Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

Β.7. Ένας "μικρός" αυτοκράτορας, μια "μεγάλη" συλλογή νόμων


Ο Θεοδόσιος ο Β’, γιος και διάδοχος του Αρκαδίου, έχει μείνει στην Ιστορία του Βυζαντίου με το παρωνύμιο «Μικρός», για να αντιδιαστέλλεται με τον εκ πατρός παππού του και αρχηγέτη της δυναστείας, το Θεοδόσιο τον Α’, το Μεγάλο. Για το Θεοδόσιο τον Α’ και για τους «επιγόνους» του, στοιχεία αντλήθηκαν και  από το βιβλίο «Βυζαντινός Πολιτισμός» (σελ. 36 – 37 κ.α.) του Στ. Ράνσιμαν, πέρα απ’ τις άλλες πηγές, που χρησιμοποιήθηκαν και θα κατονομάζονται επιτόπου, ενώ ανατρέξαμε και στην «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους» του G. Ostrogorsky.
Στην Ανατολή, ο Θεοδόσιος Β΄ ο Μικρός αναγκάστηκε να πληρώσει μεγάλο χρηματικό ποσό και να παραχωρήσει αρκετό τμήμα της Βαλκανικής, για να απαλλάξει τη χώρα του από τον τρόμο του Αττίλα, που το 447 είχε φτάσει μέχρι τα πρόθυρα της Κωνσταντινούπολης. Από τα σπουδαιότερα ειρηνικά έργα του Θεοδοσίου του Μικρού είναι η ίδρυση του Πανδιδακτηρίου, του πρώτου δηλ. πανεπιστημίου της πρωτεύουσας (425), και ο "Θεοδοσιανός Κώδιξ" (438), δηλ. η κωδικοποίηση των νόμων.
Ο Θεοδόσιος, λοιπόν, ο Α’ – με τη διαθήκη του, πεθαίνοντας, σε ηλικία μόλις 48 ετών, από υδρωπικία – είχε, το 395 (17 Ιανουαρίου) μ.Χ., μοιράσει την ενιαία Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία σε Ανατολή με έδρα την Κωνσταντινούπολη και σε Δύση με πρωτεύουσα τη Ρώμη. Την Ανατολή έδωσε στο μεγαλύτερο σε ηλικία γιο του, Αρκάδιο (377 – 408) και τη Δύση στο μικρότερο, τον Ονώριο (384 – 423).
Νομίσματα που απεικονίζουν το Βυζαντινό αυτοκράτορα
Θεοδόσιο το Β', τον "Μικρό" (α' μισό 5ου αι. μ.Χ.)

Ο Αρκάδιος, τη χρονιά που πέθανε ο πατέρας του (395), αναρριχάται στο θρόνο της Κωνσταντινούπολης, ενώ ήταν 18 χρόνων. Από το γάμο του ο νέος αυτοκράτορας με τη Γερμανίδα Ευδοξία, γνωστή για τη στάση της έναντι του εκ των Πατέρων της Χριστιανικής Εκκλησίας Ιωάννου του Χρυσοστόμου, αποχτά το 399 την Πουλχερία και το 401 (Απρίλιος) το Θεοδόσιο.
Το 408, όμως, ενώ, όσο ήταν αυτοκράτωρ, την εξουσία της Ανατολής ασκούσαν οι αυλικοί αξιωματούχοι, Ρουφίνος και Ευτρόπιος, ο Αρκάδιος πεθαίνει  31χρονος και αφήνει την εξουσία στον ανήλικο Θεοδόσιο, ο οποίος, πλέον, αν και σε ηλικία 7 μονάχα ετών, αναγνωρίστηκε, για να μην επέλθει αναρχία, ως νόμιμος διάδοχός του και αναλαμβάνει τα ηνία του κράτους  ως Θεοδόσιος ο Β’. Ο Θεοδόσιος ο Μικρός βασίλεψε στο Βυζάντιο 42 ολόκληρα χρόνια, μέχρι το θάνατό του από ατύχημα (πτώση από άλογο και θανάσιμος τραυματισμός στην ραχοκοκαλιά), το 450. Επί μεγάλο διάστημα της βασιλείας του, «κηδεμονευόταν» από την αδελφή του, που είχε αυτοανακηρυχτεί Αυγούστα από τον Ιούλη του 414 παραμερίζοντας τον μέχρι τότε αντιβασιλέα Ανθέμιο, έως ότου η Πουλχερία αποχώρησε, ύστερ’ από καβγά με την από το καλοκαίρι του 421 σύζυγο του Θεοδοσίου, Αθηναΐδα – Ευδοκία, την κόρη του εθνικού ρητοροδιδάσκαλου Λεόντιου από την Αθήνα. 
Τότε, «η Ευδοκία έγινε το πρόσωπο που ασκούσε την πιο μεγάλη επιρροή επάνω στο Θεοδόσιο το Β΄, μαζύ με τον Έπαρχο της Ανατολής, Κύρο τον Πανοπολίτη» (βλ. W. Treadgold, «A History of the Byzantine State and Society», σελ. 94). Το 440, όμως, η Ευδοκία κατηγορείται για μοιχεία και αποτραβιέται στα Ιεροσόλυμα, ενώ την επόμενη χρονιά (441) ο Κύρος, ποιητής και στοχαστής του 5ου αι. απ’ την Πανόπολη της Αιγύπτου και υποστηρικτής της ελληνικής παιδείας, ωθήθηκε σε παραίτηση και αναγκάστηκε να γίνει επίσκοπος και πρωταγωνιστικό ρόλο, πλέον, παίζει ο ευνούχος Χρυσάφιος, που ίσως κρύβεται και πίσω από τις απομακρύνσεις της Πουλχερίας, της Ευδοκίας και του Κύρου απ’ το πλευρό του Θεοδοσίου.
Ο ίδιος, ωστόσο, ο Θεοδόσιος αποδείχτηκε, σε μιαν εποχή που η Ευρώπη αναταράσσεται από τις συνεχείς μεταναστεύσεις των λαών και η πάλαι ποτέ κραταιά και ενωμένη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έχει διασπαστεί και τα δύο της «γεννήματα», Ανατολή και Δύση, κλυδωνίζονται σοβαρά απ’ τις έξωθεν επιδρομές, ανίσχυρος και ανάξιος για αυτοκράτορας. Παρά ταύτα, είχε την τύχη να περιβληθεί από ικανούς συμβούλους. Πιο πολύ του άρεσε η ζωγραφική, η αντιγραφή και η διακόσμηση χειρογράφων, γι’ αυτό και οι σύγχρονοί του τον ονόμαζαν και καλλιγράφο. Στο σημερινό σημείωμα, λοιπόν, με τη χρήση μέρους μονάχα της πολυπληθούς βιβλιογραφίας γύρω από το βυζαντινό δίκαιο, θα προβληθεί το νομοθετικό έργο των χρόνων του, το οποίο κατέχει ξεχωριστή θέση στη νομική επιστήμη των κατοπινών αιώνων, χάρη στο «Θεοδοσιανό Κώδικα», την πρώτη απόπειρα κωδικοποίησης νόμων, την οποία ανέλαβε ομάδα νομομαθών της Αυλής του Θεοδοσίου του Β’.
Το 429, συγκροτείται, λοιπόν, στην Κωνσταντινούπολη, μια επιτροπή, με αποστολή να κωδικοποιήσει τη μέχρι τότε ισχύουσα νομοθεσία. Ο λόγος; Έπρεπε, σύμφωνα με τη «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας» του Γ. Κορδάτου (σελ. 122 του VII τόμου), να «σταθεροποιηθεί η θέση της μοναρχικής εξουσίας και να ενισχυθεί η εξουσία των μεγάλων γαιοκτημόνων». Πράγματι, εννέα χρόνια αργότερα (15/02/438), η εν λόγω επιτροπή παρουσιάζει το λεγόμενο «Θεοδοσιανό Κώδικα», που έχει μεγάλη ιστορική και νομική αξία. «Είναι το πιο σπουδαίο έργο κωδικοποιήσεως νόμων πριν από το Corpus Juris  του Ιουστινιανού και αποτελεί την επίσημη συλλογή των αυτοκρατορικών διαταγμάτων από την εποχή του Μ. Κωνσταντίνου», γράφει ο G. Ostrogorsky (δες «Ιστορία του Βυζαντινού Κράτους», τ. 1, σελ. 115), δηλαδή από το 312 μ.Χ. και μετά. Ο Κώδικας αυτός, που τέθηκε σε ισχύ από τις 1 Ιανουαρίου 439,  είχε γραφεί στα Λατινικά και χωριζόταν σε 16 επιμέρους βιβλία, απ’ τα οποία σώζονται έως σήμερα σχεδόν πλήρως τα 11,  αποτελώντας σημαντική μαρτυρία για τις κοινωνικοπολιτικές συνθήκες του 5ου αιώνα, αφού το καθένα καταπιανόταν και μ’ έναν τομέα της καθημερινής ζωής (δημόσια διοίκηση, στρατιωτικές υποθέσεις, θρησκευτική ζωή, οικογένεια κ.α.).
Ο «Θεοδοσιανός Κώδικας», όμως, είχε αρκετά, σοβαρά μειονεκτήματα, δηλαδή «δεν ήταν αυστηρά συστηματικός, περιείχε διατάξεις που είχαν καταργηθεί από μεταγενέστερες και, κυρίως, παρουσίαζε κενά λόγω της κακής κατάστασης των αρχείων»  (βλ. «Ιστορία Ελληνικού Έθνους» Εκδοτική Αθηνών, τόμος Ζ, σελ. 112 – 113).  Παρέμεινε, παρά ταύτα, στην Ανατολή σε ισχύ ως τα χρόνια του Ιουστινιανού.
Κι αυτό δικαιολογείται, διότι, καθώς μέχρι τότε χώλαινε η απονομή δικαιοσύνης, τερμάτισε τη σύγχυση που υπήρχε στους κατοίκους της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας και στους νομικούς κύκλους λόγω της πολυνομίας, της αλληλοκάλυψης ή αλληλοαναίρεσης των αυτοκρατορικών διαταγμάτων και της ταυτόχρονης έλλειψης μιας επίσημης συλλογής νόμων. Ο Κώδικας τούτος, όμως, «έκαμε – όπως επισημαίνει, μεταξύ άλλων, η Tamara Talbot Rice (βλ. «Ο Δημόσιος και Ιδιωτικός Βίος των Βυζαντινών», σελ. 120)  – απλούστερη  την αναζήτηση των νόμων και την παραβολή των διατάξεων. Η βελτίωση αυτή βοήθησε τους δικαστές ν’ αποφεύγουν τις πλάνες που προέκυπταν από σύγχυση ή σφαλερή ερμηνεία των διατάξεων […]».
«Το – κατά το Δ. Ζακυθηνό (δες «Βυζαντινή Ιστορία, 324 – 1071», σελ. 51 – 52) – τελευταίο  μέγα πνευματικό έργο, το οποίο ανήγειραν από κοινού οι δύο επί τα μάλλον και μάλλον διιστάμενοι ρωμαϊκοί κόσμοι», δημοσιεύθηκε τόσο στην Ανατολή, όπου γρήγορα αναγνωρίστηκε ως βάση της εθνικής νομοθεσίας, όσο και στο Δυτικό Ρωμαϊκό κράτος στο όνομα των δυο αυτοκρατόρων, Θεοδοσίου του Β’ και Ουαλεντινιανού Γ’ αντίστοιχα, και «έδωσε νέα έμφαση στην ενότητα της αυτοκρατορίας. Ωστόσο, η ενότητα αυτή κλονιζόταν με τον καιρό, πράγμα που εκδηλώθηκε και στον νομικό χώρο. Έτσι, μετά τη δημοσίευση του «Θεοδοσιανού Κώδικα» οι αυτοκράτορες της Ανατολής απέφευγαν να στέλνουν τους νόμους των στη Δύση, ενώ οι νόμοι των δυτικών αυτοκρατόρων δεν έφθαναν  σχεδόν ποτέ πια στην Ανατολή», καθώς σημειώνει ο Ostrogorsky (βλ. ο.π., σελ. 118). 
Ό,τι αξίζει να τονιστεί επιπροσθέτως για το «Θεοδοσιανό Κώδικα» – πέρα απ’ ότι, όπως πιστεύει η Τ. Τalbot Rice (βλ. ο.π.), «είχε σαν αποτέλεσμα να ενθαρρύνει τη χρησιμοποίηση της Ελληνικής γλώσσας στο Βυζάντιο με παράλληλο παραγκωνισμό της Λατινικής» – είναι πως «πάνω απ’ όλα περιλαμβάνει μια διαφωτιστική καταγραφή των αλλαγών, που ο Χριστιανισμός επέφερε στο δημόσιο και το ιδιωτικό βίο του κράτους. Η πολιτεία σέβεται την εκκλησία. Ο πολίτης αποχτά χριστιανική συνείδηση του παρελθόντος της πολιτικής εξουσίας[…]» όπως γράφει ο Φ. Καίσαρης (δες «Γενική Ιστορία», σελ. 349).
Καταλυτική, τέλος, θεωρήθηκε η επιρροή του «Θεοδοσιανού Κώδικος» και στα νομοθετικά κείμενα των γερμανικών φύλων, που κατέβηκαν στην  Κεντρική και Δυτική Ευρώπη τα χρόνια του Θεοδοσίου Β’ και αμέσως μετά. Έτσι, το «Ρωμαϊκό Δίκαιο των Βησιγότθων» του 507 μ.Χ., που σχετίζεται με τον Αλάριχο, αποτελεί συντόμευσή του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου