Τετάρτη 28 Φεβρουαρίου 2018

B. 23. Η γενιά του Τριάντα και ο Κ. Παλαμάς


Η ποιητική γενιά του ‘30 ήρθε να ξεπεράσει το πνεύμα διάλυσης και παρακμής των ετών από το 1910 περίπου ως το 1930, αμφισβητώντας καθετί που σχετίζεται με την παλαιότερη λογοτεχνική παράδοση και το κοινωνικό της υπόβαθρο. Οι νέες τάσεις που παρουσιάζονται με τη γενιά του ‘30 και εξής –  υπερρεαλιστές,  αλλά και οι Σεφέρης και Ελύτης – αναπόφευκτα θα έρχονταν σε σύγκρουση με τις κυρίαρχες ποιητικές μορφές που δούλευαν ο Κωστής Παλαμάς και οι μιμητές του έργου του.
Ο Γιώργος Σεφέρης (1900 – 1971), αν και, όταν χρησιμοποιεί δεκαπεντασύλλαβο, μεταχειρίζεται την κλασική του μορφή, κανονικούς τονισμούς δηλαδή και σταθερή τομή στην 8η  συλλαβή, όχι σπάνια παραβαίνει τον κανόνα αυτό και χρησιμοποιεί τις ελευθερίες που εισήγαγε ο Παλαμάς· ο ελευθερωμένος στίχος του Παλαμά, ανάμεσα στα άλλα, προϋποθέτει παράβαση του νόμου της μεσαίας τομής. Μολονότι ο Σεφέρης από αντίδραση να δεχτεί γενικότερες φόρμες και τον τρόπο έκφρασης κι έτσι κατευθύνθηκε σε  νέες ποιητικές μορφές και κατέληξε σε μια δική του τεχνοτροπία (στίχος λιτός, υποβλητικά συμπυκνωμένος και ερμητικός), εντούτοις το γεγονός πως ο Παλαμάς γράφει σ’ ελευθερωμένο στίχο (τον ονομάζει, μάλιστα, «πολυτρόπο» στίχο, πρόκειται δηλαδή για μία μορφή στίχου ενδιάμεση ανάμεσα στον έμμετρο και τον ελεύθερο στίχο) και αναδείχνεται σε πρωτεργάτη του οδήγησε βαθμιαία τις νεότερες γενιές στη μετρική απελευθέρωση, τον ελεύθερο στίχο, που τις χαρακτηρίζει. Μολαταύτα, η πρώτη ποιητική συλλογή του Σεφέρη, τη «Στροφή» του 1931 με τον «Ερωτικό Λόγο», μοιάζει γραμμένη υπό έντονη παλαμική επίδραση.
Ο Γιάννης Ρίτσος
Στη δεκαετία του 1930, κάποιοι, όμως, της ίδιας ποιητικής γενιάς, όπως π.χ. ο Γιάννης Ρίτσος (1909 – 1990), εκφράστηκαν διαφορετικά από το Σεφέρη και δέχτηκαν θετικές επιδράσεις από τον Παλαμά. Ο ίδιος ο Παλαμάς εκφράζεται εγκωμιαστικά[1] για την ποίηση του Ρίτσου, ενώ ο Αλ. Αργυρίου σ’ ένα άρθρο του για το Ρίτσο[2] αναφέρει πως η κρίση του Παλαμά δείχνει έμμεσα ότι ο νεοτερισμός του Ρίτσου βρίσκεται πιο κοντά στην παραδοσιακή τεχνοτροπία του Παλαμά, απ’ ό,τι η πρωτοστάδια παραδοσιακή ποίηση του Σεφέρη. Κι αυτό αποχτά ιδιαίτερη σημασία, εάν δεχτούμε πως η ποιητική μορφή του «Επιτάφιου» (1936), μία προσπάθεια ανάπλασης του παραδοσιακού και όχι μόνο παλαμικού 15συλλαβου, πρέπει να εννοηθεί περισσότερο ως ένας ποιητικός νεοτερισμός του Ρίτσου, αφού αξιοποιεί τους ποιητικούς τρόπους στους οποίους στηρίχτηκε για να γράψει το πρώιμο έργο του, αλλά στην εποχή του θεωρούνταν ξεπερασμένοι. Ο «Επιτάφιος» ήρθε να ξαναθυμίσει τον παλαμικό τρόπο έκφρασης, για να διαφοροποιηθεί από τον «καρυωτακισμό», που ακόμα - έστω κι αν όδευε προς τη δύση του - επιζούσε, αλλά και από άλλες τάσεις της γενιάς του Τριάντα.
Θα κάνουμε, όμως, λόγο και για τη Λιλή Ιακωβίδη (1900 – 1985) της ίδιας λογοτεχνικής γενιάς, που  – σύμφωνα με τον Καραντώνη – «πρωτοάναψε τη λυρική της δάδα από τις τεράστιες φλόγες του Παλαμικού και αισθηματικού και οραματικού λυρισμού, που έδιναν τον κύριο τόνο στην ποίησή μας κατά τις δύο πρώτες δεκαετίες του αιώνα μας» [3]. Η Ιακωβίδη έχει γράψει ποίηση, θεατρικά, κριτικά και βιογραφικά έργα. Σύγχρονός της είναι ο Θεόδωρος Ξύδης (1910 – 1985), του οποίου, γράφει ο Καραντώνης πάλι,  «η ποίηση υπάρχει συγκροτημένη, ατομική, με τη δική της φωνή και αυτάρκεια […]. Δεν τη βαραίνει, δεν την αχρηστεύει, δεν τη σβήνει η σκιά των δύο μεγάλων ποιητών που λάτρεψε και μελέτησε και που στο έργο τους μαθήτεψε και ασκήτεψε: του Σικελιανού και του Παλαμά.»[4]
Θα θέλαμε να κοντοσταθούμε και στον Αντρέα Καραντώνη (1910 – 1982) και να τον ιδούμε, πέρα από κριτικό, και ως ποιητή, της γενιάς του ‘30 αφενός και αφετέρου «θαυμαστή» και «επίγονο» του Παλαμά. «Απ’ τον Παλαμά [πάλι] και την παλαμική παράδοση διατηρεί τον «παφλάζοντα λόγο», την «οριζόντια» ανάπτυξη, την τάση να επεκτείνεται αντί να συμπυκνώνει, την εκλογικευμένη κάποτε διατύπωση ιδεών, κάποια ίχνη θεματογραφίας, την αμετροέπεια και τη χρήση τύπων της δημοτικής  που θυμίζουν την εποχή των πρώτων γλωσσικών αγώνων»[5].
Με ενδιαφέρον, αλήθεια, αντιμετωπίζουμε και το ότι ο Οδυσσέας Ελύτης, στην «Αναφορά στον Ανδρέα Εμπειρίκο» (1978), μας δίνει κάποιες πληροφορίες σχετικά με αυτές τις «παλαιές τεχνοτροπίες» του υπερρεαλιστή Εμπειρίκου: «Η συναισθηματική του εκτόνωση σε στίχους», γράφει, «είχε αρχίσει τόσο πρόωρα, που σε ηλικία είκοσι χρόνων να διαθέτει ήδη στο ενεργητικό του ένα πλήθος ποιήματα γραμμένα πάνω στ’ αχνάρια των ποιητών που κάθε φορά τον γοήτευαν περισσότερο, κατ’ εξοχήν του Κωστή Παλαμά  κάτι που σήμερα μας φαίνεται τουλάχιστον παράδοξο».  Αυτή, εξάλλου, η προτίμησή του προς τον Παλαμά φαίνεται και με πολλούς τρόπους στα γράμματά του προς τον αδελφό του Μαράκη[6].
Ο Κ. Θ. Δημαράς σημειώνει, εξάλλου, για τον Κώστα Βάρναλη, μιαν άλλη σημαντική μορφή της ποίησης της γενιάς του ’30, και ότι «η επίδραση του Παλαμά είναι πολύ αισθητή στα έργα της νεότητάς του»[7], ενώ και ο Μ.Vitti πιστεύει ότι κάποια ποιήματα του Βάρναλη εκφράζουν «αισθήματα οργής και εξέγερσης που εύκολα θυμίζουν τον «Δωδεκάλογο του Γύφτου» του Παλαμά»[8].
Έχει, όμως, ιδιαίτερο ενδιαφέρον να διαβάσουμε όσα έγραψε ο Γ. Μωραϊτης για τη σχέση της γενιάς του ‘30 με τον Κ. Παλαμά[9]: « […] Στη θέση του Παλαμά αντιπαραθέτουν τη «Γενιά του ‘30», σαν το «άκρον άωτον» της γνήσιας, της καθαρής τέχνης και δημιουργίας. Κανείς, φυσικά, δεν αμφισβητεί την πνευματική δημιουργία των μεταγενέστερων (αλίμονο, αν μετά τον Παλαμά δεν ερχόταν τίποτε!).
Αλλά, αν επιχειρήσει κανείς να αναλύσει το έργο της γενιάς αυτής, θα διαπιστώσει πως όλοι αυτοί αναπτύχθηκαν κάτω από τη «βαριά σκιά του Παλαμά». Γιατί, αν και ο συναγερμός της γενιάς του 1880 τελειώνει κάπου στα μέσα της δεκαετίας του ’20 – ’30, κάποια πλευρά του παλαμικού έργου βρίσκεται μέσα στο έργο αυτών των μεταγενέστερων.
Άλλαξε, βέβαια, η εποχή και όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά, πολύ νωρίτερα, και για την Ευρώπη. Περάσαμε σ’ αυτό που τόσο εύστοχα είχε δηλώσει ο Μακρυγιάννης, από το «εμείς» στο «εγώ» και συνεπώς άλλαξε η οπτική γωνία των διανοουμένων. Δε βλέπουν πια με το μάτι του συνόλου, αλλά με τη διάθεση της υποκειμενικότητάς τους και της ατομικότητάς τους. Κι αυτός ο Ελύτης, αν εξαιρέσει κανείς τα μεγάλα του ποιήματα («Το Άξιόν Εστι», π.χ., το «Άσμα ηρωικό και πένθιμο για τον χαμένο ανθυπολοχαγό της Αλβανίας»), που γράφηκαν κάτω από εξαιρετικές στιγμές ανθρώπινης ανάτασης, δεν είναι με το «εγώ»; Και ο Σεφέρης με τις συλλογές του δεν τραγουδάει ατομικά, προσωπικά βιώματα; Η μήπως οι πεζογράφοι, που μηρυκάζουν τον πόνο και τη νοσταλγία τους για τις χαμένες πατρίδες, στο «εγώ» δε βρίσκονται; Και ο μεγάλος Σικελιανός, ποιητής – φιλόσοφος με βαθιά ιστορική συνείδηση, ένα άλμα δεν κάνει με το παιγνίδι των Δελφικών Γιορτών, μία υποκειμενική σύλληψη που δυνάμωσε το ιδεαλιστικό αντίκρισμα της αρχαίας ελληνικής ζωής;
Βέβαια, υπάρχουν και ποιητές που στέκονται πιο κοντά στο «εμείς», και εννοώ τους δύο Λάκωνες, το Ρίτσο και το Βρεττάκο και λιγότερο κάποιους άλλους. Δεν αναφέρομαι στο Βάρναλη, που ανεμίζει τη σημαία της κοινωνικής απελευθέρωσης. Αυτός είναι ένα άλλο μάτι, μία άλλη σκέψη και μία άλλη φωνή […]».


[1] Κ. Παλαμάς, άρθρο υπό τον τίτλο «Κρίση» στο περιοδικό «Νεοελληνικά Γράμματα», 18/09/1937, Αθήνα.
[2] Αλ. Αργυρίου, «Γιάννης Ρίτσος» στου Γ. Γουδέλη, «Ανθολογία της σύγχρονης κριτικής».
[3] Αντρέας Καραντώνης, «Ποιητικά» (κριτικά κείμενα), εκδόσεις «Νικόδημος», Αθήνα, 1977.
[4] Αντρέας Καραντώνης, «Ποιητικά» (κριτικά κείμενα), εκδόσεις «Νικόδημος», Αθήνα, 1977.
[5] Δ. Τσάκωνας, «Η γενιά του 30, τα πριν και τα μετά», εκδόσεις «Κάκτος», Αθήνα, 1989.
[6] Γ. Γιατρομανωλάκης, «Βρέθηκε το χαμένο χειρόγραφο του Ανδρέα Εμπειρίκου», εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», 28/12/2008.
[7] Κ. Θ. Δημαράς, «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», εκδόσεις «Ίκαρος», Αθήνα, 1985.
[8] Μ.Vitti, «Ιστορία της νεοελληνικής λογοτεχνίας», Εκδόσεις «Οδυσσέας», Αθήνα, 1978 (μτφρ Μυρσίνη Ζορμπά).
[9] Γ. Μωραϊτης, « Ο Παλαμάς που δε διδάσκεται στην εκπαίδευση», εκδ. Παπαδήμα, Αθήνα, 2001.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου