Πέμπτη 12 Ιανουαρίου 2012

55. Δεινός στο λέγειν, "Χρυσόστομος"







Σημαντική αξία έχουν όσα, στο πέρασμα των αιώνων, γραφήκανε και ειπωθήκανε από θεολόγους και μελετητές της Ιστορίας της Ορθόδοξης Χριστιανικής Εκκλησίας, αλλά και από φιλολόγους για τη ζωή, τη δράση και το έργο του Ιωάννη του Χρυσόστομου. Στο σημερινό μας σημείωμα, εφόσον είναι αναγνωρισμένη απ' όλους, φίλους και πολεμίους, η συμβολή του στους δύσκολους πρωτοβυζαντινούς χρόνους, θα ιδούμε λίγα λόγια για το ιδεολογικό – πολιτικό – κοινωνικό «περιβάλλον», που σχετίζεται με τη σημαντική αυτή προσωπικότητα της Θεολογίας και των Γραμμάτων.
Τα χρονολογικά σημεία ορόσημα της ζωής του Ιωάννη αντλήθηκαν από την εγκυκλοπαίδεια «Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα» (εκδόσεις «Πάπυρος», Αθήνα, 1996, τ. 31, σελ. 36 και 37) και μέρος των ιστορικών στοιχείων, που αφορούν άμεσα τον ίδιο, από το έργο των BaynesMoss, «Βυζάντιο» (Αθήνα, εκδόσεις Παπαδήμα, 1986, γ’ έκδοση).
Ο Ιωάννης γεννήθηκε περί το 350 και έζησε μέχρι το 407 μ.Χ. Υπήρξε «παιδί» του 4ου αιώνα μ.Χ., ενός συγκλονιστικού και μεταβατικού αιώνα. Μεταβατικού, από την άποψη ότι η πρωτεύουσα της αχανούς Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας μεταφέρεται από την ηθικά παρακμασμένη Ρώμη στην άφθαρτη και ολοκαίνουργια Κωνσταντινούπολη από τον Κωνσταντίνο το Μεγάλο (330 μ.Χ.). Συγκλονιστικού, από την άποψη ότι ο Χριστιανισμός έχει εξαπλωθεί στα πέρατα του κράτους, ξεπερνώντας τους διωγμούς του παρελθόντος και χάρη στο διάταγμα των Μεδιολάνων περί ανεξιθρησκίας (313 μ.Χ.) και στην 1η οικουμενική σύνοδο (Νίκαια, 325 μ.Χ).
Στο αχανές Ρωμαϊκό κράτος του 4ου αιώνα, ο χριστιανισμός, ως πρωτόφαντη θρησκεία, προσπαθεί να βρει ερείσματα και να «γαντζωθεί», για να επικρατήσει έναντι της ρωμαϊκής και της ελληνικής θρησκείας και των ανατολίτικων θεοσοφιών και βιοθεωριών (ιουδαϊκός μονοθεϊσμός, Ίσιδα, περσικός μιθραϊσμός). Από κοντά, αρχίζουν μέσα στους κόλπους της Εκκλησίας και οι διχογνωμίες για τα δόγματα της χριστιανικής διδασκαλίας και σιγά – σιγά, εκδηλώνονται οι πρώτες αιρέσεις, οι, κατά τη γνώμη μου, διαφορετικές εκδοχές επί λατρευτικών και δογματικών θεμάτων, οι οποίες αποκλίνουν από την επίσημη και αποδεχτή θεολογία (Άρειος κ.α.).
Οι αυτοκράτορες της Κωνσταντινούπολης καταδιώκουν τους ειδωλολάτρες. Ο γιος και διάδοχος του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, Κωνστάντιος ο 2ος, με νόμους, καταργεί τα λατρευτικά τους έθιμα, απαγορεύει τη λειτουργία των ειδωλολατρικών ναών και διώκει (θάνατος – δήμευση περιουσιών) όσους παραβαίνουν τους νόμους αυτούς. Οι νόμοι του Κωνστάντιου εκδόθηκαν από το 341 έως το 356 μ.Χ. και συμπληρώθηκαν το 392 μ.Χ., όταν ο, από το 379 μ.Χ., αυτοκράτορας Θεοδόσιος ο 1ος έθεσε εκτός νόμου την αρχαία λατρεία, κατάργησε τους Ολυμπιακούς Αγώνες και έδωσε στέρεες βάσεις, πλέον, στο χριστιανισμό, που είχε «δοκιμαστεί» νωρίτερα επί αυτοκράτορος Ιουλιανού (361 – 363 μ.Χ.), αλλά είχε, προς το παρόν, «δυναμώσει» και με τη 2η οικουμενική σύνοδο της Κωνσταντινούπολης (381 μ.Χ.), όπου και ο Ιωάννης συμμετείχε ως διάκονος.
Ο Θεοδόσιος, όμως, δεν τόλμησε να κλείσει τη φιλοσοφική σχολή της Αθήνας. Έτσι, τα χρόνια αυτά, η Αθήνα, με τη σχολή της, αγωνίζεται να διατηρήσει τα τελευταία απομεινάρια της αλλοτινής αίγλης της και να ξαναζωντανέψει την ελληνική σκέψη, δίδοντάς της κάτι από το κύρος των χρόνων του Σωκράτη, του Πλάτωνα, του Αριστοτέλη και των μαθητών τους. Προηγουμένως, λίγο μετά το θάνατο του Ιουλιανού, ο Ιωάννης είχε βαφτιστεί χριστιανός (ίσως το 370 μ.Χ.) και τα κατοπινά χρόνια τον είχαν βρει ασκητή (373 – 380 μ.Χ).
Ο Ιωάννης είχε γεννηθεί στην Αντιόχεια. Η Αντιόχεια της εποχής του ήταν το τρίτο σε πληθυσμό αστικό κέντρο της αυτοκρατορίας, η πρώτη πόλη μετά την Κωνσταντινούπολη για την πολιτική διοίκηση και επίκαιρο στρατηγείο, ενώ αναγνωρίστηκε στη Νίκαια (325 μ.Χ.) ως επισημότατος εκκλησιαστικός θρόνος με τη Ρώμη και την Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Η φήμη της την έφερε ως την πιο γνωστή πολιτιστική κοιτίδα της ελληνιστικής Ανατολής, τόσο στα Ελληνικά όσο και στα Εκκλησιαστικά Γράμματα.
Η οικογένεια του Ιωάννη ήταν ευκατάστατη. Αν και ορφάνεψε νωρίς από πατέρα, η μητέρα του, Ανθούσα, τον βοήθησε πολύ να μορφωθεί. Μαθήτεψε κοντά στο γνωστό ρήτορα Λιβάνιο, ο οποίος τον ήθελε για διάδοχο στη σχολή του. Κατόπιν, συμπλήρωσε την εκπαίδευσή του, παρακολουθώντας δικαστήρια της Αντιόχειας. Ήξερε πολύ καλά Αγία Γραφή και πίστευε ότι «η άγνοια των Γραφών είναι η αιτία όλων των κακών».
Η Αντιόχεια  ήταν πλούσια και ήθελε, λόγω του ιστορικού παρελθόντος της, ευνοϊκή μεταχείριση από τον αυτοκράτορα. Είχε διχαστεί και εκκλησιαστικά νωρίτερα (α’ μισό του 4ου – αρχές 5ου αι.), σε Ευσταθιανούς και Αρειανούς. Ο Θεοδόσιος, όμως, επιβάλλει νέους φόρους (387 μ.Χ.). Όποιος πληρώνει φόρους είναι και πειθήνιος υπήκοος. Και χρειάζεται ο αυτοκράτορας να ξέρει ποιες επαρχίες έχει στην κατοχή του και ποιες δεν τον αναγνωρίζουν, γιατί από τον 3ο αιώνα μ.Χ. οι επαρχίες της Ρώμης ανεβοκατεβάζουν εφήμερους αυτοκράτορες και όχι η πρωτεύουσα! Εξανίστανται, λοιπόν, οι Αντιοχείς με τη φορολογία του Θεοδοσίου και συντρίβουν τα αγάλματά του, που κοσμούσαν την πόλη. Ανταρσία, που θα συγχωρεθεί απ’ τον εξοργισμένο αυτοκράτορα, μόνον χάρη στη μεσολάβηση του Χριστιανού ιεροκήρυκα και – από τον προηγούμενο χρόνο –  πρεσβύτερου, Ιωάννη.
Τέλη 4ου και αρχές 5ου αιώνα, ο Ιωάννης βρίσκεται στον αρχιεπισκοπικό θρόνο της Κωνσταντινούπολης (397/8 –  404 μ.Χ). Ο Θεοδόσιος, με τη διαθήκη του (395 μ.Χ.), έχει μοιράσει το απέραντο ρωμαϊκό κράτος στα παιδιά του, σε Ανατολή (Αρκάδιος, Κωνσταντινούπολη) και Δύση (Ρώμη, Ονώριος). Η εποχή αυτή χαρακτηρίζεται από διαρκείς μετακινήσεις διαφορετικής προέλευσης πληθυσμών (Ούνοι, Γερμανοί, Γότθοι ) και στα δύο κομμάτια της αυτοκρατορίας, πολέμους στα σύνορα (Μεσοποταμία, Ρήνος και Δούναβης).
Ο Ιωάννης, ως αρχιεπίσκοπος, με την πολυποίκιλα χρήσιμη βοήθεια από προσεχτικά επιλεγμένους, κοσμικούς και κληρικούς συνεργάτες του, θέλησε να αναμορφώσει το ποιμαντικό έργο στην Πόλη. Επίσης, θα προσπαθήσει, με ιεραποστολές, να φέρει στο χριστιανισμό Γότθους, Σκύθες, Κέλτες, Πέρσες, Φοίνικες, ίσως γιατί πίστευε πως οι χριστιανοί δεν θα μπορούσαν, από ηθικές «αναστολές», να βάλλουν ποτέ εναντίον χριστιανών. Ήταν και θιασώτης του μοναστικού βίου και επέπληττε τους μοναχούς, που, αντί να βρίσκονται στο μοναστήρι τους, τριγυρνούσαν άσκοπα στις πόλεις.
Μα δεν είναι λίγοι όσοι και από την άρχουσα τάξη, που επιδίδονταν σε έκλυτο βίο, μα και από τους κόλπους της Εκκλησίας «δυσαρεστούνται»  από τις πράξεις και τα λόγια του Ιωάννη και στρέφονται εναντίον του. «Ενοχλούνται» απ’ όσα λέει ή κάνει, μια και η κοινωνία της εποχής του επιβάλλει ηθική «εξυγίανση» και έμπρακτα μέτρα κοινωνικής πρόνοιας, με την ίδρυση φιλανθρωπικών ιδρυμάτων (φτωχοκομεία, γηροκομεία, ορφανοτροφεία). Κι αυτός είναι μπροστάρης και στον αγώνα να διωχτούν οι ξεδιάντροποι, ενώ, ταυτόχρονα, υπάρχουν, στις γειτονιές της Πόλης και σ’ όλη την αυτοκρατορία – από τους διαρκείς πολέμους, τις δυσκολογιάτρευτες αρρώστιες και τη βαριά φτώχεια – πολλοί ανήμποροι, αρκετές χήρες και ορφανά, που χρήζουν αρωγής και στήριξης.
Κι ο λόγος του Ιωάννη – όπως βλέπουμε στις επιστολές, στις ομιλίες, στα δοκίμια και τη φερώνυμη θεία λειτουργία του – στηλίτευε κάθε ανηθικότητα της εποχής του δίχως διακρίσεις. Αναδείχτηκε αυστηρός κριτής της βασιλικής Αυλής. Παρηγορούσε όποιον βρισκόταν σε δύσκολη θέση. Διαλαλούσε τη χριστιανική διδασκαλία. Ο λαός τον θεωρούσε φίλο του. Γι’ αυτό, και επονομάστηκε ο Ιωάννης και «Χρυσόστομος»! Κι η Αυλή τον έστειλε εξορία, όπου και πεθαίνει, για ικανοποίηση των κάθε λογής πολεμίων του…

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου