113. Αύγουστος 1909- Νοέμβρης 1910 και Ελλάδα
Η στρατιωτική επανάσταση του Δεκαπενταύγουστου του 1909 στο Γουδή (εσφαλμένη θεωρείται η γραφή Γουδί) αναγνωρίζεται το γεγονός εκείνο, το οποίο, στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα, άλλαξε σημαντικά, πολύπλευρα και αποφασιστικά το ρου της ελληνικής πολιτικής και κοινωνικής ιστορίας.
Το κίνημα, λοιπόν, του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» στο Γουδή αποτελεί για πολλούς και διάφορους λόγους χρονικό σημείο – «καμπή» στη νεότερη πολιτική και ιστορία. Ένας απ’ αυτούς ας θεωρηθεί ο περιορισμός σε σημαντικό βαθμό της κυριαρχίας της παλαιάς (οικονομικής, κοινωνικής, πνευματικής και πολιτικής) ολιγαρχίας, αλλά – βασικά – των Ανακτόρων στην πολιτική ζωή του τόπου, όπου – παρά το Σύνταγμα του 1864, τη «δεδηλωμένη» του 1875 και κατά καιρούς τις απόπειρες κοινωνικοπολιτικών μεταρρυθμίσεων – έλυναν και έδεναν «ασύδοτα». Νωπές ήσαν κι οι μνήμες από τον ατυχή ελληνοτουρκικό πόλεμο του 1897.
Επιπλέον, τώρα πια, μερίδιο διεκδικούν στη νομή της εξουσίας και παίρνουν μέρος στην άσκησή της νέες κοινωνικές τάξεις, που προέρχονται από την αστική τάξη και τα μεσαία – γενικότερα – κοινωνικά στρώματα. Οι νέες πολιτικές δυνάμεις, εξάλλου, σε σχέση με τις προϋπάρχουσες, εμφανίζονται και λιγότερο, συν τοις άλλοις, πιστές στο Θρόνο.
Εν τάχει, ό,τι έσπρωξε τους στρατιωτικούς να κινηθούν κατά της πολιτικής εξουσίας, η βουλευτοκρατία και η συναλλαγή, η οικονομική δυσπραγία και η βαριά φορολογία των λαϊκών τάξεων, η κακή απονομή της δικαιοσύνης, η έλλειψη δημοσίας ασφάλειας, ο ατυχής πόλεμος του 1897 και το ανοιχτό ακόμη Κρητικό Ζήτημα με την απροετοιμασία της Κυβέρνησης των Αθηνών του Δ. Ράλλη να αναμειχθεί σε πολεμική δράση για οριστική του λύση.
Το Μάη του 1909, μία ομάδα αξιωματικών του Ελληνικού Στρατού σχηματίζει το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» και τον Ιούνη της ίδιας χρονιάς ιδρύεται με στόχους σαφέστερα ριζοσπαστικότερους από το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο» , ο «Σύνδεσμος Υπαξιωματικών» και με επικεφαλής το Γεώργιο Καραϊσκάκη.
Ο Ν. Ζορμπάς |
Οι δύο «Σύνδεσμοι», στις 22/6/1909, θα ενώσουν τις δυνάμεις υπό ενιαία διοικούσα επιτροπή, στην οποία θα προΐσταται ο συνταγματάρχης Νικόλαος Ζορμπάς (γενν. 1844- πεθ. 1920), γνωστός για τη μετριοπάθειά του, αλλά και για το μίσος που είχε προς το Διάδοχο Κων/νο και τον πρίγκιπα Νικόλαο, εξαιτίας του ντροπιαστικού για την Ελλάδα πολέμου του 1897, κατά τον οποίο οι δυο βασιλόπαιδες τον είχαν ψέξει ως άνανδρο.
Άμεσες απαιτήσεις του ενιαίου πλέον «Στρατιωτικού Συνδέσμου», τον οποίο προσπαθούν η κυβέρνηση και το Παλάτι διά αποτάξεων και μεταθέσεων των στελεχών του να φθείρουν, ήσαν η αναδιοργάνωση- προμήθεια σύγχρονου εξοπλισμού για τον Ελληνικό Στρατό και στόλο κι η απομάκρυνση των πριγκίπων από τις στρατιωτικές θέσεις - «κλειδιά» που κατείχαν, σε ό,τι αφορά τη στρατιωτική κατάσταση στην Ελλάδα, ενώ για την πολιτική ζωή του ελεύθερου κράτους απαιτούν γενικότερη ανανέωση.
Όταν οι παλαιοκομματικοί (σχηματισμοί και φορείς και πρόσωπα που βρίσκονται στο πολιτικό προσκήνιο από τα τέλη του 19ου αιώνα) πολιτικοί κι ο βασιλιάς φάνηκαν απρόθυμοι να δεχτούν το πρόγραμμα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», του οποίου δημοσιογραφικό όργανο από νωρίς γίνεται η εφημερίδα «Χρόνος», οι επικεφαλής του αποφασίζουνε (στις 7/8/1909) να το επιβάλουνε πραξικοπηματικά με ένοπλο κίνημα.
Έτσι, τη νύχτα της 15ης Αυγούστου του 1909 ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» κινητοποιεί τις δυνάμεις του, συγκεντρώνεται στου Γουδή και απαιτεί από την κυβέρνηση και το Θρόνο να αποδεχτούν τις απαιτήσεις του, στην κατεύθυνση της αποκατάστασης της ενότητας και της αποτελεσματικότητας του στρατού. Χωρίς δυσκολία, οι επαναστάτες, που στη διακήρυξή τους τονίζουν ότι δεν είναι αντικυβερνητική - αντιδυναστική στρατιωτική χούντα, αλλά επιδιώκουν όχι απομάκρυνση στελεχών του ναυτικού ή του στρατού, μα διοικητική κάθαρση, αμερόληπτη δικαιοσύνη, φορολογικές ελαφρύνσεις για τους πενέστερους, επικρατούν, αφού τα αιτήματά τους αυτά βρίσκουν παλλαϊκή απήχηση και τυγχάνουν τής ενθουσιώδους υποστηρίξεως των αγροτικών, των μεσαίων και των μικροαστικών στρωμάτων της ελληνικής κοινωνίας.
Η κυβέρνηση του Δημ. Ράλλη, μεταδηλιγιαννικού ηγέτη, αρνείται να δεχτεί τις προτάσεις του «Συνδέσμου», αν και είχε μόλις συμπληρώσει ένα μήνα στην εξουσία αφότου είχε διαδεχτεί, στις 7 Ιούλη του 1909, το Γ. Θεοτόκη. Ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης διορίζεται από το βασιλιά Γεώργιο τον 1ο αυθημερόν πρωθυπουργός και παρέμεινε στην εξουσία έως τις 18/1/1910 (επί 5 μήνες και 3 ημέρες), που παραδίδει στο Στέφανο Δραγούμη.
Ο νέος πρωθυπουργός (Μαυρομιχάλης) με την ιδιότητά του και ως προσωρινού (ως 18/8/1909) υπουργού Στρατιωτικών σπεύδει να αποδεχτεί όλα τα αιτήματα του «Συνδέσμου» και υπόσχεται στο Ζορμπά την υλοποίηση των διακηρύξεων του κινήματος, διατηρώντας, όμως, την παρούσα βουλή. Ο Ζορμπάς, ικανοποιημένος από τις πρωθυπουργικές διαβεβαιώσεις, παίρνει το διάταγμα της αμνηστίας και διατάζει τα επαναστατημένα στρατεύματα να επιστρέψουν στα στρατόπεδά τους.
Το γιατί επελέγη να προωθήσει αρχικά το ανορθωτικό κι εκσυγχρονιστικό έργο της επανάστασης του Δεκαπενταύγουστου του 1909 ο Κυριακούλης Μαυρομιχάλης, που θεωρείται ο κλασικότερος όσο και ο πιο ανίκανος εκπρόσωπος του παλαιοκομματισμού, είναι δύσκολο να εξηγηθεί, αν δε λάβουμε υπόψη μας πως από το φόβο εμφυλίου πολέμου ή κοινωνικοπολιτικού διχασμού λάθεψαν οι κινηματίες όταν πρόκριναν τη λύση πολιτικής κυβέρνησης κι όχι στρατιωτικής χούντας για την προώθηση των κοινωνικών μεταρρυθμίσεων.
Γρήγορα, όμως, ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» αντελήφθη το σφάλμα του κι άρχισε να αναζητά μια πολιτική, υπερκομματική προσωπικότητα, που θα ανελάμβανε να εφαρμόσει το πολιτικοκοινωνικό του πρόγραμμα. Η εισηγούμενη για συζήτηση από κάποιους κατώτερους κυρίως αξιωματικούς λύση «Βενιζέλου» είχε προταθεί από τις πρώτες ημέρες συγκρότησης του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», αλλά είχε απορριφθεί από τη συντηρητική παράταξη των επίδοξων κινηματιών που δεν ήθελε συνεργασία σε επίπεδο πολιτικής, μάλιστα, καθοδήγησης με έναν πολιτικό που είχε τη φήμη σκληρού και αντιδυναστικού επαναστάτη, καθώς ο Ελευθέριος Βενιζέλος (γενν. 1864- πεθ. 1936) στην Κρήτη, την ιδιαίτερή του πατρίδα, είχε, επικεφαλής στο κίνημα του Θερίσου (1905), επαναστατήσει κατά του αυταρχικού πρώτου ύπατου αρμοστή της νήσου, πρίγκιπα Γεωργίου Γλύξμπουργκ.
Ο Αύγουστος του 1909 τελειώνει με δυο βασιλικά διατάγματα της 21/8/1909, τα οποία υπογράφει με «ψυχρή καρδιά» ο βασιλιάς Γεώργιος ο 1ος και βάσει αυτών τίθενται σε διαθεσιμότητα ο Διάδοχος Κων/νος και ο πρίγκιπας Νικόλαος, αλλά κι οι υπόλοιποι Ανδρέας, Χριστόφορος και Γεώργιος με 3ετή άδεια μεταβαίνουν τάχα για στρατιωτική μετεκπαίδευση στη Γερμανία. Ο σφικτός εναγκαλισμός του στρατού από τη βασιλική οικογένεια φαίνεται να χαλαρώνει, αλλά η πολιτική ζωή δε βαίνει όπως τάχε σχεδιάσει ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος». Τι θα γινόταν τελικά; Θα προχωρήσει ο Μαυρομιχάλης ή θα προκριθεί η λύση Βενιζέλου; Το δίλημμα αυτό πλανιέται στο λαό, που βλέπει πως χάρη στο κίνημα στου Γουδή, το Δεκαπενταύγουστο του 1909, με την αρχή σχεδόν του 20ου αιώνα να ξεκινά μια νέα κοινωνικοπολιτική περίοδος στην Ελλάδα.
Κατά τους μήνες (Αύγουστος – Δεκέμβριος 1909) που ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» άσκησε την εξουσία και μέσω παλαιοκομματικών κυβερνήσεων, ο στρατός θέλησε – πριν τη μετάκληση του Ελευθερίου Βενιζέλου, τέλη Δεκέμβρη ’09 – να δώσει λύσεις στα λαϊκά προβλήματα. Πολλά έχουν κατά καιρούς γραφεί και ειπωθεί ότι όλα θα ήταν διαφορετικά για την κατοπινή διαδρομή της Ελλάδας εάν ο Βενιζέλος ερχόταν νωρίτερα ή εάν οι στρατιωτικοί κατέλυαν και τη βασιλεία ανακηρύσσοντας τη δημοκρατία ως πολίτευμα της Ελλάδας ή έπαιρναν άλλα επαναστατικά μέτρα, αλλά όλα τούτα αποτελούν αντικείμενο άλλης, εκτενέστερης εξιστόρησης.
Η εν λόγω περίοδος χωρίζεται σε δυο υποπεριόδους, Αύγουστος – Οκτώβριος 1909 και Νοέμβριος – Δεκέμβριος 1909, γιατί όσα συμβαίνουν το τελευταίο τετράμηνο του χρόνου εκείνου είναι πολύ σημαντικά.
Έτσι, όταν επικρατεί η επανάσταση στου Γουδή (15/08/1909), σχηματίζεται νέα πολιτική κυβέρνηση υπό τον Κυριακούλη Μαυρομιχάλη, μα οι εργασίες της βουλής κατευθύνονται από επιτροπή αξιωματικών του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», για να υλοποιηθούν οι επιδιώξεις των κινηματιών. Ο λαός, όμως, δεν ήταν ικανοποιημένος, γιατί οι ταπεινωθέντες από το στρατιωτικό κίνημα παλαιοκομματικοί κοινοβουλευτικοί παράγοντες (Δ. Ράλλης, Γ. Θεοτόκης, Αλ. Ζαΐμης κ.α.) προσπαθούν, με τη στήριξη του Θρόνου, να φθείρουν το κίνημα.
Το συλλαλητήριο της 14.09.1909, Πεδίο του Άρεως |
Σε τέτοιο κλίμα, στις 14 Σεπτεμβρίου 1909 οργανώνεται από τους εμπορικούς συλλόγους και τις συντεχνίες πρωτοφανές σε όγκο παλλαϊκό συλλαλητήριο, για να στηριχτεί το κίνημα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» και να υποστηριχτούν τα αιτήματά του (φωτό 2). Ομιλητής ήταν ο Παπαδράκος, φανατικός οπαδός του κινήματος. Κατά το πρόγραμμα, οι συγκεντρωθέντες μαζεύτηκαν στο Πεδίο του Άρεως κι από εκεί διαδήλωσαν ως την πλατεία Συντάγματος. Όταν περνούσαν έξω από τα Ανάκτορα, ο βασιλιάς , Γεώργιος ο 1ος, από τον εξώστη προσπάθησε να καλμάρει τις λαϊκές μάζες, που διαδήλωναν υπέρ μιας στρατιωτικής επανάστασης και εναντίον των προ του 1909 πολιτικών.
Τα συλλαλητήρια που ακολούθησαν και σε άλλες πόλεις θορύβησαν τα κόμματα, το Θρόνο και τις Δυτικοευρωπαϊκές Δυνάμεις. Ο Γεώργιος ήλπιζε να επέμβουν οι Δυνάμεις ή σε κάποια αντεπαναστατική υπέρ του ενέργεια, αλλά, επειδή δεν κινιόταν φύλλο, προτίμησε να συνδιαλλαγεί με τους επαναστάτες στρατιωτικούς.
Ο Αθανάσιος Ευταξίας, αργότερα συνεργάτης (πρωθυπουργός το 1926) του Θ. Πάγκαλου, νέος πολιτικός αλλά πολύ καλός γνώστης της πολιτικής και οικονομικής κατάστασης της χώρας, ως υπουργός Οικονομικών της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, στις 30 Σεπτεμβρίου 1909, καταθέτει στη βουλή σειρά οικονομικών μέτρων που θα εξοικονομούσαν μέχρι και 20.000.000 δρχ για την αναδιοργάνωση του στρατού και το κοινοβούλιο τα εγκρίνει. Νωρίτερα, όμως, ο ίδιος ο Μαυρομιχάλης είχε υποχρεωθεί ν’ αποσύρει άτακτα νομοσχέδιο αψήφιστο από τη βουλή, με το οποίο «έπληττε» την τακτική της κωλυσιεργίας των παλαιοκομματικών στην κοινοβουλευτική διαδικασία.
Στην πρόθεση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» να εξυγιάνει τη δημόσια διοίκηση, την πανεπιστημιακή κοινότητα και τη δικαιοσύνη ας αποδώσουμε και την ψήφιση από την κυβέρνηση ειδικών νόμων, που κάποιοι απ’ αυτούς καταργούσαν το εθιμικώς ισχύον σύστημα της ισοβιότητας των δημοσίων υπαλλήλων και μεγάλο αριθμό επαρχιακών ειρηνοδικείων και πρωτοδικείων.
Αρχές του Οκτώβρη του 1909, με νόμους καταργούνται το Σώμα Γενικών Επιτελών και η Γενική Διοίκηση του Στρατού, ενώ τον ίδιο μήνα σημειώνεται κίνημα και στο Ναυτικό.
Στις 4 του Νοέμβρη του 1909 η βουλή ψηφίζει, υπό τα βλέμματα υπαξιωματικών αποφασισμένων για όλα, τη μείωση των νομών της χώρας από 26 σε 16 και την αύξηση αντίστοιχα της έκτασης των εκλογικών περιφερειών. Έτσι νόμιζαν οι κινηματίες στρατιωτικοί πως θα απέτρεπαν τις μόνο κακά για τον τόπο επιφυλάσσουσες παλαιοκομματικές, ψηφοθηρικές, πελατειακές σχέσεις βουλευτή – ψηφοφόρου (ή εκλογικού σώματος).
Ο Δεκέμβριος, όμως, του ίδιου έτους ήταν πολύ δύσκολος για το «Στρατιωτικό Σύνδεσμο», τον ορεγόμενο πολιτικές μεταβολές, αλλά άμαθο. Στις 7 του μηνός ξεσπά μίνι κοινοβουλευτική κρίση , όταν ο τότε υπουργός Στρατιωτικών, Λεωνίδας Λαπαθιώτης (πατέρας του ποιητή Ναπ. Λαπαθιώτη), καταγγέλλει – εισηγούμενος το νέο Οργανισμό του Στρατού – τις προηγούμενες κυβερνήσεις και επειδή αναφέρεται σαφώς στο Θεοτόκη, ο Κερκυραίος πρώην πρωθυπουργός παίρνει τους βουλευτές της παράταξής του και φεύγει. Βέβαια, λίγες ημέρες μετά, ο Λαπαθιώτης παύεται ή αποχωρεί από το υπουργείο (11/12), το οποίο προσωρινά (έως 17 Δεκ. ’09 ) αναλαμβάνει πάλι ο ίδιος ο πρωθυπουργός κι ο Κ. Μαυρομιχάλης με τη σειρά του τελικώς το αναθέτει στον Ιωάννη Κωνσταντινίδη.
Λίγο πριν τα Χριστούγεννα, 20 Δεκεμβρίου 1909, παραιτείται ο υπουργός Εσωτερικών και αργότερα (1922) πρωθυπουργός, Ν. Τριανταφυλλάκος, εγκαλούμενος για οικονομικό σκάνδαλο. Νέος υπουργός Εσωτερικών, παράλληλα με τα καθήκοντα του υπουργού Οικονομικών, αναλαμβάνει ο Αθ. Ευταξίας. Δεν πρέπει, όμως, να περάσουν απαρατήρητες και οι βασιλικές αντιδράσεις όλο αυτό το διάστημα όταν ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» ζητά την ανάκληση κάποιων Ελλήνων διπλωματών, που δεν έδωσαν στο εξωτερικό ευνοϊκή εικόνα για το κίνημα και τους σκοπούς του ή το πώς ασκείται η εξουσία στην Ελλάδα από τον Αύγουστο του 1909 και εντεύθεν.
Τα χέρια των επαναστατών στρατιωτικών το τελευταίο, πάντως, τετράμηνο (Σεπτέμβριος – Δεκέμβριος ) του 1909 ήσαν όχι διστακτικά, μα «δεμένα», επειδή ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» δεν ήταν κίνημα με σαφές ιδεολογικό και πολιτικό πρόγραμμα και προσανατολισμό. Ήταν περισσότερο συνισταμένη της διάχυτης έντονης δυσφορίας μετά το 1897 και δυσαρέσκειας τόσο προς το Παλάτι, όσο και προς τον παλαιοκομματισμό.
Επίσης, όπως ισχυρίζονται και οι μελετητές της εποχής εκείνης, δεν προσπαθεί να πάρει την όλη κατάσταση στον πλήρη έλεγχό του, με έξωση του βασιλιά, κατάλυση της δυναστείας και εγκαθίδρυση στρατιωτικής δικτατορίας. Σκοπός του κινήματος του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» της 15ης Αυγούστου 1909, που θα σταθεί, κατά το ένα ή τον άλλο τρόπο, πρόδρομος άλλων στρατιωτικών πραξικοπημάτων στην Ελλάδα το α’ ήμισυ του 20ου αιώνα (1922 Πλαστήρας – Γονατάς, 1923 Λεοναρδόπουλος – Γαργαλίδης, 1925 Πάγκαλος, 1926 και 1935 Κονδύλης, 1933 Πλαστήρας ), απλώς είναι να πείσει τα ήδη δραστηριοποιούμενα πολιτικά κόμματα να αποδεχτούν τις αναγκαίες για την ελληνική κοινωνία των αρχών του 20ου αιώνα μεταρρυθμίσεις.
Το θέμα της εθνοσυνέλευσης ήταν ένα από τα ζητήματα που δίχαζαν το «Σύνδεσμο», καθώς οι πιο ριζοσπάστες – επιδιώκοντας τη σύγκληση Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης – ήθελαν να ανακινήσουν το πολιτειακό και έκαναν λόγο για αλλαγή του πολιτεύματος, την ώρα που οι συντηρητικότεροι ήθελαν Αναθεωρητική για επουσιώδεις συνταγματικές διατάξεις. Κι ενώ υπήρχαν και εκείνοι που δεν ήθελαν καν να συγκληθεί εθνοσυνέλευση, ούτε αναθεωρητική ούτε συντακτική, ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος», για να βγει από το αδιέξοδο που είχε περιέλθει αλλά και βλέποντας πιθανότατα και το τέλμα της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη, την τελευταία εβδομάδα του Δεκέμβρη του 1909 αψηφά τις αντιδράσεις των παλαιών κομμάτων και μετακαλεί τον Ελευθέριο Βενιζέλο από την Κρήτη.
Ο Βενιζέλος καταφθάνει στην Αθήνα στις 28/12/1909 και πριν καν αρχίσει τις επαφές του με πολιτικούς, στρατιωτικούς κι επαγγελματικούς κύκλους της πρωτεύουσας, είχε να αντιμετωπίσει την καχυποψία του Παλατιού, που φοβόταν πως με την ορμή του και τη δύναμη των όπλων του «Συνδέσμου» σκόπευε να καθαιρέσει το βασιλιά και να επιβάλλει μια πρόσκαιρη βενιζελική δικτατορία. Οι παλαιοκομματικοί δυσανασχετούν, λόγω του παραγκωνισμού τους, ενώ οι Τούρκοι αντιδρούν σοβαρά κι απειλούν να μην επιτρέψουν σε έναν Οθωμανό πολίτη της Κρήτης να πολιτευτεί στην Ελλάδα, από το φόβο τους μήπως το ενδεχόμενο σχηματισμού κυβέρνησης υπό το Βενιζέλο φέρει πιο κοντά την Κρήτη και την Ελλάδα, ίσως σταθεί λόγος και πιθανής Ένωσής τους.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος |
Ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» προτείνει τότε στο Βενιζέλο την πρωθυπουργία, αλλά εκείνος αρνείται και επισημαίνει στο Ζορμπά πως πρέπει να προχωρήσει ο «Σύνδεσμος» αμέσως στην αντικατάσταση της κυβέρνησης Μαυρομιχάλη και να επιβάλλουν -έστω κιαν χρειαστεί βία- τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης. Επειδή στους κόλπους των στρατιωτικών του κινήματος υπήρχε διχογνωμία για την «αποστολή» της νέας Εθνοσυνέλευσης (Συντακτική ή Αναθεωρητική) και για να μπορέσουν να έρθουν σε επαφή με τους άλλους πολιτικούς ηγέτες (Δ. Ράλλη, Κ. Μαυρομιχάλη, Γ. Θεοτόκη), ο Βενιζέλος τους προτείνει να καθορίσουν από πιο μπροστά τα όρια της αναθεωρητικής διαδικασίας και να δεσμευτούν γι' αυτοδιάλυση του «Συνδέσμου» κι επιστροφή στην πολιτική ομαλότητα αμέσως μετά την απόφαση για σύγκληση της Εθνοσυνέλευσης.
Η Διοικούσα Επιτροπή του «Συνδέσμου» δέχτηκε ό,τι είπε ο Κρητικός πολιτικός και τον εξουσιοδοτεί να μεσολαβήσει στις αναγκαίες διαπραγματεύσεις μεταξύ «Στρατιωτικού Συνδέσμου» - κομμάτων - Ανακτόρων. Τα κόμματα, όπως ήταν φυσικό, αντιδρούν στην αρχή, αλλά στο τέλος οι «μεσολαβητικές προσπάθειες» του ρεαλιστή και υπεύθυνου Βενιζέλου οδηγούν - μολονότι στις 8-9/1/1910 γίνεται λόγος ψευδώς σε εφημερίδες της εποχής και πολιτικούς κύκλους περί ναυαγίου των διαπραγματεύσεων, ενώ ακολουθεί προσωρινή, γιατί στις 13/1 ανακαλείται, παραίτηση του Βενιζέλου, λόγω φημολογούμενης άρσης της εμπιστοσύνης προς το πρόσωπό του από το «Σύνδεσμο» και εγκατάλειψη της θέσης των κινηματιών υπέρ της Εθνοσυνέλευσης, παρά τις περί αντιθέτου διαβεβαιώσεις του Ζορμπά προς το Βενιζέλο - σε συμβιβαστική λύση, καθώς αντιτάχτηκε στην ιδέα να τεθεί πολιτειακό ζήτημα. Καθησύχασε μ' αυτό τον τρόπο μάλιστα και «κέρδισε» με το μέρος του το Παλάτι και τις ξένες Δυνάμεις, τασσόμενος υπέρ της διατηρήσεως του βασιλικού θεσμού.
Έτσι, στις 14 Ιανουαρίου 1910, ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» μαθαίνει από το Βενιζέλο πως ο «επίγονος» του Τρικούπη, Γ. Θεοτόκης, που στις 2/1 είχε καταρχήν στην πρώτη συνάντησή του με τον Κρητικό πολιτικό αντιτεθεί -επικαλούμενος πολιτειακούς κινδύνους!- στην ιδέα της Εθνοσυνέλευσης, και ο Δ. Ράλλης δέχονται τις προτάσεις των κινηματιών για συγκρότηση νέας κυβέρνησης, ψήφιση επαρκών για κοινωνική εξυγίανση νομοθετημάτων και την έκδοση διατάγματος για την Εθνοσυνέλευση. Τα είχαν δεχτεί αυτά οι δυο κοινοβουλευτικοί ηγέτες, με τον όρο να αυτοδιαλυθεί ο «Σύνδεσμος» και ν` απόσχει στο εξής από κάθε πολιτική ανάμειξη. Ο δε Θεοτόκης την άλλη μέρα συμπλήρωσε έναν ακόμη όρο, μετά τις εσωκομματικές διαφωνίες. Για την Εθνοσυνέλευση πρέπει να πει τη γνώμη του κι ο βασιλιάς. Όταν ο Βενιζέλος καθησύχασε τα μέλη του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», λέγοντας πως ο Γεώργιος δεν είχε λόγους να διαφωνεί με την Εθνοσυνέλευση, και συνάμα πρότεινε να οριστεί την ίδια ημέρα (15/1/1910) νέος πρωθυπουργός αντί του Μαυρομιχάλη και το υπουργείο Στρατιωτικών να ανατεθεί στο Ν. Ζορμπά, ο ηγέτης του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» - μολονότι αρνήθηκε αρχικά- δέχτηκε κάτω από πίεση κι η Διοικούσα Επιτροπή του « Συνδέσμου» ασχολήθηκε τότε με το θέμα της επιλογής του νέου πρωθυπουργού. Για τη θέση υποψήφιοι ήσαν ο πρώην υπουργός Εξωτερικών (1886-90, 1892-93 επί Χ. Τρικούπη), Στέφανος Δραγούμης, που τελικά επιλέγεται μετά από προσωπική παρέμβαση του Βενιζέλου, κι ο επίσης πρώην υπουργός Εξωτερικών (Απρίλης- Σεπτέμβρης 1897 σε βραχύβια κυβέρνηση του Δ. Ράλλη), Στέφανος Σκουλούδης. Αμέσως μετά την ψηφοφορία (14 υπέρ Δραγούμη και 4 υπέρ Σκουλούδη), έγινε χωρίς επιτυχία προσπάθεια καταρτισμού του πίνακα των μελών της νέας, μεταβατικής κυβέρνησης. Οι διαφωνίες οδήγησαν τη Διοικούσα Επιτροπή να αφήσει το θέμα να το χειριστεί αποκλειστικά ο προτεινόμενος πρωθυπουργός με τον πιο κατάλληλο τρόπο, εκτός από το υπουργείο των Ναυτικών που θ' αναλάμβανε ο συμμετέχων στο κίνημα αξιωματικός του πολεμικού ναυτικού, Ανδρέας Δ. Μιαούλης και αυτό των Στρατιωτικών, που θα ανατεθεί στο Ν. Ζορμπά.
Στο Συμβούλιο του Στέμματος της 16ης Ιανουαρίου 1910, που συνεκάλεσε ο βασιλιάς Γεώργιος ο 1ος και προσεκλήθησαν οι πρώην πρωθυπουργοί Ζαΐμης Αλ., Γ. Θεοτόκης, Δ. Ράλλης, ο πρώην πρόεδρος της βουλής και τέως υπουργός, Αλ. Ρώμας, ο από 15 Αυγούστου 1909 πρωθυπουργός, Κυρ. Μαυρομιχάλης και ο «εκλεκτός» του Συνδέσμου, Στεφ. Δραγούμης, οι πολιτικοί αρχηγοί εμφανίζονται διχασμένοι. Ο Θεοτόκης, που είχε την πρωτοβουλία για τη συγκεκριμένη σύγκληση του Συμβουλίου, κι ο Ράλλης αγωνίζονται να πείσουν το βασιλιά για τη σύγκληση Εθνοσυνέλευσης, ενώ οι Μαυρομιχάλης και Ρώμας αρνούνται να τη δεχτούν. Για να μην υποκύψει ο βασιλιάς στις πιέσεις του «Συνδέσμου», διαλύει το Συμβούλιο, χωρίς να έχει καταλήξει κάπου η συνεδρίασή του.
Στις 17, όμως, του Γενάρη, την άλλη κιόλας μέρα δηλαδή, ο Γεώργιος βλέποντας παρατεταγμένο -καθ' υπόδειξη του Βενιζέλου- το στρατό στους δρόμους της Αθήνας από το Ζορμπά, φοβήθηκε και καλεί στα ανάκτορα τους Θεοτόκη και Ράλλη για να τους συμβουλευτεί περί του πρακτέου. Αποφασίζει να δεχτεί τα αιτήματα του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» και τους ρωτά ποιον του προτείνουν για νέο πρωθυπουργό, αν δεχόταν να συγκληθεί η Εθνοσυνέλευση κι εάν απέπεμπε το Μαυρομιχάλη. Οι Ράλλης και Θεοτόκης εισηγούνται στο βασιλιά τη λύση Δραγούμη, αφού είχαν ήδη αποδεχτεί κι οι δυο πρώην πρωθυπουργοί -κάτω απ' ορισμένους όρους, βεβαίως- τα αιτήματα του Συνδέσμου.
Ο βασιλιάς Γεώργιος |
Πράγματι, όταν στις 18/1/1910, ο Γεώργιος (φωτό 3) δέχεται όλους τους όρους του «Συνδέσμου» και δίνει εντολή για νέα κυβέρνηση στο Στεφ. Δραγούμη λήγει η πρώτη και σημαντικότερη εμφάνιση του «Στρατιωτικού Συνδέσμου» στην ελληνική πολιτική και κοινωνική ζωή. Η κυβέρνηση Δραγούμη με υπουργό Στρατιωτικών το στρατιωτικό επικεφαλής του «Συνδέσμου», Ν. Ζορμπά, θα προκήρυττε εκλογές, από τις οποίες θα προέκυπτε Αναθεωρητική Εθνοσυνέλευση , η οποία επρόκειτο να τροποποιήσει μη θεμελιώδη άρθρα του Συντάγματος του 1864, ενώ ο «Στρατιωτικός Σύνδεσμος» θα είχε ήδη διαλυθεί.
Την ίδια, περίπου, χρονική περίοδο, το αγροτικό κίνημα εμφανίζεται αρκετά ανεπτυγμένο σε σχέση με παλαιότερες εποχές ή το εργατικό κίνημα. Εντοπίζεται, κυρίως, στη Θεσσαλία, εφόσον ολόκληρη σχεδόν η καλλιεργήσιμη θεσσαλική γη είναι στα χέρια λίγων μεγαλογαιοκτημόνων -τσιφλικάδων, που εκμεταλλεύονται τραγικά τους κολίγους. Κυρίαρχο αίτημα, που συσπειρώνει τους αγρότες και κατευθύνει τους αγώνες τους, είναι ό,τι αφορά τον αναδασμό της γης και την εξάλειψη της όποιας εξάρτησης από τους τσιφλικάδες. Οι αγροτικές διεκδικήσεις κορυφώνονται το 1910, όταν οργανώνονται ένοπλα συλλαλητήρια.
Η κυβέρνηση του Στέφανου Δραγούμη, στην οποία συμμετείχε ως υπουργός Στρατιωτικών ο αρχηγός του «Στρατιωτικού Συνδέσμου», Ν. Ζορμπάς, στις αρχές του 1910 διατάζει το στρατό να επέμβει. Στο σιδηροδρομικό σταθμό, μάλιστα, του θεσσαλικού χωριού Κιλελέρ, στις 6 Μαρτίου 1910, ο στρατός, εκτελώντας κυβερνητικές εντολές, επιτίθεται και προσπαθεί να διαλύσει βίαια αγροτική διαδήλωση, τα μέλη της οποίας ετοιμάζονταν να ξεκινήσουν για να πάρουν μέρος σε συλλαλητήριο αγροτών στη Λάρισα.
Κατά τις συμπλοκές, πολλοί αγρότες σκοτώνονται. Η ένοπλη προσπάθεια καταστολής των διαδηλώσεων κι άλλης μορφής κινητοποιήσεων εξακολουθεί τις επόμενες ημέρες σ` όλη τη Θεσσαλία. Το αγροτικό, όμως, πρόβλημα γίνεται οξύτατο για την ελληνική κυβέρνηση κι απαιτεί άμεση λύση, καθώς και στη νότια Ελλάδα και κυρίως στην Πελοπόννησο το σταφιδικό ζήτημα «έκαιγε» τους σταφιδοπαραγωγούς της Ηλείας, που ζητούν δίκαιες λύσεις στο πρόβλημά τους.
Το 1910 ιδρύεται κι ο «Εκπαιδευτικός Όμιλος» από φωτισμένους ανθρώπους των γραμμάτων και της πολιτικής, με στόχο να δοθεί η απαιτούμενη ώθηση για την πνευματική αναγέννηση του έθνους. Κυρίαρχο σημείο τριβής μεταξύ προοδευτικών και συντηρητικών διανοουμένων στέκεται το γλωσσικό ζήτημα, ιδιαίτερα μετά το 1911 που συζητείται διεξοδικά στη βουλή.
Οι εκλογές, όμως, της Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης έγιναν στις 8 Αυγούστου 1910 από την κυβέρνηση Δραγούμη, που πολιτευόταν στα πλαίσια των διακηρύξεων του «Συνδέσμου» και όταν ανελάμβανε είχε υποσχεθεί αμνηστία αφ΄ ενός για τους κινηματίες του ναυτικού κι αφ΄ ετέρου σύγκληση της Αναθεωρητικής Εθνοσυνέλευσης. Το εκλογικό αποτέλεσμα του Αυγούστου του 1910 είναι ενδεικτικό των διαφοροποιήσεων που είχαν αρχίσει να συντελούνται στην ελληνική κοινωνία. 362 ήσαν συνολικά οι κοινοβουλευτικές έδρες της εκλογικής μάχης, από τις οποίες τις 205 κατέλαβαν οι συντηρητικοί παλαιοκομματικοί, που είχαν επικεφαλής τους άλλοτε πρωθυπουργούς, Αλ. Ζαΐμη (κέρδισε 13 έδρες), Γ. Θεοτόκη (εκλέγει 94 βουλευτές), Κ. Μαυρομιχάλη (έλαβε 34 έδρες/ ο οποίος δεν τα κατάφερε να εκμεταλλευτεί όσο θάθελε το κίνημα στου Γουδή, γιατί αποπέμφθηκε σχετικά νωρίς) και Δημ. Ράλλη (με 64 βουλευτές στη νέα βουλή). Τις υπόλοιπες κέρδισαν σοσιαλιστές, «Κοινωνιολόγοι», διάφοροι ανεξάρτητοι βουλευτές από τ' αστικά κέντρα, ένας εκ των οποίων ήταν κι ο Ελευθέριος Βενιζέλος, 46 προήλθαν από την αγροτική Θεσσαλία κι άλλοι τόσοι οπαδοί των αλλαγών, που επαγγελλόταν ο « Στρατιωτικός Σύνδεσμος». Όλοι αυτοί ασκούν έντονη πίεση στην πλειοψηφία της νέας Εθνοσυνέλευσης.
Οι ανεξάρτητοι βουλευτές αρνούνται να αναγνωρίσουν τη νέα Εθνοσυνέλευση ως «Αναθεωρητική» κι επιμένουν ότι πρέπει να χαρακτηριστεί «Συντακτική». Κάτω από τέτοιο κλίμα διαφωνιών κι αντεγκλήσεων η 1η Αναθεωρητική Εθνοσυνέλευση, από την πρώτη κιόλας ημέρα του βίου της, αδυνατεί ν` ανταποκριθεί στο έργο και τον προορισμό της. Χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η συνεδρίαση της 3ης Σεπτέμβρη του 1910, όταν οι περί το Δ. Ράλλη βουλευτές που έκλιναν υπέρ της Αναθεωρητικής συνεπλάκησαν με τους συναδέλφους τους αλλά οπαδούς της Συντακτικής, Κ. Μάνο, Κ. Μαυρομιχάλη και Χ. Ευταξία, αλλά η γενίκευση των εκτρόπων απετράπη χάρη στη μεσολάβηση του Απ. Αλεξανδρή.
Ο Δραγούμης, βέβαια, διατηρεί την πρωθυπουργία κι ο Ζορμπάς το υπουργείο Στρατιωτικών όλο τον Αύγουστο , ενώ ο Ελευθέριος Βενιζέλος ιδρύει στις 22 Αυγούστου του 1910 το κόμμα των «Φιλελευθέρων». Για λίγες ημέρες ο Κρητικός ηγέτης λείπει στην Κρήτη, όπου στις 30 Αυγούστου παραιτείται από κάθε πολιτικό και κομματικό αξίωμά του στη μεγαλόνησο, μα όταν επιστρέψει, στις 5 του Σεπτέμβρη της ίδιας χρονιάς, στην Αθήνα, ο λαός τον υποδέχεται θριαμβευτικά στην πλατεία Συντάγματος και τον προτρέπει για Συντακτική Εθνοσυνέλευση.
Ο Βενιζέλος τη μέρα αυτή εκφωνεί βαρυσήμαντο, πολιτικό λόγο στο συγκεντρωμένο πλήθος. Εμμένει στη συμφωνία με τα κόμματα και το Παλάτι για το πολιτειακό κι άλλες συνταγματικές μεταρρυθμίσεις και στο αίτημα για Συντακτική Εθνοσυνέλευση απαντά με Αναθεωρητική βουλή.
Ο λαός μαζεύτηκε στην κεντρική πλατεία των Αθηνών για να δείξει στο Βενιζέλο πως στηρίζει σ` αυτόν τις ελπίδες του για μεταρρυθμίσεις στην πολιτική και κοινωνική ζωή. Έτσι, όμως, κι η δημοτικότητα του Βενιζέλου, μέσα σε λίγους μήνες από τον ερχομό του στην ελεύθερη Ελλάδα, αυξάνει συνεχώς.
Στις 12 του Σεπτέμβρη του 1910, ένα χρόνο σχεδόν μετά από το κίνημα στου Γουδή και με οχτάμηνη περίπου θητεία στην πρωθυπουργία, ο Στέφανος Δραγούμης υποβάλλει στο βασιλιά την παραίτηση της κυβέρνησής του, ενώ δυο μέρες νωρίτερα (στις 10/9) πρόεδρος της Αναθεωρητικής βουλής είχε εκλεγεί ο Κ. Έσλιν. Τότε, ο βασιλιάς Γεώργιος καλεί τον Ελευθέριο Βενιζέλο για να σχηματίσει νέα κυβέρνηση, αφού απέρριψε τις λύσεις Έσλιν και ενός νέου πλην ανασχηματισμένου υπουργικού συμβουλίου υπό το Δραγούμη ξανά. Ο Κρητικός πολιτικός επελέγη τη δεδομένη χρονική στιγμή, γιατί είχε, βέβαια, το λαϊκό ρεύμα, αλλά, κυρίως, είχε καταφέρει να πείσει τα Ανάκτορα τόσο για τη μετριοπάθεια και το ρεαλισμό του, όσο και για την εμμονή του στην Αναθεωρητική βουλή, την ώρα που πιθανή ανακίνηση του πολιτειακού ήταν «αγκάθι» για το Γεώργιο, την Αυλή και τους συν αυτοίς.
Μετά από διαβουλεύσεις στις 1 και 2 Οχτώβρη, κατά τις οποίες χρησιμοποιώντας διπλωματική μετριοπάθεια και διαλλακτικότητα συγκεντρώνει από τη μια τα «πυρά» των παλαιοκομματικών και από την άλλη κερδίζει την εύνοια του Γεωργίου, στις 6 Οκτωβρίου του 1910 ο Ελευθέριος Βενιζέλος ορκίζεται για πρώτη φορά πρωθυπουργός του ελεύθερου ελληνικού κράτους. Μαζύ του ορκίζονται και τα μέλη της πρώτης - υπό την προεδρία του- κυβέρνησης , η οποία, επειδή ακριβώς αποτελείται από ικανούς και νέους, πρωτόπειρους κι άφθαρτους πολιτικούς συγκεντρώνει τα βέλη και συναντά έντονες αντιδράσεις από τη συντηρητική πλειοψηφία της βουλής.
Ο Βενιζέλος, πλέον, όμως, έχει το «πάνω χέρι». Αυτό γίνεται φανερό, πλέον σε όλους, όταν ο νέος πρωθυπουργός άσκησε όλη την επιρροή του να παραμείνει Αναθεωρητική η βουλή και συμφώνησε να ξαναγυρίσει ο Διάδοχος Κων/νος στο Στρατό, αλλά περισσότερο όταν πείθει το βασιλιά Γεώργιο, που -σημειωτέον- τον έβλεπε αρχικά με διστακτικότητα λόγω της «κόντρας» του με τον πρίγκιπα Γεώργιο στην Κρήτη (1905), να διαλύσει την 1η Αναθεωρητική Εθνοσυνέλευση στις 12 του ίδιου Οχτώβρη και να προκηρύξει νέες εκλογές για Αναθεωρητική πάλι βουλή, τις οποίες θα διεξήγαγε κυβέρνηση του ίδιου του Βενιζέλου στις 28 του Νοέμβρη του 1910.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος κι η κυβέρνησή του στα τέλη του Νοέμβρη του 1910 (28/11) διεξάγουν βουλευτικές εκλογές , με την έγκριση του βασιλιά Γεωργίου του 1ου και με σκοπό -αντίθετα με το παλλαϊκό, αρχικά, αίτημα για Συνταχτική Εθνοσυνέλευση- την ανάδειξη της 2ης Αναθεωρητικής βουλής σε αντικατάσταση της αμέσως προηγούμενης, προκειμένου να συμπληρώσει και να ολοκληρώσει το έργο της.
Με τη διάλυση της βουλής, βάσει βασιλικού διατάγματος, διαφωνούν οι ηγέτες των ισχυρών σε κοινοβουλευτική δύναμη στη διαλυθείσα Εθνοσυνέλευση κομμάτων, Γ. Θεοτόκης, Δ. Ράλλης και Κ. Μαυρομιχάλης. Καθώς αντιδρούν και στους βενιζελικούς χειρισμούς, μα και στα συμπεφωνημένα κατά τις επαφές Ανακτόρων - Βενιζέλου, αποφασίζουν να απόσχουν από τις εκλογές του Νοέμβρη του 1910.
Έτσι, οι κάλπες - σε σύνολο , όπως και στην 1η Αναθεωρητική Εθνοσυνέλευση, 362 εδρών- δίνουν στον Κρητικό πολιτικό και το Κόμμα «Φιλελευθέρων» 307 έδρες, ενώ θα εκλεγούν και 28 Αγροτικοί προερχόμενοι από τη Θεσσαλία, 20 ανεξάρτητοι (λόγω της αποχής των παλαιοκομματικών) και 7 «Κοινωνιολόγοι». Οι «Κοινωνιολόγοι» είναι μια ομάδα ριζοσπαστών νεοεκλεγέντων βουλευτών, που έχουν επικεφαλής τον Αλέξανδρο Παπαναστασίου (γενν. 1879 - πεθ. 1936) και αγωνίζονται τόσο υπέρ μιας δίκαιης αγροτικής μεταρρύθμισης, όσο και για να ληφθούν από το Συνταγματικό Νομοθέτη ή την Πολιτεία μέτρα εις όφελος των εργαζομένων.
Ενδεικτική βιβλιογραφία: "Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας" του Γ. Κορδάτου, "Ιστορία του Ελλ. Εθνους" Εκδοτικής Αθηνών, "Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας" του Τ. Βουρνά και προσωπική έρευνα σε εφημερίδες της εποχής (Εμπρός, Σκριπ κλπ).
Ενδεικτική βιβλιογραφία: "Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας" του Γ. Κορδάτου, "Ιστορία του Ελλ. Εθνους" Εκδοτικής Αθηνών, "Ιστορία της νεότερης και σύγχρονης Ελλάδας" του Τ. Βουρνά και προσωπική έρευνα σε εφημερίδες της εποχής (Εμπρός, Σκριπ κλπ).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου