Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

151. Μάρκος Μπότσαρης και Λόρδος Βύρων

Οι πολεμικές επιχειρήσεις του τρίτου χρόνου της Ελληνικής Εθνικοαπελευθερωτικής και αντιτουρκικής Επανάστασης (1823) ήσαν περιορισμένες κι όχι σπουδαίες. Κι οι δυο αντίπαλοι είχαν σοβαρά προβλήματα ν’  αντιπαλέψουν.
Η μεν Τουρκία είχε οικονομικά προβλήματα, πόλεμο κατά της Περσίας κι Επανάσταση των γενίτσαρων, οι δε Έλληνες, αφού μεταφέρουν την πρωτεύουσα και την έδρα της κυβέρνησής τους στο Ναύπλιο (8/1/1823), αντιθέσεις πολιτικών και στρατιωτικών, επίσης τις φιλονικίες των οπλαρχηγών, που είχαν παραλύσει το στρατό, αλλά και τη δυσαρέσκεια προς το Μαυροκορδάτο και τους συν αυτώ.
Τον Απρίλη του 1823, ο Χριστόφορος Περραιβός, άλλοτε συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου, διορίστηκε από το Εκτελεστικό υπουργός πολέμου. Επί υπουργίας του, στις 20/9/1823, οι κάτοικοι της Σκιάθου παραπονέθηκαν για τις καταπιέσεις από τα στρατεύματα που είχαν καταφύγει στο νησί ύστερα από την καταστολή του ξεσηκωμού στον Όλυμπο και τη Θεσσαλία. Έγινε σύσκεψη των καπεταναίων στην καγκελαρία. Ήταν γύρω στους 2.000 και ύστερα από τη διαπεραίωσή τους στη Σκιάθο έγιναν η μάστιγα του νησιού. Λεηλατούσαν τα μαγαζιά, λήστευαν τους κατοίκους, άρπαζαν τη σοδειά.
Οι Σκιαθίτες τότε κατέφυγαν σ’ ένα μικρό φρούριο, στην κορυφή του λόφου εγκαταλείποντας τα σπίτια τους στο έλεος των στρατιωτών. Εγκαταστάθηκαν και εκείνοι σαν νοικοκυραίοι και δεν ήθελαν να φύγουν από το νησί, για να πάρουν μέρος στον Αγώνα. Αρχηγοί τους ήταν οι Καρατάσσος, Βίνος, Λιακόπουλος, Βελέντζας, Βασδέκης και Γούλας. Τότε, ο Περραιβός, ως υπουργός πολέμου, ήρθε στη Σκιάθο από το Μοριά με πολεμοφόδια. Οι καπεταναίοι δέχτηκαν να μπαρκάρουν τα στρατεύματα, εάν φυσικά θελήσουν. Αλλά τα πληρώματα των καραβιών αρνήθηκαν με επιμονή να τους παραλάβουν.
Ο Μάρκος Μπότσαρης
Τον ίδιο χρόνο (1823), παρά τα προβλήματά τους, οι Τούρκοι προσπάθησαν, για μιαν ακόμη φορά, να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Βαδίζοντας μέσω δυτικής και ανατολικής Ελλάδας θα συναντιόνταν στη Ναύπακτο, όπου τους περίμεναν πλοία να τους περάσουν απέναντι. Δυστυχώς γι’  αυτούς, ο λοιμός κι οι στερήσεις ανάγκασαν τον τουρκικό στρατό, πούχε κινούμενος στην ανατολική Ελλάδα προωθηθεί γρήγορα ως την Αττική, να επιστρέψει εσπευσμένα στη Λαμία.
Στη δυτική Ελλάδα, όμως, τα πράγματα ήσαν δυσάρεστα για τους Έλληνες, καθώς Τουρκαλβανοί μ’  αρχηγούς τον Ομέρ Βρυώνη και το Μουσταφάμπεη ( ή Μουσταή της Σκόδρας) κινούνταν από Αμφιλοχία 4.000 υπό τον πρώτο και από τα Άγραφα 8.000 με το δεύτερο, έχοντας στόχο να ενωθούν μπροστά στο Μεσολόγγι, που ήδη είχε αποκλειστεί από τον τουρκικό στόλο. Ο γνωστός για την ανιδιοτελή φιλοπατρία και τη μεγαλοψυχία του Σουλιώτης οπλαρχηγός Μάρκος Μπότσαρης, όμως, στις 19 Ιανουαρίου του 1823, είχε γράψει στους καπεταναίους, ότι προσφέρεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, αν αυτό θα συντελούσε στο καλό της πατρίδας. Τι είχε γίνει; Ο αναπληρωτής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, έπαρχου στην περιοχή της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Κ. Μεταξάς, θέλοντας να συμφιλιώσει τους καπεταναίους για την αντιμετώπιση της νέας τουρκικής απειλής, μοιράζει αφειδώς βαθμούς στρατηγίας. Αρχές Ιουλίου, τους συγκαλεί σε μια συμφιλιωτική σύσκεψη στα Κερασοβίτικα Καλύβια, όπου και τους όρισε και τις θέσεις τους. Τους Μάρκο Μπότσαρη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Κίτσο Τζαβέλα και Γιαννάκη Γιολδάση, με δύναμη 4.000 πολεμιστές, τους τοποθετεί στο Καρπενήσι.
Ο Μ. Μπότσαρης, λίγο μετά, από την Ακαρνανία όπου βρίσκεται, στέλνει μήνυμα στους καπεταναίους, που, ανήμποροι και τρομοκρατημένοι να αντισταθούν στις χιλιάδες των τουρκαλβανών, λουφάζουν στα βουνά του Καρπενησίου. Από εκεί, μέσω Μεσολογγίου, αναχωρεί κρυφά και συναντιέται με όσους διαφωνούσαν με το βαθμό του. Στη συνάντηση αυτή, ο Μάρκος, τόνισε την ανάγκη για ομόνοια και συμφιλίωση και δίνοντας πρώτος το παράδειγμα, σκίζει το δίπλωμα του στρατηγού λέγοντας: «Όποιος είναι άξιος, παίρνει του στρατηγού το δίπλωμα από το Σκόντρα Πασά».
Έπειτα, εφοδιάζεται με πυρομαχικά και έχοντας μαζί του 1.250 πολεμιστές, εκ των οποίων οι 400 ήταν Σουλιώτες, φτάνει στο Μικρό Χωριό.  Ο Μάρκος, έκτοτε, ως σκοπό του είχε να χτυπήσει το στρατό του Μουσταή στο Καρπενήσι. Δεν έβρισκε, όμως, ανταπόκριση από τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, λόγω της έχθρας που χώριζε αυτούς και τους Σουλιώτες.  Ο Καραϊσκάκης, ήταν «στα μαχαίρια» με τους Σουλιώτες εξαιτίας προεπαναστατικών διενέξεων μεταξύ τους στα Άγραφα. Εκτός από τους Τζαβελαίους με τους οποίους συμφιλιώθηκε, το μίσος του για τους Μποτσαραίους δεν έσβηνε. Μόνον το Μάρκο αναγνώριζε ως ίσο, γενναίο πολεμιστή και άνθρωπο.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, τότε, αφήνοντας κατά μέρος τις έριδες του ελληνικού στρατοπέδου, προσέβαλε με 350 Σουλιώτες την εμπροσθοφυλακή του Μουσταή, στο Κεφαλόβρυσο, κοντά στο Καρπενήσι. Ήταν οι μέρες που  άρρωστος από φυματίωση ο Καραϊσκάκης απαντά στους Τούρκους πως φοβάται να προσκυνήσει και θα μείνει πιστός στο ντοβλέτι, αλλά δεν τα κατάφερε και, απογοητευμένος από τη διχόνοια των καπεταναίων και βλέποντας τούς συντρόφους του να τον εγκαταλείπουν, αποσύρεται στο μοναστήρι του Προυσού.
Η επίθεση, όμως, κατά του τουρκικού αποσπάσματος, που είχε επικεφαλής τον Τζελαλενδίμπεη, βάσει σχεδίου του Μ. Μπότσαρη και όσων έσπευσαν στο πλευρό του, έγινε στις 9 Αυγούστου 1823 και μέσα στο γενικό χαμό βρίσκει ηρωικό θάνατο ο Μ. Μπότσαρης, που θα θαφτεί στο Μεσολόγγι μέσα σε γενικό πένθος. Λίγο μετά, η παλικαρίσια θυσία του Ζυγούρη Τζαβέλα στη μάχη της Καλιακούδας προσπάθησε, μάταια, να αναχαιτίσει το Μουσταή, που, σκορπώντας φόβο και τρόμο σε όλη την Αιτωλοακαρνανία, πλέον κινούσε για το Μεσολόγγι, το οποίο άντεχε ακόμη, παρά το θαλάσσιο αποκλεισμό του από τουρκικά πλοία.
Ενώ ο τουρκικός στόλος υπό το Χοσρέφ Μεχμέτ θα παραμείνει στην Πάτρα μέχρι τις 25 Αυγούστου, αποβίβασε, μέσα στο 1823, και 10.000 άντρες στην Κρήτη, για να ενισχυθούν οι δυνάμεις του νησιού. Σχετικά με τη μεγαλόνησο, ας σημειωθεί ότι, από το Νοέμβρη του 1822, είχε αποφασιστεί, κατόπιν αίτησης των Κρητικών αντιπροσώπων στην ελληνική κυβέρνηση, η αντικατάσταση του Αφεντούλη από τον έμπειρο Υδραίο Ναύαρχο Μανόλη Τομπάζη, που διορίστηκε, στις 23/4/1823, καθ’  υπόδειξη του Ιωάννη Κωλέττη και ως Αρμοστής στην Κρήτη έφτασε, επικεφαλής 1200 αντρών και στους οποίους ως διοικητής πυροβολικού κατήλθε και ο Άγγλος Φραγκίσκος Α. Άστιγξ, μόλις στις 22 Μαΐου του ίδιου χρόνου, με οτιδήποτε αρνητικό για τους Κρητικούς επαναστάτες μπορεί να σημαίνει η αργοπορία του.
Με την έλευση του Μανόλη Τομπάζη στην Κρήτη, ο Αφεντούλης, που ήταν στη φυλακή από το Νοέμβρη του 1822, αποφυλακίζεται και φεύγει εκτός Κρήτης. Η καθαίρεση και η φυλάκιση του Αφεντούλη ίσως σχετίζεται και με αλληλογραφία του με το Χασάν πασά, η οποία βρέθηκε και αποκαλύπτει τις προθέσεις του να παραδώσει τα Σφακιά στους Τούρκους και ν’  ανταμειφθεί με κάποιο πασαλίκι από τον Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου!
Το Φλεβάρη του 1823, όμως, μετά την καταστροφή του Οροπεδίου Λασιθίου στην Κρήτη, είχε συμβεί ένα τραγικό επεισόδιο: Στο σπήλαιο της Μιλάτου στο Μεραμπέλλο Λασιθίου, είχαν βρει φοβισμένοι καταφύγιο 2000 άμαχοι, γέροι και γυναικόπαιδα, με ελάχιστους οπλοφόρους. Ο αιγυπτιακός πολιόρκησε το σπήλαιο επί 15 μέρες, κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει τους πολιορκουμένους, ώσπου στα μέσα Φλεβάρη, αποκαμωμένοι από τη δίψα και χωρίς ελπίδα για βοήθεια και σωτηρία από κάπου, οι έγκλειστοι παραδόθηκαν στους πολιορκητές, που κατέσφαξαν αρκετούς επιτόπια και τους άλλους πούλησαν ως σκλάβους. Βρισκόμενος στο Καστέλι Πεδιάδος Ηρακλείου, ο Χασάν Πασάς πεθαίνει ξαφνικά από ατύχημα και στο νησί τα ηνία αναλαμβάνει ο Αλβανός Χουσεΐν, ο οποίος θα εκμεταλλευτεί, τους επόμενους μήνες, κατά τον καλύτερο τρόπο για τις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις το ότι οι πολιτικές έριδες των Ελλήνων και οι συνεπακόλουθές τους εμφύλιες διαμάχες δεν τους άφησαν να βοηθήσουν την Κρήτη.
Λίγους μήνες αργότερα, από τις πρώτες κινήσεις του Τομπάζη, που η παρουσία του «φρέσκαρε» την Επανάσταση, ήταν να συγκαλέσει, τον Ιούνη του 1823, Γενική Συνέλευση των Κρητών στην Αρκούδαινα Αποκορώνου (22, 26/6/1823), η οποία, με τη σειρά της, ψήφισε τον «Οργανισμό της ενιαυσίου τοπικής διοικήσεως της νήσου Κρήτης», ενώ την ίδια ώρα ο αιγυπτιακός στρατός, άρτια εξοπλισμένος, «μιλούσε» στο πεδίο των μαχών και σημείωνε τη μία νίκη μετά την άλλη κατά των ατημέλητων και δίχως εφόδια ελληνικών δυνάμεων.
Κατά τα μέσα του 1823, μετά τις τουρκικές νίκες στην Κρήτη επί των επαναστατών, πολλοί Έλληνες της μεγαλονήσου γυρεύουν καταφύγιο σε διάφορα μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας. Έτσι, συναντούμε στην Κάσο, εκείνους τους μήνες, 2000 Κρητικούς, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες για παρουσία Κρητικών και στην Τήνο, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που η παρουσία Κρητικών προσφύγων στις Κυκλάδες προξενεί αναταραχή στους ντόπιους (Νάξο, Πάρο, Σίφνο, Μήλο και Ίο), γιατί οι Κρητικοί χρησιμοποιούσαν τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά είτε ως καταφύγιο, είτε ως ενδιάμεσο σταθμό πριν την επάνοδό τους στην πατρίδα τους.
Και αφού αναφερθήκαμε στη νησιωτική Ελλάδα, πρέπει να σημειωθεί και ότι από διάφορα διπλωματικά έγγραφα των προξενικών αρχών της Ρόδου πληροφορούμαστε για τα γεγονότα του 1823 στα Δωδεκάνησα. Ο Γάλλος υποπρόξενος από τη Σμύρνη γράφει ότι στις 13 Ιανουαρίου οι Κασιώτες επήραν από την παραλία της Καραμανίας φορτίο σιταριού που το έφερναν δύο γαλλικά πλοία για Τούρκους από την Αίγυπτο. Κάτι ανάλογο συνέβη στις 26 Μαρτίου 1823, όταν ένα ναπολιτάνικο πλοίο έφερνε τρόφιμα από την Αλεξάνδρεια για τους Τούρκους της Κρήτης. Περνώντας από την Κάσο το κυνήγησαν τα Κασιώτικα καράβια και πήραν τα τρόφιμα.
Ο υποπρόξενος της Βρετανίας Στέφανος Μας, γράφει ότι στην Κάσο είχαν 500 Τούρκους αιχμαλώτους, τους οποίους είχαν ζητήσει από τον Βέη της Ρόδου να τους ανταλλάξουν με ισάριθμους ΄Έλληνες. Επίσης, οι Κασιώτες έκαναν πολλές αποβάσεις στην τουρκοκρατούμενη Ρόδο και έπαιρναν σχεδόν ανενόχλητοι τρόφιμα και ζώα. Με τις αλεπάλληλες αυτές αποβάσεις και τις συχνές επιθέσεις στην Αλεξάνδρεια, τη Διαμέττη και τα λοιπά παράλια της Μεσογείου, ο στόλος της Κάσου έφερε μεγάλο αντιπερισπασμό στις τουρκικές δυνάμεις της Πύλης και του πασά της Αιγύπτου, πράγμα που υποβοηθούσε τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Γι αυτό το λόγο, σύμφωνα με έκθεση του Γάλλου προξένου στη Ρόδο προς το υπουργείο εξωτερικών της Γαλλίας,  ο Μωχάμετ Άλυ ετοίμαζε μεγάλο στόλο για να τιμωρήσει τους Κασιώτες.
Σχετικά με τα Δωδεκάνησα, όμως, ας επισημανθεί ακόμα και το εξής κατά το 1823: Στην Αστυπάλαια, στις 4 Μαΐου, κατάργησαν τη σουλτανική κυριαρχία. Την ίδια ημέρα, και οι κάτοικοι της Καρπάθου έδιωξαν τον εκπρόσωπο του Σουλτάνου οριστικά και ανακηρύχθηκαν ελεύθεροι και οι Συμιακοί αυτοανακηρύχθηκαν τμήμα της ελεύθερης Ελλάδος.
Πέραν τούτων, στις 27 Ιουνίου, ο στόλος του Χοσρέφ αποβίβασε στην Κάρυστο της Εύβοιας 3.000 άντρες για ενίσχυση των πολιορκημένων από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ξεφόρτωσε τροφές στη Χαλκίδα για την εκεί τουρκική φρουρά και, τέλος, μετέβη στα φρούρια της Μεθώνης και της Κορώνης για ανεφοδιασμό.
Στον αντίποδα, ο ελληνικός στόλος  – ολόκληρη περίπου τη χρονιά αυτή, εκτός από κάποια πυρπολικά που «παρενόχλησαν» τα τούρκικα πλοία, όταν γύριζαν από τη Μεθώνη και την Κορώνη  –  από έλλειψη χρημάτων δεν προσέφερε καμία σχεδόν βοήθεια στις περιοχές, που τον είχαν ανάγκη, ούτε αξιόλογη προστασία στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Πόροι για ναύλωση και εξοπλισμό πλοίων δεν υπήρχαν, εφόσον οι κοτζαμπάσηδες των νησιών δεν ήθελαν να συμμετέχουν τα καράβια τους σε πολεμικές επιχειρήσεις πριν αποζημιωθούν για τα έως τότε έξοδά τους, παρά περίμεναν τα ξενόφερτα δάνεια.
Στις 12 του Σεπτέμβρη ο Ανδρούτσος πέρασε στην Κάρυστο μαζί με τον Νικόλαο Κριεζώτη και τον Αδάμ Δούκα. Λίγες ημέρες αργότερα (16 Σεπτεμβρίου 1823), μάλλον για να προλάβει τις εξελίξεις, το Εκτελεστικό Σώμα «εγκρίνει τον στρατηγόν Οδυσσέα προσωρινόν αρχηγόν των αρμάτων της Ευβοίας και τον προσωρινόν αποκλεισμόν αυτής παρά των Ψαριανών πλοίων». Σε μία αντίστροφη πορεία, το Εκτελεστικό «καθυποβάλλει την γνώμην του εις επίκρισιν του Σ. Βουλευτικού Σώματος».
Για μία ακόμη φορά η Εύριπος βρισκόταν στα τέλη Σεπτεμβρίου σε κατάσταση πολιορκίας. Ο Ομέρ πασάς της Καρύστου με τις ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις που διέθετε ήταν αποφασισμένος από αμυνόμενος να γίνει εκείνος ο διώκτης των επαναστατών. Ο Ανδρούτσος παρότρυνε τον Κωλέττη «θάρσει τοίνυν και ενέργει ως Κωλέττης». Η Διοίκηση από τη μεριά της τις κρίσιμες αυτές στιγμές  εξέφραζε την εμπιστοσύνη της στον Ανδρούτσο, ο οποίος αναφερόταν στις επιστολές ως ο «προσδοκώμενος» για τη σωτηρία της Ευρίπου.
Από τις 2 Οκτωβρίου μέχρι τις 17 Νοεμβρίου του 1823, τέλος, οι Τούρκοι αποτυχαίνουν να καταλάβουν το Αιτωλικό, μολονότι το πολιορκούσαν πολύ στενά, ενώ, ενδιάμεσα, στις 26 του Οχτώβρη της ίδιας χρονιάς, παραδόθηκε στους επαναστάτες και στο Θ. Κολοκοτρώνη και το Νικηταρά το φρούριο του Ακροκορίνθου.
Ας γράψουμε κάποια περισσότερα λόγια για τον Ακροκόρινθο. Από τις αρχές του 1823 ξεκινάει για τρίτη φορά πολιορκία του Ακροκορίνθου απ’ τις Ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις. Η Εθνική Συνέλευση του Άστρους διορίζει αρχηγό της πολιορκίας τον Κορίνθιο Ιωάννη Σωτ. Νοταρά. Τον Ιούνιο, έρχεται συμπολεμιστής και πορθητής του Παλαμηδιού, Στάικος Σταϊκόπουλος, ενώ τον Οκτώβρη, για να πιεστούν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, διορίζεται από το Εκτελεστικό και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. Όταν πια κάθε ελπίδα διαφυγής ή σωτηρίας απ’ έξω για τους έγκλειστους είχε αποκλειστεί, ένας Τούρκος αξιωματούχος του Ακροκορίνθου, ο Χαλήλ  Αγάς, συναντήθηκε με το Στάικο και υπέβαλε προτάσεις για την παράδοση του Κάστρου. Ο κυριότερος λόγος ήταν να παραδοθούν στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, γιατί μόνο αυτόν θεωρούσαν «μπεσαλή», ικανό να κρατήσει το λόγο του και να μη σφαχτούν οι αιχμάλωτοι.
Πραγματικά, η Ελληνική πλευρά στέλνει το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μαζί με το Νικηταρά από το Εκτελεστικό και τους Νίκο Λουμάνη και Σωτηράκη Νοταρά από το Βουλευτικό, για να φροντίσουν τις λεπτομέρειες της παράδοσης. Μετά από επίμονες διαπραγματεύσεις, ο φρούραρχος Αβδουλάχ Μπέης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης  κατέληξαν σε συμφωνία. Η συνθήκη παράδοσης υπογράφτηκε στις 19 Οκτωβρίου 1823, αλλά οι Τουρκαλβανοί  άφησαν το Κάστρο στις 26 Οκτωβρίου, γιατί στο μεταξύ έγινε απογραφή των πραγμάτων που θα περιέρχονταν στους Έλληνες. Το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1823, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, 300 Τουρκαλβανοί και 60 γυναίκες εγκατέλειπαν, όπως προαναφέρθηκε, τον Ακροκόρινθο στα χέρια των Ελλήνων. Τους συνόδευαν ο Κολοκοτρώνης και ο Υψηλάντης  μέχρι το Παλαιό Καλαμάκι, όπου και τους επιβίβασαν όλους σώους σε δύο πλοία Αυστριακά, και σ’ ένα τρίτο με Ιόνιο σημαία. Με την αποχώρηση των Τούρκων άρχισε  μεγάλο πανηγύρι πάνω στον Ακροκόρινθο. Έγινε αγιασμός και επίσημη δοξολογία από τους επισκόπους Κορίνθου Κύριλλο και Δαμαλών Ιωνά.
Η άφιξη του φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι (τέλη 1823)
Στις 16 Νοεμβρίου, όμως, ο Ανδρούτσος, μετά από ένα σύντομο και αναγκαίο πέρασμά του στην Αθήνα, αποβιβάστηκε στο Αλιβέρι, για τη συγκέντρωση ενόπλων και την πολιορκία των φρουρίων της Ευρίπου και της Καρύστου. Από τη μία, όμως, η αντίσταση των Οθωμανών και από την άλλη η ανυπαρξία της τροφοδοσίας, των χρημάτων και των πολεμοφοδίων στους επαναστάτες έκαναν αδύνατη την εκπόρθηση των φρουρίων.
Κι η χρονιά τελειώνει, καθώς, παραμονή των Χριστουγέννων (24/12/1823 π.η.), αφικνείται στο Μεσολόγγι ο Άγγλος λόρδος Βύρωνας που είχε φήμη θερμού φιλέλληνα και ήρθε για να οργανώσει τους Ευρωπαίους φιλέλληνες σε ταξιαρχία πυροβολικού, υπό τη δική του αρχηγία, καλώντας στην υπηρεσία και 500 Σουλιώτες. Εκστατικό το πλήθος τον υποδέχθηκε σαν ήρωα και σωτήρα. Είχε έλθει τον Αύγουστο του 1823 στην Κεφαλονιά, για να βοηθήσει, ως μέλος της Ελληνικής Επιτροπής Λονδίνου, τους Έλληνες στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Τώρα, έφθανε στο Μεσολόγγι, για να πολεμήσει γι’ αυτούς, στο πλευρό τους.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου