174. Αθηναϊκή συμμετοχική δημοκρατία
Θα μπορούσε να θεωρηθεί ως ψηφοθηρία ή
λαϊκισμός, αλλά οι περί τα μέσα του 5ου αι. π.Χ. πολιτικοί της κλασικής Αθήνας, αρχής γενομένης
από τον Περικλή, επιδιώκουν την όσο γίνεται πιο πλατιά λαϊκή συμμετοχή στα
όργανα της πολιτείας, στα κέντρα λήψης των κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων. Η
λαϊκή συμμετοχή στα όργανα της πολιτείας οφείλεται, σύμφωνα με όσα σημειώνει ο
Ισοκράτης στον «Πανηγυρικό», στην πίστη των Αθηναίων ότι ήταν φοβερό οι πολλοί
να εξουσιάζονται από τους λίγους και οι φτωχοί, αν και δεν υστερούν σε τίποτα
άλλο από τους πλούσιους, να αποκλείονται από τη διαχείριση των κοινών. Οι
περισσότερες απ’ αυτές τις αποφάσεις, όμως, φέρουν, μετά το 450 π.Χ. ιδίως, σε
τέτοιο βαθμό τη «σφραγίδα» του Περικλή, ώστε, όπως γράφει ο Θουκυδίδης, «στα
λόγια, το πολίτευμα για τους Αθηναίους ήταν Δημοκρατία· στην πράξη, όμως, ήταν
μοναρχία», αφού ο γιος του Ξανθίππου, δίχως να τους κολακεύει όπως οι κατοπινοί
δημαγωγοί, τους έκανε ό,τι ήθελε!
Ο Περικλής αγορεύει στην Εκκλησία του Δήμου, Αθήνα του 5ου αι. π.Χ. |
Πρέπει, όμως, στο σημείο αυτό, να ιδούμε πιο
αναλυτικά και το ρόλο των Αθηναίων πολιτών κατά το «Χρυσό Αιώνα» του Περικλή
στη δημόσια ζωή, στα κέντρα λήψης των κοινωνικοπολιτικών αποφάσεων.
Στη διοίκηση, λοιπόν, σύμφωνα με τις αρχαιοελληνικές
γραφτές πηγές (ρητορικά κείμενα – ιστοριογραφία – Αριστοφάνης –
Αριστοτέλης,«Αθηναίων Πολιτεία» και «Πολιτικά»), εμπλέκονταν ο «Δήμος», η
«Βουλή» και οι πολυάριθμοι «άρχοντες». Η εκτελεστική εξουσία ανήκει στο «Δήμο»,
η «Βουλή» και οι «άρχοντες» ήταν εκτελεστικά όργανα των αποφάσεων του «Δήμου».
Παρά ταύτα, ο «Δήμος» περιόρισε το πεδίο της αναμίξεώς
του σε διοικητικές πράξεις, συνεχίζει, όπως βλέπουμε ιδίως στα χρόνια του
Πελοποννησιακού πολέμου, να ακούει ο ίδιος τους ξένους πρέσβεις και, το
χειρότερο, να αποφασίζει τα επίπεδα των επιστρατεύσεων και των πολεμικών
δαπανών και, ακόμη, να διευθύνει στρατιωτικές επιχειρήσεις ή ειρηνευτικές
αποστολές (Σικελική εκστρατεία 415 – 413 π.Χ. και αποστολή Ανδοκίδη και άλλων
στη Σπάρτη 392 – 390 π.Χ. λογουχάρη). Η διαδικασία θεσπίσεως νόμων ή ψηφισμάτων
από την Εκκλησία του Δήμου αποτελούσε εφαρμογή της άμεσης Δημοκρατίας.
Στην αρχαία Ελλάδα, ως «Εκκλησία του δήμου» ορίζεται η συνάθροιση των πολιτών σε
καθορισμένο μέρος και σε ορισμένο χρόνο, για να πάρουν αποφάσεις για τη δημόσια
ζωή της πολιτείας. ο θεσμός αυτός εξελίχθηκε σε ανώτερη και κυρίαρχη εξουσία
στα δημοκρατικά πολιτεύματα και ιδιαίτερα στην Αθήνα κατά τους χρόνους της
ακμής της (Περικλής). Κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., η Εκκλησία του Δήμου συνεδρίαζε τακτικά 40 φορές τον χρόνο
και έως και 43.000 Αθηναίοι πολίτες συμμετείχαν στη
διαδικασία των αποφάσεων της Αθηναϊκής δημοκρατίας.
Στην Εκκλησία του Δήμου δεν μπορούσαν να πάρουν μέρος οι
δούλοι, οι μέτοικοι και αυτοί που είχαν χάσει τα πολιτικά τους δικαιώματα. Στην
Αθήνα τόπος για συνάθροιση της Εκκλησίας του Δήμου ήταν η Πνύκα, κοντά στην
Αγορά και τον Άρειο Πάγο. Εκεί, στο βράχο, υπήρχε ένα βήμα, πάνω στο οποίο
μπορούσε κάθε πολίτης ν’ ανεβεί για να
μιλήσει και να πει ελεύθερα τη γνώμη του για τα θέματα που επρόκειτο να
ψηφιστούν. Η απόφαση παιρνόταν κατά πλειοψηφία και τα ψηφίσματα γράφονταν σε
λίθινη στήλη, που την τοποθετούσαν σε δημόσιο χώρο (στην Αγορά, στην Ακρόπολη ή
αλλού) και αποτελούσαν, έκτοτε, νόμο ή διάταγμα της πόλης.
Κάθε πολίτης είχε δικαίωμα να κάμει πρόταση
«ψηφίσματος». Έτσι, έπρεπε να υποβάλει
γραπτώς πρόταση νόμου στην Εκκλησία του Δήμου, όπου και διαβαζόταν, για να τη
μάθει όλος ο κόσμος και όποιος ενδιαφερόταν να μιλήσει γι’ αυτήν. Επιπλέον, η
πρόταση έπρεπε να τοιχοκολληθεί και στο οίκημα του «επώνυμου άρχοντα», ενός από
τους 9 άρχοντες, που αποτελούσαν την ανώτατη διοίκηση.
Η αποφασιστική αρμοδιότητα για την ψήφιση του νόμου ή
ενός ψηφίσματος ανήκει, πάντως, στην Εκκλησία του Δήμου, πράγμα που η Βουλή
αναγνώριζε με τη φράση: «ό,τι αν τω Δήμω δοκεί άριστον είναι». Τα διάφορα
«ψηφίσματα» άλλοτε έμοιαζαν με νομοθετικές ρυθμίσεις, άλλοτε με εισηγήσεις για
συνταγματικές αναθεωρήσεις, άλλες φορές με υπουργικές αποφάσεις ή έκτακτα
διατάγματα.
Με βάση τα στοιχεία, που έχουμε στη διάθεσή μας, από την
Αρχαιοελληνική Γραμματεία, της ψηφοφορίας στην Εκκλησία του Δήμου προηγείτο
συζήτηση, στην οποία μπορούσε να μετάσχει ελεύθερα κάθε πολίτης. Στην πράξη,
πάντως, η συζήτηση περιοριζόταν μεταξύ των επιφανών Αθηναίων πολιτικών. Η
ψηφοφορία γινόταν με ανάταση των χειρών. Ο Επιστάτης των Πρυτάνεων, ο οποίος
προέδρευε της συνεδριάσεως, καταμετρούσε τις ψήφους. Έστω και αν ο νόμος
ψηφιζόταν, ο Επιστάτης των Πρυτάνεων είχε τη δυνατότητα, είτε με δική του
πρωτοβουλία είτε με πρωτοβουλία άλλου βουλευτή ή πολίτη, να επαναφέρει την
πρόταση για συζήτηση.
Τα μέλη της Βουλής των 500 εκλέγονταν από τους πολίτες
που είχαν συμπληρώσει την ηλικία των 30 ετών. Από τις 10 φυλές που είχε η
αρχαία Αθήνα εκλέγονταν 50 εκπρόσωποι κάθε φυλής. Η Βουλή των 500 προετοίμαζε
όλα τα θέματα για την Εκκλησία του Δήμου και παρακολουθούσε την εκτέλεσή τους.
Ο Άρειος Πάγος ήταν ένα συμβούλιο που το αποτελούσαν
ισόβια μέλη, από όσους είχαν διατελέσει άρχοντες. Μέχρι το 461 π.Χ., είχε
σημαντική πολιτική δύναμη, αλλά, μετά από την μεταρρύθμιση του Εφιάλτη, ιδίως
κατά την παντοδυναμία του Περικλή, περιορίστηκε σε δικαστικά καθήκοντα.
Ο Εφιάλτης, λοιπόν, θέλησε να δώσει περισσότερα δικαιώματα στον Αθηναϊκό
λαό και ωθεί – με τον Αρχέστρατο, που καμιά άλλη πηγή δεν προβάλλει παρά μόνον
ο Αριστοτέλης («Αθηναίων Πολιτεία»), και με το νεαρό γιο του Ξανθίππου, τον
Περικλή, στο πλευρό του – την Εκκλησία του Δήμου να εκχωρήσει (462/1 π.Χ.) τις
μέχρι τότε πολιτικές αρμοδιότητες και εξουσίες του Αρείου Πάγου, που εκείνη την
εποχή είχε ταχτεί με το μέρος της Ολιγαρχικής παράταξης, στη Βουλή των 500,
στην Εκκλησία του Δήμου και στα Δικαστήρια. Ο Άρειος
Πάγος έχασε όλες τις αρμοδιότητές του εκτός από την εκδίκαση των υποθέσεων
ανθρωποκτονίας, καθώς και τα δικαιώματα ελέγχου της Βουλής των 500 και του
λαϊκού δικαστηρίου της Ηλιαίας,
που συνήθως χωριζόταν σε περισσότερα δικαστήρια με αρκετές εκατοντάδες μέλη το
καθένα.
Το λαϊκό δικαστήριο της Ηλιαίας, τέλος, είχε 6.000 μέλη,
τα οποία εκλέγονταν στην αρχή κάθε χρονιάς με κλήρο. Χωριζόταν σε δέκα τμήματα
των 500 μελών. Τα υπόλοιπα 1.000 μέλη ήταν αναπληρωματικά. Στην Ηλιαία μπορούσε
να καταγγείλει κανείς ακόμα και τις αποφάσεις των αρχόντων, αν τις θεωρούσε
άδικες και επιζήμιες για την πόλη.
Τα περισσότερα αξιώματα στην αρχαία Αθήνα (π.χ. δικαστές,
ελεγκτές των οικονομικών κλπ.) τα ασκούσαν πολλοί μαζί που εκλέγονταν με κλήρο,
οι άρχοντες. Κανένας δεν μπορούσε να αναλάβει για δεύτερη φορά το ίδιο αξίωμα.
Ο κλήρος εξασφάλιζε την πολιτική ισότητα. Όσοι είχαν κληρωθεί για τα διάφορα
αξιώματα δοκιμάζονταν, όπως βλέπουμε σε διάφορους λόγους του Λυσία (υπέρ
Μαντιθέου, κατά Φίλωνος, περί Ευάνδρου
δοκιμασίας), πριν τα αναλάβουν και ελέγχονταν όταν αποχωρούσαν. Μερικά από τα
δημόσια καθήκοντα που απαιτούσαν ιδιαίτερες γνώσεις και μεγάλη πείρα (π.χ.
αρχηγοί του στρατού, υπεύθυνοι για την ύδρευση της πόλης κλπ.) αναγνωρίζονταν
σε όσους διέθεταν αυτά τα προσόντα, όχι με κλήρο αλλά με εκλογή.
Πάντως, την περίοδο της Αθηναϊκής ηγεμονίας,
στο εσωτερικό της Αθήνας, θεσπίστηκε η
καταβολή (μικρών) αποζημιώσεων που αντιστοιχούσαν τουλάχιστον σε ένα
ημερομίσθιο για όσους έπαιρναν ενεργό μέρος στην πολιτική ζωή. Ο λόγος; Για να
έχει ισχύ κόντρα στους αντιπάλους της η Δημοκρατία, πρέπει να συμμετέχουν όσο
το δυνατό περισσότεροι πολίτες στις συνεδριάσεις της Βουλής και των
δικαστηρίων, αλλά και στις διοργανώσεις των μεγάλων δημόσιων γιορτών.
Το ημερομίσθιο όσων συμμετείχαν στην Εκκλησία
του δήμου ήταν στην αρχή ένας οβολός. Και αργότερα, μεταπολεμικά, επί Αγύρριου
(400 – 393 π.Χ.), έφτασε στους 3 οβολούς. Έτσι, θα μπορούσε και η φτωχολογιά να
λάβει μέρος στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας, αφού δε θάχε πλέον το φόβο μήπως
η, λόγω της συμμετοχής στα πολιτικά κέντρα, παραμέληση των αγροτοκτηνοτροφικών
δουλειών θα του στερούσε τα προς το ζην.
Ο ημερήσιος μισθός όποιων υπηρετούσαν ως
δικαστές ήταν τρεις οβολοί (μισή δραχμή δηλαδή, ποσό που τότε αντιστοιχούσε στο
ημερομίσθιο ενός ανειδίκευτου εργάτη). Όπως έγραψε ο Αριστοτέλης στην «Αθηναίων
Πολιτεία», «ο Περικλής (μετά
από υπόδειξη του στενού του πολιτικού συνεργάτη, Δαμωνίδη από την Οίη) πρώτος
έδωσε μισθό στους δικαστές για να συναγωνιστεί τον Κίμωνα που ήταν πλούσιος και
ξόδευε για το λαό […] Μερικοί τον κατηγορούν ότι από τότε χειροτέρεψε η
κατάσταση επειδή παρευρισκόταν στην κλήρωση όποιος τύχαινε και όχι οι
ευκατάστατοι. Άρχισαν επίσης να χρηματίζονται οι δικαστές και πρώτος έδωσε το
παράδειγμα ο Άνυτος μετά τη στρατηγία του στην Πύλο. Όταν κατηγορήθηκε από
μερικούς ότι έχασε την Πύλο, δωροδόκησε το δικαστήριο και αθωώθηκε…».
Ποιοι ήταν, όμως, όσοι κατηγόρησαν τον
Περικλή για την πολιτική του αυτή και τους οποίους είχε στο νου του ο
Αριστοτέλης; Την απάντηση βρίσκουμε στο διάλογο «Γοργία» του Πλάτωνος, σ’ ένα
χωρίο, που, μάλλον, απηχεί όσα πίστευε ο Πλάτων και οι ομοϊδεάτες του,
Ολιγαρχικοί αντίπαλοι του Περικλή: «Εγώ,
τουλάχιστον, αυτά ακούω, ότι δηλαδή ο Περικλής έκανε τους Αθηναίους οκνηρούς,
δειλούς, φλύαρους και άπληστους, διότι πρώτος εισήγαγε την πληρωμή μισθών στους
πολίτες για τις υπηρεσίες που προσφέρουν στην πόλη».
Ο μισθός των 500 βουλευτών, οι οποίοι ήταν
και αυτοί κληρωτοί, αλλά έκαναν, όμως, μια πολύ υπεύθυνη και κοπιαστική
εργασία, ήταν μια δραχμή την ημέρα για τους πρυτάνεις και πέντε οβολοί για τους
υπόλοιπους βουλευτές.
Επανερχόμενοι στα μέτρα του Περικλή, ας
τονιστεί με νόμο που εισήγαγε, το δημόσιο πλήρωνε και το εισιτήριο των πολιτών
στις θεατρικές παραστάσεις, τα λεγόμενα «θεωρικά». Τα «θεωρικά» επεκτάθηκαν
αργότερα και σε άλλες δημόσιες εορτές και πανηγύρεις. Διαχειριστές του
επιδόματος των «θεωρικών» ήταν 10 πολίτες, που εκλεγόντουσαν με κλήρο, 1 από
κάθε φυλή, στη γιορτή των «Μεγάλων (ή εν άστει) Διονυσίων».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου