Δευτέρα 12 Μαρτίου 2018

B. 37.  Η Νεότερη Ιστορία της Μακεδονίας (14ος αι. - 1904)
Ο χώρος της Μακεδονίας υπήρξε ανέκαθεν «μήλον της έριδος» για τους βαλκανικούς λαούς. Ο ανταγωνισμός στην περιοχή ξεκίνησε τη δεκαετία του 1890 και οξύνθηκε στο ξεκίνημα του 20ου αιώνα. Τα χρόνια αυτά, οι τουρκικές κτήσεις επί ευρωπαϊκού εδάφους εκτείνονται από τις ακτές της Αδριατικής, σε Ήπειρο, Ήπειρο, Αλβανία, νότια Δαλματία, έως τη Θράκη. Τις περιοχές αυτές, λόγω γειτνίασης, «εποφθαλμιούσαν» στο μεν βορρά η Βουλγαρία, το Μαυροβούνιο κι η Σερβία, στο δε νότο η Ελλάδα, δίχως να το κρύβουν κιόλας.
Έτσι, το επίμαχο «κομμάτι» της βαλκανικής «πίτας» είναι η Μακεδονία, στην ευρύτερη σημασία του γεωγραφικού όρου. Στη Μακεδονία ζούσανε συμπαγείς ελληνικοί πληθυσμοί στα νότια διαμερίσματα, ενώ στα βόρεια κατοικούνε αραιότεροι ελληνικοί, ανάμειχτοι, όμως, με βουλγαρικά, αλλά και σερβικά στοιχεία (βορειοδυτικά), χωρίς να λείπουν στα ορεινά οι δολεροί ρουμανίζοντες Κουτσόβλαχοι. Οι πληθυσμοί αυτοί μέχρι την ίδρυση της βουλγαρικής εξαρχίας πίστευαν πως δε διέφεραν εθνικά από τους Έλληνες κι ότι είχαν κοινή εκκλησιαστική αρχή το Οικουμενικό Πατριαρχείο. Τέτοιου είδους, εξάλλου, αναμείξεις πληθυσμών είναι συνηθισμένες για την περιοχή και τη Βαλκανική χερσόνησο ολόκληρη στη μακραίωνη ιστορία της. Ένα κοινό στοιχείο, που ίσως και να διευκόλυνε την πληθυσμιακή ανάμειξη είναι το γεγονός ότι όλοι οι βαλκανικοί λαοί ζούσαν για αιώνες κάτω από Τούρκο καταχτητή και την ενιαία διοίκηση.
Βέβαια, τα χρόνια της τουρκοκρατίας (1396-1878) επηρέασαν βαθύτατα και τη Βουλγαρία, που το 1908 έγινε ανεξάρτητο βασίλειο και απόχτησε αυτοκέφαλη από το Οικουμενικό πατριαρχείο Εκκλησία, αλλά ποτέ δεν έπαψε να διεκδικεί τα προνομιούχα εδάφη της Θράκης (Δυτικής & Ανατολικής), αλλά και της Μακεδονίας, λαχταρώντας, μέσω της Θεσσαλονίκης, να έχει πρόσβαση προς τα προσοδοφόρα λιμάνια του Αιγαίου, κάτι εξάλλου που στάθηκε αφορμή για ελληνοβουλγαρικές προστριβές και το 2ο βαλκανικό πόλεμο (1913), αλλά και συχνά μεθοριακά επεισόδια όπως αυτό επί Πάγκαλου (Οκτώβριος 1925).
Στα  μετά την άλωση των διαφόρων βαλκανικών λαών από τους Οθωμανούς Τούρκους και το σχηματισμό μιας αχανούς αυτοκρατορίας, χρόνια η Μακεδονία αποχτά ξεχωριστή γεωπολιτική σημασία. Βρίσκεται κοντά στην τσαρική Ρωσία, που ήθελε με κάθε τρόπο διέξοδο στο Αιγαίο και προς τούτο οργανώνει την πανσλαβιστική κίνηση η οποία με τη σειρά της ωθεί τους Βούλγαρους να ξεσηκώσουν τους βουλγαρόφωνους Μακεδόνες κατά του Οικουμενικού Πατριαρχείου προσηλυτίζοντάς (αρχικά με σχολεία) τους στη βουλγαρική Εκκλησία, όπως η πανίσχυρη Αυστροουγγαρία, που ένιωθε «καυτή» την τουρκική ανάσα στα εδάφη της σημερινής Βοσνίας. Η Αγγλία πάλι κι η Γαλλία (αντίπαλοι της Γερμανίας) έβλεπαν με καλό μάτι τη διάσπαση της οθωμανικής αυτοκρατορίας, για να ικανοποιήσουν τα συμφέροντά τους, που όσο ο Σουλτάνος κρατούσε στα χέρια του τον έλεγχο των Στενών της Κωνσταντινούπολης και της Μέσης Ανατολής ήταν πολύ δύσκολο για αυτούς.
Οι Βαλκανικοί λαοί -συνδιεκδικητές της Μακεδονίας- άλλες φορές ήρθαν κοντά εξαιτίας ενός κοινού κινδύνου, συνήθως της Τουρκίας, κι άλλες φορές πάλι εξαιτίας υπερβολικών απαιτήσεων των Βουλγάρων πολέμησαν μεταξύ τους, με αποτέλεσμα να διασαλευθεί η ειρήνη στην περιοχή και να δοθεί η αφορμή για «διαιτησία» των άλλων ευρωπαϊκών δυνάμεων (Αγγλία, Ρωσία, Γαλλία, Γερμανία).
Οι «διεκδικητές», πάντως, της περιοχής επιταχύνουν με βίαιο τρόπο τις εδαφικές τους διεκδικήσεις, καθώς ανέβαινε ο «εθνικός πυρετός» σε όλα τα βαλκανικά κράτη κι όλοι οι λαοί έχουν «αλύτρωτους» αδελφούς στις τουρκοκρατούμενες ακόμη περιοχές. Κι ακόμη, ενώ μεγάλωνε η προσδοκία πως πλησιάζει η κατάρρευση της Οθωμανικής αυτοκρατορίας, οξύνεται - με σιωπηρή ανοχή ή ενεργό υποστήριξη των μεγάλων ευρωπαϊκών δυνάμεων- για διανομή των «διεκδικούμενων» εδαφών. Κάτω από τέτοιες συνθήκες, οι οποιεσδήποτε προσπάθειες για συνεννόηση δεν έβρισκαν πρόσφορο έδαφος.
Όταν μιλούμε για «κομιτατζήδες», αναφερόμαστε σ` εκείνες τις αντάρτικες ομάδες που οργανώθηκαν, με την ενθάρρυνση της γερμανοαυστριακής διπλωματίας, από τους Βούλγαρους και ξεκινούν στη δράση τους στη Μακεδονία μετά το 1897, κηρύττοντας συνάμα πως είναι οι «Πρώσοι της Ανατολής», η νέα πανίσχυρη φυλή στα Βαλκάνια, που με τη δύναμή της είναι προορισμένη να καθυποτάξει όλες τις άλλες φυλές στην περιοχή. Σκοπός τους είναι, με απειλή όπλων, αλλά -βρίσκοντας πρόφαση ότι κάνουν απελευθερωτικό αντιτουρκικό αγώνα- και χρησιμοποιώντας βία και καταστρέφοντας, να επιβάλλουν στους Έλληνες της περιοχής την «επιθυμία (απαίτησή;)» τους να προσχωρήσουν στην Εκκλησιαστική βουλγαρική Εξαρχία, η οποία είχε ιδρυθεί το 1870 (27/2) και ο κλήρος της από το 1872, όταν αφορίζονται ως σχηματικοί, ήσαν κηρυγμένοι πολέμιοι, αν και ομόθρησκοι, του Οικουμενικού Πατριαρχείου της Κων/πολης. 
Οι Βούλγαροι θεωρούν απαραίτητη την εκκλησιαστική ενσωμάτωση, αφού αποτελεί προοίμιο της εδαφικής προσάρτησης, μια κι οι πληθυσμοί  της Μακεδονίας είναι σταθερά προσηλωμένοι στην παράδοση και ταυτίζονται πιο πολύ με την Εκκλησία, παρά με το εθνικό κράτος. Εξάλλου, καθώς για την εκκλησιαστική χειραφέτηση των Βουλγάρων γρήγορα μετανόησαν κι οι Τούρκοι, όταν κατάλαβαν πως έτσι τούς άνοιγαν το δρόμο για την πολιτική ανεξαρτησία, η γλώσσα κι η ιδιότητα του εξαρχικού ή του πατριαρχικού αποχτούν ξεχωριστή σημασία και -ταυτοχρόνως- θεωρούνται αδιαμφισβήτητα στοιχεία εθνικότητας στα γεμάτα ένταση τέλη του 19ου αιώνα επί Μακεδονικού εδάφους, αλλά και γενικότερα στη Βαλκανική χερσόνησο.
Οι Έλληνες της ελεύθερης Ελλάδας δεν μπορούσαν να μείνουν για πολύ απαθείς στις ανθελληνικές βίαιες «προκλήσεις» των κομιτατζήδων της Βουλγαρίας στη Μακεδονία. Η «Εθνική Εταιρεία» οργανώνει, με τη σειρά της κι αυτή, αντάρτικες ομάδες , που θα εισέλθουν στα μακεδονικά εδάφη, για να ενθαρρύνουν τους ελληνικούς πληθυσμούς, αλλά και συνάμα να τους προστατέψουν από τη βουλγαρική βιαιότητα.
Οι ελληνικές ομάδες προσπαθούν να «καταπνίξουν» με ηρωισμό και αυταπάρνηση τούς Βούλγαρους εξαρχικούς κομιτατζήδες, αφού η οθωμανική διοίκηση και δεν είχε τη δυνατότητα, μα και -αντιλαμβανόμενη τον ελληνοβουλγαρικό ανταγωνισμό- λίγο νοιάστηκε για την ειρήνευση στη Μακεδονία και περισσότερο προτιμούσε το «διαίρει και βασίλευε». Ενώ από το 1902 είναι πυκνότερες και καλύτερα οργανωμένες, έχουν ως επικεφαλής αξιωματικούς του ελληνικού στρατού.
Καθοριστικής σημασίας για το Μακεδονικό Αγώνα κρίνεται η συμβολή ενός ιερωμένου , του Γερμανού Καραβαγγέλη (γενν. 1867- πεθ. 1936) κι ενός διπλωμάτη, του Ίωνος Δραγούμη (γενν. 1878-δολοφ. 1920). Ο Γερμανός Καραβαγγέλης ήταν , τα χρόνια αυτά, μητροπολίτης Καστοριάς κι αναδείχτηκε γρήγορα σε ψυχή της ελληνικής αντίστασης στην περιοχή του, σ` ό,τι αφορά την απόκρουση των βουλγαρικών επεκτατικών βλέψεων. Όντας ένθερμος υποστηριχτής των ομάδων της «Εθνικής Εταιρείας» στη δυτική Μακεδονία, αφιερώνει όλες του τις δυνάμεις για τόνωση του ηθικού των Ελλήνων στα εδάφη αυτά.
Ο Ίων Δραγούμης ήταν γιος του πρώην υπουργού Εξωτερικών (1886-90 & 1892-93 επί κυβερνήσεων Χ. Τρικούπη) Στέφανου Δραγούμη.Συνεργάστηκε στενά για τον ίδιο σκοπό με το μητροπολίτη Καραβαγγέλη. Εκείνη την εποχή (από το 1902) βρισκόταν στη νευραλγική και καίρια διπλωματική θέση του υποπροξένου της Ελλάδας στο Μοναστήρι, από όπου προσφέρει ανεχτίμητες υπηρεσίες στην οργάνωση της ελληνικής αντίστασης στη δυτική Μακεδονία.
Εξάλλου δεν πρέπει να παραγνωρίζεται κι η σπουδαία προσφορά του δημοσιογράφου και διπλωμάτη Λάμπρου Κορομηλά (γενν. 1854-πεθ. 1923), που όταν ανέλαβε γενικός πρόξενος της Ελλάδας στη Θεσ/νικη (1904) στελέχωσε με αξιωματικούς τα προξενεία που υπάγονταν σε αυτόν. Οι αξιωματικοί αυτοί στην πραγματικότητα συντόνιζαν τη δράση των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων, αλλά για τα μάτια των Βουλγάρων και των Τούρκων ήσαν απλοί διπλωματικοί υπάλληλοι.
Την ίδια ώρα, η επίσημη ελληνική κυβέρνηση, υπό την πρωθυπουργία του Γεωργίου Θεοτόκη και κάτω από την πίεση της κοινής γνώμης μετά το Ίλιντεν (20/7/1903) και τη βουλγαρική εισβολή και καταστροφή της ελληνικότατης πόλης Κρούσοβο βόρεια από το Μοναστήρι, αποφασίζει να οργανώσει συστηματικότερα την ελληνική άμυνα απέναντι στις βουλγαρικές προκλήσεις. Γίνεται, επιτέλους, αντιληπτό ότι δεν πρέπει να περιορίζεται μόνο στη βοήθεια στον εκπαιδευτικό τομέα ή τη διαφώτιση ή την περίθαλψη των θυμάτων, που είχαν αναλάβει διάφορες οργανώσεις στην κυρίως Ελλάδα.
 Προς τούτο, το καλοκαίρι του 1904 συγκροτείται στην Αθήνα το «Μακεδονικό Κομιτάτο» στο οποίο, με τη συμφωνία και του επίσημου κράτους, συμμετείχαν δημοσιογράφοι, διανοούμενοι, καθηγητές, πολιτικοί, στρατιωτικοί κ.α. Σκοπός της ίδρυσής του είναι η οργάνωση του αγώνα στο Μοναστήρι και τη δυτική Μακεδονία κατά της βουλγαρικής εκεί τρομοκρατίας.
Στις 27/28 Αυγούστου του 1904 ο ανθυπολοχαγός του ελληνικού στρατού, Παύλος Μελάς (γενν. 1870 - σκοτ. 1904), με το ψευδώνυμο «Μίκης Ζέζας» ξεκινά με 30 άντρες Μακεδόνες, Κρητικούς και Λάκωνες για να περάσει τα σύνορα και ν` αναλάβει - μετά τον ορισμό του από το ελληνικό «Μακεδονικό Κομιτάτο» των Αθηνών- τη γενική αρχηγία όλων των ελληνικών στρατιωτικών σωμάτων που δρούσαν στην περιοχή Μοναστηριού- Καστοριάς. Μόλις φτάνει, όμως, στη Μακεδονία, συνειδητοποιεί την ανάγκη να χτυπηθούν οι εξαρχικοί [ «βία στη (βουλγαρική) βία»] κι έτσι άρχισε αμέσως να οργανώνει την αυτοάμυνα των χωριών και, συγχρόνως, ν` αναπτύσσει την πολεμική ικανότητα των ελληνικών ανταρτικών ομάδων.
Ο Παύλος Μελάς
Η έντονη δράση του Παύλου Μελά στη Μακεδονία , αλλά κι η συνεχής ασταμάτητη προσπάθειά του να τονώσει το ελληνικό φρόνημα της περιοχής όχι μονάχα με τα όπλα, μα και με την ίδρυση σχολείων κάνει «ζημιά» στους κομιτατζήδες και κλονίζει τη βουλγαρική προπαγάνδα στη Μακεδονία.
Ο Παύλος Μελάς, ως γενικός αρχηγός των ελληνικών ανταρτικών σωμάτων στη δυτική Μακεδονία, στο χωριό Στάτιστα, στις 13 Οχτώβρη του 1904, βρίσκει ηρωικό θάνατο, περικυκλωμένος από τουρκικό στρατιωτικό απόσπασμα, στο οποίο πολύ πιθανόν τον είχαν καταδώσει οι Βούλγαροι κομιτατζήδες.
Ο θάνατος του Παύλου Μελά συγκίνησε ολόκληρο το έθνος και παρακίνησε πολλούς συναδέλφους του, Έλληνες στρατιωτικούς να βγουν επικεφαλής σωμάτων στη Μακεδονία. Έτσι, όμως, το Μακεδονικό από υπόθεση μικρού αριθμού Ελλήνων έγινε, πλέον, υπόθεση ολάκερου του Ελληνισμού.
Στην αρχή, οι Τούρκοι παραμένουν αδιάφοροι και «τρίβουν τα χέρια τους» από χαρά βλέποντας πως οι δυο αντίπαλοι των ελληνοβουλγαρικών συγκρούσεων στα μακεδονικά εδάφη αλληλοφθείρονται. Αργότερα, όμως, καταδιώκουν τους Έλληνες, όσο καταλάβαιναν πως αποχτούσαν υπεροχή έναντι των κομιτατζήδων.
Με την επικράτηση, όμως, των Νεότουρκων στην Τουρκία, 1908, έληξαν οριστικά οι ελληνοβουλγαρικές διενέξεις στη Μακεδονία, αφού οι Νεότουρκοι απ` τη μια επιχειρούν να εκτουρκίσουν όλους τους πληθυσμούς του ευρωπαϊκού τμήματος της οθωμανικής αυτοκρατορίας και από την άλλη οι λαοί της Βαλκανικής -κάτω από την απειλή και την πίεση των Νεότουρκων- υποχρεώνονται να παραβλέψουν παλιές μικρότητες κι αντιπαλότητες και να κινηθούν προς συνεννόηση και να προετοιμαστούν από κοινού για έναν αγώνα κατά του κοινού εχθρού, των Τούρκων.
Κάτω από τέτοιες συνθήκες, στις αρχές της δεκαετίας του 1910-20, είναι ζήτημα χρόνου η κήρυξη ενός ενδοβαλκανικού πολέμου μεταξύ των συνασπισμένων χριστιανικών κρατών (Σερβία, Βουλγαρία, Ελλάδα) κατά της μουσουλμανικής σουλτανικής Τουρκίας.
 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου