178. Οι πρώτες μέρες του Καποδίστρια ως Κυβερνήτη
Το 1828 αρχίζει με την άφιξη του πρώτου Κυβερνήτη της Ελλάδας, Ιωάννη Καποδίστρια, στις 6 Ιανουαρίου, στο Ναύπλιο, όταν το Αγγλικό δίκροτο «Warspite», που τον μετέφερε, έφτασε εκεί, γιατί η θαλασσοταραχή δεν το άφησε να πλεύσει κατευθείαν στην Αίγινα, που ήταν η έδρα της προσωρινής ελληνικής κυβέρνησης. Τι βρήκε στην Ελλάδα; Χάος!
«Στη στεριά – γράφει ο Τ. Βουρνάς – επικρατούσε
το δίκαιο της αρπακτικότητας του τοπάρχη κοτζαμπάση και στη θάλασσα η
πειρατεία. Ο Μοριάς ήταν ρημαδιό. Κάθε μεγαλοκαπετάνιος που κρατούσε ένα κάστρο
(Μονεμβασιά ο Πετρόμπεης, Ακροκόρινθο ο Κίτσος Τζαβέλλας, Παλαμήδι ο Γρίβας και
ο Στράτος) τυραννούσε σαν κατακτητής το γυμνό και άστεγο πληθυσμό... Παραγωγή
δεν υπήρχε, ούτε χέρια να επιδοθούν στην καλλιέργεια της γης λόγω της
ανασφάλειας. Ο πληθυσμός είχε καταφύγει στα βουνά και τις σπηλιές. Είκοσι πέντε
χιλιάδες μαχητές περιπλανώνταν χωρίς καμιά μισθοδοσία ή ενίσχυση, ενώ οι
μοναδικές δημόσιες πρόσοδοι (δεκάτη και τελωνειακές εισπράξεις του Αναπλιού) δε
λειτουργούσαν. Κράτος, δηλαδή, και στην πιο υποτυπώδη του έννοια δεν υπήρχε».
Στο καλωσόρισμα του Κυβερνήτη, όμως, ο λόγιος Θεόφιλος
Καΐρης αναφέρει: « Χαίρε και Συ Κυβερνήτα της
Ελλάδος, διότι μετά τοσούτον πολυχρόνιον αποδημίαν, επιστρέφεις εις την κοινήν
πατρίδα, την βλέπεις, την χαιρετάς όχι πλέον δούλην και στενάζουσαν υπό τον
ζυγόν, αλλ' ελευθέραν, αλλά δεχομένην σε Κυβερνήτην, και περιμένουσαν να Σε ίδη
να οδηγήσης τα τέκνα της εις την αληθινήν ευδαιμονίαν και εις την αληθινήν
δόξαν. Ζήθι! Αλλ' έχων ιερόν έμβλημα «ο Θεός και η δικαιοσύνη κυβερνήσουσι την
Ελλάδα». Ζήθι! Αλλά κυβερνών ούτως ώστε να αισθανθή η πατρίδα, να καταλάβωμεν
και ημείς, να επαναλάβη η αδέκαστος ιστορία, να αντηχήσωσιν όλοι οι αιώνες, ότι
ου Συ, ουδέ ο υιός σου, ουδέ ο οικείος σου, ουδέ ο φίλος σου, ουδέ πνεύμα
φατρίας, αλλ' αληθώς αυτός ο νόμος του Θεού, αυτό το δίκαιον, αυτοί της Ελλάδος
οι θεσμοί κυβερνώσι την Ελλάδα δια Σου.».
Ας ιδούμε, όμως, και πώς περιγράφει την κατάσταση
στην Ελλάδα στις αρχές του 1828 μια Έκθεση του Α. Λόντου, Γραµµατέα των
Εσωτερικών και της Αστυνοµίας, προς τον άρτι αφιχθέντα Κυβερνήτη. «Εις την
Ελλάδα δεν υπάρχουσιν ούτε εµπόριον, ούτε τέχναι, ούτε βιοµηχανία, ούτε
γεωργία. Οι χωρικοί δεν σπείρουσι πλέον, διότι δεν έχουσι πεποίθησιν ότι
θέλουσι θερίσει και αν θερίσωσι δεν ελπίζουσι να φυλάξωσι τους καρπούς των από
τον στρατιώτην. Ο έµπορος δεν είν’ ασφαλής εις τας πόλεις. Τρέµει δ’ από τον
φόβον των πειρατών, οι οποίοι έχουσιν ανοικτά τα όµµατα και περιµένουσι τα
πλοία εις την διάβασίν των να τα προσβάλλωσιν. Η δολοφονία καλύπτει την κλοπήν
µε την µυστικότητα. Ο τεχνίτης δεν είναι βέβαιος ότι θα πληρωθή δια την
εργασίαν του. Το δικαίωµα του ισχυροτέρου είναι το µόνον, όπου υπάρχει
πραγµατικώς. Οι κοινωνικοί δεσµοί παρελύθησαν (...)».
Στις 11 Ιανουαρίου 1828, ως Κυβερνήτης της Ελλάδας, ο Ι. Καποδίστριας, με το «Warspite» ξανά, αποβιβάστηκε στην Αίγινα,
ανακηρύσσοντάς την και σε πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους. Το νησί
γνώρισε τότε μια νέα, σύντομη όμως, περίοδο άνθησης. Κατασκευάστηκαν πολλά
δημόσια κτίρια, ιδρύθηκαν Παρθεναγωγείο, Μουσείο, Εθνική Τράπεζα, Εθνικό
Τυπογραφείο, Σχολή Ευελπίδων, Εθνική Βιβλιοθήκη, Νομισματοκοπείο. Εδώ κόπηκε
και το πρώτο νεοελληνικό νόμισμα, ο φοίνικας, από το μυθικό πτηνό που
αναγεννιέται από την τέφρα του. Επίσης, εγκαταστάθηκαν στο νησί αρκετοί
σημαντικοί πνευματικοί άνθρωποι (Γ. Γεννάδιος, Α. Μουστοξύδης, Α. Γαζής κ.ά.)
και αγωνιστές (Κανάρης, Τρικούπης, Μαυρομιχάλης). Ο πληθυσμός της Αίγινας
άγγιξε τότε τις 100.000. Στις 3 Οκτωβρίου 1829, όμως, η πρωτεύουσα μεταφέρεται στο Ναύπλιο.
Όταν το βουλευτικό κάλεσε τον Καποδίστρια, στα μέσα του
Γενάρη του 1828, να ορκιστεί στο
Σύνταγμα, εκείνος φέρεται ότι απάντησε: «Δεν
είναι δυνατόν, αδελφοί, να ορκισθώ τον όρκον του συντάγματος, διότι δεν εμπορώ
να σας υποσχεθώ να φυλάξω ό,τι δεν έχετε και ό,τι δεν με παραδίδετε. Αλλά σας
υπόσχομαι να προσπαθήσω διά την ανεξαρτησίαν της Ελλάδος όσον δύναμαι». Ένα μήνα,
όμως, μετά (9/2/1828), ο Ιμπραήμ καταστρέφει συθέμελα την Τρίπολη και
περιορίζεται στο τρίγωνο Μεθώνης – Κορώνης
– Νεοκάστρου στη Μεσσηνία.
Αρχές
19ου αιώνα, ο αριθμός των ελληνικών πλοίων που επιδίδονται σε
πειρατικές επιδρομές αυξάνεται σταθερά εξαιτίας της δυσμενούς τροπής που
παίρνει ο Αγώνας. Στις αρχές του 1828 ήταν περί τα 1.500 πλοία και 50.000
ναύτες που ασχολούνται συστηματικά με την πειρατεία και λυμαίνονται το Αιγαίο.
Από τον Ελλήσποντο ως τη Ρόδο και τα ανατολικά παράλια της Πελοποννήσου οι
πειρατές προκαλούν με τη δράση τους πάμπολλα προβλήματα. Αυτός που, τελικά,
κατόρθωσε να ελέγξει την κατάσταση, ήταν ο Καποδίστριας όταν ήρθε ως Κυβερνήτης
στην Ελλάδα. Η καταστολή της πειρατείας υπήρξε άμεση και εντυπωσιακή. Η
πειρατεία εκριζώθηκε με τη σύσταση δύο ελληνικών μοιρών υπό τον Ανδρέα Μιαούλη
και τον Κωνσταντίνο Κανάρη.
Ενώ, όμως, ο Τσάρος
Νικόλαος ο 1ος κηρύσσει, χωρίς την αγγλογαλλική συγκατάθεση, το
β’ δεκαπενθήμερο του Απρίλη 1828 τον εδώ
και καιρό αναμενόμενο υπέρ της ελληνοτουρκικής κατάπαυσης των εχθροπραξιών
ρωσοτουρκικό πόλεμο, ο Καποδίστριας εκδηλώνει τα ρωσόφιλα αισθήματά του και
τρίβει από τη χαρά τα χέρια του, όταν καταφθάνει τσαρικό δάνειο 2.000.000
φράγκων με τόκο δήθεν 3% και η τσαρίνα του χαρίζει 200.000 ρούβλια.
Κατά τα λοιπά, όλος ο Μάης αναλίσκεται σε πολεμικές
επιχειρήσεις δίχως θετικά αποτελέσματα, παρά τις ηρωικές θυσίες ( θάνατος
Χατζημιχάλη Νταλιάνη & Κυριακούλη Αργυροκαστρίτη στο Φραγκοκάστελλο
Σφακίων), για τους Έλληνες. Σοβαρή
απώλεια ήταν κι ο θάνατος του Φραγκίσκου Άμπνεϊ Άστιγξ, που υπέκυψε στα
τραύματά του στη Ζάκυνθο, ενώ είχε λαβωθεί σε ναυτική επιχείρηση στο Αιτωλικό
(20/5/1828), την οποία υποστήριζε χερσαία και ο Τσορτς. Προσωρινός στόλαρχος διορίστηκε
ο Κορσικανός Πισάνο, αλλά, επειδή ήταν τελείως ανίδεος, ο Καποδίστριας έβαλε
τον Υδραίο Κριεζή. Μάλιστα, τον ίδιο περίπου καιρό, ο Κυβερνήτης διόρισε τον
αδελφό του, Αυγουστίνο, στρατηγό, κάτι που προξένησε πολλά σχόλια!
Για να διώξουν τις αιγυπτιακές δυνάμεις και τον Ιμπραήμ
από την Πελοπόννησο, οι Αγγλογάλλοι αποφασίζουν στις αρχές του Ιούλη του 1828
να στείλουν δικό τους στρατό. Ενώ ο Αλέξανδρος Υψηλάντης πεθαίνει σε φυλακή της
Βιέννης στις 20/7/1828, μια βδομάδα μετά, ο βασιλιάς της Γαλλίας Κάρολος
θ’ αποστέλλει, αρχής γενομένης το μήνα
αυτό, στην κυβέρνηση Καποδίστρια κάθε μήνα 500.000 φράγκα και ο Βρετανός
ναύαρχος – νικητής του Ναβαρίνου
Κόδριγκτον υποχρεώνει το Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου (συνθήκη Αλεξάνδρειας, 27/7 ή
9/8/1828) να ανακαλέσει το γιο του Ιμπραήμ από την Πελοπόννησο και να
απελευθερώσει όσους Έλληνες αιχμαλώτους είχε στην Αίγυπτο.
Προς τούτο, τέλη Αυγούστου – παρότι οι Άγγλοι τελικώς αναγκάζονται να
μην αποστείλουν δικές τους δυνάμεις και να μην πάρουν θέση ούτε υπέρ των
Ελλήνων, ούτε υπέρ των Τούρκων! – πολυάριθμο Γαλλικό εκστρατευτικό σώμα υπό τις
διαταγές των στρατηγών Μαιζών (: Maison Nicolas – Joseph, 1770 – 1840, Γάλλος στρατάρχης, διπλωμάτης και
πολιτικός, υπουργός εξωτερικών το Νοέμβρη του 1830 και στρατιωτικών 1835 – ’36
), Σεμπαστιανί (: Sebastiani Horace – Francois, 1772 – 1851, Γάλλος
στρατιωτικός, πολιτικός και διπλωμάτης, υπουργός εξωτερικών 1830 – ’32),
Σνάιντερ (: Schneider Virgile, 1779 – 1847, στρατιωτικός και πολιτικός, υπουργός
στρατιωτικών 1839 – ’40) φτάνει στην
Πελοπόννησο. Η παρουσία των Γάλλων οφειλόταν περισσότερο στο ότι ήθελαν να
φανούν κι αυτοί «φίλοι» στους Έλληνες, την ώρα που η Ρωσία, πολεμώντας
κατά των Τούρκων και προελαύνοντας στα
Β. Βαλκάνια, αύξανε την επιρροή της.
Ο Ιωάννης Καποδίστριας κατέβηκε το Γενάρη του 1828 στην Ελλάδα |
Ο Άγγλος ναύαρχος Κόδριγκτον χρησιμοποιεί σκληρούς
χαρακτηρισμούς για την άφιξη του Μαιζών, του οποίου, πράγματι, η δραστηριότητα
ήταν αρεστή στους γαλλόφιλους, αλλά περιφρονητική και, κατά συνέπεια, «οχληρή»
για τον Καποδίστρια και τους άλλους Έλληνες. Και τούτο, γιατί οι Γάλλοι καταλάμβαναν
φρούρια επ’ ονόματί του και ύψωναν σ’ αυτά τη γαλλική σημαία και – δίχως να
αναγνωρίζει τους απεσταλμένους της ελληνικής κυβέρνησης – ο Μαιζών, ενώ
βιαζόταν να «ξεπλύνει» το κλονισμένο μετά τη συνθήκη της Αλεξάνδρειας γαλλικό
γόητρο και να εγκαταστήσει στα πελοποννησιακά κάστρα (Κορώνη, Μεθώνη, Ναβαρίνο,
Χλεμούτσι Ηλείας, Πάτρα) το στρατό του που βασανίζεται από θέρμες, διοικούσε
όσες περιοχές κυρίευαν οι στρατιώτες του όπως αυτός ήθελε.
Το Γαλλικό, πάντως, σώμα, κατά την παραμονή του στο Μοριά,
επιδόθηκε και μάλιστα με αξιοσημείωτη επιτυχία, σε τεχνικά έργα, όπως είθισται
σε ειρηνική περίοδο (καλλιέργεια γης, φτιάξιμο γεφυριών, άνοιγμα δρόμων,
ανοικοδόμηση οικισμών κ.α.). Για τις υπηρεσίες του, βέβαια, επί ελλαδικού
εδάφους, το Μάη του 1829, ο Μαιζών θα λάβει τη ράβδο του στρατάρχου, ανώτατη
τιμητική διάκριση στο Γαλλικό στρατό.
Νωρίτερα, με τα γαλλικά και ρωσικά χρήματα, ο
Καποδίστριας, που είχε δώσει
όρκο ως κυβερνήτης ότι θα επιδείκνυε σεβασμό στη Συνθήκη του Λονδίνου, στην
οποία είχαν καταλήξει, τον Ιούλη του 1827, για το ελληνικό ζήτημα η Ρωσία, η
Αγγλία και η Γαλλία και ταυτόχρονα ότι θα εκπλήρωνε τις αποφάσεις των Εθνοσυνελεύσεων
της Επιδαύρου, του Άστρους και της Τροιζήνας, είχε στείλει (31/5/1828) το Δ. Υψηλάντη, μόλο που
δεν τον χώνευε, στη Ρούμελη για «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις», μαζύ με τον
Τσορτς. Ταυτόχρονα, διόρισε και το Θ.
Κολοκοτρώνη αρχιστράτηγο, από φόβο μήπως ξεσηκωθεί εναντίον του ο Μοριάς, ενώ ο
Φαβιέρος, επειδή δεν του έδιναν και τόση σημασία ξανά, υπέβαλε την παραίτησή
του.
Ο Δ. Υψηλάντης, το καλοκαίρι, λοιπόν, του 1828,
βρισκόταν στα Μέγαρα και για να διατηρεί ετοιμοπόλεμο και πειθήνιο το στράτευμά
του έκανε μια σειρά γυμνάσια και επέβαλε και τιμωρίες. Ο Καποδίστριας φοβήθηκε
στρατιωτικό πραξικόπημα μάλλον και γι’ αυτό
και έγγραφη επίπληξη για «διασπάθιση χρημάτων» του έστειλε και τον αδελφό του,
Αυγουστίνο, με το ταγματάρχη Ρίχτερ να επιθεωρήσουν τον Υψηλάντη. Ο Υψηλάντης
ήταν πολύ πικραμένος από τη μεταχείριση αυτή, αλλά δεν το έδειξε και στον
αντίποδα, οργάνωσε πρόθυμα μιαν επιχείρηση κατά των Πλαταιών (18/8/1828).
Έτσι
στις 5 Ιανουαρίου 1828, τις ημέρες που ο Καποδίστριας έφτανε στο Ναύπλιο ως
Κυβερνήτης της Ελλάδος, ο Χατζημιχάλης Νταλιάνης, αφού δέχτηκε πρόταση του
Εμμανουήλ Αντωνιάδη, αποβιβάστηκε στην Γραμπούσα. Πρέπει να γραφεί και ότι ο
Καποδίστριας εμφανίστηκε, σε μιαν τυχαία συνάντησή τους μεσοπέλαγα ενώ ο ίδιος
κατευθυνόταν στο Ναύπλιο και ο Νταλιάνης κατέβαινε στην Κρήτη, δισταχτικός,
ίσως και «ψυχρός» απέναντι σε Αντωνιάδη και Νταλιάνη και τον αγώνα των
Κρητικών, που είχαν ως γενικό επιτελάρχη τον Ι. Χάλη. Η επιφυλακτικότητα, όμως,
του Κυβερνήτη θα μπορούσε να μην ερμηνευτεί ως αδιαφορία του προς την Κρήτη,
αλλά να οφειλόταν στην πενιχρή ενημέρωση που είχε, πιθανότατα, για το Κρητικό
ζήτημα τη δοσμένη στιγμή! Αργότερα, όμως, έδειξε ο Καποδίστριας τέτοια
προσήλωση στην απελευθέρωση της Κρήτης, μέχρι, μάλιστα, του σημείου, σύμφωνα με
το Γ. Ασπρέα, να ψεχθεί ότι, εξαιτίας της μεγαλονήσου, παραμέλησε σχεδόν την
επέκταση των συνόρων της Ελλάδος προς Βορρά.
Ενώ,
λοιπόν, ο Χατζημιχάλης βρίσκεται στη Γραμπούσα ακόμα, φτάνουν στην Κρήτη
αγγλικός (μοίραρχος Τ. Σταίηνς) και γαλλικός (Ρεβερσών) στόλος και ο
Καποδίστριας στέλνει τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο και τον Χάμιλτον, για να
πατάξουν την πειρατεία της Γραμπούσας. Οι Γραμπουσιανοί δήλωσαν στο
Μαυροκορδάτο ότι έχει πάψει η πειρατεία, που ήταν σε «έξαρση» το φθινόπωρο του
1827, στην περιοχή τους και ότι τα πλοία τους «παρενοχλούν» μόνο τουρκικά και
αρνούνται να παραδώσουν τα 8 πλοία τους, αλλά ο Σταίηνς, στις 19/1/1828, τα
κανονιοβολεί, δίχως να τα πλήξει. Λίγο μετά, οι σύμμαχοι κατέλαβαν τα κρητικά
πλοία και ο Μαυροκορδάτος έφυγε από το νησί.
Όταν
έφτασαν ο Μαυροκορδάτος και οι Γ. Καλλέργης και Κ. Κριτοβουλίδης στο Ναύπλιο, ο
Κυβερνήτης έδειξε το πραγματικό του ενδιαφέρον για την Κρήτη. Συγκεκριμένα,
διέταξε να σταλούν στο νησί εφόδια, τρόφιμα και στρατός και διόρισε φρούραρχο
της Γραμπούσας τον Άγγλο Ουρκουάρτ, που σκοτώθηκε, όμως, λίγο μετά τον ερχομό
του στην Κρήτη. Τότε, εγκαταστάθηκε στο φρούριο και Αγγλογαλλική φρουρά, ενώ τα
τέλη Μάρτη του 1828, αφού, εντωμεταξύ, ο Αλβανός μέχρι τότε πασάς της Κυδωνίας
Μουσταφά είχε τοποθετηθεί και γενικός διοικητής Κρήτης από τον Ιμπραήμ, ο
Καποδίστριας στέλνει το ναύαρχο Σαχτούρη στη Γραμπούσα, για να ιδεί εάν ο
Χατζημιχάλης έχει ανάγκη ή αποστολής βοήθειας ή υλικού και για να πληροφορηθεί
την κατάσταση εν γένει στην Κρήτη και τις δυνατότητες επιτυχούς έκβασης της Επανάστασης
στο νησί.
Τους
επόμενους μήνες, όμως, οι μάχες, που έγιναν στα Σφακιά με αποκορύφωμα την
πολιορκία στο Φραγκοκάστελλο, ήσαν σκληρές και άνισες μπροστά στον πολυάριθμο
Τούρκικο στρατό και ο Νταλιάνης βρήκε ηρωικό θάνατο με τους «Δροσουλίτες» του
(18 Μάη 1828), αλλά οι δυνάμεις των Τούρκων υπό τον Μουσταφά έπαθαν «γερό
στραπάτσο», διαδοχικές ήττες, στο δρόμο της επιστροφής προς τα Χανιά.
Ο
Κυβερνήτης, από μέσα Ιουλίου της χρονιάς αυτής, θα πέμψει στα Σφακιά και το
Γερμανό βαρόνο Ρέινεκ, ως αρμοστή και ως έμπιστο αντιπρόσωπό του, για να πείσει
τους Κρητικούς να πάψουν να πολεμούν.
Οι
Κρητικοί, ιδίως οι Σφακιανοί που είχαν πάρει θάρρος από τις τελευταίες νίκες
τους κατά των δυνάμεων του Μουσταφά, δεν πειθάρχησαν στον Καποδίστρια, στον
οποίο ο Ρέινεκ γνωστοποίησε τις αντιδράσεις τους. Και ενώ οι Άγγλοι είχαν
καταλάβει τη Γραμπούσα κι είχαν διαλύσει τη φρουρά της, όλη η μεγαλόνησος – εκτός από τη Σητεία – ήταν, το καλοκαίρι του 1828, στα χέρια των
επαναστατών κι οι Τούρκοι περιορισμένοι στα φρούρια.
Στα
μέσα Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, είχαμε και μια νικηφόρα μάχη για τους
Κρητικούς στη Μεσαρά, η οποία επέφερε και το θάνατο του ωμότατου αρχηγού των
Τούρκων του Μεγάλου Κάστρου, Αγριολίδη, κάτι που ώθησε τους εξαγριωμένους
Τούρκους, έως το τέλος του ίδιου μήνα, σε πολυαίμακτα αντίποινα, σε Ρέθυμνο και
Ηράκλειο. Να γραφεί και πως ο Ρέινεκ, θέλοντας και μη, δέχτηκε τη συνέχιση της Επανάστασης
και τότε αναδιοργανώθηκε το «Κρητικό Συμβούλιο» και ένα «Στραταρχείο», ένα
είδος οικουμενικής στρατοκρατικού διευθυντηρίου του Αγώνα (κάθε επαρχία,
Κυδωνία, Ρέθυμνο, Μεγάλο Κάστρο είχε από έναν εκπρόσωπο με το βαθμό του στρατάρχη,
ενώ τα Σφακιά είχανε 2).
Οι
Αγγλογάλλοι, τον Οχτώβρη, όμως, του 1828, φτάνοντας στα Χανιά (Σούδα),
απέκλεισαν το νησί, για να συνάψουν ανακωχή και να μη συνεχίζεται η απόβαση κι
ο ανεφοδιασμός του αιγυπτιακού στρατού.
Σχετικά με την ανακωχή, τον επόμενο μήνα και έως τα μέσα Δεκεμβρίου,
πραγματοποιήθηκαν, δίχως, όμως, να τελεσφορήσουν, τρεις συναντήσεις μεταξύ
Τούρκων και Κρητικών εκπροσώπων για το οξύτατο πρόβλημα της οροθεσίας των
περιοχών που θα επιτρεπόταν η κίνησή τους αντιστοίχως. Τόπος διεξαγωγής της πρώτης συνάντησης ήταν η
ναυαρχίδα του Άγγλου στόλαρχου, Μάλκολμ, ενώ οι άλλες δύο έγιναν στον Άγιο
Ελευθέριο.
Ο
Ιωάννης Καποδίστριας, που θέλει στο ελληνικό κράτος την Κρήτη, για να μην
αποτελέσει το νησί τουρκικό ορμητήριο επιθέσεων προς Αιγαίο ή Πελοπόννησο
(υπόμνημα 11/9/1828), στέλνει τον Τομπάζη (φθινόπωρο 1828) να βοηθήσει τους
Κρητικούς που ‘ χαν μαζευτεί απ’ όλο το
νησί (Σφακιά, Αποκόρωνα, Ρέθυμνο, Αγιοβασιλιώτες κ.α.) να καταλάβουν τη Σητεία
(η απόπειρα κατέληξε σε απελευθέρωση της πόλης το Δεκέμβρη του 1828, ενώ ο
Άγγλος ανθέλληνας και μετριοπαθής συντηρητικός υπουργός εξωτερικών Άμπερντην (George Hamilton Aberdeen: υπουργός
εξωτερικών από το 1828 έως το 1830 και από το 1841 έως το 1846 και, κατόπιν,
πρωθυπουργός της Αγγλίας, 1852 –’55), με έγγραφό του, στις 8 του ίδιου μήνα,
είχε τονίσει την πρόθεση της κυβέρνησής του να μην περιέλθει η Κρήτη στο κράτος
του Καποδίστρια ή σε καμιά άλλη πλην των Τριών Δύναμη, γιατί έτσι θα βλάπτονταν
τα συμφέροντα των Μεγάλων Δυνάμεων).
Μα ο Ιμπραήμ μαζύ με τα τελευταία τουρκοαιγυπτιακά
στρατεύματά του αποχωρώντας στις 2 Οκτωβρίου του 1828, διευκολύνει το Γαλλικό
στρατό να καταλάβει, μέσα στις επόμενες μέρες, τα φρούρια της Μεθώνης, της
Κορώνης, του Νεοκάστρου, του Ρίου και των Πατρών. Η κατάληψη του φρουρίου του
Ρίου από τα Γαλλικά στρατεύματα, τον Οχτώβρη του 1828, σήμανε και την
εκμηδένιση της τουρκοαιγυπτιακής αντίστασης στη δυτική Ελλάδα. Το
κάστρο του Ρίου, που παραδόθηκε στους Γάλλους στις 30/10/1828, παρέλαβε και
έγινε ο πρώτος φρούραρχός του ο Κρητικός αξιωματικός Νικόλαος Τριτάκης.
Αξίζει να σημειωθεί και ότι κατά την κατάληψη του
φρουρίου της Πάτρας από τους Γάλλους συνυπογράφηκε πρωτόκολλο, σύμφωνα με το
οποίο οι Μουσουλμάνοι θα έφευγαν με φορτηγά πλοία για Σμύρνη και Αλεξάνδρεια,
παίρνοντας μαζί και τον οπλισμό και την κινητή τους περιουσία. Αμέσως μετά την
αποχώρηση των Τουρκοαιγυπτίων, τα τεμένη τους μετατράπηκαν σε νοσοκομεία, λόγω
κρουσμάτων ελώδους πυρετού και πανούκλας, που είχε εκδηλωθεί στην περιοχή των
Καλαβρύτων. Το πρωτόκολλο αυτό υπογράφηκε στις 7/10/1828, επικυρώθηκε δε από το
στρατηγό Σνάιντερ.
Αφού «καθάρισε», λοιπόν,
από τους Τούρκους ο Μοριάς, «κερδισμένος» βγήκε ο Υψηλάντης, που
διατάχτηκε να προχωρήσει στη Βοιωτία. Ως το τέλος της χρονιάς, τα πράγματα για
τις ελληνικές δυνάμεις ήταν εύκολα, ιδίως για το Δημήτριο Υψηλάντη, ο οποίος,
τέλη του 1828, έφτασε – μετά το
Στεβένικο, το Μαρτίνι και τη Λιβαδειά –
στα Σάλωνα, ενώ Τζαβέλας και Στράτος κατελάμβαναν το Καρπενήσι και τη Βόνιτσα
Αιτωλοακαρνανίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου