Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

75. Περικλής και Δημαγωγοί








Στο παρόν σημείωμα, που αποτελεί τμήμα εκτενέστερης ανέκδοτης μελέτης μου για την αρχαία αθηναϊκή πολιτική ιστορία, θα επιχειρήσουμε μια σύγκριση της πολιτικής που ακολούθησε απέναντι στον Αθηναϊκό λαό ο Περικλής (φωτό,  αγορεύει στην Πνύκα), ο γιος του Ξανθίππου,  στα χρόνια της παντοδυναμίας του (από το 461 έως το 429 π.Χ.) με την πολιτική των δημαγωγών που προσπάθησαν να επιβληθούν μετά απ’ αυτόν στην πολιτική ζωή της Αθήνας και έφεραν την πολιτική και κοινωνική παρακμή στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (429 – 411 και 410 – 404 π.Χ.). Και τούτο, διότι, όπως πιστεύει ο φιλόσοφος Σωκράτης (βλ. Πλάτωνος «Αλκιβιάδης Β’», 144e6 – 145a2), «όσα κάνει μια πόλη με άλλη πόλη ή αυτή καθαυτή, όλα οφείλονται στις ορμήνιες των ρητόρων».
Έτσι, κύριες αρχές που διακρίνουν τον Περικλή και ορίζουν την ηθικότητά του ως πολιτικού ηγέτη είναι η μετριοπάθεια και η αξιοπρέπειά του. Η αξιοπρέπειά του αναδείχνεται από τον τρόπο με τον οποίο, όταν οι Αθηναίοι τον τιμώρησαν με χρηματικό πρόστιμο και δεν τον εξέλεξαν στρατηγό στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου, δέχτηκε την ποινή του και από το πώς προσπαθούσε να πάρει το λαό με το μέρος του και να του επιβάλλει τις απόψεις του και, τέλος, από το ότι δεν ήταν φιλοχρήματος. Η προσωπικότητά του φαίνεται από τις προβλέψεις που είχε κάνει με την έναρξη του πολέμου και από τη σύνεση με την οποία σκόπευε να αντιμετωπίσει τις τυχόν δυσκολίες της σύγκρουσης με τους Πελοποννησίους.
Η πολιτική που ακολούθησε ο Περικλής, στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, έχει τρεις κατευθύνσεις: Πρώτα απ’ όλα, η πόλη να μην έχει επεκτατικές βλέψεις όσο θα διαρκούσε ο πόλεμος. Έπειτα, πρέπει να δοθεί ξεχωριστή φροντίδα στο ναυτικό, γιατί αυτό και πολιτική κυρίαρχο έκανε την Αθήνα ανά το πανελλήνιο και βοήθησε στην οικονομική της πρόοδο. Κατόπιν, καλόν είναι να αποφεύγονται παράτολμες ενέργειες, που μπορεί να έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια της πόλης και των πολιτών. Ο Περικλής, με τη λογική, την ευστροφία, τη διορατικότητα και τη φιλοπατρία που τον διέκριναν, σκεφτόταν και πρότασσε το καλό της πατρίδας του και πώς θα το προάσπιζε.
Ταυτόχρονα, ήταν ο ολοκληρωμένος πολιτικός άντρας, που αποσπά το θαυμασμό του σε γενικές γραμμές αμερόληπτου ιστοριογράφου Θουκυδίδη,  ο παιδαγωγός του δήμου. Αυτό μπορούμε να το δούμε στα λόγια με τα οποία θέλησε να παρηγορήσει τους Αθηναίους που γκρίνιαζαν μετά τις πρώτες σε βάρος τους «αναποδιές» του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά και στις συμβουλές με τις οποίες προτρέπει τους συμπατριώτες του τι μέτρα εάν έπαιρναν θα επικρατούσαν στον πόλεμο κατά των Λακεδαιμονίων. Πέραν τούτων, ο Περικλής και ενθάρρυνε τους συμπολίτες του και συγκρατούσε τα «χαλινάρια» τους όποτε έκρινε ότι έπρεπε και, επιπλέον, τους συμβουλεύει σε θέματα ηθικά, παροτρύνοντάς τους να τον μιμηθούν στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή, καθώς πρότασσε την αδιαφθορία από χρήματα και τη χρησιμοποίηση Δημοκρατικών τρόπων (διάλογος) στις καθημερινές του κοινωνικές σχέσεις και ήξερε να υποτάσσεται, ακόμη κι όταν έμοιαζε πανίσχυρος, στη γνώμη της πλειοψηφίας.
Οι Αθηναίοι, τον καιρό του Περικλή, πείθονται, σαν σύνολο, στα λόγια του και δείχνουν μεγαλύτερη διάθεση για τον πόλεμο, πιστεύοντας ότι τελικά θα είναι νικηφόρος για αυτούς. Πρέπει να σημειωθούν, όμως, και οι προπολεμικές απόπειρες των πολιτικών αντιπάλων του Περικλή να σπιλώσουν το κύρος του και να κλονίσουν την επιρροή του στις λαϊκές μάζες, ψέγοντάς τον, κυρίως, άμεσα ή έμμεσα, για υπεξαίρεση των χρημάτων της Αθηναϊκής συμμαχίας, για πλουτισμό και για συναναστροφές από τις οποίες θα κινδύνευε η πόλη.
Στα πρώτα χρόνια του πολέμου και καθώς ο Περικλής είχε τα ηνία ακόμα, στην ιδιωτική του ζωή, όμως, ο κάθε Αθηναίος εξακολουθούσε να στενοχωριέται, γιατί είχε χάσει αγαθά που είχε συνηθίσει σ’ όλη του τη ζωή να απολαμβάνει, ξεχνώντας, όμως, ότι σημαντικό μέρος απ’ αυτά το όφειλε και στην πολιτική του Περικλή. Λογικά, λοιπόν, ως άτομα οι Αθηναίοι αγανακτούσαν ενάντια στον Περικλή, γιατί τον θεωρούσαν αποκλειστικό υπεύθυνο  για την τροπή που πήρε ο πόλεμος στερώντας τους τ’ αγαθά τους.
Μα τότε, συμβαίνει το παράδοξο. Ενώ, αρχικά, οι Αθηναίοι επιβάλλουν στον Περικλή πρόστιμο και τον καθαιρούν από στρατηγό, κατόπιν, σαγηνευμένοι από τους λόγους του, τον εξέλεξαν ξανά. Αυτό εξηγείται μόνον εάν δεχτούμε ότι  οι πολίτες παραμέρισαν τον πόνο τους για τα ατομικά τους παθήματα, θεωρώντας σημαντικότερα τα συμφέροντα της πόλης τους και κρίνοντας άξιο για να τα διαχειριστεί το συνετό Περικλή. Ή εάν θεωρήσουμε ότι ευελπιστούσαν πως η τελική νίκη, την οποία μόνον ο Περικλής μπορεί να εγγυηθεί και να φέρει, θα «υπερκεράσει» την προσωρινή «χασούρα» τους!
Οι δημοκόποι πολιτικοί που «διαδέχτηκαν» τον Περικλή στη δημόσια ζωή της Αθήνας, όπως βλέπουμε στην ιστοριογραφία (Θουκυδίδης, Ξενοφώντας), στη ρητορική (Λυσίας) και στο θέατρο (Αριστοφάνης κ.α.) όχι μονάχα δεν αγαπούσαν την πατρίδα τους, αλλά ήταν και ανεύθυνοι, συμφεροντολόγοι, επιπόλαιοι, ασήμαντοι, φιλοχρήματοι, δούλοι της ύλης, μια και ρίχτηκαν στην επιτέλεση πράξεων, που, αν και ευχαριστούσαν πρόσκαιρα το δήμο, «θυσίαζαν», μακροπρόθεσμα, τις δημόσιες υποθέσεις.  Κι αυτό συνέβη, γιατί, εκμεταλλευόμενοι τη δημοφιλία τους, την οποία ίσως «ζηλεύουν» οι Ολιγαρχικοί και την «πληγώνουν» με την κωμωδία του Αριστοφάνη π.χ., υπολόγισαν πιο πολύ το προσωπικό τους κέρδος και την πολιτική τους εδραίωση από τη ζημιά που θα επέφεραν στο κοινωνικό σύνολο οι πράξεις ή οι παραλείψεις τους.
Έτσι, προέβησαν, αν και συνεχιζόταν ο πόλεμος, σ’ αποδυνάμωση του στρατού, ενώ δε διστάσανε να κολακεύουν το δήμο, για να κερδίσουν την εύνοιά του, και, αντίθετα με τις συμβουλές του Περικλή, προχώρησαν σε ορισμένες επιχειρήσεις – όπως ο ξολοθρεμός των Μυτιληναίων (428/7 π.Χ.), ο εξανδραποδισμός της Μήλου (416 π.Χ.) και η Σικελική εκστρατεία ( 415 – 413 π.Χ.)  – που, όπως αποδείχτηκε αργότερα, έβλαψαν την Αθήνα στη διεξαγωγή του πολέμου. Ενδεικτικά, η εκστρατεία στη Σικελία απόβηκε μοιραία όχι επειδή οι Αθηναίοι δεν είχαν λογαριάσει σωστά τη δύναμη των Σικελιωτών, αλλά γιατί οι δημαγωγοί «ναρκοθέτησαν» αρχής εξαρχής την επιχείρηση και μετά δεν έπαιρναν τις ωφέλιμες αποφάσεις για όσους βρίσκονταν στη Σικελία. Τελικά, οι δημαγωγοί παρέσυραν τους πολίτες σε λανθασμένες αποφάσεις, όπως στην καταδίκη των στρατηγών της νίκης των Αργινουσών π.χ., αλλά και σε εμφύλια διαμάχη, την περίοδο τόσο του Ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411/ 410 π.Χ., όσο και των Τριάντα Τυράννων όταν τέλειωσε σε βάρος της Αθήνας ο Πελοποννησιακός πόλεμος (404 π.Χ.). Οι αναταραχές στο εσωτερικό της πόλης προς τα τέλη του πολέμου και του 5ου  αι. π.Χ. δημιούργησαν πολιτικό σάλο, που στάθηκε ο θεμέλιος λίθος της κοινωνικοπολιτικής παρακμής και της τελικής (πολιτικής, πνευματικής, ιδεολογικής και κοινωνικής) κατάρρευσης τα μετά το 362 π.Χ. χρόνια. 
Η Claude Mosse, επιπλέον, σημειώνει ως διαφορά του Περικλή και όσων διαχειρίστηκαν την εξουσία στην Αθήνα μετά από αυτόν και το ότι (βλ. «Το τέλος της Αθηναϊκής δημοκρατίας», σελ. 345) «ο Περικλής είχε ασκήσει, στον 5ο αιώνα, εξουσίες που ξεπερνούσαν κατά πολύ εκείνες που του παραχωρούσε το λειτούργημα με το οποίο είχε επιφορτιστεί. Αλλά είχε πάντα φροντίσει να παραμείνει μέσα στα όρια της αυστηρής νομιμότητας και η υπερηφάνεια του τού απαγόρευε να επιζητήσει να γίνει δημοφιλής. Αντίθετα, από τα τέλη του 5ου αιώνα, ο νικητής στρατηγός έχει την τάση να επωφελείται από τη δόξα του για να ενισχύσει το προσωπικό του κύρος μέσα στην Πόλη […]».
Ο Αθηναϊκός, όμως, λαός, στα χρόνια των δημαγωγών, έχει κι αυτός το μερίδιο των ευθυνών του, αν και ποτέ δεν το παραδέχεται και ρίχνει πάντα το «βάρος» στους δημοκόπους.  Δεν έχει το ηθικό ανάστημα και, μολονότι φαίνεται να επικροτεί τα επί σκηνής καυστικά κατά των λαοπλάνων «πυρά» του Αριστοφάνη, φταίει, επειδή παρασύρθηκε από τους δημαγωγούς και τους κόλακες, που – αν και του έταζαν «λαγούς και πετραχήλια» – κοίταζαν πιο πολύ το δικό τους, και μόνο αυτό, εφήμερο κέρδος και πώς να βλάψουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, π.χ. Αλκιβιάδης και Νικίας, προς ίδιον πολιτικό όφελος, έπεισαν το δήμο για τον οστρακισμό του Υπέρβολου. Οι Αθηναίοι της μετά τον Περικλή εποχής οδηγούνται στον όλεθρο, γιατί πείθονταν σε όσους τοποθέτησαν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους πιο ψηλά από οποιαδήποτε εθνική σκοπιμότητα. Λογουχάρη ο Κλέων, για να αποχτήσει προσωπική δόξα, είχε αρνηθεί να συνυπογράψει, το 425 π.Χ., με τους Σπαρτιάτες ειρήνη σε μιαν εποχή που οι όροι της θα συνέφεραν την Αθήνα.
Στα κατοπινά του Περικλή χρόνια, παρατηρούμε, δηλαδή, την  επικράτηση «ψυχολογίας του όχλου», τον οποίο βλέπουμε να κινείται μαζικά – σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς που πρωταγωνιστούν στην Αθήνα – προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση,  καλλιεργώντας τις «συνθήκες» για τη δημιουργία ανεξέλεγκτων καταστάσεων εις βάρος της Δημοκρατίας και των ίδιων των πολιτών και των δικαιωμάτων τους τελικά.  Δηλαδή, όπως πείθονταν ο Αθηναϊκός λαός στον Κλέωνα, τον Αλκιβιάδη και σε άλλους δημαγωγούς προ του 413 π.Χ., το ίδιο εμφανίζεται, για να «ξεφορτωθεί» τους λαοπλάνους, να πείθεται και στον Πείσανδρο και τους ακραίους Ολιγαρχικούς επικεφαλής των 400, αλλά και να παρασύρεται από το μετριοπαθή Θηραμένη και την ομάδα του το 411 π.Χ. και μετά, προκειμένου να ανατρέψει τους Ολιγαρχικούς, να ξαναστρέφεται προς τον Αλκιβιάδη. Αυτές οι «παλινωδίες» και η «ευπιστία» του Αθηναϊκού λαού έφεραν τη Δημοκρατία να παίρνει την «κατιούσα» δίχως ποτέ να μπορέσει να συνέλθει στην προ του Πελοποννησιακού πολέμου ακμή της.
Το πού οδήγησε τους Αθηναίους η πολιτική των δημαγωγών, που διαδέχτηκαν τον Περικλή, το βλέπουμε στο λάβρο λόγο «Περί Ειρήνης» του Ισοκράτη (μετάφραση: Μ. Γ. Ξανθού), που τοποθετείται χρονικά στα 355 π.Χ. αλλά αναφέρεται σε όσους κυβέρνησαν, δημοκοπώντας, στην Αθήνα στα τελευταία χρόνια του 5ου αι. π.Χ. : «Τόσο πολύ παραμέλησαν τα δικά τους θέματα και επιθύμησαν τις ξένες κτήσεις, ώστε, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν εισβάλει στην περιοχή της Αττικής και είχαν ήδη χτίσει το φρούριο στη Δεκέλεια, αυτοί προσπαθούσαν να εξοπλίσουν πλοία για να εκστρατεύσουν κατά της Σικελίας, και δε ντρέπονταν που άφηναν την πατρίδα τους να καταστρέφεται και να λεηλατείται, ενώ έστελναν στρατό εναντίον ανθρώπων που ποτέ δεν μας είχαν βλάψει. Έφτασαν μάλιστα σε τέτοιο σημείο αφροσύνης, ώστε, ενώ δεν ήταν κύριοι των γειτονικών τους προαστίων, περίμεναν να κυριεύσουν την Ιταλία, τη Σικελία και την Καρχηδόνα. Τόσο πολύ ξεπέρασαν σε ανοησία όλους τους ανθρώπους, ώστε, ενώ τους άλλους οι συμφορές τούς κάνουν να είναι συγκρατημένοι και πιο συνετοί , αυτοί ούτε από τα παθήματά τους πήραν το μάθημά τους».
Με τις απόψεις του Ισοκράτη φαίνεται πως συμφωνεί και ο Δημοσθένης, όταν, στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., αναφέρεται κι αυτός στο πού οδήγησαν την Αθήνα οι κάθε λογής δημοκόποι της πολιτικής ζωής («3ος Ολυνθιακός», μετάφραση: Α.Ι. Γιαγκόπουλος & Μ. Αραποπούλου): «Αφότου όμως εμφανίστηκαν οι ρήτορες που σας ρωτούν «Τι επιθυμείτε; τι να εισηγηθώ; Ποια χάρη να σας κάνω;», από εκείνη τη στιγμή θυσιάστηκαν απερίσκεπτα τα συμφέροντα της πόλης με αντάλλαγμα μια πρόσκαιρη δημοτικότητα· γι' αυτό, συμβαίνουν τέτοια πράγματα· γι’  αυτό, όλες οι υποθέσεις αυτών πηγαίνουν καλά, ενώ οι δικές σας είναι για ντροπή».
Πρέπει, όμως, να γραφεί και ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος, εάν δεν υπήρχε ο θανατηφόρος λοιμός σε βάρος των Αθηναίων και εξέλειπαν οι φιλοπόλεμοι και ασύνετοι δημαγωγοί τους, είχε, από τις πρώτες επιχειρήσεις, επιδείξει την ετοιμότητα, χάρη στον Περικλή, της Αθήνας έναντι της Σπάρτης και των Πελοποννησίων συμμάχων της.  Αυτό το γράφει ο, αν και Αθηναίος, αντικειμενικότατος ιστορικός του πολέμου ο Θουκυδίδης του Ολόρου στην «Ιστορία» του και δεν έχουμε λόγο, συνδυάζοντας και όλες τις άλλες πηγές (ρητορικά, ιστορικά, θεατρικά κ.α. κείμενα) για την ίδια εποχή, να τον αμφισβητήσουμε! Φτάνει να θυμηθούμε και ότι, πέρα από τους ναυτικούς εξοπλισμούς και την ετοιμότητα του στρατού ξηράς, για την οποία γίνεται λόγος στον «Επιτάφιο» του 431 π.Χ. (βλ. Θουκυδίδη, «Ιστορία», βιβλίο 2ο, κεφάλαιο 39), από το 458 – 456 π.Χ. ο Περικλής αποδίδει μεγάλη σημασία και στο χτίσιμο των Μακρών Τειχών μεταξύ Αθηνών και Πειραιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου