Δευτέρα 30 Απριλίου 2012

180. Των φρονίμων τα παιδιά...


Ο Λ. Κορομηλάς (1856-1923)
Το βράδυ της Δευτέρας 30ης Απριλίου 1912 ήταν πολύ δύσκολο για τον τότε Υπουργό Οικονομικών της Ελλάδας και γνωστό οικονομολόγο και διπλωμάτη, στέλεχος της Βενιζελικής παράταξης (κόμμα "Φιλελευθέρων"  από το 1910), Λάμπρο Κορομηλά (γενν. 1856- πεθ. 1923). 
Καθώς είχαν αποκλειστεί τα υπό οθωμανική κατοχή Δαρδανέλια παραμονές των βαλκανικών πολέμων, ήταν πολύ πιθανό να εξαντλούνταν τα ελληνικά αποθέματα σίτου και να μην μπορούσαν να φέρουν στην Ελλάδα φορτηγά πλοία νέες προμήθειες. Έτσι, ήταν ορατός ο κίνδυνος της πείνας του ελληνικού λαού, για τον οποίο, σύμφωνα με την εφημερίδα "Εμπρός" των Αθηνών (01.05.1912, αρ. φύλλου 5577, σελ.2), έκρουσαν "καμπανάκι" οι Πειραιώτες σιτέμποροι, την ώρα που όλα έδειχναν πως ο πόλεμος στα Βαλκάνια όλων των χριστιανικών κρατών εναντίον του Σουλτάνου ήταν προ των πυλών.
Ο Λ. Κορομηλάς, λοιπόν, κατόπιν εντολής του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου, έπεισε τους σιτέμπορους του Πειραιά, μετά από πολύωρη νυχτερινή σύσκεψη, να επισπεύσουν τις παραγγελίες τους από την Αμερική πριν εξαντληθεί ό,τι έχουν στις αποθήκες. Οι σιτέμποροι του Πειραιά προμηθεύονταν σιτάρι από τη Σμύρνη, από τη Θεσσαλονίκη και από το Δεδεαγάτς (νυν Αλεξανδρούπολη), που την άνοιξη του 1912 ήσαν ακόμα λιμάνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. 
Οι σιτέμποροι, μετά την υπουργική επέμβαση, επικοινώνησαν τηλεγραφικά και έκλεισαν για αγορά φορτίο αμερικάνικου σιταριού που βρισκόταν καθ' οδόν και είχε ήδη προορισμό τη Γένουα της Ιταλίας. Όπως σημειώνει, μάλιστα, η εφημερίδα "Εμπρός" στο προαναφερθέν δημοσίευμά της, "Ελπίζεται μάλιστα να κατορθωθή, ώστε το φορτίον των σιτηρών να μη χρονοτριβήση προσεγγίζον εις Γένουαν, αλλά να κομισθή πρώτον το προαγορασθέν εις τον Πειραιά εντός των 10 ημερών, καθ' ας υπολογίζεται ότι θα έχει εξαντληθή και το τελευταίον απόθεμα σιτηρών. Το ποσόν το οποίον θα κομισθή εις την Πειραϊκήν σιταγοράν υπολογίζεται ότι θα επαρκέση τουλάχιστον διά 40 ημέρας..."

179. «Πηγαίνετε στο σπίτι σας, Αμερικανοί!»

Η  Πρωτομαγιά του 1952 έχει «σημαδέψει» τη μεταπολεμική πολιτική ιστορία της Ιαπωνίας.  Αιματηρά γεγονότα αναστάτωσαν το Τόκιο, την πρωτεύουσα της χώρας.
Χιλιάδες  Γιαπωνέζων, σύμφωνα με δημοσίευμα της ελληνικής εφημερίδας «ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ» (αρ. φύλλου 2341, στις 02.05.1952, η πηγή μας), συνέρευσαν στο πάρκο Μεϊζί . Και η κυβέρνηση πιάστηκε «στον ύπνο», όταν διαδηλωτές μετά τη συγκέντρωση στο πάρκο επιχείρησαν να καταλάβουν τα ανάκτορα του αυτοκράτορα της Ιαπωνίας, Χιροχίτο.
Κεντρικός δρόμος στο Τόκιο, 1950
Η αστυνομία για να απωθήσει τους επίδοξους εισβολείς, χρησιμοποίησε και δακρυγόνα. Από τις κατά μέτωπο συγκρούσεις αστυνομικών και διαδηλωτών είχαμε 3 νεκρούς διαδηλωτές και περί τους 1000 τραυματίες.
Νωρίτερα, Ιάπωνες κομμουνιστές, εργάτες και φοιτητές συμμετείχαν σε  πρωτομαγιάτικες πορείες σε όλο το Τόκιο, κατά τη διάρκεια των οποίων είχαν λιθοβολήσει και το στρατηγείο του Αμερικανού στρατηγού Ρίτζγουεη.  Οι ΗΠΑ είχαν κατά τα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια τον πολιτικό και οικονομικό έλεγχο της ηττημένης στο 2ο παγκόσμιο πόλεμο Ιαπωνίας. Για να αναχαιτίσει, λοιπόν,  όσους έβαλαν κατά του αμερικάνικου διοικητηρίου, η αστυνομία χρησιμοποίησε ξύλινα ρόπαλα, ενώ οι διαδηλωτές και πολλές βιτρίνες καταστημάτων και πολλά αυτοκίνητα μη Γιαπωνέζων γύρω από το στρατηγείο κατέστρεψαν και τραυμάτισαν αρκετούς Αμερικανούς ένστολους στρατιώτες.  Κυρίαρχο σύνθημα των διαδηλωτών ήταν: «Πηγαίνετε στο σπίτι σας, Αμερικανοί!»
Τέλος, σύμφωνα με το ίδιο δημοσίευμα, που βασίζεται σε διεθνή ειδησεογραφικά πρακτορεία, στο πλευρό των Γιαπωνέζων είχαν ταχτεί και πολλοί Κορεάτες, ενώ διαδηλώσεις έγιναν και σε άλλες πόλεις της Ιαπωνίας, Οσάκα πχ και Ναγκάνο. 

Σάββατο 28 Απριλίου 2012

178.  Οι πρώτες μέρες του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη

Το 1828 αρχίζει με την άφιξη του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, στις 6 Ιανουαρίου, στο Ναύπλιο, όταν το Αγγλικό δίκροτο «Warspite», που τον μετέφερε, έφτασε εκεί, γιατί η θαλασσοταραχή δεν το άφησε να πλεύσει κατευθείαν στην Αίγινα, που ήταν η έδρα της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης. Τι βρήκε στην Ελλάδα; Χάος!
«Στη στεριά – γράφει ο Τ. Βουρνάς – επικρατούσε το δίκαιο της αρπακτικότητας του τοπάρχη κοτζαμπάση και στη θάλασσα η πειρατεία. Ο Μοριάς ήταν ρημαδιό. Κάθε μεγαλοκαπετάνιος που κρατούσε ένα κάστρο (Μονεμβασιά ο Πετρόμπεης, Ακροκόρινθο ο Κίτσος Τζαβέλλας, Παλαμήδι ο Γρίβας και ο Στράτος) τυραννούσε σαν κατακτητής το γυμνό και άστεγο πληθυσμό... Παραγωγή δεν υπήρχε, ούτε χέρια να επιδοθούν στην καλλιέργεια της γης λόγω της ανασφάλειας. Ο πληθυσμός είχε καταφύγει στα βουνά και τις σπηλιές. Είκοσι πέντε χιλιάδες μαχητές περιπλανώνταν χωρίς καμιά μισθοδοσία ή ενίσχυση, ενώ οι μοναδικές δημόσιες πρόσοδοι (δεκάτη και τελωνειακές εισπράξεις του Αναπλιού) δε λειτουργούσαν. Κράτος, δηλαδή, και στην πιο υποτυπώδη του έννοια δεν υπήρχε».
Στο καλωσόρισμα του Κυβερνήτη, όμως, ο λόγιος Θεόφιλος Καΐρης αναφέρει: « Χαίρε και Συ Κυβερνήτα της Ελλάδος, διότι μετά τοσούτον πολυχρόνιον αποδημίαν, επιστρέφεις εις την κοινήν πατρίδα, την βλέπεις, την χαιρετάς όχι πλέον δούλην και στενάζουσαν υπό τον ζυγόν, αλλ' ελευθέραν, αλλά δεχομένην σε Κυβερνήτην, και περιμένουσαν να Σε ίδη να οδηγήσης τα τέκνα της εις την αληθινήν ευδαιμονίαν και εις την αληθινήν δόξαν. Ζήθι! Αλλ' έχων ιερόν έμβλημα «ο Θεός και η δικαιοσύνη κυβερνήσουσι την Ελλάδα». Ζήθι! Αλλά κυβερνών ούτως ώστε να αισθανθή η πατρίδα, να καταλάβωμεν και ημείς, να επαναλάβη η αδέκαστος ιστορία, να αντηχήσωσιν όλοι οι αιώνες, ότι ου Συ, ουδέ ο υιός σου, ουδέ ο οικείος σου, ουδέ ο φίλος σου, ουδέ πνεύμα φατρίας, αλλ' αληθώς αυτός ο νόμος του Θεού, αυτό το δίκαιον, αυτοί της Ελλάδος οι θεσμοί κυβερνώσι την Ελλάδα δια Σου.».
Ας ιδούμε, όμως, και πώς περιγράφει την κατάσταση στην Ελλάδα στις αρχές του 1828 μια Έκθεση του Α. Λόντου, Γραµµατέα των Εσωτερικών και της Αστυνοµίας, προς τον άρτι αφιχθέντα Κυβερνήτη. «Εις την Ελλάδα δεν υπάρχουσιν ούτε εµπόριον, ούτε τέχναι, ούτε βιοµηχανία, ούτε γεωργία. Οι χωρικοί δεν σπείρουσι πλέον, διότι δεν έχουσι πεποίθησιν ότι θέλουσι θερίσει και αν θερίσωσι δεν ελπίζουσι να φυλάξωσι τους καρπούς των από τον στρατιώτην. Ο έµπορος δεν είν’ ασφαλής εις τας πόλεις. Τρέµει δ’ από τον φόβον των πειρατών, οι οποίοι έχουσιν ανοικτά τα όµµατα και περιµένουσι τα πλοία εις την διάβασίν των να τα προσβάλλωσιν. Η δολοφονία καλύπτει την κλοπήν µε την µυστικότητα. Ο τεχνίτης δεν είναι βέβαιος ότι θα πληρωθή δια την εργασίαν του. Το δικαίωµα του ισχυροτέρου είναι το µόνον, όπου υπάρχει πραγµατικώς. Οι κοινωνικοί δεσµοί παρελύθησαν (...)».
Στις 11 Ιανουαρίου 1828, ως Κυβερνήτης της Ελλάδας,  ο Ι. Καποδίστριας, με το «Warspite» ξανά, αποβιβάστηκε στην Αίγινα, ανακηρύσσοντάς την και σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το νησί γνώρισε τότε μια νέα, σύντομη όμως, περίοδο άνθησης. Κατασκευάστηκαν πολλά δημόσια κτίρια, ιδρύθηκαν Παρθεναγωγείο, Μουσείο, Εθνική Τράπεζα, Εθνικό Τυπογραφείο, Σχολή Ευελπίδων, Εθνική Βιβλιοθήκη, Νομισματοκοπείο. Εδώ κόπηκε και το πρώτο νεοελληνικό νόμισμα, ο φοίνικας, από το μυθικό πτηνό που αναγεννιέται από την τέφρα του. Επίσης, εγκαταστάθηκαν στο νησί αρκετοί σημαντικοί πνευματικοί άνθρωποι (Γ. Γεννάδιος, Α. Μουστοξύδης, Α. Γαζής κ.ά.) και αγωνιστές (Κανάρης, Τρικούπης, Μαυρομιχάλης). Ο πληθυσμός της Αίγινας άγγιξε τότε τις 100.000. Στις 3 Οκτωβρίου 1829, όμως,  η πρωτεύουσα μεταφέρεται στο Ναύπλιο.
Όταν το βουλευτικό κάλεσε τον Καποδίστρια, στα μέσα του Γενάρη του 1828,  να ορκιστεί στο Σύνταγμα, εκείνος φέρεται ότι απάντησε: «Δεν είναι δυνατόν, αδελφοί, να ορκισθώ τον όρκον του συντάγματος, διότι δεν εμπορώ να σας υποσχεθώ να φυλάξω ό,τι δεν έχετε και ό,τι δεν με παραδίδετε. Αλλά σας υπόσχομαι να προσπαθήσω διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος όσον δύναμαι». Ένα μήνα, όμως, μετά (9/2/1828), ο Ιμπραήμ καταστρέφει συθέμελα την Τρίπολη και περιορίζεται στο τρίγωνο Μεθώνης  –  Κορώνης  –  Νεοκάστρου στη Μεσσηνία. 
Αρχές 19ου αιώνα, ο αριθμός των ελληνικών πλοίων που επιδίδονται σε πειρατικές επιδρομές αυξάνεται σταθερά εξαιτίας της δυσμενούς τροπής που παίρνει ο Αγώνας. Στις αρχές του 1828 ήταν περί τα 1.500 πλοία και 50.000 ναύτες που ασχολούνται συστηματικά με την πειρατεία και λυμαίνονται το Αιγαίο. Από τον Ελλήσποντο ως τη Ρόδο και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου οι πειρατές προκαλούν με τη δράση τους πάμπολλα προβλήματα. Αυτός που, τελικά, κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση, ήταν ο Καποδίστριας όταν ήρθε ως Κυβερνήτης στην Ελλάδα. Η καταστολή της πειρατείας υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή. Η πειρατεία εκριζώθηκε με τη σύσταση δύο ελληνικών μοιρών υπό τον Ανδρέα Μιαούλη και τον Κωνσταντίνο Κανάρη.
Ενώ, όμως,  ο Τσάρος Νικόλαος ο 1ος κηρύσσει, χωρίς την αγγλογαλλική συγκατάθεση, το β’  δεκαπενθήμερο του Απρίλη 1828 τον εδώ και καιρό αναμενόμενο υπέρ της ελληνοτουρκικής κατάπαυσης των εχθροπραξιών ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο Καποδίστριας εκδηλώνει τα ρωσόφιλα αισθήματά του και τρίβει από τη χαρά τα χέρια του, όταν καταφθάνει τσαρικό δάνειο 2.000.000 φράγκων με τόκο δήθεν 3% και η τσαρίνα του χαρίζει 200.000 ρούβλια.
Κατά τα λοιπά, όλος ο Μάης αναλίσκεται σε πολεμικές επιχειρήσεις δίχως θετικά αποτελέσματα, παρά τις ηρωικές θυσίες ( θάνατος Χατζημιχάλη Νταλιάνη & Κυριακούλη Αργυροκαστρίτη στο Φραγκοκάστελλο Σφακίων), για τους Έλληνες.  Σοβαρή απώλεια ήταν κι ο θάνατος του Φραγκίσκου Άμπνεϊ Άστιγξ, που υπέκυψε στα τραύματά του στη Ζάκυνθο, ενώ είχε λαβωθεί σε ναυτική επιχείρηση στο Αιτωλικό (20/5/1828), την οποία υποστήριζε χερσαία και ο Τσορτς. Προσωρινός στόλαρχος διορίστηκε ο Κορσικανός Πισάνο, αλλά, επειδή ήταν τελείως ανίδεος, ο Καποδίστριας έβαλε τον Υδραίο Κριεζή. Μάλιστα, τον ίδιο περίπου καιρό, ο Κυβερνήτης διόρισε τον αδελφό του, Αυγουστίνο, στρατηγό, κάτι που προξένησε πολλά σχόλια!
Για να διώξουν τις αιγυπτιακές δυνάμεις και τον Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο, οι Αγγλογάλλοι αποφασίζουν στις αρχές του Ιούλη του 1828 να στείλουν δικό τους στρατό. Ενώ ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πεθαίνει σε φυλακή της Βιέννης στις 20/7/1828, μια βδομάδα μετά, ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος θ’  αποστέλλει, αρχής γενομένης το μήνα αυτό, στην κυβέρνηση Καποδίστρια κάθε μήνα 500.000 φράγκα και ο Βρετανός ναύαρχος  – νικητής του Ναβαρίνου Κόδριγκτον υποχρεώνει το Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου (συνθήκη Αλεξάνδρειας, 27/7 ή 9/8/1828) να ανακαλέσει το γιο του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο και να απελευθερώσει όσους Έλληνες αιχμαλώτους είχε στην Αίγυπτο.
Προς τούτο, τέλη Αυγούστου  – παρότι οι Άγγλοι τελικώς αναγκάζονται να μην αποστείλουν δικές τους δυνάμεις και να μην πάρουν θέση ούτε υπέρ των Ελλήνων, ούτε υπέρ των Τούρκων!  –  πολυάριθμο Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα υπό τις διαταγές των στρατηγών Μαιζών (: Maison NicolasJoseph,  1770 – 1840, Γάλλος στρατάρχης, διπλωμάτης και πολιτικός, υπουργός εξωτερικών το Νοέμβρη του 1830 και στρατιωτικών 1835 – ’36 ), Σεμπαστιανί (: Sebastiani HoraceFrancois, 1772 – 1851, Γάλλος στρατιωτικός, πολιτικός και διπλωμάτης, υπουργός εξωτερικών 1830 – ’32), Σνάιντερ (: Schneider Virgile, 1779 – 1847, στρατιωτικός και πολιτικός, υπουργός στρατιωτικών 1839 – ’40) φτάνει στην Πελοπόννησο. Η παρουσία των Γάλλων οφειλόταν περισσότερο στο ότι ήθελαν να φανούν κι αυτοί «φίλοι» στους Έλληνες, την ώρα που η Ρωσία, πολεμώντας κατά  των Τούρκων και προελαύνοντας στα Β. Βαλκάνια, αύξανε την επιρροή της.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας κατέβηκε το Γενάρη του 1828 στην Ελλάδα
Ο Άγγλος ναύαρχος Κόδριγκτον χρησιμοποιεί σκληρούς χαρακτηρισμούς για την άφιξη του Μαιζών, του οποίου, πράγματι, η δραστηριότητα ήταν αρεστή στους γαλλόφιλους, αλλά περιφρονητική και, κατά συνέπεια, «οχληρή» για τον Καποδίστρια και τους άλλους Έλληνες.  Και τούτο, γιατί οι Γάλλοι καταλάμβαναν φρούρια επ’ ονόματί του και ύψωναν σ’ αυτά τη γαλλική σημαία και – δίχως να αναγνωρίζει τους απεσταλμένους της ελληνικής κυβέρνησης – ο Μαιζών, ενώ βιαζόταν να «ξεπλύνει» το κλονισμένο μετά τη συνθήκη της Αλεξάνδρειας γαλλικό γόητρο και να εγκαταστήσει στα πελοποννησιακά κάστρα (Κορώνη, Μεθώνη, Ναβαρίνο, Χλεμούτσι Ηλείας, Πάτρα) το στρατό του που βασανίζεται από θέρμες, διοικούσε όσες περιοχές κυρίευαν οι στρατιώτες του όπως αυτός ήθελε.
Το Γαλλικό, πάντως, σώμα, κατά την παραμονή του στο Μοριά, επιδόθηκε και μάλιστα με αξιοσημείωτη επιτυχία, σε τεχνικά έργα, όπως είθισται σε ειρηνική περίοδο (καλλιέργεια γης, φτιάξιμο γεφυριών, άνοιγμα δρόμων, ανοικοδόμηση οικισμών κ.α.). Για τις υπηρεσίες του, βέβαια, επί ελλαδικού εδάφους, το Μάη του 1829, ο Μαιζών θα λάβει τη ράβδο του στρατάρχου, ανώτατη τιμητική διάκριση στο Γαλλικό στρατό.
Νωρίτερα, με τα γαλλικά και ρωσικά χρήματα, ο Καποδίστριας, που είχε δώσει όρκο ως κυβερνήτης ότι θα επιδείκνυε σεβασμό στη Συνθήκη του Λονδίνου, στην οποία είχαν καταλήξει, τον Ιούλη του 1827, για το ελληνικό ζήτημα η Ρωσία, η Αγγλία και η Γαλλία και ταυτόχρονα ότι θα εκπλήρωνε τις αποφάσεις των Εθνοσυνελεύσεων της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας, είχε στείλει (31/5/1828) το Δ. Υψηλάντη, μόλο που δεν τον χώνευε, στη Ρούμελη για «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις», μαζύ με τον Τσορτς.  Ταυτόχρονα, διόρισε και το Θ. Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο, από φόβο μήπως ξεσηκωθεί εναντίον του ο Μοριάς, ενώ ο Φαβιέρος, επειδή δεν του έδιναν και τόση σημασία ξανά, υπέβαλε την παραίτησή του.
Ο Δ. Υψηλάντης, το καλοκαίρι, λοιπόν, του 1828, βρισκόταν στα Μέγαρα και για να διατηρεί ετοιμοπόλεμο και πειθήνιο το στράτευμά του έκανε μια σειρά γυμνάσια και επέβαλε και τιμωρίες. Ο Καποδίστριας φοβήθηκε στρατιωτικό πραξικόπημα μάλλον και γι’  αυτό και έγγραφη επίπληξη για «διασπάθιση χρημάτων» του έστειλε και τον αδελφό του, Αυγουστίνο, με το ταγματάρχη Ρίχτερ να επιθεωρήσουν τον Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης ήταν πολύ πικραμένος από τη μεταχείριση αυτή, αλλά δεν το έδειξε και στον αντίποδα, οργάνωσε πρόθυμα μιαν επιχείρηση κατά των Πλαταιών (18/8/1828). 
Έτσι στις 5 Ιανουαρίου 1828, τις ημέρες που ο Καποδίστριας έφτανε στο Ναύπλιο ως Κυβερνήτης της Ελλάδος, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης, αφού δέχτηκε πρόταση του Εμμανουήλ Αντωνιάδη, αποβιβάστηκε στην Γραμπούσα. Πρέπει να γραφεί και ότι ο Καποδίστριας εμφανίστηκε, σε μιαν τυχαία συνάντησή τους μεσοπέλαγα ενώ ο ίδιος κατευθυνόταν στο Ναύπλιο και ο Νταλιάνης κατέβαινε στην Κρήτη, δισταχτικός, ίσως και «ψυχρός» απέναντι σε Αντωνιάδη και Νταλιάνη και τον αγώνα των Κρητικών, που είχαν ως γενικό επιτελάρχη τον Ι. Χάλη. Η επιφυλακτικότητα, όμως, του Κυβερνήτη θα μπορούσε να μην ερμηνευτεί ως αδιαφορία του προς την Κρήτη, αλλά να οφειλόταν στην πενιχρή ενημέρωση που είχε, πιθανότατα, για το Κρητικό ζήτημα τη δοσμένη στιγμή! Αργότερα, όμως, έδειξε ο Καποδίστριας τέτοια προσήλωση στην απελευθέρωση της Κρήτης, μέχρι, μάλιστα, του σημείου, σύμφωνα με το Γ. Ασπρέα, να ψεχθεί ότι, εξαιτίας της μεγαλονήσου, παραμέλησε σχεδόν την επέκταση των συνόρων της Ελλάδος προς Βορρά.
Ενώ, λοιπόν, ο Χατζημιχάλης βρίσκεται στη Γραμπούσα ακόμα, φτάνουν στην Κρήτη αγγλικός (μοίραρχος Τ. Σταίηνς) και γαλλικός (Ρεβερσών) στόλος και ο Καποδίστριας στέλνει τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Χάμιλτον, για να πατάξουν την πειρατεία της Γραμπούσας. Οι Γραμπουσιανοί δήλωσαν στο Μαυροκορδάτο ότι έχει πάψει η πειρατεία, που ήταν σε «έξαρση» το φθινόπωρο του 1827, στην περιοχή τους και ότι τα πλοία τους «παρενοχλούν» μόνο τουρκικά και αρνούνται να παραδώσουν τα 8 πλοία τους, αλλά ο Σταίηνς, στις 19/1/1828, τα κανονιοβολεί, δίχως να τα πλήξει. Λίγο μετά, οι σύμμαχοι κατέλαβαν τα κρητικά πλοία και ο Μαυροκορδάτος έφυγε από το νησί. 
Όταν έφτασαν ο Μαυροκορδάτος και οι Γ. Καλλέργης και Κ. Κριτοβουλίδης στο Ναύπλιο, ο Κυβερνήτης έδειξε το πραγματικό του ενδιαφέρον για την Κρήτη. Συγκεκριμένα, διέταξε να σταλούν στο νησί εφόδια, τρόφιμα και στρατός και διόρισε φρούραρχο της Γραμπούσας τον Άγγλο Ουρκουάρτ, που σκοτώθηκε, όμως, λίγο μετά τον ερχομό του στην Κρήτη. Τότε, εγκαταστάθηκε στο φρούριο και Αγγλογαλλική φρουρά, ενώ τα τέλη Μάρτη του 1828, αφού, εντωμεταξύ, ο Αλβανός μέχρι τότε πασάς της Κυδωνίας Μουσταφά είχε τοποθετηθεί και γενικός διοικητής Κρήτης από τον Ιμπραήμ, ο Καποδίστριας στέλνει το ναύαρχο Σαχτούρη στη Γραμπούσα, για να ιδεί εάν ο Χατζημιχάλης έχει ανάγκη ή αποστολής βοήθειας ή υλικού και για να πληροφορηθεί την κατάσταση εν γένει στην Κρήτη και τις δυνατότητες επιτυχούς έκβασης της Επανάστασης στο νησί.
Τους επόμενους μήνες, όμως, οι μάχες, που έγιναν στα Σφακιά με αποκορύφωμα την πολιορκία στο Φραγκοκάστελλο, ήσαν σκληρές και άνισες μπροστά στον πολυάριθμο Τούρκικο στρατό και ο Νταλιάνης βρήκε ηρωικό θάνατο με τους «Δροσουλίτες» του (18 Μάη 1828), αλλά οι δυνάμεις των Τούρκων υπό τον Μουσταφά έπαθαν «γερό στραπάτσο», διαδοχικές ήττες, στο δρόμο της επιστροφής προς τα Χανιά.
Ο Κυβερνήτης, από μέσα Ιουλίου της χρονιάς αυτής, θα πέμψει στα Σφακιά και το Γερμανό βαρόνο Ρέινεκ, ως αρμοστή και ως έμπιστο αντιπρόσωπό του, για να πείσει τους Κρητικούς να πάψουν να πολεμούν.
Οι Κρητικοί, ιδίως οι Σφακιανοί που είχαν πάρει θάρρος από τις τελευταίες νίκες τους κατά των δυνάμεων του Μουσταφά, δεν πειθάρχησαν στον Καποδίστρια, στον οποίο ο Ρέινεκ γνωστοποίησε τις αντιδράσεις τους. Και ενώ οι Άγγλοι είχαν καταλάβει τη Γραμπούσα κι είχαν διαλύσει τη φρουρά της, όλη η μεγαλόνησος  – εκτός από τη Σητεία  – ήταν, το καλοκαίρι του 1828, στα χέρια των επαναστατών κι οι Τούρκοι περιορισμένοι στα φρούρια.
Στα μέσα Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, είχαμε και μια νικηφόρα μάχη για τους Κρητικούς στη Μεσαρά, η οποία επέφερε και το θάνατο του ωμότατου αρχηγού των Τούρκων του Μεγάλου Κάστρου, Αγριολίδη, κάτι που ώθησε τους εξαγριωμένους Τούρκους, έως το τέλος του ίδιου μήνα, σε πολυαίμακτα αντίποινα, σε Ρέθυμνο και Ηράκλειο. Να γραφεί και πως ο Ρέινεκ, θέλοντας και μη, δέχτηκε τη συνέχιση της Επανάστασης και τότε αναδιοργανώθηκε το «Κρητικό Συμβούλιο» και ένα «Στραταρχείο», ένα είδος οικουμενικής στρατοκρατικού διευθυντηρίου του Αγώνα (κάθε επαρχία, Κυδωνία, Ρέθυμνο, Μεγάλο Κάστρο είχε από έναν εκπρόσωπο με το βαθμό του στρατάρχη, ενώ τα Σφακιά είχανε 2).
Οι Αγγλογάλλοι, τον Οχτώβρη, όμως, του 1828, φτάνοντας στα Χανιά (Σούδα), απέκλεισαν το νησί, για να συνάψουν ανακωχή και να μη συνεχίζεται η απόβαση κι ο ανεφοδιασμός του αιγυπτιακού στρατού.  Σχετικά με την ανακωχή, τον επόμενο μήνα και έως τα μέσα Δεκεμβρίου, πραγματοποιήθηκαν, δίχως, όμως, να τελεσφορήσουν, τρεις συναντήσεις μεταξύ Τούρκων και Κρητικών εκπροσώπων για το οξύτατο πρόβλημα της οροθεσίας των περιοχών που θα επιτρεπόταν η κίνησή τους αντιστοίχως.  Τόπος διεξαγωγής της πρώτης συνάντησης ήταν η ναυαρχίδα του Άγγλου στόλαρχου, Μάλκολμ, ενώ οι άλλες δύο έγιναν στον Άγιο Ελευθέριο. 
Ο Ιωάννης Καποδίστριας, που θέλει στο ελληνικό κράτος την Κρήτη, για να μην αποτελέσει το νησί τουρκικό ορμητήριο επιθέσεων προς Αιγαίο ή Πελοπόννησο (υπόμνημα 11/9/1828), στέλνει τον Τομπάζη (φθινόπωρο 1828) να βοηθήσει τους Κρητικούς που ‘ χαν μαζευτεί απ’  όλο το νησί (Σφακιά, Αποκόρωνα, Ρέθυμνο, Αγιοβασιλιώτες κ.α.) να καταλάβουν τη Σητεία (η απόπειρα κατέληξε σε απελευθέρωση της πόλης το Δεκέμβρη του 1828, ενώ ο Άγγλος ανθέλληνας και μετριοπαθής συντηρητικός υπουργός εξωτερικών Άμπερντην (George Hamilton Aberdeen: υπουργός εξωτερικών από το 1828 έως το 1830 και από το 1841 έως το 1846 και, κατόπιν, πρωθυπουργός της Αγγλίας, 1852 –’55), με έγγραφό του, στις 8 του ίδιου μήνα, είχε τονίσει την πρόθεση της κυβέρνησής του να μην περιέλθει η Κρήτη στο κράτος του Καποδίστρια ή σε καμιά άλλη πλην των Τριών Δύναμη, γιατί έτσι θα βλάπτονταν τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων).
Μα ο Ιμπραήμ μαζύ με τα τελευταία τουρκοαιγυπτιακά στρατεύματά του αποχωρώντας στις 2 Οκτωβρίου του 1828, διευκολύνει το Γαλλικό στρατό να καταλάβει, μέσα στις επόμενες μέρες, τα φρούρια της Μεθώνης, της Κορώνης, του Νεοκάστρου, του Ρίου και των Πατρών. Η κατάληψη του φρουρίου του Ρίου από τα Γαλλικά στρατεύματα, τον Οχτώβρη του 1828, σήμανε και την εκμηδένιση της τουρκοαιγυπτιακής αντίστασης στη δυτική Ελλάδα.  Το κάστρο του Ρίου, που παραδόθηκε στους Γάλλους στις 30/10/1828, παρέλαβε και έγινε ο πρώτος φρούραρχός του ο Κρητικός αξιωματικός Νικόλαος Τριτάκης.
Αξίζει να σημειωθεί και ότι κατά την κατάληψη του φρουρίου της Πάτρας από τους Γάλλους συνυπογράφηκε πρωτόκολλο, σύμφωνα με το οποίο οι Μουσουλμάνοι θα έφευγαν με φορτηγά πλοία για Σμύρνη και Αλεξάνδρεια, παίρνοντας μαζί και τον οπλισμό και την κινητή τους περιουσία. Αμέσως μετά την αποχώρηση των Τουρκοαιγυπτίων, τα τεμένη τους μετατράπηκαν σε νοσοκομεία, λόγω κρουσμάτων ελώδους πυρετού και πανούκλας, που είχε εκδηλωθεί στην περιοχή των Καλαβρύτων. Το πρωτόκολλο αυτό υπογράφηκε στις 7/10/1828, επικυρώθηκε δε από το στρατηγό Σνάιντερ.
Αφού «καθάρισε», λοιπόν,  από τους Τούρκους ο Μοριάς, «κερδισμένος» βγήκε ο Υψηλάντης, που διατάχτηκε να προχωρήσει στη Βοιωτία. Ως το τέλος της χρονιάς, τα πράγματα για τις ελληνικές δυνάμεις ήταν εύκολα, ιδίως για το Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος, τέλη του 1828, έφτασε  – μετά το Στεβένικο, το Μαρτίνι και τη Λιβαδειά  – στα Σάλωνα, ενώ Τζαβέλας και Στράτος κατελάμβαναν το Καρπενήσι και τη Βόνιτσα Αιτωλοακαρνανίας.

177. Θηραμένης, ο "κόθορνος"

Ο Θηραμένης ήταν Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός της Αθήνας, στο 2ο μισό του 5ου αι. π.Χ. (γεννήθηκε το 455 – θανατώθηκε το 404 π.Χ.). Θετός γιος του Άγνωνος.
Στην Αθήνα του 5ου αι. π.Χ., πρωταγωνιστούν πολιτικοί όπως ο Θηραμένης
Έχει συνδεθεί άρρηκτα με το Ολιγαρχικό πραξικόπημα του 411 π.Χ., με την έπειτα από λίγους μήνες κατάλυσή του, με τη «συγκυβέρνηση» Ολιγαρχικών και Δημοκρατικών (411 – 410 π.Χ.), με τη δίκη και καταδίκη των στρατηγών νικητών στις Αργινούσες (406 π.Χ.) και με την επονείδιστη για την Αθήνα ειρήνη και εγκαθίδρυση των Τριάντα Τυράννων στο τέλος του Πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.). Συγκεκριμένα, ήταν μέλος της ηγετικής ομάδας τόσο του πραξικοπήματος του 411 π.Χ. όσο και των Τριάντα Τυράννων, είχε πρωτοστατήσει στην ανατροπή των πραξικοπηματιών και ετέθη επικεφαλής στη «συγκυβέρνηση» Ολιγαρχικών και Δημοκρατικών, ενώ ήταν αυτός που θα πρωταγωνιστήσει στη δίκη των Δημοκρατικών στρατηγών των Αργινουσών και στις διαπραγματεύσεις με τους Σπαρτιάτες για τον τερματισμό του Πελοποννησιακού πολέμου.
Όταν διεφώνησε με τον Κριτία, τον επικεφαλής των Τριάντα, για τον τρόπο που κυβερνούσαν, καταδικάστηκε ως ένοχος εσχάτης προδοσίας να πιει το κώνειο.  Οι σύγχρονές του ή και οι κατοπινές πηγές (Θουκυδίδης, Ξενοφών, Λυσίας, Αριστοφάνης, Αριστοτέλης κ.α.) τον χαρακτηρίζουν «κόθορνο», ευμετάβολο και μετριοπαθή πολιτικό, που πότε έκλινε προς τη φιλολαϊκή παράταξη και πότε προς τους Ολιγαρχικούς.

Πέμπτη 26 Απριλίου 2012

176. Για τις οικονομικές ανάγκες του Αγώνα

O πόλεμος, όταν ξεκίνησε η Επανάσταση των Ελλήνων, του 1821 για την απελευθέρωση από τον τουρκικό ζυγό δεν ήταν εύκολη υπόθεση και δεν επρόκειτο να κρατήσει λίγο χρόνο. Απαιτούσε , λοιπόν, η διεξαγωγή του αρκετά χρηματικά ποσά, για να καλυφθούν οι όποιες , μικρές ή μεγάλες δαπάνες προέκυπταν.
Οι σημαντικότερες από αυτές τις δαπάνες αφορούσαν: (i) συντήρηση των στρατιωτών και ναυτών, που στελέχωσαν  – αφήνοντας ό,τι έκαναν ως τότε –  το στρατό και το στόλο και δεν είχαν άλλους πόρους, (ii) συντήρηση των πολεμικών πλοίων και κατάλληλη προπαρασκευή των πυρπολικών και (iii) αγορά όπλων και λοιπών πολεμοφοδίων.
Όλοι συνέβαλαν, στην αρχή, οικονομικά για τις ανάγκες του Αγώνα
Τον πρώτο καιρό της Επανάστασης, οι οικονομικές ανάγκες αντιμετωπίστηκαν από την ενθουσιώδη αυτοπροσφορά των περισσοτέρων που συμμετείχαν στον Αγώνα, αλλά τα κατοπινά χρόνια οι επαναστατικές κυβερνήσεις ιδρύουν τοπικές εφορείες για να αντιμετωπίσουν τα σιτηρέσια και την προμήθεια εφοδίων. Για την οικονομική διαχείριση σχεδιάστηκε δημοσιονομική λειτουργία  (προϋπολογισμός, απολογισμός, έλεγχος)  και μολονότι διορίζονται, σχετικά γρήγορα, αρμόδιοι υπουργοί (πρώτος υπουργός οικονομίας, 15/1/1822 έως 27/3/1823, ο Κορίνθιος προύχοντας Πανούτσος Νοταράς), η διαχείριση δεν ήταν πάντα άψογη και επέσυρε πολλές επικρίσεις, οι οποίες απαντώνται στην αναφορά (Ναύπλιο, 11/4/1827) της επί των εθνικών λογαριασμών επιτροπής προς την 3η εθνοσυνέλευση και μαρτυρούν μέρος όσων έγιναν στην ελληνική οικονομία τα χρόνια του Αγώνα. Οι επικρίσεις της επιτροπής, στην οποία συμμετείχαν οι Κ. Πολυάδης, Κ. Τασσίκας, Μ. Κ. Πάγκαλος, Χριστόδουλος Οικονομίδης και Αθανάσιος Σκανδαλίδης, εστιάζονται στο ότι τα εθνικά κατάστιχα ήσαν «νοθευμένα, και πλήρη από καταχρήσεις, πλαστοπαρτίδας, ελλείψεις, λάθη και ανωμαλίας». Στις διάφορες περιόδους του Αγώνα, τα κρατικά έξοδα, σύμφωνα με την επιτροπή,  έφτασαν συνολικά τα 70.116.787,36 γρόσια (Α’ περίοδος: 2.138.824 γρόσια, Β’:14.993.069,11 και Γ’: 53.044.894, 25 γρόσια), όπως επισημαίνει ο Κ. Παπαρρηγόπουλος.
Τα κυριότερα κρατικά έσοδα, όπως διακρίνουμε, πέρα από τους ιστοριογράφους (Κορδάτος, Παπαρρηγόπουλος, Βουρνάς κλπ), και στα απομνημονεύματα των αγωνιστών και σε άλλες γραπτές πηγές (δημόσια και ιδιωτικά έγγραφα των χρόνων του Αγώνα/η φωτό του παρόντος άρθρου είναι από την ιστοσελίδα http://meropitopik.blogspot.com/2009/03/1821.html), κατά τη διάρκεια του πολυετούς Αγώνα (1821 – 1829), εφόσον είχαν δαπανηθεί τα χρήματα της «Φιλικής Εταιρείας» από νωρίς, ήσαν: (1) ο άμεσος φόρος της δεκάτης, δηλ. 10% από τα παραγόμενα προϊόντα σε είδος, όσο μειώνεται η παραγωγικότητα, κατά τον πόλεμο, λιγοστεύει κι η απόδοση του φόρου, (2) πολεμικά λάφυρα και λεία πολέμου: ελάχιστες φορές η κεντρική εξουσία καρπώνεται από μια λαφυραγωγία ή ένα πλιάτσικο σε χερσαίες μάχες, ενώ στις θαλασσομαχίες η λεία των ναυτών είναι μικρότερη, (3) η τουρκική περιουσία (ιδιωτών & Σουλτανική)  και κυρίως η ακίνητη –  οι «εθνικές γαίες», τα «εθνικά κτήματα» (Τα  «εθνικά κτήματα», όπως ονομάζονται από 6/5/1822 με διακήρυξη του υπουργού εσωτερικών, αφού έκτοτε ανήκουν στο επαναστατημένο έθνος,  ήσαν κάτι παραπάνω από τη μισή καλλιεργήσιμη έκταση σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα κι όσοι τα καλλιεργούσαν  θάπρεπε  να πληρώνουν νοίκι περί το 20%  από το ακαθάριστο εισόδημα σε είδος. Ενώ οι γεωργικές εκμεταλλεύσεις, διαρκούντος του πολέμου, μειώνονται, η «εθνική γη» που μπορούσε να εκποιηθεί έγινε πέτρα σκανδάλων, καθώς πολλοί εποφθαλμιούσαν να την αρπάξουν), (4) τα (εσωτερικά, που αποδίδουν μικρά οφέλη, και τα με βαρείς όρους αλλά μ’  ένα μέρος τους να διατίθεται για παραγγελία πλοίων εξωτερικά  – συνήθως αγγλικά) δάνεια, (5) φιλελληνικές ενισχύσεις σε χρήματα & εφόδια και (6) Έκτακτες εισφορές  κι έρανοι στα δύσκολα και καθοριστικά χρόνια του Αγώνα (1824 – ’27).

Τετάρτη 25 Απριλίου 2012

175. Οι πρώτες μέρες του τηλεφώνου!
Στα 1874, συμβαίνει κάτι που άλλαξε σημαντικά τη ζωή των ανθρώπων σε όλον τον κόσμο. O Σκοτσέζος μηχανικός και εφευρέτης Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ (γενν. 3 Μάη 1847 – πέθανε 02 Αυγούστου 1922) ανακαλύπτει την αρχή λειτουργίας του τηλεφώνου!
Τον επόμενο χρόνο, το πρώτο τηλέφωνο δοκιμάζεται από τον Μπελ και τον βοηθό του Τόμας Γουάτσον (γενν. 18.01.1854 – πεθ. 13.12.1934) σε μια σοφίτα στην Βοστόνη των ΗΠΑ. Μπορούσε να μεταδώσει αναγνωρίσιμη ομιλία, αλλά όχι κατανοητή.
Ο Αλεξάντερ Γκράχαμ Μπελ
Έτσι, λοιπόν, η πρώτη πατέντα τηλεφώνου ( US PATENT NO 174,465) δίνεται στον Γκράχαμ Μπελ στις 7 Μαρτίου 1876. Αμερικανός μηχανικός και ηλεκτρονικός Ελίσα Γκρέη (γενν. 02.08.1835,  τι σύμπτωση με τη μέρα του θανάτου του Μπελ! και πέθανε 21.01.1901), όμως, θα κάνει αίτηση για την δική του πατέντα πρωτότυπου τηλεφώνου λίγες ώρες μετά τον Μπελ. Και έκτοτε, ξέσπασε διαμάχη μεταξύ τους ποιος εφηύρε πραγματικά το τηλέφωνο. Στις 10 του ίδιου Μαρτίου, λοιπόν, ο Μπελ λέει την πρώτη ολοκληρωμένη πρόταση που μεταδίδεται μέσω τηλεφώνου που χρησιμοποιεί πομπό μεταβλητής αντίστασης.  Η πρόταση είναι: "Mr. Watson, come here. I want you!”.
Τέλος, το 1877, έχουμε την  πρώτη μόνιμη εξωτερική γραμμή τηλεφώνου. Ξεκίνησε η εμπορική διάθεση τηλεφωνικών υπηρεσιών στις ΗΠΑ, αλλά και ιδρύθηκε Τηλεφωνική Εταιρία Bell με τον Μπελ ως «ηλεκτρολόγο» και τον Τ. Ουάτσον  ως «διευθύνοντα».
Πηγή για το παρόν άρθρο η σχετική με την ιστορία των τηλεπικοινωνιών ιστοσελίδα, http://cgi.di.uoa.gr/~std03134/telcomhist/telcomhist.htm

Τρίτη 24 Απριλίου 2012


174. Αθηναϊκή συμμετοχική δημοκρατία

Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ψηφοθηρία ή λαϊκισμός, αλλά οι περί τα μέσα του 5ου αι.  π.Χ. πολιτικοί της κλασικής Αθήνας, αρχής γενομένης από τον Περικλή, επιδιώκουν την όσο γίνεται πιο πλατιά λαϊκή συμμετοχή στα όργανα της πολιτείας, στα κέντρα λήψης των κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων. Η λαϊκή συμμετοχή στα όργανα της πολιτείας οφείλεται, σύμφωνα με όσα σημειώνει ο Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό», στην πίστη των Αθηναίων ότι ήταν φοβερό οι πολλοί να εξουσιάζονται από τους λίγους και οι φτωχοί, αν και δεν υστερούν σε τίποτα άλλο από τους πλούσιους, να αποκλείονται από τη διαχείριση των κοινών. Οι περισσότερες απ’ αυτές τις αποφάσεις, όμως, φέρουν, μετά το 450 π.Χ. ιδίως, σε τέτοιο βαθμό τη «σφραγίδα» του Περικλή, ώστε, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, «στα λόγια, το πολίτευμα για τους Αθηναίους ήταν Δημοκρατία· στην πράξη, όμως, ήταν μοναρχία», αφού ο γιος του Ξανθίππου, δίχως να τους κολακεύει όπως οι κατοπινοί δημαγωγοί, τους έκανε ό,τι ήθελε!
Ο Περικλής αγορεύει στην Εκκλησία του Δήμου, Αθήνα του 5ου αι. π.Χ.

Πρέπει, όμως, στο σημείο αυτό, να ιδούμε πιο αναλυτικά και το ρόλο των Αθηναίων πολιτών κατά το «Χρυσό Αιώνα» του Περικλή στη δημόσια ζωή, στα κέντρα λήψης των κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων.
Στη διοίκηση, λοιπόν, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές γραφτές πηγές (ρητορικά κείμενα – ιστοριογραφία – Αριστοφάνης – Αριστοτέλης,«Αθηναίων Πολιτεία» και «Πολιτικά»), εμπλέκονταν ο «Δήμος», η «Βουλή» και οι πολυάριθμοι «άρχοντες». Η εκτελεστική εξουσία ανήκει στο «Δήμο», η «Βουλή» και οι «άρχοντες» ήταν εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων του «Δήμου».
Παρά ταύτα, ο «Δήμος» περιόρισε το πεδίο της αναμίξεώς του σε διοικητικές πράξεις, συνεχίζει, όπως βλέπουμε ιδίως στα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, να ακούει ο ίδιος τους ξένους πρέσβεις και, το χειρότερο, να αποφασίζει τα επίπεδα των επιστρατεύσεων και των πολεμικών δαπανών και, ακόμη, να διευθύνει στρατιωτικές επιχειρήσεις ή ειρηνευτικές αποστολές (Σικελική εκστρατεία 415 – 413 π.Χ. και αποστολή Ανδοκίδη και άλλων στη Σπάρτη 392 – 390 π.Χ. λογουχάρη). Η διαδικασία θεσπίσεως νόμων ή ψηφισμάτων από την Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε εφαρμογή της άμεσης Δημοκρατίας.
Στην αρχαία Ελλάδα, ως «Εκκλησία του δήμου» ορίζεται η συνάθροιση των πολιτών σε καθορισμένο μέρος και σε ορισμένο χρόνο, για να πάρουν αποφάσεις για τη δημόσια ζωή της πολιτείας. ο θεσμός αυτός εξελίχθηκε σε ανώτερη και κυρίαρχη εξουσία στα δημοκρατικά πολιτεύματα και ιδιαίτερα στην Αθήνα κατά τους χρόνους της ακμής της (Περικλής). Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., η Εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε τακτικά 40 φορές τον χρόνο και  έως και 43.000 Αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν στη διαδικασία των αποφάσεων της Αθηναϊκής δημοκρατίας.
Στην Εκκλησία του Δήμου δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος οι δούλοι, οι μέτοικοι και αυτοί που είχαν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα. Στην Αθήνα τόπος για συνάθροιση της Εκκλησίας του Δήμου ήταν η Πνύκα, κοντά στην Αγορά και τον Άρειο Πάγο. Εκεί, στο βράχο, υπήρχε ένα βήμα, πάνω στο οποίο μπορούσε κάθε πολίτης ν’  ανεβεί για να μιλήσει και να πει ελεύθερα τη γνώμη του για τα θέματα που επρόκειτο να ψηφιστούν. Η απόφαση παιρνόταν κατά πλειοψηφία και τα ψηφίσματα γράφονταν σε λίθινη στήλη, που την τοποθετούσαν σε δημόσιο χώρο (στην Αγορά, στην Ακρόπολη ή αλλού) και αποτελούσαν, έκτοτε, νόμο ή διάταγμα της πόλης.
Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να κάμει πρόταση «ψηφίσματος».  Έτσι, έπρεπε να υποβάλει γραπτώς πρόταση νόμου στην Εκκλησία του Δήμου, όπου και διαβαζόταν, για να τη μάθει όλος ο κόσμος και όποιος ενδιαφερόταν να μιλήσει γι’ αυτήν. Επιπλέον, η πρόταση έπρεπε να τοιχοκολληθεί και στο οίκημα του «επώνυμου άρχοντα», ενός από τους 9 άρχοντες, που αποτελούσαν την ανώτατη διοίκηση.
Η αποφασιστική αρμοδιότητα για την ψήφιση του νόμου ή ενός ψηφίσματος ανήκει, πάντως, στην Εκκλησία του Δήμου, πράγμα που η Βουλή αναγνώριζε με τη φράση: «ό,τι αν τω Δήμω δοκεί άριστον είναι». Τα διάφορα «ψηφίσματα» άλλοτε έμοιαζαν με νομοθετικές ρυθμίσεις, άλλοτε με εισηγήσεις για συνταγματικές αναθεωρήσεις, άλλες φορές με υπουργικές αποφάσεις ή έκτακτα διατάγματα. 
Με βάση τα στοιχεία, που έχουμε στη διάθεσή μας, από την Αρχαιοελληνική Γραμματεία, της ψηφοφορίας στην Εκκλησία του Δήμου προηγείτο συζήτηση, στην οποία μπορούσε να μετάσχει ελεύθερα κάθε πολίτης. Στην πράξη, πάντως, η συζήτηση περιοριζόταν μεταξύ των επιφανών Αθηναίων πολιτικών. Η ψηφοφορία γινόταν με ανάταση των χειρών. Ο Επιστάτης των Πρυτάνεων, ο οποίος προέδρευε της συνεδριάσεως, καταμετρούσε τις ψήφους. Έστω και αν ο νόμος ψηφιζόταν, ο Επιστάτης των Πρυτάνεων είχε τη δυνατότητα, είτε με δική του πρωτοβουλία είτε με πρωτοβουλία άλλου βουλευτή ή πολίτη, να επαναφέρει την πρόταση για συζήτηση.
Τα μέλη της Βουλής των 500 εκλέγονταν από τους πολίτες που είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 30 ετών. Από τις 10 φυλές που είχε η αρχαία Αθήνα εκλέγονταν 50 εκπρόσωποι κάθε φυλής. Η Βουλή των 500 προετοίμαζε όλα τα θέματα για την Εκκλησία του Δήμου και παρακολουθούσε την εκτέλεσή τους.
Ο Άρειος Πάγος ήταν ένα συμβούλιο που το αποτελούσαν ισόβια μέλη, από όσους είχαν διατελέσει άρχοντες. Μέχρι το 461 π.Χ., είχε σημαντική πολιτική δύναμη, αλλά, μετά από την μεταρρύθμιση του Εφιάλτη, ιδίως κατά την παντοδυναμία του Περικλή, περιορίστηκε σε δικαστικά καθήκοντα.
Ο Εφιάλτης, λοιπόν, θέλησε να δώσει περισσότερα δικαιώματα στον Αθηναϊκό λαό και ωθεί – με τον Αρχέστρατο, που καμιά άλλη πηγή δεν προβάλλει παρά μόνον ο Αριστοτέλης («Αθηναίων Πολιτεία»), και με το νεαρό γιο του Ξανθίππου, τον Περικλή, στο πλευρό του – την Εκκλησία του Δήμου να εκχωρήσει (462/1 π.Χ.) τις μέχρι τότε πολιτικές αρμοδιότητες και εξουσίες του Αρείου Πάγου, που εκείνη την εποχή είχε ταχτεί με το μέρος της Ολιγαρχικής παράταξης, στη Βουλή των 500, στην Εκκλησία του Δήμου και στα Δικαστήρια. Ο Άρειος Πάγος έχασε όλες τις αρμοδιότητές του εκτός από την εκδίκαση των υποθέσεων ανθρωποκτονίας, καθώς και τα δικαιώματα ελέγχου της Βουλής των 500 και του λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας, που συνήθως χωριζόταν σε περισσότερα δικαστήρια με αρκετές εκατοντάδες μέλη το καθένα.
Το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, τέλος, είχε 6.000 μέλη, τα οποία εκλέγονταν στην αρχή κάθε χρονιάς με κλήρο. Χωριζόταν σε δέκα τμήματα των 500 μελών. Τα υπόλοιπα 1.000 μέλη ήταν αναπληρωματικά. Στην Ηλιαία μπορούσε να καταγγείλει κανείς ακόμα και τις αποφάσεις των αρχόντων, αν τις θεωρούσε άδικες και επιζήμιες για την πόλη.
Τα περισσότερα αξιώματα στην αρχαία Αθήνα (π.χ. δικαστές, ελεγκτές των οικονομικών κλπ.) τα ασκούσαν πολλοί μαζί που εκλέγονταν με κλήρο, οι άρχοντες. Κανένας δεν μπορούσε να αναλάβει για δεύτερη φορά το ίδιο αξίωμα. Ο κλήρος εξασφάλιζε την πολιτική ισότητα. Όσοι είχαν κληρωθεί για τα διάφορα αξιώματα δοκιμάζονταν, όπως βλέπουμε σε διάφορους λόγους του Λυσία (υπέρ Μαντιθέου,  κατά Φίλωνος, περί Ευάνδρου δοκιμασίας), πριν τα αναλάβουν και ελέγχονταν όταν αποχωρούσαν. Μερικά από τα δημόσια καθήκοντα που απαιτούσαν ιδιαίτερες γνώσεις και μεγάλη πείρα (π.χ. αρχηγοί του στρατού, υπεύθυνοι για την ύδρευση της πόλης κλπ.) αναγνωρίζονταν σε όσους διέθεταν αυτά τα προσόντα, όχι με κλήρο αλλά με εκλογή.
Πάντως, την περίοδο της Αθηναϊκής ηγεμονίας, στο εσωτερικό της Αθήνας,  θεσπίστηκε η καταβολή (μικρών) αποζημιώσεων που αντιστοιχούσαν τουλάχιστον σε ένα ημερομίσθιο για όσους έπαιρναν ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή. Ο λόγος; Για να έχει ισχύ κόντρα στους αντιπάλους της η Δημοκρατία, πρέπει να συμμετέχουν όσο το δυνατό περισσότεροι πολίτες στις συνεδριάσεις της Βουλής και των δικαστηρίων, αλλά και στις διοργανώσεις των μεγάλων δημόσιων γιορτών.
Το ημερομίσθιο όσων συμμετείχαν στην Εκκλησία του δήμου ήταν στην αρχή ένας οβολός. Και αργότερα, μεταπολεμικά, επί Αγύρριου (400 – 393 π.Χ.), έφτασε στους 3 οβολούς. Έτσι, θα μπορούσε και η φτωχολογιά να λάβει μέρος στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας, αφού δε θάχε πλέον το φόβο μήπως η, λόγω της συμμετοχής στα πολιτικά κέντρα, παραμέληση των αγροτοκτηνοτροφικών δουλειών θα του στερούσε τα προς το ζην.
Ο ημερήσιος μισθός όποιων υπηρετούσαν ως δικαστές ήταν τρεις οβολοί (μισή δραχμή δηλαδή, ποσό που τότε αντιστοιχούσε στο ημερομίσθιο ενός ανειδίκευτου εργάτη). Όπως έγραψε ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων Πολιτεία», «ο Περικλής (μετά από υπόδειξη του στενού του πολιτικού συνεργάτη, Δαμωνίδη από την Οίη) πρώτος έδωσε μισθό στους δικαστές για να συναγωνιστεί τον Κίμωνα που ήταν πλούσιος και ξόδευε για το λαό […] Μερικοί τον κατηγορούν ότι από τότε χειροτέρεψε η κατάσταση επειδή παρευρισκόταν στην κλήρωση όποιος τύχαινε και όχι οι ευκατάστατοι. Άρχισαν επίσης να χρηματίζονται οι δικαστές και πρώτος έδωσε το παράδειγμα ο Άνυτος μετά τη στρατηγία του στην Πύλο. Όταν κατηγορήθηκε από μερικούς ότι έχασε την Πύλο, δωροδόκησε το δικαστήριο και αθωώθηκε…».
Ποιοι ήταν, όμως, όσοι κατηγόρησαν τον Περικλή για την πολιτική του αυτή και τους οποίους είχε στο νου του ο Αριστοτέλης; Την απάντηση βρίσκουμε στο διάλογο «Γοργία» του Πλάτωνος, σ’ ένα χωρίο, που, μάλλον, απηχεί όσα πίστευε ο Πλάτων και οι ομοϊδεάτες του, Ολιγαρχικοί αντίπαλοι του Περικλή: «Εγώ, τουλάχιστον, αυτά ακούω, ότι δηλαδή ο Περικλής έκανε τους Αθηναίους οκνηρούς, δειλούς, φλύαρους και άπληστους, διότι πρώτος εισήγαγε την πληρωμή μισθών στους πολίτες για τις υπηρεσίες που προσφέρουν στην πόλη».
Ο μισθός των 500 βουλευτών, οι οποίοι ήταν και αυτοί κληρωτοί, αλλά έκαναν, όμως, μια πολύ υπεύθυνη και κοπιαστική εργασία, ήταν μια δραχμή την ημέρα για τους πρυτάνεις και πέντε οβολοί για τους υπόλοιπους βουλευτές.
Επανερχόμενοι στα μέτρα του Περικλή, ας τονιστεί με νόμο που εισήγαγε, το δημόσιο πλήρωνε και το εισιτήριο των πολιτών στις θεατρικές παραστάσεις, τα λεγόμενα «θεωρικά». Τα «θεωρικά» επεκτάθηκαν αργότερα και σε άλλες δημόσιες εορτές και πανηγύρεις. Διαχειριστές του επιδόματος των «θεωρικών» ήταν 10 πολίτες, που εκλεγόντουσαν με κλήρο, 1 από κάθε φυλή, στη γιορτή των «Μεγάλων (ή εν άστει) Διονυσίων». 

Δευτέρα 23 Απριλίου 2012

173. Ρούμελη, Παλαμάς και Νεοέλληνες ποιητές...
Από τους ποιητές της γενιάς του 1880 και μετά, ο Μιλτιάδης Μαλακάσης (1869 – 1943) στα πρώτα του βήματα επηρεάστηκε αρκετά από το Ζαν Μωρεάς (Ιωάννη Παπαδιαμαντόπουλο, 1856 – 1910, Γάλλο ποιητή ελληνικής καταγωγής), μα, σύμφωνα με τον Καραντώνη[1], απόχτησε αυτή καθαυτή την ποιητική του προσωπικότητα από τον Κωστή Παλαμά των «Καημών της Λιμνοθάλασσας»· το έργο αυτό του Παλαμά και τα νέα στοιχεία που εμπεριείχε  επέβαλαν έναν καινούριο ποιητικό χώρο, το «ρουμελιώτικο Μεσολόγγι», από τ’ οποίο κι ο Μαλακάσης ξεπήδησε  (γράφει τη συλλογή «Μεσολογγίτικα»), μα κι ο Θανάσης Κυριαζής (μας έχει δώσει την ποιητική συλλογή «Ρουμελιώτικα») κι ο Γεώργιος Αθάνας (γράφει τη γνωστή ποιητική συλλογή «Τραγούδια των Βουνών»)[2]
Ο Μ. Μαλακάσης (1869 -1943)
Ο Καραντώνης πιστεύει πως τα περίφημα «Μεσολογγίτικα» και ξεχωριστά «Ο Μπαταριάς» δε θα γράφονταν από το Μαλακάση, αν ο Παλαμάς δεν είχε ψάλει προηγουμένως σ’ ένα δικό του ποίημα έναν ύμνο προς το Μεσολογγίτη τροβαδούρο.  Ο Μαλακάσης, χωρίς να ενταχτεί σε καμιά σχολή της εποχής του (Παρνασσισμός, Συμβολισμός, άλλες νεοτεριστικές τάσεις), επηρεάστηκε κι από το Μωρεάς, μα κι από τον Παλαμά, ώσπου να καταλήξει σ’ έναν προσωπικό τύπο γραφής και τρόπο έκφρασης.
Ο Κωστής Παλαμάς – Μεσολογγίτης καθώς είναι – πρωτοτραγούδησε το «Ρουμελιώτικο Μεσολόγγι» και πάνταοτε το θυμόταν και μετουσίωνε τις μνήμες του από τη ζωή του εκεί, μα γενικότερα από την ελληνική επαρχία, σε ποίηση, επηρεάζοντας κάποιους ποιητές  που ξεπήδησαν  από τον ίδιο χώρο της Ρούμελης και μεγάλωσαν έχοντας περίπου τα ίδια βιώματα, Αθ. Κυριαζής και Γ. Αθάνας π.χ..  Διαβάζοντας τα ποιήματά τους, διακρίνουμε εύκολα ότι τόσο  ο Κυριαζής, όσο κι ο Αθάνας, κατά τη γνώμη του Λίνου Πολίτη[3],  «χωρίς ν’ αναζητούν τίποτα το ιδιαίτερο ή την αλλαγή, συνεχίζουν με τρυφερότητα την ορθόδοξη παλαμική παράδοση του στίχου και της ομοιοκαταληξίας». Κάποια ιδιαίτερη δροσιά δίνει και στους δύο (στο Γεώργιο Αθάνα, στις πρώτες τις πιο πετυχημένες συλλογές) η απόμερη ζωή της επαρχίας, που, όπως σημειώνει στη συνέχεια ο Πολίτης, την «αποδίδουν με τρόπο γραφικά ειδυλλιακό».
Ο Γεώργιος Αθάνας (1893 – 1988) δεν είναι άλλος από το Γεώργιο Αθανασιάδη – Νόβα, γνωστό Ναυπάκτιο ακαδημαϊκό, λογοτέχνη – δημοσιογράφο – πολιτικό. Δεν είχε μείνει τομέας πνευματικός που να μην τράβηξε την προσοχή και την πέννα του Αθάνα: ποιήματα, διηγήματα, κριτικές μελέτες, μυθιστορήματα, θεατρικά έργα και κάθε είδους λογοτεχνικά δημιουργήματα. Οι αγώνες της φυλής, οι ασύγκριτες ομορφιές του ελληνικού τοπίου, οι καημοί – τα  βάσανα – η φτώχεια του ξωμάχου, η πίκρα της ξενιτιάς, οι αγνοί έρωτες, η μητρική στοργή αποτελούν συνηθισμένα μοτίβα έκφρασης του εσωτερικού κόσμου του Αθάνα· παράλληλα, όμως, η γλώσσα του Αθάνα είναι μια δημοτική, αβίαστη, φυσική και πλούσια σ’ εκφραστικά μέσα γλώσσα που συχνά θυμίζει το δημοτικό τραγούδι ( με περισσότερη ακρίβεια τούς συνεχιστές και τούς μιμητές του) και άλλες φορές Δροσίνη, Πολέμη, αλλά και τον αρχικό Παλαμά. Αστείρευτη πηγή εμπνεύσεων για το λογοτέχνη Αθάνα, όπως βλέπουμε και στη συλλογή «Ειρμός» (1929), θεωρείται η Ελλάδα της επαρχίας και η ζωή του ηρωικού μαρτυρικού και αδάμαστου λαού της· αυτό μας φέρνει στο νου το μοτίβο «Ρουμελιώτικο Μεσολόγγι», που συναντάμε σε Παλαμά και Μαλακάση.
Ο Αθανάσιος Κυριαζής (1888 – 1950) άντλησε τα θέματά του από τη ζωή και τον έρωτα, από τη φύση και τις παραδόσεις του τόπου του, Αιτωλοακαρνανία, συχνά ζωντανεύοντας παλιές παιδικές και οικογενειακές αναμνήσεις. Χρησιμοποίησε προσεγμένη απλή δημοτική χωρίς ακρότητες· ο Κυριαζής ακολουθεί την παραδοσιακή στιχουργική μ’ έντονη απήχηση του δημοτικού τραγουδιού.  Ο στίχος του είναι καθαρός και γνήσιος λυρικός που συχνά χρωματίζεται από μελαγχολική πικρία και απαισιοδοξία. «Το έργο του Κυριαζή μορφικά ακολουθεί τους παραδοσιακούς δρόμους, γνωστούς από την παλαμική παράδοση. Ιδιαίτερα τον χαρακτηρίζει η δεξιοτεχνία του στίχου. Θεματικά όμως διαφοροποιείται και εντάσσεται στη νέα ευαισθησία της γενιάς του όπως διαμορφώνεται από την ιστορική και αισθητική ατμόσφαιρα της πρώτης μεσοπολεμικής δεκαετίας»[4].
Επειδή, όμως, παρουσιάζει ο Κυριαζής στο στίχο του σχεδόν πάντοτε το ίδιο γνώριμο πλαίσιο της ζωής στην ελληνική ύπαιθρο, χωρίς επαναστατικές αναζητήσεις και μορφικές νεοτεριστικές επιδιώξεις, θεωρείται συνεχιστής της «ρουμελιώτικης ποιήσεως»· η συλλογή «Ρουμελιώτικα» του 1928 μας επαληθεύει την αμέσως προηγούμενη γνώμη.




[1] Αντρέας Καραντώνης, «Φυσιογνωμίες» (Μιλτιάδης Μαλακάσης), Εκδόσεις «Δωρικός», Αθήνα, 1966.
[2] Λίνος Πολίτης, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Δ’ έκδοση, Αθήνα, 1985, ΜΙΕΤ.
[3] Λίνος Πολίτης, «Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας», Δ’ έκδοση, Αθήνα, 1985, ΜΙΕΤ.
[4] Βλ. http://www.e-poema.eu/poem.php?id=88 :  Χρυσούλα Σπυρέλη, «Αθανάσιος Κυριαζής, Τα παροξύτονα ενός δημιουργού».
172. Από τους πολιτικάντηδες ένας, ο Άνυτος

Η Αθηναϊκή κοινωνία, στα τέλη του 5ου και στις αρχές του 4ου αιώνα π.Χ., ως ορατή συνέπεια του συνεχιζόμενου πολέμου και των πολιτικών αλλαγών, που πραγματοποιήθηκαν στη διάρκειά του, διάγει ημέρες σοβαρής ηθικής κρίσης.  Την κρίση αυτή, επωφελούνται οι δεινοί στο λέγειν και τη πειθώ δημαγωγοί ή όσοι έχουν σημαντική οικονομική δύναμη, που τους επιτρέπει να συμμετέχουν στα κοινά απρόσκοπτα!
Η Αγορά, τόπος πολιτικών συζητήσεων και διεργασιών στην κλασική Αθήνα
Έτσι, βάσει  μαρτυριών που εντοπίζονται σε αρχαιοελληνικές πηγές (Πλάτων, Ξενοφών, Λυσίας κ.α.), βλέπουμε το γιο του Ανθεμίωνα Άνυτο,  που είχε σημαντική οικονομική δύναμη από εργοστάσιο βυρσοδεψίας, το 409 π.Χ. να πρωτοεκλέγεται στρατηγός των Αθηναίων, αλλά επειδή χάνει την Πύλο, να εισάγεται σε δίκη, από την οποία γλιτώνει την καταδίκη, γιατί δωροδοκεί τους δικαστές. Με το πέρας του πελοποννησιακού πολέμου και τον πρώτο καιρό των Τριάντα Τυράννων μέχρι το θάνατο του Θηραμένη από τον Κριτία και τους συν αυτώ (404 π.Χ.), σχετίζεται φιλικά μαζύ του και με μετριοπαθείς ολιγαρχικούς.
Τότε, ο Άνυτος «αλλάζει στρατόπεδο» και τίθεται στο πλευρό του Θρασύβουλου του Στειρέως και μαζύ του, ο Άνυτος κατέλαβε το φρούριο της Φυλής και συνέβαλε σημαντικά στην αποκατάσταση της Δημοκρατίας και την κατάλυση της τυραννίας (403 π.Χ.). Λόγω, όμως, της  παλιάς του φιλίας με το Θηραμένη, συμπεριφέρθηκε φιλικά προς τους ολιγαρχικούς και δεν επιδίωξε τη δίωξή τους. 
Στον αντίποδα, την ίδια χρονιά έχουμε το ψήφισμα του Ισοτιμίδη (403 π.Χ.), που καταργείται, όμως, τον επόμενο χρόνο (402 π.Χ.). Σύμφωνα με το ψήφισμα αυτό, στερούνται τα πολιτικά τους δικαιώματα όσοι είχαν κριθεί από αθηναϊκό δικαστήριο ένοχοι για ασέβεια. Το ψήφισμα προτάθηκε για να «τιμωρηθούν» (: αποκλεισθούν από τη δημόσια ζωή) οι υπεύθυνοι για την κοπή των Ερμών το 415 π.Χ., παραμονές της αποτυχούσας Σικελικής εκστρατείας, κυρίως δε ο Ανδοκίδης, σε βάρος του οποίου τελικά κινήθηκαν, το 400/399 π.Χ., ο Αγύρριος και ο Καλλίας κ.α.!
Τα επόμενα χρόνια (402 και 401 π.Χ.) ο Αθηναϊκός δήμος εξέλεξε τον Άνυτο και πάλι στρατηγό, αλλά το 399 π.Χ., σε μιαν εποχή έντονης μεταπολεμικής δικομανίας των Αθηναίων, ο Άνυτος στρέφεται ενάντια στο φιλόσοφο Σωκράτη, μαζύ με το ρήτορα Λύκωνα, τον πατέρα του Αυτόλυκου και έναν απ’ τους συνδαιτυμόνες στο «Συμπόσιο» του Ξενοφώντος», και το μέτριο ποιητή Μέλητο. Μάλλον επειδή θεωρούσε το Σωκράτη εχθρό της Δημοκρατίας, ο Άνυτος, όπως βλέπουμε και στην «Απολογία» του Πλάτωνος, θα συνυπογράψει την καταγγελία που έφερε το φιλόσοφο στο δικαστήριο με την κατηγορία της «ασέβειας και διαφθοράς των νέων».
Κατά καιρούς, έχει υποστηριχτεί και η άποψη πως ο Άνυτος, που είχε προσπαθήσει από παλιά να γίνει εραστής του Αλκιβιάδη, κατηγόρησε το Σωκράτη, επειδή έβλεπε το φιλόσοφο ως ερωτικό αντίζηλο, ανίκανος να καταλάβει το βάθος και το νόημα του έργου του και το νόημα της σχέσης του με τον Αλκιβιάδη, που είχε τη Σωκρατική φιλοσοφία σημείο αναφοράς.
Υπάρχει, όμως, και η μερίδα όσων θεωρούν πως ο Άνυτος, αν και συζητά μαζύ του στο διάλογο του Πλάτωνος «Μένων», διακατεχόταν από μεγάλη αντιπάθεια εναντίον του Σωκράτη. Ως αιτία αυτής της αντιπάθειας ίσως ήταν η επιρροή, την οποία ασκούσε ο Σωκράτης στον Ανθεμίωνα, το γιο του Άνυτου. Ο νεαρός ήθελε να ασχοληθεί με τη φιλοσοφία, αλλά ο πατέρας του επέμενε να συνεχίσει την πατροπαράδοτη τέχνη του βυρσοδέψη. Διά της βίας ο Άνυτος τον αποσπά από τον «κύκλο» του Σωκράτη, αλλ’ ο Ανθεμίων περιέπεσε σε μελαγχολία και τα βράδια μεθούσε στις ταβέρνες.
Ακολούθως, η πολιτική του καριέρα δεν επηρεάστηκε από τη δίκη και καταδίκη του Σωκράτη και, μεταξύ των ετών 395 – 384 π.Χ., ο Άνυτος, ως πολιτευτής των δημοκρατικών, αναλαμβάνει διάφορα πολιτικά αξιώματα (388 π.Χ. σιτοφύλακας, 384 π.Χ. ίσως επώνυμος άρχων).
Το 384 π.Χ., όμως, οι Αθηναίοι, μάλλον όψιμα μετανιωμένοι για τον άδικο θάνατο του Σωκράτη, τον εξορίζουν, κάτι που έσπρωξε τους ιστορικούς να υποθέσουν πως ο θάνατος του Άνυτου ίσως πρέπει να προσδιοριστεί μέχρι το 380 π.Χ..

Σάββατο 21 Απριλίου 2012

171. Μεταπολεμική ποίηση & Παλαμάς*

      Τα  μεταπολεμικά χρόνια, για διάφορους λόγους, παραμερίζεται η παλαμική ποίηση απ’ όλους και ο καταξιωμένος τις προηγούμενες δεκαετίες του 20ου αι. ως εθνικός μας ποιητής Κωστής Παλαμάς (1859 - 1943) έφτασε στο σημείο να θεωρείται από κάποιους «αντιποιητικός». Ο Τ. Καρβέλης, ωστόσο, θα γράψει ότι «παρ’ όλη, όμως, την αντίδρασή τους στην ποίηση του Παλαμά, οι μεταπολεμικοί ποιητές δεν έμειναν εντελώς ανεπηρέαστοι απ’ τη ρητορεία της[1]» , ώσπου φτάνουμε στη δεκαετία του 1970.
Ο Κωστής Παλαμάς (1859 - 1943)
Το 1973, λοιπόν, ο ταλαντούχος νέος ποιητής Λευτέρης Πούλιος (1944), «ο κυριότερος τότε εκφραστής μίας αμφισβητησιακής τάσης που εκφραστικά τροφοδοτείται από την αμερικάνικη ποίηση των beat, επέλεξε στο ποίημά του «Αμέρικαν μπαρ στην Αθήνα» (στη συλλογή του «Ποίηση, 2») να αναγνωρίσει ως πνευματικό του πατέρα τον ποιητικά λησμονημένο Παλαμά. Πρόκειται για μία πράξη αποκατάστασης. Μάλιστα η αναγνώριση αυτή δεν αποσιωπά τις διαφορές ή και την απόσταση που χωρίζει το μακρινό πατέρα από τον οργισμένο γιο του»[2].
Ο Γ. Θ. Βαφόπουλος, επίσης, ο γνωστός Μακεδόνας ποιητής (1903 – 1996), κυκλοφορεί, τα ίδια χρόνια (1975), έξω από το προσωπικό του ποιητικό κλίμα τις σάτιρες «Τα Νέα Σατιρικά Γυμνάσματα», με το ψευδώνυμο Λουκίλιος Γιουβενάλος, και με πρότυπο τα «Σατιρικά Γυμνάσματα» του Κωστή Παλαμά.
Και, τέλος, ο σύγχρονός τους ως προς τα χρόνια εμφάνισης Μιχάλης Γκανάς (1944) δέχτηκε στο ποιητικό έργο του, όπως έχει ομολογήσει ο ίδιος, επιρροές, τόσο από τον Σεφέρη, όσο και από τον Παλαμά.
Παρά ταύτα, όμως, ανήκοντας στη μεταπολεμική γενιά, «τους σφοδρότερους μύδρους του ο Γκόρπας τους επιφυλάσσει σε συντοπίτη του: τον Παλαμά. Οιονεί αυτοβιορφαούμενος άλλωστε έχει γράψει: «Ανάμεσα στο Μεσολόγγι των ιερών κοκάλων και του Παλαμάκαι στο Μεσολόγγι της ατελείωτης βροχής και των καημών είχα διαλέξει το δεύτερο», γράφει σε ένα άρθρο του ο Π. Μπουκάλας για την (αρνητική)  στάση του Θωμά Γκόρπα προς τον Παλαμά[3]. Ο Θ. Γκόρπας είχε γεννηθεί στο Μεσολόγγι (1935 )  και πέθανε στην Αθήνα (2003) και πέρα από ποίηση έγραψε μελέτες, πεζά, σενάρια κ.α..
Γιατί, όμως, οι μεταπολεμικές γενιές δεν ασχολούνται με ζέση με το έργο του Κωστή Παλαμά; Ας δώσουμε το λόγο στο Μ. Σουλιώτη[4]: «[…] Οι αιτίες της αναγνωστικής λήθης του παλαμικού ποιητικού έργου (ασφαλώς εξαιρούνται οι φιλολογικές μελέτες που μεστώνουν μέσα στα πλαίσια της ενδοπανεπιστημιακής κυρίως έρευνας) είναι πολλαπλές και τις νύσσω ανάκατα: η μεγάλη σε όγκο παραγωγή, που στις ημέρες μας οπισθογραφείται ως μειονέκτημα οποιουδήποτε ποιητικού έργου· η παλαμική αισθητική, που από το τρέχον γούστο μας κρίνεται παρωχημένη· η ποιητική ιδιόλεκτος η στρατευμένη στο δημοτικιστικό αξίωμα της εποχής με τόση μαχητικότητα, ώστε οι υπερβολές της να την κάμνουν να ακούγεται σήμερα πεποιημένη· το ύφος που δεν αποφεύγει πάντα τον αδικαίωτο στόμφο· προπαντός όμως η φιλοτιμία του ποιητή να ανταποκρίνεται στις σειρήνες της συγκυρίας (επετειακές και άλλες) καθώς και η ενδοτικότητά του να δημοσιεύει («Τίποτε δεν πετάει ο Παλαμάς, τίποτε!» σχολίαζε ο Κ. Π. Καβάφης), όλα τούτα, καταλήγει ο Μ. Σουλιώτης στο άρθρο του, σε συνεργία με την ηθικολογική και απόλυτη (αλλά ενδιαφέρουσα!) απόρριψη του έργου του από τον Γιάννη Αποστολάκη και με τις μικρόχαρες και μεγάθυμες έριδες και υπονομεύσεις μεταξύ των «παλαμιστών» και των «καβαφιστών», είναι μερικές από τις αιτίες της βαριάς αναγνωστικής νάρκης του έργου του. […]»

* Απόσπασμα από εκτενέστερη εργασία μου για τον Κ. Παλαμά και τις επιρροές του σε σύγχρονους και κατοπινούς του Έλληνες ποιητές.



[1] Τ. Καρβέλης, Ἡ νεότερη ποίηση (θεωρία και πράξη)», γ’ Έκδοση, 1993, Αθήνα, Εκδόσεις «Κώδικας».
[2] Ευρ.  Γαραντούδης, «Ο Παλαμάς ζει και βασιλεύει;», στη «Βιβλιοθήκη», εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 24 – 10 – 2003.
[3] Π. Μπουκάλας, «Η ποίηση σαν άσκηση κριτικής, ο Θωμάς Γκόρπας για τον Σολωμό, τον Κάλβο, τον Παλαμά, τον Σεφέρη και άλλους Έλληνες ποιητές», στην εφημερίδα «Καθημερινή», 08  – 04 – 2008.
[4] Μ. Σουλιώτης, «Το μυστικό θρόισμα της «Φοινικιάς»», στην εφημερίδα «Το Βήμα», 28 – 01 – 2001.

Παρασκευή 20 Απριλίου 2012

170. Από την ... Τράπεζα στην πρωθυπουργία!

Διαβάζοντας προσεχτικά την πολιτική ιστορία της Ελλάδας κατά τον 20ο αιώνα, βρήκαμε ότι αρκετοί απ' όσους διατέλεσαν πρωθυπουργοί πριν την ανάληψη της προεδρίας της κυβέρνησης είχαν διατελέσει και υψηλόβαθμα στελέχη σε τραπεζικά ιδρύματα της χώρας.

Η σχετική λίστα ξεκινά με τον πολλάκις πρωθυπουργό του Μεσοπολέμου, Αλέξανδρο Ζαϊμη, ο οποίος την περίοδο 1914 - '20 ήταν εκ των συνδιοικητών της Εθνικής Τράπεζας. Νωρίτερα, μετά το 1867 και για μια δεκαετία περίπου, συνιδρυτής της "Τράπεζας της Κωνσταντινουπόλεως" υπήρξε και ο Στέφανος Σκουλούδης, πρωθυπουργός στα χρόνια του Εθνικού Διχασμού.
Με την Εθνική Τράπεζα σχετίστηκαν οι εξής πρωθυπουργοί της Ελλάδας, ο Αλέξανδρος Κορυζής (διοικητής της από το 1939 έως το 1941), ο Δημήτριος Μάξιμος (υποδιοικητής της 1914-21 και διοικητής της 1921 - 22) και ο Ιωάννης Παρασκευόπουλος (1954 - 67 υποδιοικητής της). 
Ο πρώτος επικεφαλής της εξόριστης κυβέρνησης κατά την Κατοχή Εμμανουήλ Τσουδερός σχετίζεται και με την Εθνική Τράπεζα (υποδιοικητής 1925-31) και με την Τράπεζα της Ελλάδας (διοικητής 1931- 39). Τέλος, ο Ξενοφών Ζολώτας και ο Λουκάς Παπαδήμος πρωθυπουργοί κυβερνήσεων συνασπισμού νωρίτερα είχαν σχέση με την Τράπεζα της Ελλάδας, ο μεν πρώτος ως διοικητής της 1974 - 81, ο δε δεύτερος ως υποδιοικητής αρχικά 1993-94 και διοικητής της κατόπιν από το 1994 έως το 2002. 
Στην φωτογραφία, απεικονίζεται ο πρωθυπουργός Εμμ. Τσουδερός με το διπλωμάτη Χ. Σιμόπουλο και είναι ειλημμένη από τον δικτυακό τόπο, http://www.fhw.gr/projects/cooperations/f_policy36_45/gr/photo/434.html
169. Στην πυρά...

Δε γνώρισαν μόνο οι Χριστιανοί διωγμούς από τους εθνικούς και τους ειδωλολάτρες αυτοκράτορες της Ρώμης κατά τους δύσκολους πρωτοχριστιανικούς αιώνες της εξάπλωσης του χριστιανισμού στα πέρατα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
Ας μεταβούμε στην Έφεσο, όταν ο απόστολος Παύλος πήγε για πρώτη φορά να διδάξει τον κατά την πίστη του λόγο του Ιησού Χριστού στους κατοίκους της ιστορικής αυτής πόλης της Μικράς Ασίας. Σημειωτέον, η πόλη τα χρόνια εκείνα, μέσα του 1ου αιώνα μ.Χ., κατοικούνταν από ελληνικής καταγωγής λάτρεις του δωδεκάθεου, αλλά και Ιουδαίους.  
Ο απόστολος Παύλος
Καθώς ο χριστιανισμός διαδιδόταν ανάμεσα στους Εφεσίους χάρη στις επιτόπιες διδασκαλίες του Παύλου,  οι πιστοί σ’ αυτόν απόχτησαν δύναμη και άρχισαν να επιβάλλονται στους αλλόθρησκούς τους.  Έτσι, μάλλον εξηγείται και ότι όσοι στην Έφεσο ασχολούνται με τη μαγεία οδηγήθηκαν, παρά τη θέλησή τους και με την πίεση των «μαθητών» του Αποστόλου Παύλου, στο να μαζέψουν όλα τα βιβλία τους και να τα κατακάψουν δημόσια μπροστά σε όλους. Η αξία των κατεστραμμένων βιβλίων υπολογίστηκε  –  κατά το συγγραφέα των «Πράξεων των Αποστόλων» (κεφ. 19, παρ. 8 – 20), που αποτελεί την πηγή μας για την παρούσα αφήγηση  –   σε 50.000 αργύρια, αργυρά  νομίσματα που κόπηκαν προς τιμήν του αυτοκράτορα.
Να υποθέσουμε, τέλος, ότι,  για να είναι τόσο μεγάλη η αξία όσων βιβλίων κατακάηκαν,  θα πρέπει πέραν των φερόμενων ως μάγων να ρίχτηκαν στην πυρά και έργα (ειδωλολατρικοί ύμνοι σε θεούς, φιλοσοφικές πραγματείες π.χ.) και από την Κλασική Ελληνική και την Ελληνιστική Γραμματεία, των οποίων η ύπαρξη μαρτυρείται έμμεσα από διάφορες πηγές,  αν και δεν έχουν σωθεί έως τις ημέρες μας παρά σε ψήγματα ή καθόλου …

Πέμπτη 19 Απριλίου 2012

168. Αν και Ρωμαίος, έγραψε ελληνικά!

Στο β’ μισό του 3ου αι. π.Χ. και στην αρχαία Ρώμη ζει και γράφει ο Quintus Fabius Pictor. Την υστεροφημία του την χρωστά στο ότι υπήρξε ο αρχαιότερος ιστοριογράφος – χρονικογράφος  της Λατινικής Λογοτεχνίας.
Από τον Αινεία άρχισε το Έργο του ο Q. F. Pictor
Συγκεκριμένα, έγραψε, βασιζόμενος στην προφορική παράδοση, στα ελληνικά πρώτος την ιστορία της Ρώμης από την έλευση του Αινεία  στο Λάτιο έως τα χρόνια του.  Μολαταύτα, από το έργο του σώθηκαν ψήγματα.
Ο Pictor  χρησιμοποίησε παλαιότερούς του συγγραφείς με μεγάλη προσοχή και ο ίδιος στάθηκε πηγή για τους κατοπινούς του Έλληνες ιστοριογράφους Πολύβιο και Διονύσιο τον Αλικαρνασσέα και για το μεταγενέστερό του και πασίγνωστο Ρωμαίο ιστορικό Τίτο Λίβιο κ.α..
Σε ό,τι αφορά τη δημόσια ζωή του, πρέπει να σημειωθεί ότι ο Pictor υπήρξε συγκλητικός, πολέμησε κατά των Καρχηδονίων στο 2ο καρχηδονιακό πόλεμο (218 – 201 π.Χ.) και, τέλος, εστάλη στους Δελφούς, για να πάρει χρησμό μετά την ολέθρια εις βάρος των Ρωμαίων ήττα στις Κάννες στα 216 π.Χ..   
Και θα κλείσουμε το παρόν λήμμα, για το οποίο πληροφορίες αντλήθηκαν από την on line έκδοση της Britannica Encyclopedia (http://www.britannica.com/EBchecked/topic/199711/Quintus-Fabius-Pictor ),  για τον Q. Fabius Pictor αναφέροντας ότι ίσως το έργο του διδασκόταν σε σχολεία, καθώς το όνομά του διασώζεται σε τοίχους ενός αρχαίου σχολείου στην Ταορμίνα της Σικελίας.


167. Η Ελλάδα στα δύο, 1915-17



Στην Ελλάδα, από τις 6/3/1913  βασιλιάς είναι ο Κων/νος ο 1ος (της οικογενείας των Δανών Γλίξμπουργκ) στη θέση του δολοφονηθέντος πατρός του, Γεωργίου του 1ου. Πρωθυπουργός είναι ο Κρητικός πολιτικός, Ελευθέριος Βενιζέλος, από το 1910 συνεχώς.
Οι σχέσεις μονάρχη και πρωθυπουργού δεν είναι κι οι αρμονικότερες, αν και ο δεύτερος είχε τοποθετήσει παραμονές βαλκανικών πολέμων (το 1911) τον τότε Διάδοχο και τωρινό άνακτα στην αρχηγία των ελληνικών ενόπλων δυνάμεων, αλλά ταυτόχρονα «βόλεψε» σε καίριες επιτελικές θέσεις «φιλοκωνσταντινικούς» στρατιωτικούς.
Ο βασιλέας Κων/νος και ο πρωθυπουργός Βενιζέλος μέχρι το 1915 είχαν συνεργαστεί πετυχημένα
Με την κήρυξη του παγκοσμίου πολέμου, το 1914 – ’15, ο Κων/νος -επειδή δε θέλει να ταχτεί κατά του γυναικάδελφού του, κάιζερ της Γερμανίας, Γουλιέλμου- τρέφει φιλογερμανικά αισθήματα, θαύμαζε το γερμανικό μιλιταριστικό πνεύμα και -πιστεύοντας σε τελική γερμανική νίκη πλην όμως αδυνατώντας να συμπαραταχτεί με την Τουρκία που ήδη ήταν δηλωμένη σύμμαχος των Γερμανών- τείνει στη λύση της αυστηρής ουδετερότητας κι όχι μιας ενεργού ουδετεροφιλίας. Μαζύ του τάσσονταν και το Γενικό Επιτελείο Στρατού, στο οποίο ο Βενιζέλος, εν γνώσει του, είχε προωθήσει ικανά αλλά -δυστυχώς γι` αυτόν- φιλοβασιλικά στελέχη. Επίσης τις βασιλικές θέσεις ασπάζονται κι η παλαιοκομματική ολιγαρχία κι ένα σημαντικό μέρος μικροαστών, γιατί η μεν πρώτη «ενοχλείται» από την ανοδική πορεία των αστικών φιλελεύθερων ιδεών που αναπτύσσονται στη χώρα μετά την προσάρτηση των νέων εδαφών μετά τους βαλκανικούς, οι δε μικροέμποροι - μικροβιοτεχνίες φοβούνταν τον εις βάρος τους οικονομικό ανταγωνισμό με τα νέα εύρωστα εμπορικά κέντρα.
Ο Βενιζέλος, όμως, πίστευε πως η Ελλάδα ήταν χώρα ναυτική και για να εξυπηρετήσει το εθνικό της συμφέρον έπρεπε να ταχτεί με το πλευρό της Αγγλίας, μια και τα συμφέροντα των δυο χωρών εκείνα τα χρόνια συμπίπτουν σ' ό,τι αφορά την Εγγύς Ανατολή. Η Ελλάδα, διασφαλίζοντας τις βρετανικές οικονομικές, πολιτικές και στρατιωτικές επιδιώξεις, θα ήταν ένας σταθερός σύμμαχος για τους Άγγλους και τις άλλες δυνάμεις της «Αντάντ», οι οποίοι θα την ελάμβαναν σοβαρά υπόψη όταν σαν τελικοί νικητές θα έθεταν το θέμα διαμελισμού της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι αγγλικές προτάσεις για να συμμαχήσει η Ελλάδα με την «Αντάντ», ήταν κατά το Βενιζέλο, η τελευταία ευκαιρία που δίνεται στην Ελλάδα να πραγματοποιήσει το μεγαλοϊδεατικό πόθο της εθνικής ολοκλήρωσης, με την απελευθέρωση των τουρκοκρατούμενων ακόμη αλυτρώτων αδελφών. Έτσι, δε διστάζει να προτείνει την παραχώρηση της Καβάλας στη Βουλγαρία, με αντάλλαγμα μικρασιατικά εδάφη, αρκεί κι οι Βούλγαροι να τάσσονταν με την «Αντάντ».
Οι Βενιζελικές απόψεις απηχούν τις τάσεις της εθνικής αστικής τάξης, που ήταν αρκετά ενδυναμωμένη μετά τους βαλκανικούς πολέμους. Ακόμη, αν η Ελλάδα επέκτεινε τα όριά της στα δυτικά μικρασιατικά παράλια, θα προσαρτούσε πόλεις με σφύζουσα οικονομική ζωή, θα βοηθούσε την εθνική ολοκλήρωση, θα δινόταν νέα ώθηση ως προς τη δημιουργία μιας δυναμικής αστικής τάξης κι ενός ρωμαλέου εθνικού αστικού κράτους. Η εσωτερική αγορά θα διευρυνόταν και θα έβαζε στους κόλπους της ανθρώπους γνώστες του εμπορίου και των επιχειρηματικών - επενδυτικών (στη βιομηχανία ως επί το πλείστον) κανόνων , οι οποίοι, όμως, θα έβλεπαν στη μητροπολιτική Ελλάδα  το οργανωμένο εθνικό κέντρο με τα απαραίτητα γι` αυτούς εχέγγυα για οποιανδήποτε επένδυση. Εξάλλου, η εμπορευματική κι η βιομηχανική αστική τάξη έκλιναν προς την «Αντάντ», αφού είχαν στενούς δεσμούς εξάρτησης από δυτικά κεφάλαια, και μάλιστα τα αγγλικά. Αυτά συλλογιζόταν ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ελ. Βενιζέλος και διαβλέποντας νίκη των Αγγλογάλλων και της «Αντάντ» διαφωνεί με το βασιλιά στο Συμβούλιο του Στέμματος που συγκαλεί ο τελευταίος από τις 18/2/1915 και υποβάλλει την παραίτησή του, που γίνεται αποδεχτή στις 21 του ίδιου μήνα.
Τη μέρα αυτή (21/2/1915), που παρουσιάστηκε ο Βενιζέλος στη Βουλή και ανακοίνωσε την παραίτηση της υπ΄ αυτόν κυβέρνησης στο σώμα, επειδή ο βασιλιάς Κων/νος δε δέχτηκε την πρωθυπουργική πρόταση ν`  αποσταλούν ελληνικά στρατεύματα στην επίθεση της «Αντάντ» εναντίον της Τουρκίας στη χερσόνησο της Καλλίπολης,, πολλοί  τη θεωρούν ως «ληξιαρχική πράξη γέννησης του Εθνικού διχασμού».
Στις 25/2/1915 ορίζεται νέα κυβέρνηση υπό το σπουδαιότερο εκπρόσωπο της αντιβενιζελικής παράταξης Δημήτρη Γούναρη, η οποία με δηλώσεις του ίδιου του πρωθυπουργού κατά του Βενιζέλου «οξύνει» το ήδη βαρύ κλίμα. Προκηρύσσονται εκλογές για τα τέλη Μαΐου του ίδιου έτους. Από τη μια ο Βενιζέλος κι από την άλλη συνασπισμένοι όλοι συλλήβδην οι αντιβενιζελικοί είναι οι μονομάχοι των εκλογών. Ο Βενιζέλος είναι ο μεγάλος νικητής των εκλογών  της 31/5/1915 (185 έδρες επί των 308 συνολικά), αλλά ο Γούναρης, με πρόφαση αρρώστια του Κων/νου, δεν παραδίδει την εξουσία, αλλά αναβάλλει τη σύγκληση της νέας βουλής μέχρι τις αρχές  Αυγούστου. Ο Βενιζέλος τελικά αναλαμβάνει εκ νέου την εξουσία στις 10/8 του ίδιου έτους.
Τον επόμενο μήνα (24/9) έχουμε νέα έντονη διαφωνία βασιλιά- πρωθυπουργού για τις διαμορφούμενες βαλκανικές συμμαχίες και ο Βενιζέλος -αφού ο βασιλιάς δε δέχεται να κηρυχτεί στην Ελλάδα επιστράτευση και να βγει η χώρα μας στον πόλεμο ως σύμμαχος της Σερβίας-  εξαναγκάζεται σε παραίτηση. Τον διαδέχεται κυβέρνηση Αλεξ. Ζαΐμη και -αφού την καταψηφίζει η βουλή- αυτήν ο τραπεζίτης Στ. Σκουλούδης, που, διαλύοντας τη βουλή, προκηρύσσει εκλογές για τις 6/19-12-1915.  Από τις εκλογές αυτές απέχει το κόμμα των Φιλελευθέρων κι ο Βενιζέλος. Νωρίτερα (20/10) άρχισε, παραβιάζοντας την ελληνική ουδετερότητα και για να πιεστεί την Ελλάδα να συμπαραταχτεί με την Αντάντ,  η αγγλογαλλική απόβαση στη Θεσ/νικη, υπό το στρατηγό Σαράιγ.
Οι εκλογές -κάτω από τη σκιά της αποχής σε αστικά και ημιαστικά κέντρα- εξελίσσονται σε παρωδία, αφού από τους 730.000 που είχαν ψηφίσει στις εκλογές του περασμένου Μάη προσέρχονται μόνο 230.000 εκλογείς. Έτσι, -παρά τη νίκη των αντιβενιζελικών- με μικρής έκτασης ανακατανομή των υπουργείων η αυλόδουλη και σχεδόν «δικτατορική» κυβέρνηση Σκουλούδη διατηρεί την αρχή και την εύνοια του Στέμματος και κλείνει το 1915.
Tο 1916 θεωρείται  από τους ιστορικούς και τους πολιτικούς εκτιμητές  της εποχής εκείνης, αλλά και από τους κατοπινούς, εφόσον βλέπουν αποστασιοποιημένοι τα γεγονότα, ως το σημαντικότερο έτος μέσα στην τριετία του «Εθνικού Διχασμού». Η καινούρια χρονιά εισέρχεται με κυβερνητική τρομοκρατία και με κατάληψη της Κέρκυρας από τους Γάλλους (Γενάρης 1916) χωρίς να συμφωνεί η επίσημη ελληνική κυβέρνηση. 
Το Μάρτιο του 1916 οι πολιτικοί αντίπαλοι του Βενιζέλου ψέγουν τον Κρητικό πρώην πρωθυπουργό ως φαντασιόπληκτο  και, ειρωνευόμενοι το πολιτικό του πρόγραμμα παρά τω πλευρώ της Αγγλίας και της «Αντάντ», θεωρούν σώφρον και εθνοσωτήριο ό,τι έχουν κάνει αυτοί τους τελευταίους μήνες της ουδετερότητας. Τα πράγματα, όμως, όπως εξελίσσονται -πολιτικά και στρατιωτικά- δεν τους δικαιώνουν και δείχνουν τον προνοητικό νου του Κρητικού ηγέτη.
Παρόλα αυτά, στις 3 Απριλίου 1916 στην Αθήνα και στο θέατρο «Αθήναιον», όπου εκφωνούσε βαρυσήμαντο πολιτικό λόγο ο πολιτευτής των Φιλελευθέρων Θ. Σοφούλης, συνέβησαν πρωτόγνωρου φανατισμού επεισόδια μεταξύ βενιζελικών και βασιλικών.
Από φιλελεύθερους κύκλους τα όλα επεισόδια, γιατί θα επακολουθήσουν κι άλλα στον Πειραιά, καταγγέλλονται ως μεθοδευμένα και προσχεδιασμένα από τη φιλοκυβερνητική (φανερή και μυστική) αστυνομία. Αφού (11/4) καταγγέλλει ο Βενιζέλος την άθλια σε όλους τους τομείς κυβερνητική πολιτική (οικονομία, εξωτερικά, εσωτερικά), η παράδοση στους Βουλγάρους των οχυρών Ρούπελ, που σκορπά θλίψη κι οργή στο λαό το Μάη του ίδιου χρόνου, ήταν κάτι αναμενόμενο.
Στις 21/5/1916, βεβαίως, ο στρατηγός Σαράιγ και ο γαλλικός στρατός που είχε μαζύ του στη Θεσ/νικη κηρύσσουν την πόλη σε στρατιωτικό νόμο, ενώ οι γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις συνασπισμένες καταλαμβάνουν τα μέσα του ίδιου Μαΐου -παρά τη σθεναρή ελληνική αντίσταση- το οχυρό του Ρούπελ. Η παρουσία στη Μακεδονία, αλλά κι η συγκεκριμένη κίνηση του Σαράιγ έπαιξε σπουδαιότατο ρόλο στην εξέλιξη του «Εθνικού Διχασμού», καθώς χώρισε φανερά πια την Ελλάδα σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις, τους «ανταντόφιλους βενιζελικούς» και τους «ανακτορικούς ουδετερόφιλους». Να σημειωθεί εδώ πως οι Αγγλογάλλοι το Μάη και τον Ιούνη του 1916 επιχειρούν μερικό θαλάσσιο αποκλεισμό της Ελλάδας και κινούνται δραστήρια για να μην ενισχύεται η φιλογερμανική στάση που ακολουθεί το Παλάτι.
Στις 8/6 η κυβέρνηση Σκουλούδη δέχεται τελεσίγραφο των πρέσβεων της Ρωσσίας, της Αγγλίας και της Γαλλίας, με το οποίο ζητείται πλήρης αποστράτευση  και αντικατάσταση τόσο της παρούσης κυβερνήσεως με άλλη «υπηρεσιακή», που θα διαλύσει τη βουλή και θα προκηρύξει νέες εκλογές, όσο και των κεφαλών του Στρατού. Ο Σκουλούδης, όμως, παραιτείται και τον διαδέχεται ο Ζαΐμης (9/6) για να εκτελέσει τη διακοίνωση της Αντάντ.
Ο Βενιζέλος,  με δηλώσεις του, αισθάνεται αγαλλίαση για την επέμβαση των 3 δυνάμεων και ευελπιστεί ότι και οι υποχρεώσεις των ξένων προς την Ελλάδα θα ανανεωθούν ισοδυνάμως. Εν τούτοις, το διχαστικό κλίμα εντός της Ελλάδας δε λέει να αποφορτισθεί. Νέες λαβές για αντιβενιζελική προπαγάνδα δίνει ο «εμπρησμός» των ανακτόρων του Τατοΐου (1/7/1916), ενώ από λάθη της κυβέρνησης σιγά -σιγά κινδυνεύουν από το βουλγαρικό και τον ιταλικό στρατό όσα είχαμε κερδίσει στους βαλκανικούς πολέμους (Β. Ήπειρο, Αν. Μακεδονία). Τέλη Ιουλίου,  κυκλοφορεί επιστολή του Ε. Βενιζέλου προς το μητροπολίτη Κρήτης και του ζητά να πάψει η Εκκλησία της Κρήτης, διά των ρασοφόρων, να αφορίζει το βενιζελισμό και να διχάζει -εξεγείροντας και τη θεϊκή αγανάκτηση ακόμα- το λαό.
Στις 15/8/1916 -μιλώντας σε περί τους 50.000 οπαδούς του στην Αθήνα- ο Κρητικός ηγέτης  καταδικάζει το βασιλιά Κων/νο ως μικροπολιτικό, πλανηθέντα υπό των στρατιωτικών του συμβούλων κομματάρχη. Δυο ημέρες αργότερα -μια βραδιά ενός αντιβενιζελικού συλλαλητηρίου, που είχε επικεφαλής τους Δ. Ράλλη, Δ. Γούναρη και Στ. Δραγούμη και τάχτηκε υπέρ του βασιλιά- εκδηλώνεται από αντιβασιλικούς και φιλοβενιζελικούς αξιωματικούς στη Θεσ/νικη το Κίνημα της Εθνικής Άμυνας, με σκοπό την έξοδό μας στον πόλεμο.
Η κυβέρνηση Ζαΐμη -παρά μια νέα αγγλογαλλική διακοίνωση (21/8), που την έκανε δεχτή- δεν εμπόδιζε τη γερμανοβουλγαρική προέλαση στη Μακεδονία ως την Καβάλα (τέλη Αυγούστου, με παράδοση του Δ' Σώματος Στρατού στους Γερμανούς και κατάληψη της πόλης από τους Βούλγαρους, χωρίς ελληνική αντίσταση ) και λίγο μετά (αρχές Σεπτεμβρίου) παραιτείται για να αναλάβει την πρωθυπουργία ο Νικόλαος Καλογερόπουλος. Κατά της βουλγαρικής εισβολής έχουμε αντικυβερνητικές κινητοποιήσεις και σε μια από δαύτες θα χυθεί και αίμα στο Ηράκλειο Κρήτης, στις 11 Σεπτέμβρη. Βραχύβια η νέα κυβέρνηση, που είχε δώσει διαταγή να μην προβάλλει ο ελληνικός στρατός  στις βουλγαρογερμανικές επιχειρήσεις της ανατ. Μακεδονίας, «έπεσε» σε 3 βδομάδες και επιλέχτηκε  για  καινούριος πρωθυπουργός  ο άπειρος πολιτικά πλην πιστότατος βασιλόφρων καθηγητής πανεπιστημίου Σπυρίδων Λάμπρος στις 27/9.
Στις 16/9/1916 , όμως, κάτι επηρέασε συλλήβδην όλο τον κατοπινό ιστορικό και πολιτικό ρου της Ελλάδας. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, μαζύ με τον ένδοξο πολυνίκη ναύαρχο Παύλο Κουντουριώτη και κομματικούς του συνεργάτες, σε ένοπλο συλλαλητήριο που έγινε στα Χανιά της Κρήτης κάλεσε όλο τον ελληνικό λαό και το στρατό σε εθνικό συναγερμό, σε ένα «νέο μακεδονικό αγώνα», αφού οι ταπεινώσεις κι οι εξευτελισμοί της Ελλάδας είχαν σκορπίσει παντού, ήδη, ανείπωτη πίκρα.
Ο Βενιζέλος, που ήδη από τις 13/9 είναι και αρχηγός του κινήματος της Εθνικής Άμυνας, έχει ως άμεσους συνεργάτες του το ναύαρχο Κουντουριώτη, ως πριν από λίγες ημέρες γενικό υπασπιστή του βασιλικού Οίκου και το στρατηγό Παν. Δαγκλή (Τριανδρία). Με την προκήρυξη που εκδίδεται στα Χανιά κι εγκρίνεται ήδη από τις ανταντόφιλες - βενιζελικές περιοχές της χώρας (Κρήτη, Χίος, Λέσβος, Σάμος) -αφού με τη μετάβαση στη Θεσ/νικη της Τριανδρίας (26.9/4.10.1916) σχηματίζεται επαναστατική κυβέρνηση και με διενέργεια στρατολογίας σε μεγάλη κλίμακα αξιόμαχος στρατός- κηρύσσεται πόλεμος στο πλευρό της Αντάντ και κατά των Αυστρογερμανών και Βουλγάρων και επισημοποιείται οριστικά κι  ο «Διχασμός».
Ο Γάλλος ναύαρχος Φουρνιέ, επικεφαλής μοίρας του αγγλογαλλικού στόλου που ναυλοχούσε στο Κερατσίνι της Αττικής, απαιτεί, αρχές Νοεμβρίου του 1916, από τον Λάμπρο να τηρήσει τους όρους της «Αντάντ». Όταν εκείνος αρνείται και παρατάσσει τους φιλοβασιλικούς «επιστράτους» για να αντιμετωπίσει τους Γάλλους που είχαν φθάσει ως το μνημείο του Φιλοπάππου, οι δυνάμεις του Φουρνιέ από το Φάληρο βομβαρδίζουν τα ανάκτορα και -αποκλείοντας  (25/11) αυστηρά την παλαιά Ελλάδα- ζητούν από την πανικόβλητη κυβέρνηση να εγκαταλείψει ο ελληνικός στρατός την Πελοπόννησο τάχιστα.
Το μήνα αυτό αμαυρώνουν τα λεγόμενα «Νοεμβριανά», στιγμές εθνικής μικροψυχίας και μικροκομματικής, πολιτικής αντιπαλότητας και τραγωδίας.Οι «φιλοκωνσταντινικοί επίστρατοι» τα βράδια της 18-19/11/1916 ασύδοτοι και με τις ευλογίες του θρόνου και του Λάμπρου τρομοκρατούν, κακοποιούν, βεβηλώνουν καθετί βενιζελικό (πρόσωπα -περιουσίες- εφημερίδες) και δέχονται προς τούτο και τα επίσημα συγχαρητήρια του υπουργού στρατιωτικών της Αθήνας, Ι. Χατζόπουλου, που από τις 17 -μόλις- του ίδιου Νοέμβρη  είχε αναλάβει το υπουργείο προτάσει του βασιλιά.
Γελοιογραφία με το "ανάθεμα" κατά Βενιζέλου (13.12.1916)
Ενώ η Τριανδρία της Θεσ/νικης είναι οργισμένη για τα «Νοεμβριανά» και κηρύττει έκπτωτο τον Κων/νο, οι  αντιβενιζελικοί συνεχίζουν ακάθεκτοι τις αντεθνικές προκλήσεις. Στις 13/12 (παλ. ημερ/γιο), και με αυτό το γεγονός κλείνει το 1916, παναττικό αντιβενιζελικό συλλαλητήριο στο Πεδίο του Άρεως καταλήγει στο περιβόητο «ανάθεμα του ολετήρα του έθνους» Βενιζέλου. Επικεφαλής της τελετής έχει τεθεί ο μητροπολίτης Αθηνών, Θεόκλητος.
Στις πρώτες μέρες του  1917 ο Κων/νος  και η κυβέρνηση Λάμπρου πιέζονται αρκετά από τους Συμμάχους. Τεράστιες είναι οι αρνητικές οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες του αποκλεισμού μετά τα «Νοεμβριανά»: Η άσχημη συμπεριφορά των αγγλογαλλικών στρατευμάτων προς τους κατοίκους της Μακεδονίας, οι ελλείψεις σε τρόφιμα που μάστιζαν -  εξαιτίας του αποκλεισμού- την Παλαιά Ελλάδα κυρίως, η απόβαση του Φουρνιέ στον Πειραιά κι όροι των δυνάμεων της «Αντάντ» έθιξαν ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινής γνώμης, όχι απαραίτητα μόνον φιλοκωνσταντινικούς, και το έστρεψαν κατά των Συμμάχων.
 Η κυβέρνηση, λοιπόν, κι ο βασιλιάς μπρος στις ανταντικές πιέσεις και στη λαϊκή δυσφορία, στις 17/1/1917 υποχρεώνουν, παρουσία μελών της πολιτικοστρατιωτικής ηγεσίας των Αθηνών, τμήματα του ελληνικού στρατού με πολεμικές σημαίες στο Ζάππειο να αποτίσουν τιμές και να εκφράσουν την εθνική συγνώμη προς την «Αντάντ» για τα «Νοεμβριανά» έκτροπα.
Στις 5Απριλίου του 1917 παραιτείται, ενώ υπάρχουν πάμπολλα άλυτα προβλήματα, ο Λάμπρος κι η κυβέρνησή του και μετά από διαβουλεύσεις ανατίθεται ξανά στον Ζαΐμη η εντολή στις 14 του ίδιου μήνα. Ο βασιλιάς, που με τη βοήθεια της βασιλομήτορος Όλγας, προσπαθεί να προσεταιριστεί τον Τσάρο της Ρωσσίας, στις 23 Απριλίου βλέπει μεγάλο σε παλμό και πλήθος πανθεσσαλονικιώτικο συλλαλητήριο κατά του ίδιου και της μοναρχίας, αλλά  υπέρ της Δημοκρατίας
Εξάλλου, καθώς το Παλάτι κι η νέα κυβέρνηση Ζαΐμη δεν ικανοποιούν τους όρους της «Αντάντ», οι δυνάμεις της τελευταίας συζητούν με το Βενιζέλο, που δεν επιδοκιμάζει συνθήματα πολιτειακών αλλαγών, εγκρίνει το ενδεχόμενο απλώς αλλαγής του βασιλιά και εκθρόνισης του Κων/νου.
Οι χωρίς αποτέλεσμα επαφές της βασίλισσας Σοφίας με τη Γερμανία, οι αναταραχές στη Ρωσσία κι οι γαλλικές κυβερνητικές ανακατατάξεις δε βοηθούνε καθόλου το βασιλιά της Ελλάδας και ο «Εθνικός Διχασμός» κορυφώνεται όσο η Ιταλία θέλει να τον εκμεταλλευτεί κυριεύοντας τα Εφτάνησα (της αντιστέκεται ο βενιζελικός πολιτικός διοικητής Αλ. Παπαναστασίου) κι όσο οι υπουργοί  του Ζαΐμη είναι παντελώς άβουλοι κι ανίκανοι.
Στις 29/5/1917 (παλαιό ημερολόγιο) θα παιχτεί η προτελευταία πράξη του «Εθνικού Διχασμού». Ο Γάλλος Κάρολος Ζοννάρ ( ύπατος αρμοστής εκ μέρους της «Αντάντ» στην Ελλάδα από 15/5) ζητά από τον Αλεξ. Ζαΐμη να παραιτηθεί ο Κων/νος από τον ελληνικό θρόνο. Ο Κων/νος, όμως, αφού άκουσε τον πρωθυπουργό του, συνεκάλεσε Συμβούλιο του Στέμματος και παρά τις όποιες αρχικές αντιρρήσεις του, αναγκάζεται να παραιτηθεί και αφήνει το θρόνο (30/5/1917 π.η.) στο δευτερότοκο γιο του, Αλέξανδρο τον 1ο, αφού ο πρωτότοκος Γεώργιος ακολουθεί τον πατέρα του.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, αγέρωχος νικητής, καταφθάνει στις 13/6/1917 (π.η.) στην Αθήνα, ενώ ο Κων/νος βρίσκεται ήδη εκτός Ελλάδας.  Πρώτες κινήσεις του Βενιζέλου, συναινούντος και του βασιλιά Αλεξάνδρου, είναι ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης (14/6 π.η.), διάλυση της βουλής του Δεκεμβρίου του 1915 κι επαναφορά αυτής του Μάη της χρονιάς εκείνης («βουλή των Λαζάρων») κι η έξοδος στον πόλεμο στο φιλοανταντικό μέρος. Ταυτόχρονα, αρχίζει μια νέα εποχή, όπου δε θα λείψουν  και «διωγμοί» όσων φιλοβασιλικών είχαν κυνηγήσει τους βενιζελικούς κατά τον προηγηθέντα «Εθνικό Διχασμό».
Πηγές για το σημερινό μας δημοσίευμα, μεταξύ άλλων, στάθηκαν η "Ιστορία του Ελληνικού Εθνους" της Εκδοτικής Αθηνών, η "Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας" διά χειρός Γ. Κορδάτου και το συλλογικό έργο από τις εκδόσεις της εφημερίδας "Ελευθεροτυπία" στη σειρά "Ε- Ιστορικά" (28.11.2009), "Εθνικός Διχασμός 1916- 1917,  ο Κων/νος, ο Βενιζέλος και το "Ανάθεμα"".