Πέμπτη 2 Φεβρουαρίου 2012

89. Τσάροι, Σουλτάνος, Έλληνες


Η Ρωσία με το Μεγάλο Πέτρο και την Αικατερίνη τη 2η   – κατά το 18ο αιώνα –  εκδήλωσε το ενδιαφέρον της να προεκταθεί προς το νότο και να εξασφαλίσει ελεύθερη ναυσιπλοΐα προς τη Μεσόγειο σε βάρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που ελέγχει την ανατολική Μεσόγειο και το μεγαλύτερο μέρος του Εύξεινου Πόντου.
Έτσι, εκδηλώνονται συχνά ρωσοτουρκικοί πόλεμοι και οι συνθήκες που υπογράφονται δεν ευνοούνε πάντοτε το Σουλτάνο. Προς αυτήν την κατεύθυνση κλίνει κι η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή (1774), αλλά η τελευταία ρωσοτουρκική συνθήκη του Βουκουρεστίου (28/5/1812, ενώ o  Ναπολεόντειος στρατός πλησίαζε τα ρωσικά σύνορα) άφηνε πολλά εκκρεμή ζητήματα κι έδινε διάφορες αφορμές για νέες προστριβές μεταξύ Ρωσίας και Τουρκίας.
Ο Τσάρος, πάντως, όταν το 1821 ξεσπά η Ελληνική Επανάσταση, βρισκόταν σε δίλημμα, καθώς από τη μια τον έδενε η «Ιερά Συμμαχία» και το συνέδριο του Laybach κι από την άλλη δεν μπορούσε να μην ακολουθήσει την πάγια αντιτουρκική πολιτική της χώρας του.
Οι οικονομικές δραστηριότητες των Ελλήνων εμπόρων και ναυτικών στη Ρωσία, η εκεί ίδρυση της «Φιλικής Εταιρείας», η πετυχημένη σταδιοδρομία Ελλήνων στην Τσαρική Αυλή (Ο μεν Ιωάννης Καποδίστριας ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος του υπουργείου Εξωτερικών, ο δε Αλέξανδρος Υψηλάντης ήταν στρατιωτικός καριέρας, υπασπιστής του ίδιου του Αλέξανδρου) συντέλεσαν να ισχυροποιηθούν οι ελληνορωσικοί δεσμοί και να πιστέψουν οι Έλληνες πως η ομόδοξη χώρα θα τους βοηθούσε. Μ’  αυτό το συλλογισμό, ίσως, εξηγείται κι η ελπίδα του Αλέξανδρου Υψηλάντη πως στον εθνικοαπελευθερωτικό τους Αγώνα θα έχουν «...μίαν κραταιάν δύναμιν να υπερασπισθή τα δίκαιά μας...» (από την προκήρυξη της 24/2/1821), δηλαδή τη Ρωσία.
Οι τουρκικές φρικαλεότητες εις βάρος των Ελλήνων, με αποκορύφωμα τον απαγχονισμό του Πατριάρχη το Πάσχα του 1821, η παραμονή των τουρκικών στρατευμάτων στη Μολδοβλαχία μετά την αποτυχία του Αλ. Υψηλάντη θα προβληματίσουν περισσότερο τον Τσάρο, που αμφιταλαντεύεται μεταξύ των φιλειρηνικών και συμφώνων με το πνεύμα της «Ι.Σ.» προτάσεων από στενούς του συμβούλους (Nesselrod Κάρολος Βασίλιεβιτς, Ρώσος υπουργός εξωτερικών από το 1816 έως το 1856 και πρωθυπουργός του Τσάρου) και των προτεινομένων εμπόλεμη επίλυση των διαφορών με το Σουλτάνο εισηγήσεων, που δεχόταν από τον Ι. Καποδίστρια κ.α..
Με δύο εγκυκλίους του, ο Ρώσος πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, Στρογγάνοφ, ξεφανερώνει, στους πρώτους μήνες του 1821, την επίσημη ρωσική πολιτική. Συγκεκριμένα, έδωσε, με τη μεν πρώτη (9/21 Μάρτη 1821), εντολές στα ρωσικά προξενεία στην Ανατολή να τονίζουν ότι η Ρωσία είναι παντελώς αμέτοχη όσων έχουν γίνει στη Μολδοβλαχία από τον Αλέξανδρο Υψηλάντη και τους συνεργάτες του, με τη δεύτερη (4/16 Απρίλη 1821) δε ανακοίνωνε πως ο Τσάρος καταδίκαζε τον Υψηλάντη.
Τον Ιούλη, πάντως, του ίδιου χρόνου (6/7/1821), ο Στρογγάνοφ διατάσσεται να επιδώσει στην Υψηλή Πύλη (: Σουλτανική κυβέρνηση) ένα αυστηρό τελεσίγραφο, με το οποίο απαιτούσε ως ελάχιστη ικανοποίηση  – μεταξύ άλλων –  και τα εξής: η Ρωσία έχει το δικαίωμα να προστατεύει τους χριστιανούς των τουρκοκρατούμενων εδαφών –  αποχώρηση του τουρκικού στρατού από τη Μολδοβλαχία –  διάκριση ενόχων & αθώων από τους Τούρκους κατά την αντιμετώπιση της Επανάστασης.
Ο Σουλτάνος αρνήθηκε κι οι ρωσοτουρκικές διπλωματικές σχέσεις διεκόπησαν με την ανάκληση της ρωσικής διπλωματικής αντιπροσωπείας από την Πόλη. Ο ρωσοτουρκικός πόλεμος ήταν προ των πυλών, αλλά ο Αλέξανδρος, επηρεασμένος πάντα από το Μέττερνιχ, δεν προχώρησε.
Για το παρόν λήμμα μάς χρησίμεψαν οι Ιστορίες του Ελληνικού Έθνους του Κ. Παπαρρηγόπουλου και της Εκδοτικής Αθηνών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου