Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

74. Ελληνισμός της διασποράς προ του 1940







Ένα σημαντικό κεφάλαιο, το οποίο δεν πρέπει να παραβλέψουμε στην εξέταση της τελευταίας προ του 2ου παγκοσμίου πολέμου για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό περιόδου, είναι η μετανάστευση των Ελλήνων και η ζωή όσων ζουν στη διασπορά. Η Μ. Βεργέτη στο άρθρο της «Παλιννόστηση και Κοινωνικός Αποκλεισμός», περιγράφει πολύ παραστατικά την κατάσταση στα εδάφη της τότε Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για τους Έλληνες ομογενείς: « Οι Έλληνες από την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 μέχρι το 1937 έζησαν με ελευθερία και ανέπτυξαν μεγάλη πολιτιστική δραστηριότητα, λόγω της κρατούσας λενινιστικής ιδεολογίας και πρακτικής για τα έθνη. Στο πλαίσιο αυτής της ελευθερίας όσοι το επιθυμούσαν απέκτησαν στη δεκαετία του 1920 ελληνικά διαβατήρια. Ο ελληνικός πληθυσμός στη Σοβιετική Ένωση ήταν, και εξακολουθεί να είναι στην πλειονότητά του ποντιακής καταγωγής.
Στη δεκαετία του 1930 η επικράτηση της σταλινικής ιδεολογίας και πρακτικής για τα έθνη καθόρισε τη μαζική δίωξη των Ελλήνων. Ενώ μέχρι το 1937 οι εναντίον των Ελλήνων διώξεις βασίζονταν μόνο σε πολιτικά και ταξικά κριτήρια, στην περίοδο 1937–1939 κορυφώθηκαν και ταυτόχρονα απέκτησαν εθνικό χαρακτήρα. Μεγαλύτερη έκταση είχαν στις δημοκρατίες της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Στις δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας εξορίστηκαν κυρίως ιερείς και δάσκαλοι.
Μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ποντίων από τη Σοβιετική Ένωση προκλήθηκε από τις διώξεις σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στην περίοδο 1937 – 1939. Περίπου 20.000 Ελληνίδες και παιδιά μετανάστευσαν από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα το 1938. Εγκαταστάθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Μακεδονία, Αττική, Πελοπόννησο [ Βλ. Ανδρέας Η. Ζαπάντης, Ελληνο–σοβιετικές σχέσεις 1917–1941 Μετ. Άγγελος Σ. Βλάχος (Αθήνα: εκδ. «Eστία», 1989), σελ. 341)] »
Μετά τη Σοβιετική Ένωση, ας «πεταχτούμε» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (δες http://www.greece.org/alexandria/eka2/eka8.htm),  όπου πάντοτε υπήρχε ακμάζον ελληνικό στοιχείο από τα χρόνια των Πτολεμαίων. Μόνο που, για να κατανοήσουμε καλύτερα ό,τι γίνεται στον Αλεξανδρινό Ελληνισμό, πλην της ποίησης του Κ. Π. Καβάφη και την πολιτικοοικονομική δύναμη της οικογένειας Μπενάκη και άλλων σημαντικών ελληνικής καταγωγής οικογενειών, χρειάζεται να ανατρέξουμε μερικά χρόνια πίσω. Το  1919, στην προεδρία της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας  αναρριχάται ο Μιχαήλ Κωνσταντίνου Σαλβάγος. «Η προεδρία του διήρκεσε 29 χρόνια και εξακολουθεί να είναι η μακρύτερη προεδρία. Ο Μιχαήλ Σαλβάγος παραμένει και ο σημαντικότερος και δημιουργικότερος των προέδρων της Ε.Κ.Α. Επί της προεδρίας του, ανακαινίστηκαν τα γραφεία της Ε.Κ.Α. και κτίστηκε η Φαμηλιάδειος κοινοτική σχολή για να εξυπηρετεί τα ελληνόπουλα της περιοχής του «Attarin» και του σιδηροδρομικού σταθμού, του σταθμού του Καΐρου, όπως ονομάζεται.
Το 1925, με δωρεά του Αντώνη Αντωνιάδη, ιδρύθηκε το Γηροκομείο. Ο πατέρας του Sir Ιωάννης Αντωνιάδης, υπήρξε ο δωρητής που χάρισε στο Δήμο Αλεξανδρείας το οικογενειακό του αρχοντικό για την αναψυχή των Αλεξανδρινών. Στο οικόπεδο στεγάζονται ο Ζωολογικός και ο Βοτανικός κήπος.
Επί της προεδρίας του και με τη συνδρομή και βοήθεια της πλούσιας οικογένειας Κότσικα, κτίστηκε το τεράστιο, υπερσύγχρονο και άριστα εξοπλισμένο νοσοκομείο. Η Ε.Κ.Α. ανέλαβε την διαχείρισή του νοσοκομείου, που εγκαινιάστηκε το 1938. Το Κοτσίκειο διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν στην Αίγυπτο κατέφυγαν ο ελληνικός στρατός και η ελληνική κυβέρνηση, εξ αιτίας της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Στη διάρκεια του πολέμου, το 250 κλινών νοσοκομείο εξυπηρέτησε Έλληνες, Αιγυπτίους και συμμάχους. Το νοσοκομείο πουλήθηκε απ' την ελληνική κυβέρνηση στην αιγυπτιακή το 1964. Επί Σαλβάγου, η Ε.Κ.Α. έζησε τη χρυσή της εποχή[…]».
Έχει, όμως, ιδιαίτερη σημασία να διαβάσουμε την καταγγελία του προπολεμικού δημοκράτη – αγροτικού ηγέτη Αλέξανδρου Μυλωνά, την οποία, στις 14 Οκτωβρίου 1937, η αντιδικτατορική οργάνωση του «εν Κύπρω και Αιγύπτω Ελληνισμού» διοχέτευε σε χιλιάδες αντίτυπα:
«Συνεπληρώθη έτος αφ΄ ότου εγκατεστάθη βιαίως εις την χώραν μία πονηρά δικτατορία παρασκευασθείσα διά παραπλανήσεως της λαϊκής αντιπροσωπείας. Ως χονδροειδές πρόσχημα εσκηνοθετήθη ο κομμουνιστικός τάχα κίνδυνος … Εις επίσημον λόγον του την 7ην Σεπτεμβρίου 1936, ο καγκελλάριος της δικτατορίας κ. Μεταξάς έλεγεν: «Υπό τοιούτους όρους το Κοινοβουλευτικόν πολίτευμα δεν ηδύνατο να ζήση πλέον εις την Ευρώπην … Και αν ακόμη δεν ήτο ο κομμουνισμός ο μέγιστος κίνδυνος, πάντως θα επήρχετο η πτώσις του Κοινοβουλευτισμού …». Έκτοτε κατά γελοίαν απομίμησιν ξένων πειραμάτων και συνθηκών, αναμασώνται ατέχνως βεβιασμέναι φασιστικαί και χιτλερικαί θεωρίαι από φλύαρα κυβερνητικά στόματα.
Με το ψεύδος, λοιπόν, εμφανισθείσα η δικτατορία με αδιάπτωτον ψεύδος συνεχίζει τον δρόμον της. Αγωνίζεται να εξαπατήση και προσεταιρισθή, εις μάτην, τον λαόν. Εξανδραποδίσασα τον Τύπον παριστά ότι και αυτός τάχα εργάζεται –αυθορμήτως– υπέρ αυτής … Εκβιάζει μετονομασίας οδών και πλατειών ή εκμαιεύει επιτίμους τίτλους «δημότου», «πρώτου εργάτου», «πρώτου αγρότου», επιβάλλει την αντάρτησιν εικόνων του «Εθνικού Κυβερνήτου» και σημαιοστολισμούς. Υποχρεώνει αντιπαιδαγωγικότατα τους μαθητάς να εξυμνήσουν ψευδόμενοι δι΄ εκθέσεώς των ως κοσμοϊστορικήν την 4ην Αυγούστου. Εις κορύφωμα δε του θεατρινισμού ανακηρύσσει «εθνικήν εορτήν» την ημέραν αυτήν του σφαγιασμού των λαϊκών ελευθεριών, την αφετηρίαν περαιτέρω ανωμαλιών διά τον τόπον. […]
Αι δικτατορίαι αποτελούν προσκόμματα που θέτουν αυθαιρέτως οι ολίγοι διά να αναστείλουν το ρεύμα και την εξέλιξιν της θελήσεως των πολλών, στραγγαλίζοντες την ελευθερίαν της σκέψεως … Τρέμοντες την ελευθέραν μυστικήν και καθολικήν ψήφον επινοούν διάφορα τεχνάσματα και θεατρισμούς προς απόκρυψιν αυτής … Ιδιαίτατα στον τόπον μας όπου η προσωπική δικτατορία στερείται και του ελαχίστου λαϊκού ερείσματος είναι αδύνατον να μην ξεσπάση ο χείμαρρος … Η ευθύνη διά την τοιαύτην τροπήν θα είναι βαρυτάτη, δυστυχώς δε μέχρι σήμερον εις ουδέν ίσχυσαν αι διαμαρτυρίαι των συνταγματικών εκπροσώπων του λαού προς τον Άνακτα …» (βλ.  άρθρο του Παύλου Πετρίδη "Η Αντίσταση των δημοκρατικών" στο Περιοδικό «Ιστορικά» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», 3/8/2000, σ. 37–38).
Από την Αλεξάνδρεια, ας «βρεθούμε» στην υπόλοιπη Αφρική, όπου έχουμε σημαντικό ελληνικό στοιχείο. Για την παρουσία Ελλήνων στην Αφρική, δες Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων  (http://web.ana–mpa.gr/afieromata/omogeneia/africa/part_a.html) Πρώτα απ’ όλα, ας γραφεί ότι το 1935 η ελληνική παροικία στην Αιθιοπία είχε ξεπεράσει τα 3.000 μέλη και όταν το 1936 οι Ιταλοί μπήκαν στην Αντίς Αμπέμπα το 90% των καταστημάτων στο κέντρο της πόλης ανήκαν σε Έλληνες. Έπειτα, το 1937, ιδρύθηκε ο Ελληνικός Σύνδεσμος Μπενόνι από ένθερμους Έλληνες κατοίκους της περιοχής με κύριο σκοπό την ίδρυση ελληνικού σχολείου για τα παιδιά τους. Για την Ελληνική κοινότητα στο Μπενόνι Ν. Αφρικής, δες Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων  ( http://web.ana–mpa.gr/afieromata/omogeneia/africa/part_d/benoni.htm )Το Μπενόνι βρίσκεται στα ανατολικά του Γιοχάννεσμπουργκ και Κέμπτον Παρκ. Στις αρχές του 1940, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν μία αίθουσα σε ένα σχολείο απέναντι από το σημερινό σχολείο, όπου διδάσκονταν τα παιδιά την ελληνική γλώσσα, ήθη και έθιμα. Η επίσημη απογραφή, που έγινε στο Κονγκό το 1917, αναφέρει ότι υπήρχαν εκεί 100 Έλληνες, όμως το 1941 ο αριθμός τους πλησίασε τους 1.000, όσους περίπου Έλληνες και Κύπριους αθροιστικά αριθμούσε η Ζιμπάμπουε, ενώ 737 ήσαν οι Έλληνες μόνιμοι κάτοικοι της Λιβύης το 1929.
Σύμφωνα, εξάλλου, με πληροφορίες, στη δεκαετία του 1930 στη Μοζαμβίκη ο αριθμός των Ελλήνων ανερχόταν περίπου στους 300, ενώ η ελληνική κοινότητα που ήταν η δεύτερη σε μέγεθος μετά την πορτογαλική διατηρούσε σχολείο και εκκλησία. Μεγάλη και εύπορη ελληνική κοινότητα ιδρύθηκε και στις επαρχίες της Βίλα Πέρι και του Λουρέντζου Μαρκές, όπου είχαν εγκατασταθεί περισσότεροι από 200 Έλληνες. Σ’ ό,τι αφορά το Μαρόκο, το 1930, υπήρχαν 130 ελληνικές οικογένειες (600 περίπου άτομα), ενώ στην πρωτεύουσα του Μπουρούντι, την Μπουζουμπούρα, στη δεκαετία του 1930, υπήρχαν περισσότεροι από 30 ομογενείς Έλληνες, οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο και τις οικοδομές. Τα δύο ξενοδοχεία της πόλης ανήκαν σε Έλληνες.
Στην περίοδο του μεσοπολέμου η μία από τις τρεις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Σουδάν ήταν η ελληνική «Σουδανικός Κήρυξ» που ιδρύθηκε το 1910. Τέλος, μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανάληψη της διοίκησης της Τανγκανίκας από τη Βρετανία, πολλές επιχειρήσεις πέρασαν σε ελληνικά χέρια, με συνέπεια η ελληνική παροικία να τριπλασιαστεί, φτάνοντας τα 633 άτομα, ενώ τα 10 από τα συνολικά 27 ξενοδοχεία που λειτουργούσαν στη χώρα, τα είχαν Έλληνες.
Ας δούμε, όμως, και τον Ελληνισμό στην Τουρκία μετά τη Συνθήκη της Λοζάννης (1923) και την ανταλλαγή των πληθυσμών: «[…] Το 1936–1937 οι Τούρκοι διόρισαν στο ίδρυμα των Φιλανθρωπικών Καταστημάτων Βαλουκλή τον περιβόητο τουρκορθόδοξο Zihni Özdamar, δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στην κωνσταντινουπολίτικη μειονότητα. Ειδικά οι διατάξεις αυτές για το διορισμό ειδικού επιτρόπου έρχονταν σε αντίθεση με το άρθρο 40 της Συνθήκης της Λοζάννης, που κατοχύρωνε το δικαίωμα των μειονοτήτων να διοικούν ελεύθερα τα σχολεία και ευαγή ιδρύματά τους[…] (Περισσότερα δες στο συλλογικό τόμο «Ελληνοτουρκικές σχέσεις», σσ. 96–102).
Ακριβώς την ίδια εποχή (1936–1937) εγκαινιάσθηκε στην Κωνσταντινούπολη (φωτογραφία) η εκστρατεία «συμπατριώτη, μίλα τουρκικά» (vatandas Türkçe konus) και, όπως παρατηρούσε ο Άγγλος πρεσβευτής στην Τουρκία Sir George Clerk, «ντόπιοι Έλληνες και Εβραίοι προπηλακίζονται και καταδικάζονται σε χρηματικές ποινές, όταν μιλούν μεταξύ τους τη μητρική τους γλώσσα». Το ξέσπασμα του τουρκικού εθνικισμού, που όλο και περισσότερο επηρεαζόταν από τα ακραία εθνικιστικά κινήματα της Γερμανίας και της Ιταλίας, πήρε και αντισημιτικό χαρακτήρα όταν το 1934 οι τουρκικές αρχές μετατόπισαν το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού της Αδριανούπολης και των Δαρδανελίων συγκεντρώ­νοντάς τον στην Κωνσταντινούπολη… Κάτω από αυτές τις συνθήκες, άρχισε να δημιουργείται ξανά στους Έλληνες της Τουρκίας ψυχολογία εξόδου, που οφειλόταν αφενός στα πιεστικά μέτρα της τουρκικής κυβέρνησης και αφετέρου στη μεγάλη οικονομική κρίση που έπληττε την Κωνσταντινούπολη[…].
Και στον εκπαιδευτικό τομέα η τουρκική κυβέρνηση έλαβε μέτρα εναντίον της ελληνικής μειονότητας επιβάλλοντας στα ελληνικά σχολεία από το σχολικό έτος 1936–1937 το μάθημα των στρατιωτικών, που διδασκόταν από αξιωματικούς του τουρκικού στρατού, ενώ τα ελληνικά σχολεία υποχρεώθηκαν να προσλάβουν τούρκο «βοηθό διευθυντή» στον οποίο δόθηκε ο τίτλος του «διευθυντή εκπαίδευσης» (tedrisat müdürü). Στην ουσία, με την καθιέρωση του θεσμού αυτού υποβαθμίστηκε η θέση του έλληνα διευθυντή αφού ο τούρκος βοηθός διευθυντής ήταν υπεύθυνος έναντι του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας για καθετί που αφορούσε το ελληνικό σχολείο και ειδικά την προσωπική εποπτεία για την τήρηση των μαθημάτων, βιβλίων, εγγράφων κτλ. στα τουρκικά.
Την εποχή, όμως, εκείνη η Αθήνα δεν επιθυμούσε τη διατάραξη του κλίματος ύφεσης και πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Απόρροια της επιθυμίας αυτής υπήρξε και η απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να επιτρέψει οποιοδήποτε μειονοτικό πρόβλημα να σκιάσει την ελληνοτουρκική διπλωματική πολιτική συνεργασία. Την άποψη αυτή σχετικά με την ιεράρχηση των στόχων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συμμερίζεται και το Φόρεϊν Όφις, το οποίο παρατηρούσε ότι: «αποτελεί αρχή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να αποφεύγει να εγείρει μειονοτικά ζητήματα που θα έβλαπταν την αρμονία της ελληνοτουρκικής φιλίας». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε μια φιλομειονοτική πολιτική στο χώρο της Δυτικής Θράκης όπου οι μουσουλμάνοι απολάμβαναν πλήρη θρησκευτική, γλωσσική και πολιτιστική ελευθερία[…]». Επιπροσθέτως, στο σημείο αυτό, πρέπει να γραφεί ότι έχουμε, το 1936, και την ίδρυση της «Ένωσης Τούρκων Δασκάλων Δυτικής Θράκης», που «έζησε» μέχρι το 1987.
Τι γίνεται, όμως, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού; «[…]Με τίτλο «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί», δύο ώρες μεταξικών «επικαίρων» προβλήθηκαν εκείνη τη χρονιά στις Η.Π.Α. προς ενημέρωσιν των απόδημων για τα τεκταινόμενα πίσω στην πατρίδα. Περιεχόμενά τους: «Τα εγκαίνια της γεωργικής εκθέσεως – Η Α.Μ. ο Βασιλεύς επισκέπτεται τα Μεγάλα Εργοστάσια Σιγαρέτων του Έλληνος και μεγάλου πατριώτου κ. Παπαστράτου – Η λαμπαδηδρομία των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου – η καθιέρωσις των σχολικών γυμνασίων εις τα σχολεία της Ελλάδος – Αι εορταί των ανθέων εις τον Πύργον της Ηλείας»[…]»... (δες εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 24/9/1995).
Ο Πανευβοϊκός Σύνδεσμος Σικάγου Αμερικής ιδρύθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1938. Ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου ήσαν οι : Αντώνης Παπαγεωργίου, Χάρης Λαψάτης, Τ. Δούμας, Χρήστος Τσιμπούκης, Βασίλειος Φυλακτός.
Νωρίτερα, «[…]τον Ιούλιο του 1938, με την πρωτοβουλία του συλλόγου «Αλιάκμων», πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη κοινή σύσκεψη των σωματείων της Νέας Υόρκης και της περιοχής της Νέας Αγγλίας. Κύριο θέμα συζήτησης στη σύσκεψη ήταν η ένωση των σωματείων, ιδέα που ρίφθηκε και καλλιεργήθηκε από τον επίτιμο πρόεδρο του συλλόγου «Αλιάκμων» Στέφανο Λαδά. Δυστυχώς, και παρά την από όλους δεδηλωμένη σχετική επιθυμία, η ένωση δεν πραγματώθηκε[…] www.kalami.net/omogeneia/panmaced02.html».
Επιπλέον, ενώ η πιο γνωστή, παναμερικανικά, ομογενειακή παρέλαση είναι αυτή της Νέας Υόρκης και ως επίσημη χρονολογία διοργάνωσής της θεωρείται το έτος 1938, πολύτιμες μαρτυρίες για τους ξενιτεμένους στην Αμερική Έλληνες παρέχει ένα τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού από το 1934. Το τραγούδι («Με τις τσέπες αδειανές») μιλάει για τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Αμερική, όπου η φτώχεια και η ανεργία έπληξε τότε και τους Έλληνες μετανάστες: «Τι θα κάνουμε βρε φίλοι στην κατάστασιν /αυτήν που χαμένοι πάμε όλοι εδώ στην Αμερικήν/ Όπου φτώχεια έχει πέσει και δε βρίσκομε δουλειά/ και τα έξοδα δε βγαίνουν και τραβούμε συμφορά[…]», δες http://www.rebetiko.gr/parusiaseis/maninakis/cafeamansongs.asp.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου