Παρασκευή 16 Φεβρουαρίου 2018

Β.5. Ορθοδοξία vs Ρωμαιοκαθολικοί, Βυζάντιο vs Δύση (μέρος V- Τελευταίο)!

Μετά το σχίσμα στο χριστιανισμό μεταξύ της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας και της Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής κατά τον 11ο αιώνα (1054), οι υποκινούμενες από πολιτικές σκοπιμότητες σχέσεις  μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Δύσης πέρασαν από διάφορες «φάσεις» έως το 1453, εκ των οποίων, αναμφίβολα, ξεχωρίζουν οι δυτικοευρωπαϊκές Σταυροφορίες και η άρνηση του λαού και του κλήρου της Ανατολής για «επανασυγκόλληση» των Εκκλησιών.
Ένα, λοιπόν, από τα σπουδαιότερα κεφάλαια της Βυζαντινής Ιστορίας και της πολιτικής και θρησκευτικής σχέσης  του Βυζαντίου με τη Δύση είναι η εξιστόρηση του βίου και της πολιτείας της Δυναστείας των Παλαιολόγων. Θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας σε μιαν εποχή, που μετά τη Φραγκοκρατία και τις ιμπεριαλιστικού χαρακτήρα σταυροφορίες, οι Βυζαντινοί εμφανίζονται αρκετά δύσπιστοι στις προθέσεις της Ρώμης για «επανένωση» των Εκκλησιών» (: νόμιζαν ότι ο πάπας και οι Δυτικοί θέλουν να τους «υποτάξουν») και, με δικούς τους (όχι πάντα θεμιτούς!) πολιτικούς – διπλωματικούς «ελιγμούς», προσπαθούν να επιβληθούν στους Δυτικούς και τον πάπα της Ρώμης.

O Μιχαήλ ο Η' ο Παλαιόλογος,
μετά την ανάκτηση της Πόλης (1261)
ήταν "μαύρο πρόβατο" για τη Δύση



Πριν προχωρήσουμε, ας θυμίσουμε ότι οι Παλαιολόγοι είναι  η τελευταία χρονικά, μα, παρά τις εμφύλιες διαμάχες και τις απειλές από τις εξωτερικές επιδρομές, και η μακροβιότερη δυναστεία της Ανατολικής Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Κυβέρνησαν το Βυζάντιο επί 2 αιώνες περίπου (1261 – 1453 ). Στο σημερινό μας σημείωμα, με το οποίο ολοκληρώνεται η εξιστόρησή μας των εκκλησιαστικών σχέσεων Δύσης (Ρώμη) – Ανατολής (Κωνσταντινούπολη) από το 330 μ.Χ. έως την Άλωση της Πόλης από τους Τούρκους (29/05/1453), θα πραγματευτούμε τις σχέσεις των Παλαιολόγων με τον Πάπα και τη Δυτική Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία.

Μιχαήλ, Κάρολος και… Ένωση!

Ιδρυτής, λοιπόν, και γενάρχης της Δυναστείας των Παλαιολόγων υπήρξε ο Μιχαήλ  Η΄ Παλαιολόγος (1224 – 1282 ), Παφλαγόνας στρατηγός και μεγαλογαιοκτήμονας, που ανέβηκε στον θρόνο με πραξικόπημα το 1258 και κυβέρνησε περισσότερο από 20 χρόνια, έως το τέλος της ζωής του, το 1282.
Τον διαδέχτηκε στο θρόνο του Βυζαντίου ο γιος του, Ανδρόνικος ο 2ος  (1282 – 1328). Οι υπόλοιποι αυτοκράτορες της δυναστείας ήσαν, κατά χρονολογική σειρά, οι ακόλουθοι: Ανδρόνικος ο 3ος  (1328 – 1341), που ήταν εγγονός του Ανδρόνικου 2ου  και γιος του συμβασιλιά του, Μιχαήλ του 9ου (1295 – 1320), Ιωάννης ο 5ος ο Παλαιολόγος (1341 – 1391), που ήταν γιος του Ανδρόνικου του 3ου , Ιωάννης ο 6ος ο Καντακουζηνός, αυλικός αξιωματούχος (1347 – 1355), Ανδρόνικος ο 4ος ο Παλαιολόγος (1376 – 1379), Μανουήλ 2ος ο Παλαιολόγος (1391 – 1425) γιος του Ιωάννη του 5ου, Ιωάννης ο 7ος Παλαιολόγος (1399 – 1401), ανιψιός του προηγούμενου και γιος του Ανδρόνικου του 4ου, ενώ τη δυναστεία «κλείνουν» οι γιοι του  Μανουήλ του 2ου, Ιωάννης 8ος ο Παλαιολόγος (1425 – 1448) και Κωνσταντίνος 11ος ο Παλαιολόγος ή Δραγάσης (1449 – 1453).
Σ’ ό,τι αφορά, λοιπόν, τη Δύση, ο Μιχαήλ προώθησε πάλι τις ενωτικές διαπραγματεύσεις, που, παρά διάφορα μικρομέγαλα «εμπόδια» [πχ ο πάπας Κλήμης Δ’ έδειχνε ότι υποστήριζε σχέδια του Γάλλου βασιλιά από τις 22/02/1266 της Σικελίας και της Νεαπόλεως Κάρολου Ντ’ Ανζού (ή Ανδεγαυού) για διαμελισμό της Βυζαντινής αυτοκρατορίας προ του 1268, αλλά στην πραγματικότητα ήθελε να «επιβάλει» τους όρους του στο Βυζαντινό αυτοκράτορα] αυτή τη φορά κατέληξαν στην Ένωση των δύο Εκκλησιών,  με Ομολογία, που υπογράφηκε στη γαλλική πόλη Λυών, το 1274. Εκεί, ο μέγας λογοθέτης Γεώργιος Ακροπολίτης (1217 – 1282), σημαντική ιστορική πηγή της περιόδου της Αυτοκρατορίας της Νίκαιας με το έργο του «Χρονική Συγγραφή», ορκίστηκε εκ μέρους του αυτοκράτορα ότι αναγνωρίζει τόσο το παπικό πρωτείο όσο και τα θεμελιώδη σημεία της πίστης των Ρωμαιοκαθολικών Δυτικών (το λεγόμενο “filioque”).
Να σημειωθεί, όμως, ότι η αντεκδίκηση που πήραν οι Βυζαντινοί από τους Λατίνους με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261) δε μείωσε το αντιλατινικό πάθος, αλλά οι ενέργειες των Γενουατών και των Ενετών, που η πολιτική του Μιχαήλ του Η’ ξαναγύρισε στην παραπαίουσα πια αυτοκρατορία, τροφοδότησαν πάλι το μίσος εναντίον των Δυτικών. Μέσα σε τέτοιο «κλίμα», από το Σεπτέμβρη του 1271 πάπας  Ρώμης είναι ο ιταλικής καταγωγής Γρηγόριος ο Ι’, ο οποίος από φόβο μήπως μεγαλώσει η πολιτική δύναμη του Καρόλου, αλλά και εξυπηρετώντας δικούς του σκοπούς, αναγκάστηκε να σταματήσει κάθε ενέργεια για την οργάνωση νέας σταυροφορίας εναντίον του Βυζαντίου και του Μιχαήλ του Η’ Παλαιολόγου, που έτσι φάνηκε «κερδισμένος» από τα διπλωματικά, πολιτικά και εκκλησιαστικά, παρασκήνια.
Tην Ένωση των Εκκλησιών, όμως, που συμφωνήθηκε στη Λυών (1274) επισφράγισε η υπογραφή της λατινικής ομολογίας πίστεως από το Μιχαήλ και το γιο του και συμβασιλέα, Ανδρόνικο, τον Απρίλιο του 1277.  Παρόλο που η Ένωση δεν έγινε δεκτή από το μεγαλύτερο μέρος του κλήρου και του λαού του Βυζαντίου και προκάλεσε βαθιά κρίση στο εσωτερικό του κράτους, έφερε βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη στην αυτοκρατορία. Ό,τι όμως έφερε σε αδιέξοδο την πολιτική του Μιχαήλ Η' για την ένωση των Εκκλησιών ήταν η αλλαγή της παπικής πολιτικής.

Από το 1277 ως το ’82

Ο πάπας της Ρώμης Νικόλαος ο 3ος  (1277 – ’80), αν και φάνηκε να δυσπιστεί ως προς τη δυνατότητα του Μιχαήλ του 8ου  να επιβάλει την Ένωση στο Βυζάντιο, προώθησε την ενωτική πολιτική και επιχείρησε να συμφιλιώσει τον Κάρολο Ντ’ Ανζού απ’ τη Δύση με τους Παλαιολόγους της Ανατολής, γιατί επιδίωκε να επιβάλει σ’ όλες τις κοσμικές δυνάμεις την οικουμενική κυριαρχία της ρωμαϊκής Εκκλησίας. Δε συνέβη, όμως, το ίδιο και με τον διάδοχό του στον παπικό θρόνο, το Γάλλο Μαρτίνο τον 4ο  (22/02/1281 – 1285).
Ο Μαρτίνος, φανερός υποστηρικτής του Καρόλου Ντ’ Ανζού και των κατακτητικών σχεδίων του εναντίον του Βυζαντίου, εγκατέλειψε τη φιλενωτική πολιτική των προκατόχων του. Ευνόησε, επιπλέον, την υπογραφή της συνθήκης του Ορβιέτο τον Ιούλιο του 1281 (03/07) κατά του Βυζαντίου από τον Κάρολο Ντ’ Ανζού, το δόγη της Βενετίας και τον τιτουλάριο αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Φίλιππο Κουρτεναί. Ο Κάρολος ήταν αδελφός του βασιλιά της Γαλλίας, Λουδοβίκου του 9ου, και είχε, το 1266, καταλάβει το βασίλειο της Κάτω Ιταλίας και Σικελίας, ενώ ο Μαρτίνος, λίγο μετά την ανάρρησή του στον παπικό θρόνο, καταδίκασε ως σχισματικό το Μιχαήλ τον 8ο, τον κήρυξε έκπτωτο και απαγόρευσε στους χριστιανούς ηγεμόνες των ευρωπαϊκών κρατών και κρατιδίων να επικοινωνούν μαζύ του!
Όλα έδειχναν ότι οι δυτικές δυνάμεις ενωμένες ξανά θα έδιναν το τελειωτικό χτύπημα στο βυζαντινό κράτος. Η διπλωματική όμως ευστροφία του Μιχαήλ Παλαιολόγου έδρασε για άλλη μια φορά. Με την επανάσταση που υπέθαλψε (στρατηγική πονηριά και χρηματικά ανταλλάγματα) ο ίδιος στη Σικελία και η οποία ονομάστηκε «Σικελικός Εσπερινός», επειδή ξέσπασε το Μάρτιο του 1282 (31/03) στο Παλέρμο την ώρα του εσπερινού, εξολόθρευσε τους Γάλλους του Καρόλου και έδωσε … παράταση ζωής στην ετοιμοθάνατη αυτοκρατορία της Κωνσταντινούπολης!
Έπειτα, όμως, απ’ το θάνατό του Μιχαήλ το 1282, άρχισε η ραγδαία, πολυποίκιλη, παρακμή, λόγω εμφυλίων πολέμων των επιγόνων του, απανωτών ξενικών επιδρομών και επεμβάσεων των Δυτικών στα πολιτικά, θρησκευτικά και οικονομικά ζητήματα του Βυζαντίου.
Επί Μανουήλ
Η βασιλεία του Μανουήλ του 2ου του Παλαιολόγου «σημαδεύει» τα τέλη του 14ου και τις αρχές του 15ου αιώνα, καθώς κυβερνά, μετά από ταραγμένα χρόνια ενδοδυναστικών διενέξεων, από το 1391 έως το 1425.
Ενώ ο τουρκικός κίνδυνος ήταν προ των πυλών της Κωνσταντινούπολης, ο Μανουήλ ζήτησε, με πρεσβείες στον πάπα, το δόγη της Βενετίας και τους βασιλείς της Γαλλίας, Αγγλίας και Αραγονίας, βοήθεια. Στράφηκε, ταυτόχρονα, και προς την Ανατολή και συγκεκριμένα στο μεγαδούκα της Ρωσίας Βασίλειο (1398), ενώ ο πατριάρχης Αντώνιος παρακινούσε το βασιλιά της Πολωνίας να συμπαραταχτεί με το βασιλιά της Ουγγαρίας σε μιαν αντιτουρκική σταυροφορία.
Αφού μονάχα ο Γάλλος βασιλιάς απ’ τη Δύση έστειλε πενιχρή στρατιωτική βοήθεια 1200 αντρών υπό τις διαταγές του στρατάρχη Boucicaut, ο Μανουήλ αποφάσισε να ταξιδέψει αυτοπροσώπως στη Δύση, για να ζητήσει βοήθεια.  Το ταξίδι του Μανουήλ ξεκίνησε με τη συνοδεία του Boucicaut στις 10/12/1399. Τον Απρίλη του 1400, βρέθηκε στη Βενετία και σε πολλές ιταλικές πόλεις και τους κατοπινούς μήνες της ίδιας χρονιάς, μετέβη στο Παρίσι (Ιούνης) και στο Λονδίνο (Δεκέμβρης), ενώ τον επόμενο χρόνο (Φλεβάρης του 1401) ξανακατέβηκε στο Παρίσι.
Το ταξίδι του Μανουήλ στη Δύση, αν και ήταν πολύμηνο, είχε μηδαμινά επί της ουσίας οφέλη για το Βυζάντιο, εφόσον από παντού ο αυτοκράτορας εξασφάλιζε ασαφείς και ως εκ τούτου ανεκπλήρωτες υποσχέσεις βοήθειας κατά των Τούρκων, που ήταν πια ζήτημα χρόνου να κυριέψουν την Κωνσταντινούπολη εξαιτίας της αβουλίας του Ιωάννη του 7ου του Παλαιολόγου, προσωρινού, όσο έλειπε ο Μανουήλ στην Ευρώπη, αυτοκράτορα και «υποχείριου» του Οθωμανού σουλτάνου Βαγιαζήτ, στον οποίο η Κωνσταντινούπολη πλήρωνε και φόρο υποτέλειας.
Η ήττα, όμως, των Οθωμανών και του Βαγιαζήτ από τους Μογγόλους του Ταμερλάνου στη μάχη της Άγκυρας (28/07/1402) και οι ταραχές που ακολούθησαν στο οθωμανικό κράτος απάλλαξαν, προσωρινά ως απεδείχθη, το Βυζάντιο από τον τουρκικό κίνδυνο!

Ο καθοριστικός 15ος αιώνας

Ο Ιωάννης ο 8ος ο Παλαιολόγος, γιος και διάδοχος του Μανουήλ του 2ου, βασίλεψε από το 1425 μέχρι το θάνατό του το 1448 και συνέχισε τη θρησκευτική πολιτική των προκατόχων του, που είχε αρχίσει, με την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, το καλοκαίρι του 1261, μετά από 50ετή σχεδόν κατοχή από τους Σταυροφόρους, ο Μιχαήλ ο 8ος, ο αρχηγέτης των Παλαιολόγων. Μια πολιτική, η οποία υπαγορευόταν από τη ραγδαία εξάπλωση των Οθωμανών Τούρκων στα Βαλκάνια και την Ανατολία εις βάρος της άλλοτε κραταιάς Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.
Η περιορισμένη πλέον γεωγραφικά Βυζαντινή Αυτοκρατορία (Roman Empire)
και τα υπό την "ευλογία" του Πάπα κράτη της Δυτικής Ευρώπης
γύρω στο 1400 μ.Χ.

Ο Ιωάννης πραγματοποίησε, ήδη από το 1424, διπλωματικές επαφές στην Ουγγαρία και τη Βενετία, χωρίς κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα. Παρά ταύτα, στην αγωνιώδη προσπάθειά του να εξασφαλίσει βοήθεια από τη χριστιανική Δύση, κατάφερε να πείσει την Παπική Εκκλησία για τη σύγκληση ενός συμβουλίου για την ένωση των Εκκλησιών. Η Σύνοδος της Φλωρεντίας ή Φεράρας – Φλωρεντίας, όπως έμεινε γνωστή στην Ιστορία, συνεκλήθη το 1431, αρχικά, στην πόλη Βασιλεία της Ελβετίας από τον Πάπα Μαρτίνο τον 5ο . Αργότερα, η Σύνοδος μεταφέρθηκε το 1438 στη Φεράρα, από τον Πάπα Ευγένιο τον 4ο .
Τη σύνοδο θα παρακολουθούσε και ο ίδιος ο Ιωάννης ο 8ος,  που έσπευσε στη Δύση όχι μόνο για να ζητήσει βοήθεια, αλλά και για να πραγματοποιήσει την Ένωση με τη Ρώμη. Πριν φύγει, το Νοέμβριο του 1437, άφησε αντικαταστάτη στο θρόνο τον αδελφό του, Κωνσταντίνο.
Η βυζαντινή αποστολή που αποτελούνταν από 30 επισκόπους και κάποιους λαϊκούς έφτασε στις αρχές Μαρτίου του 1438 στη Φεράρα. Έτσι, στις 9 Απριλίου η σύνοδος άρχισε τις εργασίες της, που διήρκεσαν όλο το χρόνο. Στους εκπροσώπους της Ανατολικής Εκκλησίας συμπεριλαμβάνονταν σημαντικές προσωπικότητες, όπως ο επίσκοπος Εφέσου Μάρκος Ευγενικός, ο Γεώργιος Πλήθων Γεμιστός, ο Γεώργιος (αργότερα πατριάρχης Γεννάδιος) Σχολάριος, ο επίσκοπος Νίκαιας Βησσαρίων και ο επίσκοπος Κιέβου Ισίδωρος, καθώς και οι πατριάρχες Αντιοχείας, Αλεξανδρείας και Ιεροσολύμων. Το 1439 η σύνοδος λόγω οικονομικών δυσχερειών και μιας επιδημίας που ξέσπασε στη Φεράρα μετατέθηκε στη Φλωρεντία. Εκεί, υπογράφτηκε τελικά η Ένωση των Εκκλησιών και τα σχετικά κείμενα διαβάστηκαν στον καθεδρικό της πόλης στα λατινικά από τον καρδινάλιο Cesarini και στα ελληνικά από τον αρχιεπίσκοπο Νίκαιας Βησσαρίωνα.

Η σύνοδος της Φλωρεντίας ίσως να έδινε άλλη τροπή
στο θέμα της επανένωσης των Εκκλησιών (1439)

Αν και υπεγράφη η Ένωση, καθώς η θρησκευτική ηγεσία της Κωνσταντινούπολης κι ο αυτοκράτορας Ιωάννης, πιεζόμενοι απελπιστικά από τους Τούρκους, αποφάσισαν να υποχωρήσουν στις απαιτήσεις των Καθολικών όχι μόνο στο filioque, αλλά και στα πρωτεία του πάπα και τ’ άλλα θεολογικά ζητήματα, ποτέ δεν έγινε πράξη. Οι αποφάσεις του συμβουλίου της Φεράρας – Φλωρεντίας  ήταν ουσιαστικά οι θέσεις της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, που ήθελε να ασκήσει πολιτική εξουσία στην Ανατολή εις βάρος τόσο του Βυζαντίου, όσο και των Τούρκων.
 Έτσι, ο λαός και ο ευρύτερος κλήρος της Κωνσταντινούπολης δεν αποδέχτηκαν ποτέ τη συμφωνία, παρά την επίσημη υιοθέτησή της από τον Αυτοκράτορα και ξέσπασαν έριδες στους κόλπους του ετοιμόρροπου Βυζαντινού κράτους, παρά τον ελλοχεύοντα τουρκικό κίνδυνο. Επιπλέον, δεν απεκόμισε άμεσα πολιτικά οφέλη στους Βυζαντινούς, καθώς δε στάλθηκε ποτέ σε αυτούς στρατιωτική βοήθεια.
Το μόνο που έκανε ο πάπας ήταν να καλέσει τη χριστιανική Δύση, κυρίως μετά τις νίκες του ηγέτη της Τρανσυλβανίας Ιωάννη Ουνιάδη εναντίον των Τούρκων στη Σερβία και τη Βλαχία, σε σταυροφορία εναντίον του Ισλάμ, στην οποία τέθηκε επικεφαλής ο βασιλιάς της Ουγγαρίας Βλαδισλάβος μαζί με τον Ουνιάδη. Οι παπικές προσπάθειες, όμως, κατά των Τούρκων απέβησαν, μετά την ήττα των Σταυροφόρων στη Βάρνα (1444), παταγωδώς αποτυχημένες και οι Οθωμανοί κυριαρχούν πια στη Βαλκανική και τους απέμενε μόνο η άλωση της Πόλης!
Στα μέσα, λοιπόν, του 15ου αιώνα με τον τουρκικό κίνδυνο εντονότερο παρά ποτέ και τις πάντοτε οξυμένες έριδες μεταξύ ενωτικών και ανθενωτικών εις βάρος της ενότητας της πάλαι ποτέ κραταιάς αυτοκρατορίας, μετακλήθηκε από το δεσποτάτο του Μιστρά ο Κωνσταντίνος 11ος ο Παλαιολόγος ή Δραγάσης (1449 – 1453), που ανέλαβε την τελευταία απεγνωσμένη προσπάθεια διάσωσης του γοήτρου και των απειροελάχιστων πια εδαφών της Βασιλεύουσας δίχως να ελπίζει σε ουσιαστική βοήθεια από τον Πάπα ή από νέα αντιτουρκική σταυροφορία. Ο Κωνσταντίνος ήλπιζε ότι έπειθε κλήρο και λαό για την αναγκαιότητα της Ένωσης των Εκκλησιών και ότι έτσι θα κατόρθωνε να φανεί συνεπής προς τις υποχρεώσεις που είχε αναλάβει ο εκλιπών αδελφός του απέναντι στον πάπα της Ρώμης. H κληρονομιά του συλλείτουργου, που είχε αναλάβει ο Ιωάννης ο 8ος και χρειαζόταν βάσει των συμφωνιών του 1438 – 1439 για να ολοκληρωθεί η άρση του εκκλησιαστικού σχίσματος, τον βάραινε.
Ενώ οι Οθωμανοί του Μωάμεθ του 2ου έβαλαν στο στόχαστρο την Κωνσταντινούπολη,  στις 12 Δεκεμβρίου του 1452 ο Κωνσταντίνος ο Παλαιολόγος, για να δείξει ότι θέλει να προσεγγίσει και εκκλησιαστικά και πολιτικά τη Δύση και τον Πάπα, οργάνωσε το περίφημο συλλείτουργο στην Αγία Σοφία, όπου μνημονεύτηκαν ο πάπας Νικόλαος ο 5ος και ο απών πατριάρχης Γρηγόριος ο 3ος ο Μάμας , ενώ αναγνώστηκαν οι όροι της συμφωνίας της Φλωρεντίας. Απεσταλμένος του πάπα στην τελετή ήταν ο Καρδινάλιος Ισίδωρος από το Κίεβο με 200 στρατιώτες από τη Νεάπολη. H ένωση των δύο Εκκλησιών είχε τυπικά επιτευχθεί, το σχίσμα είχε αρθεί, αλλά η Δύση κώφευε στις βυζαντινές εκκλήσεις για περισσότερη βοήθεια!
Καθώς η αυτοκρατορία είχε εξαντληθεί τελείως πια, η Κωνσταντινούπολη έπεσε σύντομα στα χέρια των Τούρκων (29 Μαΐου 1453), αφού η μόνη δυτικοευρωπαϊκή βοήθεια ήταν ασήμαντη: Η από το Γενάρη του 1453 ολιγάριθμη παρουσία Γενουατών, που έφτανε στους 700 στρατιώτες υπό τον Ι. Ιουστινιάνη, κοντά στο βυζαντινό αυτοκράτορα δεν παρείχε καμιά ουσιαστική βοήθεια στους πολιορκούμενους. Αυτό ήταν και το τέλος του Βυζαντίου και της πολυκύμαντης ιστορίας των σχέσεών του με τον Πάπα και τη Δύση. 

Βιβλιογραφία

Ενδεικτικά εγχειρίδια βυζαντινής ιστοριογραφίας, από τα οποία ελήφθησαν στοιχεία για το παρόν ιστορικό μας σημείωμα, είναι τα εξής:

  1. Ακροπολίτης Γεώργιος, «Χρονική Συγγραφή», εκδ. Ζήτρος, Θεσσαλονίκη 2004, μετάφραση Σπ. Σπυρόπουλος.
  2. Παπαρρηγόπουλος Κ., «Ιστορία Ελληνικού Έθνους».
  3. Nicol, D., «Aπό την άλωση ως την ανάκτηση της Κωνσταντινουπόλεως (1204-1261)», Iστορία του Eλληνικού Έθνους, Θ', Aθήνα 1979, 76-106.
  4. Ostrogorsky, G., Ιστορία του βυζαντινού κράτους, μετάφραση I.Παναγοπούλου, 3, Αθήνα 19935.
  5. Καίσαρης Φ., «Γενική Ιστορία», Αθήνα, χ.χ..
  6. Βασίλιεφ Α., «Ιστορία Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, 324 – 1453»
  7. Γιαννακόπουλος, Κ., Ο αυτοκράτωρ Μιχαήλ Παλαιολόγος και η Δύσις (1258-1282), μετάφραση Κ. Πολίτη, Αθήνα 1969.
  8. Γλύκατζη – Αρβελέρ Ελ., «Η πολιτική ιδεολογία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», Εκδ. Ψυχογιός, Αθήνα, 2000 6.
  9. Κορδάτος Γ. «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου», εκδ Μπουκουμάνη, Αθήνα 1974.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου