις τους πολίτας Ελληνας». Στη συνέχεια ορίζεται ότι «όσοι έξωθεν ελθόντες κατοικήσωσιν ή παροικήσωσι εις την Επικράτειαν  της  Ελλάδος  εισίν  ίσοι  με τους Ελληνας ενώπιον των νόμων» και απολαμβάνουν προστασίας της ιδιοκτησίας, τιμής και ασφάλειας.
 Έτσι διαμορφώνονται δύο κατηγορίες  «έξωθεν  ελθόντων».  Εκείνοι  που  είναι «Έλληνες»  με  βάση  τη  γλώσσα και τη θρησκεία  - και αποκτούν την ιδιότητα του πολίτη- και οι μόνιμοι κάτοικοι  που  απολαμβάνουν  ισότητας  αλλά  στερούνται πολιτικών δικαιωμάτων. Οι ανήκοντες στη δεύτερη κατηγορία χαρακτηρίζονται στην παρ.  12  και  ως  «αλλοεθνείς»,  όρος  που  αντικαθιστά το «ξένοι» του πρώτου συντάγματος και αποσαφηνίζει την ιδέα της εθνικότητας.  Οι «αλλοεθνείς» μπορεί να  πολιτογραφηθούν υπό την προϋπόθεση ότι διαμένουν στην Ελλάδα επί πενταετία χωρίς  να  έχουν  διαπράξει  ποινικό  αδίκημα  και  έχουν  αποκτήσει  «ακίνητα κτήματα».  Εναλλακτικές  προϋποθέσεις  είναι  τα  «μεγάλα ανδραγαθήματα» ή «αι σημαντικαί εκδουλεύσεις εις τας  χρείας  της  Πατρίδος»  σε  συνδυασμό  με  τη «χρηστότητα των ηθών».  Οι πολιτογραφούμενοι αποκτούν αμέσως τα δικαιώματα του Ελληνα πολίτη με εξαίρεση το δικαίωμα του εκλέγεσθαι που παρέχεται δέκα χρόνια μετά την πολιτογράφηση. Η σημαντικότερη αλλαγή αφορά τη θέσπιση του κριτηρίου της γλώσσας  για  τους ετερόχθονες,  το  οποίο προστίθεται στο κριτήριο της θρησκείας.  Πρόκειται για ένα σαφέστερο «εθνοτικό» ορισμό του Ελληνα,  ο οποίος δεν επηρεάζει ωστόσο το κατά  βάση  ισχύον  : οι αυτόχθονες εξακολουθούν να αποκτούν την ιδιότητα του Ελληνα ανεξαρτήτως από την ομιλούμενη γλώσσα.
Σε γενικές γραμμές, μπορούμε να πούμε πως, συγκριτικά με το Σύνταγμα της Επιδαύρου, οι σχετικές με τα ατομικά δικαιώματα διατάξεις ενισχύθηκαν και διευρύνθηκαν. Αξιοπρόσεκτο είναι και το γεγονός ότι στο Σύνταγμα του Άστρους διακηρύσσεται για πρώτη φορά η αυξημένη τυπική ισχύς του Συντάγματος, καθώς ορίζεται ότι «επ΄ ουδεμιά προφάσει και περιστάσει δύναται η Διοίκηις να νομοθετήση εναντίως εις το παρόν Πολίτευμα» (ψήφισμα Β΄ Σύνταγμα Άστρους). Όπως και στην προηγούμενη συνταγματική ρύθμιση, έτσι και κατά το Σύνταγμα του Άστρους, το Εκτελεστικό σώμα εκλέγει επτά (7) υπουργούς και ένα «γενικό γραμματέα», στον οποίο ανατίθενται οι εξωτερικές υποθέσεις (§κδ΄ Σύνταγμα Άστρους). Το Εκτελεστικό σώμα «εκτελεί τους νόμους δια των υπουργών του, καθ’ όλην την Επικράτειαν» (§μη΄ Σύνταγμα Άστρους), διορίζει (§νβ΄ Σύνταγμα Άστρους) και αλλάζει (§νε΄ Σύνταγμα Άστρους) τους υπουργούς και προσδιορίζει τα καθήκοντά τους.
Στο Σύνταγμα αυτό περιλαμβάνονταν ακόμη διατάξεις που αναφέρονταν στην ποινική ευθύνη των υπουργών (§ξξ΄, οο΄ Σύνταγμα Άστρους). Τέλος, η 2η Εθνοσυνέλευση ψήφισε νέο εκλογικό νόμο, με τον οποίο το δικαίωμα του εκλέγειν ανήκε πλέον στους έχοντες την ιδιότητα του «ανδρός» και όχι του «γέροντος», ενώ η εκλογική ηλικία γινόταν 25 έτη, έναντι των 30 που ήταν προηγουμένως.
Ειδικής αναφοράς αξίζει το μειονέκτημα της ενιαύσιας θητείας των οργάνων της «Διοικήσεως», το οποίο παρέμεινε άθικτο από το προηγούμενο Σύνταγμα, απόρροια της διαρκώς αυξανόμενης δυσπιστίας μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών. Αναμφισβήτητα ο πολυαρχικός χαρακτήρας του πολιτεύματος ευνόησε τις συγκρούσεις μεταξύ Εκτελεστικού και Βουλευτικού. Οι συγκρούσεις αυτές σταδιακά οδήγησαν σε εμφύλιο πόλεμο. Αυτό έγινε και η αφορμή για τη συστηματική παρέμβαση των ξένων «προστάτιδων» δυνάμεων στην ελληνική πολιτική ζωή.
Αφού πέρασε «μύρια κύματα», η 3η Εθνοσυνέλευση συνήλθε και ολοκληρώθηκε στην Τροιζήνα, την άνοιξη του 1827. Η Εθνοσυνέλευση, προτού ψηφίσει το Σύνταγμα και ύστερα από προετοιμασία του Θ. Κολοκοτρώνη, με ψήφισμα στις 3 Απριλίου του 1827 εξέλεξε τον Ι. Καποδίστρια «Κυβερνήτη της Ελλάδος». Το Σύνταγμα της Τροιζήνας ψηφίστηκε την 1η Μαΐου του 1827, χρησιμοποίησε ως πρότυπο το Αμερικανικό Σύνταγμα του 1787 και ονομάστηκε «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος».
Στο Σύνταγμα  του 1827, για πρώτη φορά προσδιορίζονται ρητά η πηγή της συντακτικής εξουσίας και τα όρια  της ελληνικής  επικράτειας:  «Επαρχίαι  της Ελλάδος  είναι,  όσαι  έλαβον  και  θα  λάβωσι  τα  όπλα  κατά  της Οθωμανικής δυναστείας», δηλαδή  δυνητικά ολόκληρο το έδαφος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Η επικράτεια ορίζεται ως «μία και αδιαίρετος» και «η Κυριαρχία ενυπάρχει εις το Έθνος. Πάσα εξουσία πηγάζει εξ αυτού, και υπάρχει υπέρ αυτού». Σε μια απολυταρχικά κυβερνώμενη Ευρώπη, το Σύνταγμα του 1827 ορίζει την πηγή της κρατικής εξουσίας (έθνος) και το σκοπό της  (εθνικό  συμφέρον).  Πρόκειται για  μια  δημοκρατική  «σαφήνεια»,  η  οποία  δεν  έχει  προηγούμενο  ούτε στα Συντάγματα  της  Γαλλικής  επανάστασης Υπό τον (νέο) τίτλο «Δημόσιον δίκαιον των Ελλήνων» ορίζονται στο 3ο κεφ. του Συντάγματος,  τα  θεμελιώδη  δικαιώματα.  Αλλαγές  διαπιστώνονται  στον  ορισμό  των «Ελλήνων» που διακρίνονται στις εξής κατηγορίες: α) «αυτόχθονες» Χριστιανοί, β)  Χριστιανοί της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας που εγκαθίστανται στην Ελλάδα,  γ) όσοι «είναι γεννημένοι από πατέρα Έλληνα» (εννοείται προφανώς στο  εξωτερικό), δ) πρώην Έλληνες πολίτες, οι οποίοι απέκτησαν αλλοδαπή ιθαγένεια, εάν οι ίδιοι ή  οι  απόγονοί  τους  εγκατασταθούν  στην Ελλάδα «και ορκισθώσι τον Ελληνικόν όρκον»,  ε) «ξένοι» που θα πολιτογραφηθούν Έλληνες εάν  παράσχουν  «αποδείξεις αποχρώσας»  ότι  κατοικούν  επί  τριετία  στην Ελλάδα,  δεν έχουν καταδικασθεί ποινικά και διαθέτουν ακίνητη περιουσία ορισμένης αξίας. Οι πολιτογραφούμενοι αποκτούν αμέσως μετά την ορκοδοσία «όλα  τα  δικαιώματα του πολίτου». Επιφύλαξη νόμου τίθεται μόνον για το δικαίωμα του εκλέγεσθαι. Οσον  αφορά  το  εκλογικό δικαίωμα,  το Σύνταγμα ορίζει απλώς ότι «οι Αντιπρόσωποι εκλέγονται από τον λαόν κατά τον περί εκλογής Νόμον».
Αξιομνημόνευτες, πέραν όσων έχουν ήδη αναφερθεί, είναι επίσης διατάξεις του Συντάγματος, όπως το άρθρο 17, που ορίζει την παροχή αποζημίωσης σε περίπτωση απαλλοτρίωσης για δημόσιο συμφέρον και το άρθρο του Συντάγματος που ορίζει ρητά τη μη αναδρομική ισχύ όλων των νόμων. Όπως φανερώνει και το άρθρο 5, το οποίο όπως προαναφέρθηκε καθιερώνει για πρώτη φορά ρητά την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, η συγκρότηση της κρατικής εξουσίας χαρακτηρίζεται από την υπεροχή αυτή της λαϊκής αντιπροσωπείας. Ο Κυβερνήτης, που εξελέγη για περίοδο επτά (7) ετών (άρθρ. 120, 121 Σύνταγμα Τροιζήνας), είναι απαραβίαστος (άρθρ. 103 Σύνταγμα Τροιζήνας), ενώ έχει και την αρμοδιότητα να διορίζει και να αλλάζει τους γραμματείς της επικρατείας (άρθρ. 110 Σύνταγμα Τροιζήνας), οι οποίοι έχουν την ευθύνη των δημόσιων πράξεών του (άρθρ. 104 Σύνταγμα Τροιζήνας). Ο Καποδίστριας συμμετείχε μεν στην άσκηση της νομοθετικής εξουσίας, αλλά δεν μπορούσε να ανατρέψει νομοθετικές αποφάσεις της Βουλής, καθώς διέθετε αναβλητικό απλώς δικαίωμα αρνησικυρίας (veto) (άρθρ. 73 Σύνταγμα Τροιζήνας). Ακόμη, ο Κυβερνήτης δεν είχε τη δυνατότητα να διαλύσει τη Βουλή ούτε μπορούσε να συνάψει συνθήκες ειρήνης, συμμαχίας, εμπορίου κ.ά. χωρίς τη συγκατάθεση της λαϊκής αντιπροσωπείας. Στο «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος» αφιερώνεται ειδικό κεφάλαιο στους γραμματείς της επικρατείας (άρθρ. 126 – 132 Σύνταγμα Τροιζήνας).
Υφίστανται έξι γραμματείς, σύμφωνα με το άρθρο 126 του Συντάγματος: (α) εξωτερικών, (β) εσωτερικών και αστυνομίας, (γ) οικονομίας, (δ) πολεμικών, (ε) ναυτικών και (στ) δικαίου και παιδείας. Οι γραμματείς διορίζονται, όπως είδαμε, από τον Κυβερνήτη (άρθρ. 110 Σύνταγμα Τροιζήνας) και είναι υπεύθυνοι για τις δημόσιες πράξεις του (άρθρ. 104 Σύνταγμα Τροιζήνας). Επιπλέον, «δημοσιεύουν και ενεργούν όλα τα διατάγματα του Κυβερνήτου, και έκαστος προσυπογράφεται εις όσα αναγράφονται εις τον κλάδον του» (άρθρ. 127 Σύνταγμα Τροιζήνας). Οι υπουργοί, προσκαλούμενοι από τη Βουλή, οφείλουν, σύμφωνα με το άρθρο 128 του Συντάγματος, να δίνουν όλες τις απαραίτητες πληροφορίες για τα ζητήματα που σχετίζονται u956 με τον κλάδο τους και έχουν παράλληλα το ελεύθερο να παρακολουθούν όλες τις συνεδριάσεις της Βουλής και να ακούγονται, εφόσον ζητήσουν το λόγο (άρθρ. 129 Σύνταγμα Τροιζήνας). Τέλος, οι γραμματείς είναι υπεύθυνοι και μπορούν να κατηγορηθούν στη Βουλή για εσχάτη προδοσία, κατάχρηση δημοσίου χρήματος και υπογραφή διαταγμάτων, τα οποία αντιβαίνουν στους θεμελιώδεις νόμους (άρθρ. 131 Σύνταγμα Τροιζήνας).
Πέρα απ’ αυτά, το Σύνταγμα της Τροιζήνας καθιέρωσε την πλήρη διάκριση των εξουσιών (άρθρ. 36 – 42 Σύνταγμα Τροιζήνας). «Η κυριαρχία του Έθνους διαιρείται εις τρεις εξουσίας· Νομοθετικήν, Νομοτελεστικήν και Δικαστικήν». Μάλιστα, διατύπωσε με σαφήνεια τις αρμοδιότητες κάθε μιας εξουσίας: «Η Νομοθετική κατασκευάζει τους νόμους» (άρθρ. 37 Σύνταγμα Τροιζήνας), «Η Νομοτελεστική επικυρώνει αυτούς κατά το 73 άρθρον και τους εκτελεί» (άρθρ. 38 Σύνταγμα Τροιζήνας) και «Η Δικαστική τους προσαρμόζει» (άρθρ. 39 Σύνταγμα Τροιζήνας). Το Κεφάλαιο ς΄ του Συντάγματος (άρθρ. 43 – 101) αναφέρεται στη Βουλή, η οποία «ολικώς θεωρουμένη, είναι απαραβίαστος» (άρθρ. 46 Σύνταγμα Τροιζήνας). Τα μέλη της είναι οι αντιπρόσωποι του Έθνους (άρθρ. 43 Σύνταγμα Τροιζήνας) και εκλέγονται για τρία (3) χρόνια (άρθρ. 57 Σύνταγμα Τροιζήνας). Η σύνθεση της Βουλής προβλέπεται από το Σύνταγμα να ανανεώνεται κατά το 1/3 κάθε χρόνο (άρθρ. 57 Σύνταγμα Τροιζήνας) και οι συνεδριάσεις της είναι δημόσιες (άρθρ. 67 Σύνταγμα Τροιζήνας). Κανείς δεν έχει τη δυνατότητα να εκλεγεί βουλευτής σε δύο συνεχείς περιόδους (άρθρ. 58 Σύνταγμα Τροιζήνας), και κάθε «αντιπρόσωπος» έχει «το δικαίωμα να ζητή και να λαμβάνη τας αναγκαίας πληροφορίας από τας Γραμματείας περί παντός πράγματος, συζητουμένου εις την Βουλήν» (άρθρ. 83 Σύνταγμα Τροιζήνας).
Αξίζει να σημειωθεί ότι το Σύνταγμα της Τροιζήνας όριζε ότι τα δικαστήρια δικάζουν «κατά τους γραπτούς νόμους του Έθνους» (άρθρ. 134 Σύνταγμα Τροιζήνας). Το Σύνταγμα του 1828 έδωσε στην επαναστατημένη χώρα ένα πολίτευμα έντονα δημοκρατικό, εμπνευσμένο από φιλελεύθερες και δημοκρατικές ιδέες της εποχής. Θεωρείται μάλιστα ως το πιο δημοκρατικό και προοδευτικό όχι μόνο από τα δύο προηγούμενα Συντάγματα, αλλά και από τα τότε ισχύοντα στην Ευρώπη.
Κατά τον Αλέξανδρο Σβώλο, αποτελεί «το τελειότερον των Συνταγμάτων της Επαναστάσεως». Όπως ο ίδιος υποστηρίζει, το πολίτευμα είναι «εμπνευσμένον τόσον εντόνως από τας δημοκρατικάς και φιλελεύθερας ιδέας, ώστε δικαίως ελέχθη ότι υπερέβαινε τα ισχύοντα τότε εν Ευρώπη» και «υπό πολλάς επόψεις αξιοσημείωτον δια την αρτιωτέραν διατύπωσιν του συστήματος των ατομικών ελευθεριών και διότι τονίζει το τυπικόν κύρος του Συντάγματος». Ο Ανδρ. Δημητρόπουλος θεωρεί πως «η εφαρμογή των διατάξεων του Συντάγματος θα μπορούσε ίσως να οδηγήσει στη διαμόρφωση κοινοβουλευτικού συστήματος».
Γεγονός είναι, πάντως, ότι το «Πολιτικόν Σύνταγμα της Ελλάδος», δημοκρατικότερο και αρτιότερο από τα προηγούμενα, άσκησε σημαντική και εμφανή επιρροή στα επόμενα Συντάγματα και στην επιστήμη του Συνταγματικού Δικαίου, αλλά και σε ολόκληρη την εξέλιξη του πολιτικού βίου της χώρας.
Ωστόσο, το Σύνταγμα της Τροιζήνας «προτείνοντας μια εύθραυστη ισορροπία ανάμεσα στη Βουλή και τον Αρχηγό του Κράτους – Κυβερνήτη δεν αντιμετώπιζε το ενδεχόμενο διαφωνίας τους, δεν προέβλεψε μιαν ασφαλιστική δικλείδα σε περίπτωση που μια διάσταση ανάμεσα στα δύο κυρίαρχα κρατικά όργανα θα δημιουργούσε εμπλοκή στη λειτουργία του πολιτεύματος».

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου