Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

150. Περί των επιστολών ως ιστορικών πηγών



Αξίζει να ιδούμε τη σπουδαιότητα της αλληλογραφίας, της δημόσιας και της ιδιωτικής, ως ιστορικής μαρτυρίας για αλλοτινές κοινωνίες ή για τη σύγχρονή μας εποχή.
Όπως όλοι ξέρουμε, η πρόσβαση στις ιστορικές πηγές αποτελεί ένα πολύ σοβαρό θέμα για τους ιστορικούς και τους ερευνητές. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, όταν αναζητούμε την αλληλογραφία ενός προσώπου με τον κύκλο των γνωστών ή των φίλων του σε ό,τι αφορά την ιδιωτική του αλληλογραφία ή όταν ψάχνουμε τις συναλλαγές του με τα όργανα της Πολιτείας σχετικά με τη δημόσια αλληλογραφία του.
Ο Απόστολος Παύλος, διά χειρός Δ. Θεοτοκόπουλου
Όλα τα γράμματα γράφηκαν σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η οποία μπορεί να συσχετιστεί με το κοινωνικοπολιτικό, πνευματικό και οικονομικό περιβάλλον που ζούσαν ο αποστολέας και ο παραλήπτης. Η συσχέτιση αυτή μας παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τον τόπο και χρόνο που εγράφη ή για περασμένες εποχές της ίδιας κοινωνίας και για διαφορετικές κοινωνίες της ίδιας εποχής. Σ’ όλες σχεδόν τις επιστολές, αναγράφεται ο χρόνος, ή και η ακριβής ημερομηνία συγγραφής τους. Ακόμη, έμμεσα ή άμεσα δοσμένες, μία μαρτυρία για κάποιο γεγονός  και μία αναφορά σε ένα πρόσωπο μπορεί να παρέχουν «βοήθεια» για τη σωστή χρονολόγηση.
Οι πληροφορίες, που μπορούν ν’  αντληθούν από μιαν επιστολή, ανασυνθέτουν το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο που σχετίζεται με το γράμμα: χρόνος, τόπος, κοινωνικοπολιτική θέση και σχέσεις του αποστολέα (ή/ και του παραλήπτη), αποτελέσματα της επιστολής. Η προσπάθεια πλαισίωσης ενός γράμματος με τα ιστορικοκοινωνικά του συμφραζόμενα περιλαμβάνει τη συγχρονική και διαχρονική μελέτη του. Στη συγχρονική μελέτη, το σημείο εστίασης είναι μια συγκεκριμένη και περιορισμένη χρονική περίοδος της ιστορίας του γράμματος, ενώ στη διαχρονική το αντιπαραβάλλουμε το γράμμα με άλλες επιστολές που είχαν παρόμοιες με αυτό λειτουργίες και εντάσσονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Η επικοινωνία με γραπτό τρόπο μεταξύ των ανθρώπων είναι πολύ παλιά. Σε ανασκαφές βρέθηκαν πολλές επιστολές της Αιγύπτου, της Ασσυρίας, της Βαβυλωνίας, σε σφηνοειδή γραφή. Οι βασιλιάδες της μυκηναϊκής εποχής επικοινωνούσαν μεταξύ τους με επιστολές.
Επίσης και ο Όμηρος αναφέρει ότι ο βασιλιάς των Αργείων Προίτος έστειλε «πίνακα πτυκτόν», είδος επιστολής στον πεθερό του Ιοβάτη, βασιλιά της Λυδίας. Περίφημη είναι η επιστολή του Δαβίδ, που έστειλε στον Ιωάβ, για να σκοτώσει αυτόν που την πήγαινε, επειδή ο Δαβίδ του πήρε τη γυναίκα.
Οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία της Καινής Διαθήκης και αποτελούν έργα περιστασιακά, γράφτηκαν δηλαδή για να απαντήσουν σε διάφορα ερωτήματα που έθεταν, το α’ ήμισυ του 1ου αι. μ.Χ., οι νεοϊδρυθείσες χριστιανικές εκκλησίες στον Παύλο (από Ρώμη, Κόρινθο, Θεσσαλονίκη κ.α.).
Οι αρχαιότερες επιστολές, απ' αυτές που ξέρουμε, είναι του Δαρείου προς το Γάδατα και δύο επιστολές του 4ου αι. π.Χ.
Σ’ ό,τι αφορά την ελληνική αρχαιότητα, δύο Αθηναίοι του 4ο αι. π.Χ., ο διάσημος φιλόσοφος Πλάτων και ο γνωστός ρητοροδιδάσκαλος Ισοκράτης, μας έχουν αφήσει σημαντικές επιστολές. Ο μεν Ισοκράτης ήταν θερμός υπέρμαχος της ενότητας του Ελληνισμού και με γράμματα προς τον Φίλιππο το 2ο, τον πατέρα του Μεγαλέξανδρου και βασιλέα της Μακεδονίας, προσπάθησε να τον «μυήσει» στις ιδέες του αυτές και τον εμψύχωνε και τον παρότρυνε να τις υλοποιήσει. Με το όνομα, δε, του Πλάτωνος έχει φτάσει μέχρι τις ημέρες μας, μεταξύ άλλων επιστολών του, η 7η επιστολή, που, καθώς απευθύνεται σε οπαδούς των θεωριών του στη Σικελία, αποτελεί σημαντικό κείμενο, επειδή μας παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή και τις πολιτικές ιδέες του φιλοσόφου.
Χρεία αναφοράς, λοιπόν, ας γίνει και στις επιστολές του Κικέρωνα. Ο λόγος έγκειται και στο προσεγμένο τους ύφος και επειδή δίνουν και πληροφορίες για τη ζωή του Ρωμαίου διάσημου πολιτικού και ρήτορα και στοιχεία για την εποχή του.
Στα νεότερα χρόνια, ο πασίγνωστος εκπρόσωπος του γαλλικού Διαφωτισμού Βολτέρος (1694 – 1778) συνέγραψε εκατοντάδες επιστολών στον κύκλο των φίλων του, ενώ ο Βρετανός λόρδος Βύρωνας ήλθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μαζί με το φίλο του Τζ. Χόμπχαουζ το 1810 – ’11 και επέστρεψε το 1823, μετά από πολυτάραχη ζωή, για να πεθάνει στο Μεσολόγγι, στις 7 Απρίλη του 1824. Η ελληνική εμπειρία του καταγράφεται στα γράμματά του και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, όπως σημαντική είναι και η αλληλογραφία του μεγάλου δασκάλου του Γένους Αδαμαντίου Κοραή (1748 – 1833) και μας αναμεταδίδει την ιδεολογία του Κοραή και εκείνων με τους οποίους αλληλογραφεί στα δύσκολα για τον ελληνισμό χρόνια προ του 1821 και κατά τη διάρκεια της επανάστασης.
Εκτός από τις επιστολές, που είχε στείλει στις διάφορες Ευρωπαϊκές Αυλές ως Κυβερνήτης της Ελλάδας από το 1828 έως το 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας, υπό την ιδιότητά του ως Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προ του 1821, έχει γράψει και προς διάφορους Ρώσους πρέσβεις και αξιωματούχους διαπιστευμένους σε ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Σουηδία, Γαλλία, Αυστρία, Τουρκία, Αγγλία), αλλά και προς Ευρωπαίους πολιτικούς (όπως τον Υπουργό Εξωτερικών και Καγκελάριο της Αυστρίας Metternich). Αλλά, ακόμη και ερωτικές επιστολές με αποδέκτρια τη Ρωξάνη Στούρτζα και γράμματα προς τον πατέρα του (από το 1809 έως το 1820) φέρουν την υπογραφή του Καποδίστρια και βρίθουν πολύτιμων μαρτυριών για την εποχή του και τις χώρες που έζησε.
Πέραν της αλληλογραφίας μετά της συζύγου του, έχουν, όταν μελετάμε τη ζωή και το έργο του Γ. Σεφέρη, ξεχωριστό ενδιαφέρον οι αλληλογραφίες του με φίλους ιδιαίτερης καλλιέργειας αλλά όχι συγγραφείς ούτε καλλιτέχνες. Μετά την αλληλογραφία με τον ομήλικό του δικηγόρο, Αθηναίο φίλο, Γιώργο Αποστολίδη, η αλληλογραφία με τον εύπορο Αλεξανδρινό, πηλιορείτικης καταγωγής, Νάνη Παναγιωτόπουλο. Αυτή τη φορά ένα μεγαλύτερο επιστολικό σώμα, το σύνολο 175 επιστολικά ντοκουμέντα, συμπεριλαμβανομένων καρτών και αχρονολόγητων γραμμάτων. Η πρώτη επιστολή του Σεφέρη, πλην της ευχετήριας κάρτας του για την Πρωτοχρονιά του 1939, καλοκαίρι 1941, η τελευταία του Παναγιωτόπουλου καλοκαίρι 1963, μέχρι τον Ιανουάριο 1964 που πέθανε τίποτα άλλο, κατά την απονομή του Νομπέλ, εκείνο το φθινόπωρο, βρισκόταν άρρωστος από την επάρατο στην Αθήνα. Μέσα από τούτη την αλληλογραφία, με τις αναπόφευκτες εκατέρωθεν αυτολογοκρισίες, αναδύονται στιγμές της ζωής των συνομιλητών. Ξετυλίγεται για άλλη μια φορά το νήμα της ζωής του Γ. Σεφέρη: η πολιτική, η ποιητική δημιουργία, οι άνθρωποι, οι φιλίες και οι αντιπάθειες, οι σπασμένες σχέσεις και οι καημοί του: η γλώσσα, η ανθρώπινη μοίρα σφιχτοδεμένη με την πραγματωμένη Ιστορία, η «αμυαλιά» των πολιτικών. Αλλ’ υπάρχει και η μοίρα των τόπων, των τόπων μέσα στα πλοκάμια του χρόνου: η Ελλάδα, το Βυζάντιο, η Κύπρος…
Στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας, έχουν, όμως, ιδιαίτερη σημασία και οι επιστολές που αντηλλάγησαν, το θέρος του 1965, μεταξύ του βασιλιά, Κωνσταντίνου του Β’ και του πρωθυπουργού, Γεωργίου Παπανδρέου. Σημασία, εφόσον δεν κατέληξαν σε «εκτόνωση» της εν εξελίξει πολιτικής κρίσης, αλλά έφεραν την αποπομπή του Παπανδρέου από την πρωθυπουργία και τις κατοπινές κυβερνήσεις της «Ιουλιανής αποστασίας», οι οποίες, μακροπρόθεσμα», στάθηκαν προάγελλος της δικτατορίας του 1967.
Τέλος, πολυποίκιλα χρήσιμες και ως ιστορικές πηγές είναι οι 800 περίπου επιστολές που αποδίδονται στο Νίκο Καζαντζάκη: 446 στον Παντελή Πρεβελάκη, 200 στην πρώτη γυναίκα του, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη και 150 στη δεύτερη γυναίκα του την Ελένη Σαμίου και σε φίλους του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου