Τρίτη 14 Φεβρουαρίου 2012

102. "Αγκάλιασαν" τον Κεμάλ...



Στο σημερινό μας σημείωμα, θα προσπαθήσουμε να ιδούμε πώς οι ξένες Δυνάμεις, έχοντας βάλει στο μάτι τη Μέση Ανατολή, «συμπεριφέρθηκαν» στο Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ (φωτό) την περίοδο 1920- 21 σε βάρος του σουλτάνου αφενός και της Ελλάδας που είχε εμπλακεί σε πολεμικές επιχειρήσεις στο μικρασιατικό μέτωπο αφετέρου. Χρήσιμα βοηθήματά μας η «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» της Εκδοτικής Αθηνών και δημοσιεύματα σε ελληνικές και ξένες εφημερίδες της εποχής.
Η γαλλική πολιτική στρέφεται προς τον Κεμάλ μετά, κυρίως, από το Νοέμβρη του 1920. Γιατί; Πρώτα απ' όλα ας σταθούμε στο διαρκή και οξύτατο αγγλογαλλικό οικονομικό ανταγωνισμό στην Εγγύς Ανατολή και στη γαλλική επιδίωξη να αυξηθεί η επιρροή της στην περιοχή. Έπειτα, η Γαλλία διαβλέπει πως οι Έλληνες δεν μπορούν μόνοι τους να νικήσουν τον κεμαλικό στρατό σε συνδυασμό με το γεγονός ότι -καθώς η ευρωπαϊκή κοινή γνώμη συγκλονισμένη από τον πολυαίμακτο 1ο παγκόσμιο πόλεμο αντιδρά σε κάθε νέα πολεμική ανάμειξη- καμιά χώρα της Ευρώπης δε θέλει να στείλει στρατό στη Μ. Ασία για να εξαναγκάσει τον Κεμάλ να δεχτεί τη συνθήκη.
Κοντά σ`  αυτά, η Γαλλία έβλεπε με δυσπιστία την ελληνική στρατιωτική και πολιτική παρουσία στα μικρασιατικά εδάφη, αφού θεωρεί τον ελληνικό στρατό εντολοδόχο της αγγλικής πολιτικής στην όλη περιοχής.
Κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, υπογράφει με το κεμαλικό καθεστώς, τον Οχτώβρη του 1921 στην Άγκυρα, το σύμφωνο Franklin- Bouillon (7/20.10.1921). Το σύμφωνο φαινομενικά ρύθμιζε τις τελευταίες λεπτομέρειες αποχώρησης από την Κιλικία του γαλλικού στρατού που είχε συμφωνηθεί από τις 9/3/1921 και πραγματοποιούνταν το καλοκαίρι του 1921 εις όφελος των κεμαλικών, με αντάλλαγμα για τη γαλλική πλευρά διάφορα οικονομικά προνόμια σε εδάφη της Τουρκίας. Επίσης, η στενότερη διπλωματική κι η οικονομική γαλλοκεμαλική συνεργασία του Οχτώβρη του 1921 ενίσχυσε τον Κεμάλ σημαντικά, αφού η Γαλλία πουλάει όπλα στον εθνικιστικό στρατό, ενώ θα αποστείλει κι εκπαιδευτές για την αναδιοργάνωση της τουρκικής αστυνομίας.
Στις 13 του Μάρτη του 1921 μια ακόμη διπλωματική επιτυχία τού Κεμάλ τον βοηθά αρκετά στο σκοπό του και «ανησυχεί» βέβαια τους Έλληνες που βλέπουν να σφίγγεται ο διπλωματικός κλοιός, ενώ «θορυβεί» όχι λιγότερο τους Άγγλους, που τα οικονομικά τους συμφέροντα απειλούνται πλέον άμεσα, καθώς έμειναν μόνοι αυτοί από τις υπερδυνάμεις στη Μ. Ασία, χωρίς ερείσματα. Υπογράφεται συμφωνία αποχώρησης των ιταλικών στρατευμάτων από την περιοχή της Αττάλειας, όπου οι Ιταλοί φεύγοντας εφοδιάζουν μεν με οπλισμό τούς κεμαλικούς, αποσπούν δε απ` αυτούς  όχι ευκαταφρόνητα οικονομικά προνόμια.
Οι Άγγλοι, ανήσυχοι από τις ιταλικές και τις γαλλικές επαφές με τους κεμαλικούς  κατά το 1921, προσπαθούν να προσεγγίσουν κι αυτοί τον Κεμάλ, επιθυμώντας να διασφαλίσουν τη σημαντική οικονομική και πολιτική παρουσία τους σε μία μελλοντική υπανάπτυκτη κεμαλική Τουρκία.
Η Βρετανία, όμως, δε στρέφεται ανοιχτά υπέρ της Τουρκίας, αλλά θεωρητικά υποστηρίζει τις ελληνικές θέσεις, δίχως, όμως, να βοηθά οικονομικά ή στρατιωτικά τις ελληνικές δυνάμεις της Μ. Ασίας. Έτσι, δε συμφωνεί να φύγουν οι Έλληνες από τα μικρασιατικά εδάφη, αφού φοβάται ότι η αποχώρησή τους θα αφήσει ασύδοτους τους κεμαλικούς εθνικιστές, που θα στραφούν εναντίον των ισχνών αγγλικών δυνάμεων που είχαν υπό τον έλεγχό τους τα Στενά.
Κι η κατοχή κι ο έλεγχος των Στενών και της Κων/πολης ήταν ζωτικής σημασίας σ` ό,τι αφορά στην προώθηση της βρετανικής επεκτατικής πολιτικής στην περιοχή της Εγγύς Ανατολής, σε βάρος και των Ελλήνων και των (σουλτανικών & εθνικιστών) Τούρκων.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες  της Αμερικής (με πρόεδρο τον Γουώρεν Χάρντινγκ για την περίοδο 1921-1923, ενώ είχε προηγηθεί στον 1ο παγκόσμιο πόλεμο η οχταετής προεδρική θητεία - από 1913 ως 1921- του Γούντροου Γουίλσον) μολονότι αμερικάνικες εταιρείες είχαν αξιόλογες επενδύσεις στα πετρέλαια σε οθωμανικές  περιοχές, ήταν θεωρητικά αποκλεισμένες από τη διανομή των εδαφών της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ήταν, προφανώς, φυσικό κι επόμενο να αντιμετωπίζουν με εχθρότητα τις ευρωπαϊκές επεκτατικές βλέψεις και επεμβάσεις στην Εγγύς Ανατολή. Υποστήριζαν μάλιστα τη λύση των προβλημάτων με βάση την αρχή της αυτοδιάθεσης των λαών.
Οι Η.Π.Α. εξεδήλωσαν ενδιαφέρον για την Εγγύς Ανατολή και την Τουρκία στις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, ιδρύοντας τράπεζες, σχολεία, νοσοκομεία, διαμέσου διαφόρων αμερικανικών αποστολών.
Η Σοβιετική Ένωση του Λένιν και των μπολσεβίκων, η άλλοτε πανίσχυρη τσαρική Ρωσία, είναι κι αυτή αντίθετη με τη στρατιωτική επέμβαση στη Μ. Ασία γιατί η θεωρεί επεκτατικό πόλεμο, που υποκινείται από τις δυτικές ιμπεριαλιστικές και καπιταλιστικές δυνάμεις. Και  όταν το Μάρτη του 1921 (3/16.3) είχαμε τη σύναψη σοβιετοκεμαλικού σύμφωνου φιλίας ως συνέχεια  της σοβιετοκεμαλικής συνθήκης του Alexandropol (19.11/3.12.1920  περί διανομής των αρμενικών εδαφών μεταξύ Κεμάλ- Σοβιετικής Ενώσεως ), οι δυτικοευρωπαϊκές δυνάμεις (Άγγλοι, Γάλλοι και Ιταλοί) ανησύχησαν σοβαρά και για δυο λόγους αποφάσισαν να ευνοήσουν και να προσεταιριστούν εφεξής τον Κεμάλ, θέλοντας να προωθήσουν τα εθνικά τους πολιτικοοικονομικά συμφέροντα: Αρχικά, επειδή Κεμάλ και Σοβιετικοί διακανόνιζαν το καθεστώς των Στενών χωρίς να λάβουν υπόψη τους δυτικούς και συμφωνούσαν στην παροχή οικονομοτεχνική βοήθεια από την ΕΣΣΔ προς την κεμαλική Τουρκία. Δεύτερος κι εξίσου σημαντικός λόγος ήταν ότι αν πετύχαινε η (με αμοιβαία οφέλη) προσέγγιση Σοβιετικών - Κεμάλ, τόσο το τουρκικό εθνικιστικό κίνημα θα δεχόταν ιδεολογικές επιδράσεις από τους μπολσεβίκους, όσο κι η τουρκική αγορά θάταν προβληματική ως προς τη δυτικοευρωπαϊκή οικονομική διείσδυση. Συν τοις άλλοις, όμως, ας επισημάνουμε και ότι η σοβιετική ηγεσία δεν ξεχνούσε την εναντίον της Ουκρανική εκστρατεία, το 1919, στην οποία συμμετείχε και ελληνικός στρατός.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου