Πέμπτη 9 Φεβρουαρίου 2012

94. Φίλαυτοι ή φιλέλληνες ξένοι; 


Το παρόν σημείωμα είναι επίμηκες. Εν γνώσει μου. Αφορά ένα πολύ σημαντικό κεφάλαιο της ελληνικής πολιτικής ιστορίας. Τη στάση των Ευρωπαίων απέναντι στην Επανάσταση του 1821 και τους Έλληνες από το 1823 έως το 1827, από τη μέρα που ο Γ.  Κάννιγκ (φωτό) ανέλαβε το υπουργείο Εξωτερικών στην Αγγλία έως τη ναυμαχία των Δυνάμεων με τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο στο Ναβαρίνο.
Η Ευρώπη δεν έβλεπε με καλό μάτι τον ξεσηκωμό των Ελλήνων τα πρώτα χρόνια υπό την επίδραση της «Ιεράς Συμμαχίας», αλλά η αγγλική κυβέρνηση θα αλλάξει «γραμμή πλεύσης» τις αρχές του 1823 και θα αρχίσει να «ευνοεί» την Ελληνική Επανάσταση. Φορέας της νέας διπλωματικής γραμμής υπήρξε ο νέος υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας, George Canning (Γεώργιος Κάννιγκ). Ο εκ των ηγετών του συντηρητικού κόμματος και νέος επικεφαλής της αγγλικής εξωτερικής πολιτικής, ο οποίος είχε υπηρετήσει και άλλοτε στο συγκεκριμένο υπουργείο (1807 – 1809),  ανέλαβε καθήκοντα τα τέλη του 1822, μετά την αυτοκτονία (Αύγουστος 1822) του μέχρι τότε υπουργού εξωτερικών της Αγγλίας, Κάσλεριγ, που επρόκειτο να παραβρεθεί για λογαριασμό της χώρας του στη Βερόνα.
Έτσι, λοιπόν, από τις πρώτες ημέρες της νέας υπουργίας του Γ. Κάννιγκ, το ξανασκέφτηκαν οι Άγγλοι και είδαν ότι ένα νέο ναυτικό κράτος, έστω και μικρό όπως η ελεύθερη Ελλάδα, εάν βρισκόταν υπό τη βρετανική επιρροή, θα μπορούσε και τις βλέψεις της  Ρωσίας ή των Γάλλων να ανασχέσει, μα και να εξασφαλίζει τα αγγλικά συμφέροντα κάθε στιγμή. Και τούτο εξηγείται και γίνεται αντιληπτό εύκολα, εάν θυμηθούμε και ότι υπήρξαν οι Άγγλοι επί χρόνια τουρκόφιλοι, μόνο και μόνο από μίσος προς τη Ρωσία, ενώ μέσα τους «ελλόχευε» πάντα ο φόβος μήπως ξαναβρεθεί κάποιος Ναπολέοντας και «ξαναξυπνήσει» τη Γαλλία.
Ο Κάννιγκ, ίσως κι από λόγους εσωτερικής πολιτικής ίσως παρασυρμένος από τις ελληνικές νίκες στα Δερβενάκια κι αλλού, ήθελε να απαγκιστρωθεί η χώρα του από το Μέττερνιχ και την αντιδραστική «Ι.Σ.» και να βοηθήσει τους Έλληνες. Το πρώτο τρίμηνο (Γενάρης  –  Μάρτης) του 1823, ο Κάννιγκ αναλίσκεται σε οδηγίες προς τους διπλωματικούς του εκπροσώπους (ιδίως προς τον πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη, τον πρόξενο στην Πάτρα και πιο πολύ στον αρμοστή των Εφτανήσων) να θεωρούν, όπως ο ίδιος πιστεύει, τη μεν Ελληνική Επανάσταση ως εθνική, τους δε Έλληνες εμπόλεμο έθνος και το Φλεβάρη απαίτησε από την Πύλη να σέβεται τους χριστιανούς υπηκόους της.
Την άνοιξη του 1823 (Μάρτης), εξάλλου, ο ίδιος ο Κάννιγκ και η Αγγλία αναγνωρίζουν το ναυτικό αποκλεισμό, που ‘χαν κηρύξει οι Έλληνες στην περιοχή των ελληνικών θαλασσών. Μ’ άλλα λόγια, αναγνωρίζουν τον Ελληνισμό ως εμπόλεμο έθνος και δε θεωρούν την Επανάσταση πια ανταρτοπόλεμο κατά του Σουλτάνου!
Επιπρόσθετα, πρέπει σ’ όσον αφορά την πολιτική του Κάννιγκ στο υπουργείο εξωτερικών να συνυπολογίσουμε και όσα λέει και ο Ποτέμκιν για αυτόν. Δηλαδή, ότι ήθελε να προσφέρει στους βιομηχάνους, τους εμπόρους και τους τραπεζίτες, στην αστική τάξη της πατρίδας του την ευκαιρία για κερδοσκοπικές επενδύσεις και εκμεταλλεύσεις σε «παρθένες» για τους Ευρωπαίους αγορές, όπως σε ένα μελλοντικά ελεύθερο ελληνικό κράτος ή σ’ άλλες, με σημαντικά γεωπολιτικά και φυσικά πλεονεκτήματα, επαρχίες της πάλαι ποτέ αχανούς και κραταιάς Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Την ίδια βοήθεια προσπάθησε, όμως, να τους παράσχει εμπλεκόμενος και στα θέματα ανεξαρτησίας των χωρών της Λατινικής Αμερικής την ίδια περίπου εποχή!
Εάν συσχετίσουμε ό,τι εγράφη προηγουμένως για την αγγλική οικονομία με την εξωτερική πολιτική της Αγγλίας, θα ιδούμε ότι ο Γ. Κάννιγκ, ως ένας από τους εκφραστές της «ιμπεριαλιστικής» αγγλικής πολιτικής των πρώτων δεκαετιών του 19ου αιώνα, η οποία θέλει διαρκώς νέες «διεξόδους» για την οικονομία της, γρήγορα αντιλαμβάνεται ότι η Ελληνική Ανεξαρτησία είναι, αργά ή γρήγορα, αναπότρεπτη. Γι’ αυτό, από το 1822 κιόλας, η στάση του Λονδίνου αρχίζει να αλλάζει, αλλά, όπως γράφει ο Θ. Παπαρήγας, «με την εξής έννοια: Αφού η κατάληξη είναι αναπόφευκτη και μπορεί να είναι και ωφέλιμη, δεν υπάρχει λόγος η Αγγλία να αντιτίθεται. Πρέπει, όμως, να γίνει με τρόπο όσο το δυνατόν πιο επωφελή».
Οι επαναστατημένοι Έλληνες, βέβαια, σε λίγο, πέρα από την ουσιαστικότερη προστασία που ζητούν από τις Δυνάμεις, θα προσπαθήσουν  – όταν επιλύσουν τα άλλα προβλήματα (συνοριακό, αυτονομία ή ανεξαρτησία)  –  να κάνουν γνωστό πως ενδιαφέρονται να βρουν βασιλιά από κάποιο βασιλικό Οίκο της Ευρώπης, καθ’  υπόδειξη πάντα των δυνάμεων.
Το 1823, πάντως, τελειώνει με τη διατύπωση του δόγματος Μονρόε (2/12), το οποίο εκλαμβάνεται ως ευνοϊκή εκδήλωση του Προέδρου των Η.Π.Α., Τζαίημς Μονρόε, για την Ελληνική Επανάσταση. Στην πραγματικότητα, είναι «γράμμα κενό», καθώς, παρά τα συγκινητικά λόγια των προέδρων Μονρόε και Τζον Άνταμς, η ουδετερότητα των Αμερικανών υποκρύπτει φιλοτουρκική στάση, μια και την ίδια στιγμή μοίραζαν τρόφιμα – αποκλειστικά προϊόντα φιλανθρωπικών εράνων – σε Έλληνες αμάχους μ’ απώτερο σκοπό τη δημιουργία συμπαθειών και πελατειακών σχέσεων αργότερα και, ταυτόχρονα, συζητούσαν με τη Σουλτανική Τουρκία εμπορικές συμβάσεις και οικονομικές διευθετήσεις!
Εκούσια ή παρασυρμένοι, οι επαναστάτες, από το 1824 και πέρα, έφτασαν να «κρέμονται» διπλωματικά από τους Ευρωπαίους; θα τα δούμε όλα, με τη σειρά! Στις αρχές, λοιπόν, του 1824 (9/1/1824) ο Τσάρος της Ρωσίας, Αλέξανδρος, ρίχνει στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων το ρωσικό σχέδιο των «3 τμημάτων». Το σχέδιο προέβλεπε να επέμβουν οι Δυνάμεις όχι για να καταπνίξουν την Επανάσταση, μα για να αναγνωρίσουν κρατική υπόσταση στους επαναστάτες και να επιβάλλουν την ειρήνευση στην περιοχή . Καθώς ο Σουλτάνος δε θα δεχόταν απόλυτη πολιτική ανεξαρτησία  κι οι Έλληνες τον τουρκικό ζυγό, προτείνει να ιδρυθούν 3 ηγεμονίες στα πρότυπα των παραδουνάβιων (σε Θεσσαλία, Βοιωτία κι Αττική η πρώτη, με Ήπειρο & Αιτωλοακαρνανία η δεύτερη κι η τελευταία θα περιλαμβάνει Κρήτη & Πελοπόννησο), στις οποίες η Τουρκία θα διατηρούσε την επικυριαρχία, θα εισέπραττε ετήσιο φόρο και θα κρατούσε φρουρές με στενά τοπικά δικαιώματα.
Η Γαλλία, που από το 1824 έχει και νέο βασιλιά (ο – κατά το Δ. Κόκκινο – «ανέκαθεν πολέμιος παντός συνταγματικού πολιτεύματος» Κάρολος ο 10ος των Βουρβόνων ανεβαίνει, διαδεχόμενος το Λουδοβίκο το 18ο, στο θρόνο στις 16/9/1824 και μένει σ’ αυτόν έως τις 2 Αυγούστου 1830), κι η Πρωσία το δέχτηκαν κι η Αυστρία καταρχάς, γιατί επιφυλάχτηκε να το ξαναεξετάσει. Όμως η Αγγλία δε δεχόταν ούτε συζήτηση αν δεν έστελνε ο Τσάρος ξανά πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, Έλληνες (από 31/5/1824 και επισήμως, με επιστολή στον Γ. Κάννιγκ, στις 4/11 της ίδιας χρονιάς)  – απογοητευμένοι από τη ρώσικη στάση στη Βερόνα και το προτεινόμενο τσαρικό σχέδιο –  και Τούρκοι το αποδοκίμασαν απερίφραστα, για άλλους λόγους η κάθε πλευρά.
Αποτέλεσμα της βρετανικής μεταστροφής ήταν να συνάψει η Ελλάδα δυο δάνεια από την Αγγλία (1824 & 1825), να δημιουργηθεί στη χώρα μας αγγλόφιλη πολιτική μερίδα, που θα επιδιώξει την «αγγλική προστασία» το 1825 με την «Πράξη Υποτέλειας» (Ιούλιος του 1825: όσο ο Ιμπραήμ προέλαυνε στην Πελοπόννησο, οι Έλληνες απευθύνουν έκκληση στην Αγγλία να δεχτεί να προστατεύει την Ελλάδα, ως ένδειξη εμπιστοσύνης προς τους Άγγλους), που δεν είδε με ενθουσιασμό ο Κάννιγκ,  και, τέλος,  στις 12/4/1826 την πληρεξουσιότητα της  3ης  Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου (με πρόεδρο τον Π. Νοταρά) προς το Βρετανό πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη Στράτφορντ  Κάννιγκ, που  – παρά τη διαμαρτυρία του Δ. Υψηλάντη, που του στοίχισε αρχικά ισόβιο αποκλεισμό από κάθε πολιτικό και στρατιωτικό αξίωμα και τελικά, αφού μεσολάβησε ο  Θ. Κολοκοτρώνης, μόνο για ένα χρόνο  –   θα μεσολαβούσε στη Σουλτανική κυβέρνηση για ενδεχόμενο ελληνοτουρκικό συμβιβασμό.
Το καλοκαίρι του 1825, λοιπόν, η Αγγλία είχε υπεροχή στην Ανατολή. Αυτό γεννά τη ζήλια των Γάλλων, που θα προσπαθήσουν να τα «βρουν» με τους Τούρκους. Κι όταν από το Παρίσι βλέπουν πως κλονίζεται ο Σουλτάνος, η γαλλική κυβέρνηση στρέφεται προς το Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου. Έτσι, η Γαλλία, κατά το β’  μισό του 1825, «τροφοδοτεί» τον Αιγύπτιο πασά με επιτελικούς αξιωματικούς  – γνώστες της στρατιωτικής τέχνης και κάθε είδους εφόδια, ενώ ταυτόχρονα, δολίως, προσεταιρίζεται και τους Έλληνες, με απώτερο στόχο της αμφίθυμης πολιτικής της να «διαλύσει» το Σουλτάνο, να υπερκεράσει, περισσότερο από ποτέ μέχρι τότε, την Αγγλία και τη Ρωσία σ’  επιρροή επί των Ελλήνων και των Αιγυπτίων και, αποχτώντας βάσεις στη Μεσόγειο, να «εκμεταλλευτεί» τους δρόμους έως τις αγορές των Ανατολικών Ινδιών.
Κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες, με «σπορά» που είχε ξεκινήσει από το 1823 (επιφανείς γαλλόφρονες, οι αδελφοί Γ. – Σπ. Βιτάλης, συναντώνται με το συντηρητικό πρωθυπουργό της Γαλλίας, Βιλέλ (: JeanBaptiste Villele, πρωθυπουργός από 1822 έως 1827),  ζητώντας βοήθεια και μ’ αντάλλαγμα να επιβληθεί στην Ελλάδα συνταγματική μοναρχία και να φέρουν ένα Γάλλο πρίγκιπα), τον Απρίλη και το Μάη του 1825, οι αδελφοί Βιτάλη και ο Ι. Κωλέττης συναντιούνται εν Ελλάδι με Γάλλους αξιωματούχους, για να κανονίσουν τα της υλοποίησης του σχεδίου τους. Η κυβέρνηση της Ελλάδας με τον Κουντουριώτη επικεφαλής δείχνει να συναινεί. Το 1825, εξάλλου, σε υπόμνημά του, ο Γάλλος συγγραφέας, πολιτικός και διπλωμάτης, Francois Rene Chateaubriand [ Φρανσουά Ρεν Σατομπριάν] , που είχε, νωρίτερα (1822 έως 1824), διατελέσει υπουργός εξωτερικών της χώρας του, αναγνωρίζει πως οι επαναστατημένοι Έλληνες έχουν  τις από το πολιτικό δίκαιο απαιτούμενες κοινωνικές ιδιότητες, ώστε να αναγνωριστούν από τα άλλα έθνη και μπορούν να ελευθερωθούν από ενωμένες τις Ευρωπαϊκές Δυνάμεις, δίχως καν να χρειαστεί πόλεμος και δίχως να αναστατωθεί η ύπαρξη της Τουρκίας, αλλά επαρκεί ένα γράμμα των Μεγάλων Δυνάμεων στο Σουλτάνο!
Να σημειωθεί ότι το Σατομπριάν «βαραίνουν» τόσο η καταδικαστική για την Ελληνική Επανάσταση στάση του στο συνέδριο της Βερόνας (1822), όπου συμμετείχε ως υπουργός, όσο και οι στενές του «σχέσεις» με τον Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, στον οποίο έστειλε η Γαλλία και στελεχιακό δυναμικό και υλική βοήθεια, που συνέβαλαν σημαντικά στην εν Ελλάδι επιχείρηση του Ιμπραήμ (1825 και εξής). Κατά αυτόν τον τρόπο, πάντως, «γεννιέται» στην Ελλάδα το γαλλικό κόμμα, μ’ επικεφαλής τον Κωλέττη και υπέρ γαλλικών συμφερόντων…
Η Αγγλία, βλέποντας τους γαλλόφρονες να οργανώνονται και στην Ελλάδα, έδωσε το έναυσμα να ξεκινήσουν στα Εφτάνησα διεργασίες για σχηματισμό παράταξης που θα ευνοεί την πολιτική της. Υπό την καθοδήγηση του Άγγλου αρμοστή, Φρ. Άνταμ, ο Δ. Ρώμας, ο Μ. Στεφάνου και ο Κ. Δραγόνας, το αργότερο έως το καλοκαίρι του 1825, στάθηκαν οι πρώτοι Ζακύνθιοι πυρήνες του μετέπειτα αγγλικού κόμματος. Τότε, ο Κολοκοτρώνης, προσωρινά, προσεγγίζει τη φιλοαγγλική μερίδα.
 Το ίδιο καλοκαίρι, όμως. η κυβέρνηση Κουντουριώτη, αντί να προωθήσει το γαλλικό σχέδιο, στέλνει το Γ. Σπανιωλάκη στη θέση του Ιωάννη Ζαΐμη στο Λονδίνο, για να ζητήσει από την αγγλική κυβέρνηση όποιον αυτή θέλει για μονάρχη για την Ελλάδα (11/6/1825), αν και η ελληνική κυβέρνηση έκλινε πιο πολύ προς το Λεοπόλδο του Σαξ Κόμπουργκ. Η κίνηση του Κουντουριώτη, εφόσον ο ίδιος, ο Κωλέττης και ο Μαυροκορδάτος ήθελαν – από προσωπικά ελατήρια κινούμενος ο καθένας απ’ τους τρεις – νωρίτερα τη γαλλική λύση, θα ήταν δυσερμήνευτη, εάν δεν είχε προηγηθεί μία έκκληση για αγγλική προστασία της Ελλάδας από την τριανδρία της Ζακύνθου.
Η έκκληση αυτή στάθηκε η «μαγιά» για την «Πράξη Υποτέλειας», που προαναφέρθηκε νωρίτερα εν τάχει. Τι ήταν, όμως, αυτή η «Πράξη» και πού αποσκοπούσε; Το καλοκαίρι του 1825, λοιπόν, οι εκφραστές της αγγλόφιλης πολιτικής από τη Ζάκυνθο, για να πετύχουν την αγγλική εύνοια, θα προωθήσουν ειδικό Ψήφισμα προς την Αγγλία, με το οποίο της ζητούσαν αποκλειστική Προστασία, εμπιστεύονταν, δηλαδή, την τύχη του Ελληνισμού σ’  αυτήν. Τότε, οι Ζακύνθιοι αγγλόφιλοι, με τη συνδρομή και του Σπυρίδωνος Τρικούπη, πήραν με το αγγλικό κόμμα Γ. Κουντουριώτη, Αλ. Μαυροκορδάτο και άλλους. Ο Αλ. Μαυροκορδάτος ήταν, μάλιστα, και γυναικάδελφος του Σπ. Τρικούπη.
Οι επικριτές, όμως, της «δουλικής» προσέγγισης της Αγγλίας ονόμασαν το Ψήφισμα «Πράξη Υποτέλειας». Παρά ταύτα, την «Πράξη» θα προσυπογράψουν, προτού φτάσει στο Λονδίνο, οι Κολοκοτρώνης, Ζαΐμης, Δεληγιάννης, πολλοί Πελοποννήσιοι και Ρουμελιώτες οπλαρχηγοί, δεσποτάδες και προεστοί, ενώ την είχαν εγκρίνει και το Βουλευτικό και το Εκτελεστικό (6 – 7 και 22/7/1825).  Καθώς έχει γίνει σημαντική προσπάθεια από κατοπινούς ιστοριογράφους (βλ. Τ. Σταματόπουλος) ν’ αποδειχτεί ότι πολλές από τις υπογραφές στην «Πράξη» πλαστογραφήθηκαν, ο Κερκυραίος υπουργός δικαιοσύνης, Ιωάννης Θεοτόκης, αντέδρασε άμεσα, διαφώνησε και όταν χαρακτήρισε την  «Πράξη» ως «Συμφωνητικό της Πωλημένης Ελλάδος», παύτηκε και φυλακίστηκε, επί τρίμηνο, στις φυλακές Ναυπλίου!
Μια μέρα, πάντως, πριχού υπογράψουν οι Ρουμελιώτες, στις 21 Ιούλη, μετά από συνεδρίαση της κυβέρνησης στο Ναύπλιο, κατά την οποία εξασφάλισε ομόφωνη συγκατάθεση στις πρωτοβουλίες του, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος μαζύ με τον ιστορικό και διπλωμάτη, Σπυρίδωνα Τρικούπη, και με τον Ιωάννη Κωλέττη, πήγαν και συνάντησαν τον Άγγλο ναύαρχο του Αιγαίου Χάμιλτον! Ο λόγος; Του εξέφρασαν την πρόθεσή τους να ζητήσουν την προστασία της Αγγλίας, λόγω της απελπιστικής κατάστασης της Ελλάδας και της κρισιμότητας των καιρών!
Ο Χάμιλτον δεν έμεινε έκπληκτος απ’ ό,τι του είπαν οι Έλληνες πολιτικοί. Στον αντίποδα, είπε ότι δεν μπορούσε να κάνει το παραμικρό υπέρ των επαναστατών, καθώς και δεν έχει πάρει σχετικές ορμήνιες από την κυβέρνησή του και επειδή η Πελοπόννησος βρίσκεται υπό εχθρική κατοχή, αυτός δεν μπορεί να αναλάβει την ευθύνη λήψης πρωτοβουλιών… Στον αντίποδα, χαροποίησε την επαναστατική κυβέρνηση, όταν πρότεινε να συνεχιστούν με περισσότερο ζήλο οι αντιτουρκικές μάχες και να μεταβούν στο Λονδίνο απεσταλμένοι των Ελλήνων να παραδώσουν την «Πράξη Υποτέλειας» στην αγγλική κυβέρνηση και μάλιστα, στον αρμόδιο υπουργό εξωτερικών, το Γ. Κάννιγκ!
Μόλις γύρισαν στο Ναύπλιο, άρχισαν να μαζεύονται υπογραφές για την «Πράξη Υποτέλειας». Κι όχι μόνο αυτό, αλλά παρότι κάποιοι έλεγαν ότι έπρεπε να ζητηθεί η προστασία όλης της Ευρώπης, οι κυβερνητικοί έστειλαν ειδικούς απεσταλμένους να ανακοινώσουν, στην Κέρκυρα, την απόφασή τους να στραφούν προς την αγγλική προστασία στον Αρμοστή των Εφτανήσων…
Αρχές, πάντως, Αυγούστου (2/8/1825), η γαλλική κυβέρνηση αρνιόταν ότι είχε δοθεί επίσημη εντολή στους Γάλλους που είχαν, την άνοιξη, έρθει σε προχωρημένες συνεννοήσεις με τους εν Ελλάδι γαλλόφρονες. Ας σημειωθεί και ότι νωρίτερα, προς τη Ρωσία και τον Καποδίστρια έδειχναν ξεχωριστή προτίμηση ο Δ. Υψηλάντης, ο Π. Μαυρομιχάλης, ο Α. Ζαΐμης και ο Α. Λόντος.
Ο υπουργός εξωτερικών της Αγγλίας, Γ. Κάννιγκ, όταν ο Δημήτριος Α. Μιαούλης, επικεφαλής ελληνικής αποστολής, του επέδωσε  την «Πράξη Υποτέλειας» (Σεπτέμβρης 1825), έδειξε πρόθυμος να διαμεσολαβήσει αλλά ήταν υπερβολικά γενικόλογος. Σε γράμμα του της 13ης Οχτώβρη 1825, που εστάλη προς τους Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Ανδρέα Μιαούλη, επειδή η «Πράξη»δεν ήταν κυβερνητικό έγγραφο, αλλά αίτηση άμεσος του ελληνικού έθνους που αποτυπώνουν οι πιο επιφανείς του ηγέτες, απαντούσε στην «Πράξη», λέγοντας, λοιπόν,  πως δεν επιτρέπεται, λόγω των από χρόνια σχέσεων της χώρας του με την Τουρκία, να πάρει, εκείνη τη στιγμή, το μέρος των Ελλήνων και να παραβιάσει την ουδετερότητα. Η Τουρκία, κατά τον Κάννιγκ, δεν έχει δώσει καμία δίκαιη αφορμή στην Αγγλική κυβέρνηση για πόλεμο, επομένως η κήρυξη πολέμου προς αυτήν θα ήταν κάτι ανήκουστο και παράλογο, αργότερα θα μπορούσε και ίσως, ανάλογα με την τροπή του πολέμου, θα μεσολαβούσε.
Ό,τι ενδιέφερε, πάντως, το Μαυροκορδάτο, ως επικεφαλής του Αγγλικού κόμματος δεν ήταν ότι ο Κάννιγκ δε θα παρείχε καμία ουσιαστική βοήθεια στην Επανάσταση, γι’ αυτό, αρχής  εξαρχής, ήταν βέβαιος. Αυτό που ήθελε μάλλον ήταν να τρομοκρατήσει τον Ιμπραήμ, εάν τον έκανε να πιστέψει κάποια μυστική συνεννόηση, που είχε ξεκινήσει με το δάνειο του 1824, συνδέει Αγγλική και Ελληνική επαναστατική κυβέρνηση, με τις «ευλογίες» του Γ. Κάννιγκ!
Αφού η Αγγλία δεν δέχτηκε την «Πράξη Υποτέλειας», το γαλλικό κόμμα και ο Κωλέττης παρουσίασαν ξανά ως ιδανική λύση να προταθεί για το θρόνο της Ελλάδας Γάλλος ευγενής. Έτσι, όπως έλεγαν, το έθνος θα αποχτούσε ως ισχυρό σύμμαχο τη Γαλλία, θα κέρδιζε την ανεξαρτησία του και θα εξασφάλιζε και οικονομική ενίσχυση. Ταυτόχρονα, οι γαλλόφιλοι, που είχαν εξοργιστεί ήδη από την ώρα που ο Χάμιλτον είχε προτείνει τη μετάβαση στο Λονδίνο, κατηγορούσαν τώρα το αγγλικό κόμμα ότι στόχευε σε πλήρη υποδούλωση της Ελλάδας σε ξένη δύναμη.
Το Σεπτέμβρη του 1825, όμως, δημοσιεύεται ένα διάταγμα στο Λονδίνο, με το οποίο απαγορεύτηκαν η στρατολογία για την Ελληνική Επανάσταση και η υπηρεσία  Άγγλων υπηκόων  υπό την ελληνική κυβέρνηση, αλλά και ετοιμασία  πολεμικών πλοίων στα αγγλικά λιμάνια προοριζομένων για την υπηρεσία των Ελλήνων.  Αυτά αποφάσιζε από τη μια, δημοσίως και φανερά, ο Κάννιγκ και από την άλλη, έδινε την «ευχή» του για τα επαχθή δάνεια και τους «αγύρτες φιλέλληνες» τύπου Τσορτς και Κόχραν!
Πριν προχωρήσουμε, ας παρατηρήσουμε ότι σύνηθες είναι σε επαναστατημένους λαούς τα κόμματα να ξεπηδούν από τις διαφορές  και τις αντιθέσεις μεταξύ των μελών του ενός από το άλλο, ενώ στην Ελληνική Επανάσταση, αμέσως μετά την έναρξή της, δημιουργήθηκαν, μόλις ξεκίνησε και ένας «ιδιότυπος» αγώνας «δρόμου» ποιος θα επικρατήσει μεταξύ των πολιτευμάτων κάποιας συγκεκριμένης ευρωπαϊκής χώρας, την οποία υπεράσπιζαν οι εκτός ελλαδικού χώρου Έλληνες που συμμετείχαν στην Επανάσταση, και των ντόπιων πολιτικών συνηθειών, τις οποίες από χρόνια εκπροσωπούσαν και προάσπιζαν οι οπλαρχηγοί, οι νησιώτες καραβοκύρηδες και οι προεστοί.
Γιατί, λοιπόν, τότε δεν έχουμε κάποιο αγροτολαϊκό κόμμα; Όπως παρατηρούν οι ιστορικοί (Κορδάτος), αυτό, ιδίως μετά τους εμφύλιους πολέμους, ήταν αδύνατο. Οι νησιώτες δε νοιάζονται για τους Μοραΐτες κι οι Μοραΐτες αγρότες για τους Θεσσαλούς ή τους Ρουμελιώτες. Επιπλέον, οι αγροτικοί πληθυσμοί δεν ήθελαν τόσο πολιτικά δικαιώματα και συμμετοχή στα κέντρα λήψης αποφάσεων, όσο ένα αγροτεμάχιο. Κι αν είχαν στραφεί κατά των κοτζαμπάσηδων, αυτό εξηγείται μονάχα ως επαναστατικός αυθορμητισμός.
Εάν, όμως, κάποιος έλεγε γιατί δεν ξεσηκώθηκαν όλοι μαζύ οι πληθυσμοί των αστικών κέντρων, και τούτο, κατά τον Κορδάτο, ήταν εξαιρετικά δύσκολο να γίνει. Πώς να ξεσηκωθούν, εφόσον τα οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα της μιας πόλης από τις άλλες διέφεραν σημαντικά, τα πνευματικά κέντρα ήσαν λιγοστά και, τέλος, συγκοινωνίες εσωτερικές και ασφαλείς τρόποι επικοινωνίας μεταξύ τους δεν υπήρχαν;
Η πολιτική, λοιπόν, των αρχηγών, πλέον, του αγγλικού κόμματος, Γ. Κουντουριώτη και Αλ. Μαυροκορδάτου, κατά τα τέλη του 1825, έφεραν και διαρροές στις τάξεις της παράταξης. Ανάμεσα στους οπλαρχηγούς που απεχώρησαν είναι και ο Θ. Κολοκοτρώνης, ο οποίος συγκέντρωσε γύρω του όλους όσοι προσέβλεπαν σε κάτι καλό για τον Αγώνα από τη Ρωσία.
Τον Οχτώβρη του 1825, ο Ρώσος πρωθυπουργός, Nesselrod, καθώς η αιγυπτιακή βοήθεια του Ιμπραήμ είχε συμβάλει στη σύντριψη της Ελληνικής Επανάστασης, έβλεπε τη διπλωματία της χώρας του να ‘χει αποτύχει και δε θα μπορούσε πια να εξαναγκάσει έναν ηττημένο Σουλτάνο να συνθηκολογήσει. Τότε, οι Ρώσοι πρεσβευτές στις ευρωπαϊκές Αυλές (4/10/1825, ο Pozzo Di Borgo από το Παρίσι και δύο εβδομάδες αργότερα, από το Λονδίνο, ο Lieven) προτείνουν μιαν τολμηρή κίνηση, να καταληφθούν, αμέσως και δίχως να ληφθεί υπόψη η Ευρώπη, οι Παραδουνάβιες ηγεμονίες, έστω και με κίνδυνο ευρωπαϊκού πολέμου. Ο Τσάρος Αλέξανδρος, αν και – κατά το Φρειδερίκο Ένγκελς – «[…] νωθρός, κυκλοθυμικός, βαριεστημένος, μυστικιστής και ρομαντικός, από τον Grec du Bas Empire (όπως τον αποκαλούσε ο Ναπολέων) είχε όχι μόνο την πονηριά και τη δολιότητα, αλλά και την ψυχική αστάθεια και την αδράνεια […]», έδειχνε, όμως, να στρέφεται πια προς τη Σουλτανική και νόμιμη εξουσία και όχι στους επαναστάτες Έλληνες!
Η ρωσική πολιτική για το ελληνικό ζήτημα, πάντως, θα αλλάξει σημαντικά στις 19/11 (ή 1/12) /1825, ημέρα που ο Τσάρος Αλέξανδρος ο 1ος  πέθανε και τον διαδέχτηκε, αν και με σφετερισμό του θρόνου, ο εκ των αδελφών του, Νικόλαος ο 1ος, ο οποίος, καθώς το επιτελείο του αποτελείτο από φιλοπόλεμους, ήθελε να λύσει τις όποιες ρωσοτουρκικές διαφορές με πόλεμο. Λέγεται, μάλιστα, και ότι λίγο πριν πεθάνει ο Αλέξανδρος, κατά τον Δ. Κόκκινο, «υπέβαλεν εις την Αγγλίαν την πρότασιν να διαχειρισθή και να ρυθμίση μόνη αυτή το ελληνικόν ζήτημα».
Για τον Τσάρο Αλέξανδρο και τη ρωσική πολιτική και διπλωματία για το ελληνικό ζήτημα, ο Φρ. Ένγκελς θα γράψει: «Η ελληνική εξέγερση πρόσφερε λοιπόν τη χειρολαβή· για να μπορέσει όμως η ρωσσική διπλωματία να την πιέσει με δύναμη, έπρεπε να εμποδιστεί η ανάμιξη της Δύσης, έπρεπε δηλαδή να παραμείνει απασχολημένη με τα εσωτερικά της προβλήματα. Για το σκοπό αυτό είχε προσφέρει λαμπρή προεργασία ο κούφιος λόγος για τη “νομιμότητα”. Οι νόμιμοι κύριοι είχαν γίνει παντού μισητοί πέρα για πέρα (...) Η Τσαρική διπλωματία (...) προστάτευε άμεσα τα επαναστατικά στοιχεία της Δύσης μόλις αυτά εμφανίζονταν με το προσωπείο του φιλελληνισμού – και ποιοι άλλοι ήσαν οι Φιλέλληνες, που μάζευαν χρήματα κι έστελναν ολόκληρα ένοπλα επικουρικά σώματα στην Ελλάδα, αν όχι οι Καρμπονάροι και άλλοι φιλελεύθεροι της Δύσης;
΄Ολα αυτά δεν εμπόδισαν τον πεφωτισμένο Τσάρο Αλέξανδρο να καλέσει τους νόμιμους συναδέλφους του στα συνέδρια του ΄Ααχεν, του Τρόππαου, του Λάιμπαχ και της Βερόνας, να πάρουν τα πιο ενεργά μέτρα εναντίον των εξεγερμένων υπηκόων τους και να στείλει στα 1821 τους Αυστριακούς στην Ιταλία και στα 1823 τους Γάλλους στην Ισπανία για να καταστείλουν την επανάσταση – κι ακόμα να καταδικάσει φαινομενικά την εξέγερση των Ελλήνων, ενώ ταυτόχρονα την υποκινούσε ο ίδιος κι έβαζε ανθρώπους του να ενθαρρύνουν τους Φιλέλληνες της Δύσης,  ώστε να διπλασιάσουν τη δραστηριότητά τους.
Και πάλι η ηλίθια Ευρώπη πιάστηκε κορόιδο με τρόπο απίστευτο στους ηγεμόνες και στους αντιδραστικούς ο Τσάρος κήρυσσε τη νομιμότητα, στους φιλελεύθερους φιλισταίους απελευθέρωση των λαών και διαφωτισμό, και τον πίστευαν κι οι δυο».
Ως απεριόριστα μεγαλοπρεπής, αποφασιστικός και ισχυρός, σκληρός σαν την πέτρα και αμείλικτος σαν τη μοίρα, ο νέος, όμως, Τσάρος, ένας – κατά τον Ένγκελς – «τύπος μέτριου ανθυπολοχαγού», είναι η ενσάρκωση του κλασικού δεσποτισμού και εμπιστευόταν λίγους ανθρώπους, τους οποίους είχε κοντά του ως συμβούλους, ενώ οι πόλεμοί του εναντίον της Μουσουλμανικής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας δεν ήσαν «κυήματα» του φιλελληνισμού του ή της φροντίδας του για τους σκλαβωμένους ομόθρησκους Έλληνες, αλλά μάλλον αποτελούν έμπρακτη εφαρμογή του ιδεολογικού τριπτύχου «Απολυταρχία, Ορθοδοξία, Πατριωτισμός», επί του οποίου στήριξε το γεμάτο ψεύδος, δουλοπρέπεια και υποκρισία σύστημα της εξουσίας του!
Τα τέλη, λοιπόν, του 1825 και το ξεκίνημα της επόμενης χρονιάς βρίσκουν τα δύο κόμματα (αγγλικό και γαλλικό) σε πλήρη εγρήγορση  σ’  όλη την επαναστατημένη Ελλάδα. Μάλλον, τότε πρωτοεμφανίζεται και το ρωσικό κόμμα, υπό τον Ανδρέα Μεταξά. Βεβαίως, κανένα από τα τρία κόμματα δεν δρούσε τότε αυτοβούλως, καθένα έπαιρνε «εντολές περί του πρακτέου» από τη χώρα, στην οποία έκλινε.  
Παρασυρμένος από τους πολεμόχαρους συμβούλους του, ο Τσάρος Νικόλαος, λοιπόν, έστειλε νέο τελεσίγραφο στην Τουρκία στις 17/3/1826 για να ικανοποιηθούν εντός 6 (!) ημερών υπέρ της Ρωσίας οι όποιες διαφορές με την Οθωμανική Αυτοκρατορία από το 1812 και το 1821. Διαφορετικά, ο Ρώσος διπλωμάτης Μinciaky θάφευγε από την Κωνσταντινούπολη κι αυτό θάταν εις βάρος της Σουλτανικής κυβέρνησης. Επιπλέον, ο νέος Τσάρος ήθελε η Ρωσία νάχει το πρώτο λόγο στις διπλωματικές εξελίξεις κι όχι ο Μέττερνιχ κι ο Γ. Κάννιγκ. Και με τις πρωτοβουλίες του τις, φαινομενικά, υπέρ των Ελλήνων, φαίνεται πως θα υποκινήσει και την ίδρυση του φιλορωσικού κόμματος κοντά στο αγγλικό και το γαλλικό στην Ελλάδα, το πρώτο δίμηνο του 1826!
Έβλεπε, λοιπόν, ο Νικόλαος πως τα βρετανικά δάνεια, ελέω Γ. Κάννιγκ, της διετίας 1824  – 1825 είχαν αυξήσει την αγγλική επιρροή στους επαναστάτες και, επιπλέον, ότι η Ρώσικη Αυλή είχε ενοχληθεί από την «Πράξη Υποτέλειας» του θέρους του 1825. Και ενώ τα κατοπινά χρόνια, ο ίδιος ο Τσάρος θα δώσει, για εξυπηρέτηση των ρωσικών συμφερόντων και με «πατρική – κατά το Μαρξ – πρόνοια» στους Έλληνες για Κυβερνήτη τον Καποδίστρια και θα βοηθήσει την ελληνική ανεξαρτησία, με τσαρική, λοιπόν, πρωτοβουλία, ανακινείται διπλωματικά το ελληνικό ζήτημα.  Στις 23/3 (ή 4/4)/1826 ο Άγγλος διπλωμάτης και στρατηγός Wellington, που είχε μεταβεί στη Ρωσία για να συγχαρεί το νέο Τσάρο,  κι ο Ρώσος πρωθυπουργός και υπουργός εξωτερικών Nesselrod υπογράφουν το Πρωτόκολλο της Πετρούπολης και συμφωνούν να επέμβουν μεσολαβητικά για τη δημιουργία ενιαίου ελληνικού κράτους, υποτελούς, όμως, στο Σουλτάνο, καθορίζοντας, όμως, οι δυο δυνάμεις (Αγγλία & Ρωσία) τους όρους του ελληνοτουρκικού συμβιβασμού. Παράλληλα, δηλώνουν πως θα δεχτούν τη σύμπραξη και των άλλων δυνάμεων.
Η παρουσία του Wellington στην Πετρούπολη είχε εκπληρώσει το σκοπό της, αφού δεν είχε πάει μόνον να συγχαρεί το νέο Τσάρο, αλλά, κυρίως, να αποσαφηνίσει την επιθυμία της Αγγλίας να μη λυθεί το ελληνικό ζήτημα χωρίς τη σύμπραξη της χώρας του. Αλλά και ο Τσάρος, με την υπογραφή του εν λόγω Πρωτοκόλλου, είχε πετύχει στο στόχο του, να πετύχει την ειρήνευση στην Ελλάδα χωρίς να έρθει σε αντιπαράθεση με την Αγγλία.
Με το πρωτόκολλο της Πετρούπολης (1826), εγκαταλείφθηκε πια το σχέδιο των 3 ηγεμονιών, εξοβελίζονταν η Αυστρία και ο Μέττερνιχ από τον κατάλογο των άμεσα ενδιαφερομένων για την Επανάσταση των Ελλήνων, αποτρεπόταν  – προς το παρόν –  ο ρωσοτουρκικός πόλεμος, ουσιαστικά κατέλυε την «Ι.Σ.». Ήταν το πρώτο επίσημο διπλωματικό έγγραφο που  αναγνώριζε πολιτική ύπαρξη στους Έλληνες μνημονεύοντας το όνομα «Ελλάδα» και της εξασφάλιζε αυτονομία με ντόπιους αιρετούς άρχοντες και καταβολή φόρου υποτέλειας. Πάντως, το πρωτόκολλο θεωρείται ρωσική επιτυχία, καθώς δεν ικανοποίησε το Γ. Κάννιγκ κι η φίλα προσκείμενη στο σύμμαχο του Σουλτάνου, Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου, Γαλλία θα συμφωνήσει με τις άλλες δυο δυνάμεις μόνο μετά τη συνθήκη του Αckerman (7/10/1826: πλήρης αποδοχή από την Υψηλή Πύλη των ρωσικών αξιώσεων, μ’ αντάλλαγμα τη μη ρωσική ανάμειξη στο ελληνικό ζήτημα)  και την επίμονη άρνηση της Τουρκίας να δεχτεί ειρηνική διευθέτηση των ελληνοτουρκικών διαφορών.
Με την είσοδο του 1827, έχουμε κινητικότητα για το ελληνικό ζήτημα στις Αυλές των Μεγάλων Δυνάμεων. Ιδιαίτερη προσοχή ας δώσουμε,  καταρχάς, στις οδηγίες του Ρώσου υπουργού των Εξωτερικών Νέσελροδ στον πρέσβη του στο Λονδίνο, Λίβεν, στις 9 Ιανουαρίου 1827 και αφορούσαν κυρίως στον διαγραφόμενο κίνδυνο από τον αιγυπτιακό στόλο εναντίον των λιμανιών της Πελοποννήσου: «Τα πραγματικά εξαναγκαστικά μέτρα στα οποία αποδίδουμε μεγάλη σημασία είναι να ενωθούν οι ναυτικές μας μοίρες, με στόχο να εμποδίσουμε την είσοδο τουρκικών ή αιγυπτιακών ενισχύσεων στρατιωτών, όπλων, πλοίων και πολεμοφοδίων στην Πελοπόννησο ή στο Αρχιπέλαγος... Αν ο κ. Κάνιγκ αρνηθεί μια συνθήκη σύμφωνη με τις δικές μας επιθυμίες... ο αυτοκράτοράς μας σας υποβάλλει μια άλλη μέθοδο διαπραγματεύσεων, ως εφεδρικό μέσο, που θα μεταχειρισθείτε σε έσχατη ανάγκη...». Μ’ άλλα λόγια, ο Λίβεν θα έπρεπε να υπενθυμίσει κατηγορηματικά στον Κάνιγκ, το 6ο άρθρο του πρωτοκόλλου της Πετρουπόλεως της 4ης Απριλίου 1826, σύμφωνα με το οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη διατηρούσαν το δικαίωμα να εκμεταλλεύονται κάθε ευνοϊκή ευκαιρία, για να αναγκάσουν τη Τουρκία να δεχθεί τις αποφάσεις τους για την κατάπαυση του πολέμου στην Ελλάδα.
Βλέποντας τα «παιχνίδια» των Μεγάλων Δυνάμεων γύρω από το Ελληνικό ζήτημα, ο αυστριακός καγκελάριος Μέτερνιχ, σχολίαζε, την περίοδο 1826 – 1827,  σε απόρρητη επιστολή του: «H πορεία της Ρωσίας είναι αμφίβολη, γιατί έχει χαρακτήρα πότε αυστηρό και πότε ήπιο. Της Αγγλίας αγέρωχη, αλαζονική και γεμάτη απροσδόκητα τολμήματα. Της Γαλλίας είναι απερίσκεπτη, αμφίρροπη και αμφιταλαντευόμενη...».
Στα μέσα, όμως, του Γενάρη, 19/1/1827, η Γαλλία – με δική της πρωτοβουλία – συνέταξε και υπέβαλε στην κρίση της Αγγλίας σχέδιο συνθήκης για την ειρήνευση της Ελλάδος, το οποίο όμως δεν προέβλεπε τρόπους εξαναγκασμού της Τουρκίας για αποδοχή. Στο σχέδιο αυτό η Αγγλία δεν εκδήλωσε άμεσο ενδιαφέρον.
Τελικά, οι τρεις Δυνάμεις συνυπογράφουν το καλοκαίρι του 1827 την «Ιουλιανή Συνθήκη (ή Σύμβαση)» του Λονδίνου (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία, ενώ η Αυστρία έμενε απέξω), της οποίας το περιεχόμενο είναι επανάληψη των όρων της Πετρούπολης την περασμένη χρονιά, με ξεχωριστό, όμως, μυστικό και συμπληρωματικό άρθρο για το πώς θα έπειθαν το Σουλτάνο να δεχτεί ό,τι συμφωνήθηκε. Επιπλέον στο Λονδίνο συμφωνούν και για τη σύναψη εμπορικών σχέσεων με τους Έλληνες και για το διορισμό προξένων στην έδρα της επαναστατικής ελληνικής κυβέρνησης.
Η άρνηση ή η καθυστέρηση του Ιμπραήμ να εφαρμόσει την «Ιουλιανή Σύμβαση» φέρνει την καταστροφική για τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο ναυμαχία του Ναβαρίνου (Οχτώβρης 1827), η οποία εξοργίζει τους Τούρκους και αναγκάζει το Σουλτάνο να αρνηθεί (δια του υπουργού του επί των εξωτερικών Ρέις εφέντη) κάθε ευρωπαϊκή επέμβαση στα εσωτερικά του κράτους του, αφού ως τέτοιο ζήτημα  θεωρούσε την Ελληνική Επανάσταση.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου