Σάββατο 31 Μαρτίου 2012

151. Μάρκος Μπότσαρης και Λόρδος Βύρων

Οι πολεμικές επιχειρήσεις του τρίτου χρόνου της Ελληνικής Εθνικοαπελευθερωτικής και αντιτουρκικής Επανάστασης (1823) ήσαν περιορισμένες κι όχι σπουδαίες. Κι οι δυο αντίπαλοι είχαν σοβαρά προβλήματα ν’  αντιπαλέψουν.
Η μεν Τουρκία είχε οικονομικά προβλήματα, πόλεμο κατά της Περσίας κι Επανάσταση των γενίτσαρων, οι δε Έλληνες, αφού μεταφέρουν την πρωτεύουσα και την έδρα της κυβέρνησής τους στο Ναύπλιο (8/1/1823), αντιθέσεις πολιτικών και στρατιωτικών, επίσης τις φιλονικίες των οπλαρχηγών, που είχαν παραλύσει το στρατό, αλλά και τη δυσαρέσκεια προς το Μαυροκορδάτο και τους συν αυτώ.
Τον Απρίλη του 1823, ο Χριστόφορος Περραιβός, άλλοτε συνεργάτης του Ρήγα Φεραίου, διορίστηκε από το Εκτελεστικό υπουργός πολέμου. Επί υπουργίας του, στις 20/9/1823, οι κάτοικοι της Σκιάθου παραπονέθηκαν για τις καταπιέσεις από τα στρατεύματα που είχαν καταφύγει στο νησί ύστερα από την καταστολή του ξεσηκωμού στον Όλυμπο και τη Θεσσαλία. Έγινε σύσκεψη των καπεταναίων στην καγκελαρία. Ήταν γύρω στους 2.000 και ύστερα από τη διαπεραίωσή τους στη Σκιάθο έγιναν η μάστιγα του νησιού. Λεηλατούσαν τα μαγαζιά, λήστευαν τους κατοίκους, άρπαζαν τη σοδειά.
Οι Σκιαθίτες τότε κατέφυγαν σ’ ένα μικρό φρούριο, στην κορυφή του λόφου εγκαταλείποντας τα σπίτια τους στο έλεος των στρατιωτών. Εγκαταστάθηκαν και εκείνοι σαν νοικοκυραίοι και δεν ήθελαν να φύγουν από το νησί, για να πάρουν μέρος στον Αγώνα. Αρχηγοί τους ήταν οι Καρατάσσος, Βίνος, Λιακόπουλος, Βελέντζας, Βασδέκης και Γούλας. Τότε, ο Περραιβός, ως υπουργός πολέμου, ήρθε στη Σκιάθο από το Μοριά με πολεμοφόδια. Οι καπεταναίοι δέχτηκαν να μπαρκάρουν τα στρατεύματα, εάν φυσικά θελήσουν. Αλλά τα πληρώματα των καραβιών αρνήθηκαν με επιμονή να τους παραλάβουν.
Ο Μάρκος Μπότσαρης
Τον ίδιο χρόνο (1823), παρά τα προβλήματά τους, οι Τούρκοι προσπάθησαν, για μιαν ακόμη φορά, να εισβάλουν στην Πελοπόννησο. Βαδίζοντας μέσω δυτικής και ανατολικής Ελλάδας θα συναντιόνταν στη Ναύπακτο, όπου τους περίμεναν πλοία να τους περάσουν απέναντι. Δυστυχώς γι’  αυτούς, ο λοιμός κι οι στερήσεις ανάγκασαν τον τουρκικό στρατό, πούχε κινούμενος στην ανατολική Ελλάδα προωθηθεί γρήγορα ως την Αττική, να επιστρέψει εσπευσμένα στη Λαμία.
Στη δυτική Ελλάδα, όμως, τα πράγματα ήσαν δυσάρεστα για τους Έλληνες, καθώς Τουρκαλβανοί μ’  αρχηγούς τον Ομέρ Βρυώνη και το Μουσταφάμπεη ( ή Μουσταή της Σκόδρας) κινούνταν από Αμφιλοχία 4.000 υπό τον πρώτο και από τα Άγραφα 8.000 με το δεύτερο, έχοντας στόχο να ενωθούν μπροστά στο Μεσολόγγι, που ήδη είχε αποκλειστεί από τον τουρκικό στόλο. Ο γνωστός για την ανιδιοτελή φιλοπατρία και τη μεγαλοψυχία του Σουλιώτης οπλαρχηγός Μάρκος Μπότσαρης, όμως, στις 19 Ιανουαρίου του 1823, είχε γράψει στους καπεταναίους, ότι προσφέρεται να παραιτηθεί από το αξίωμά του, αν αυτό θα συντελούσε στο καλό της πατρίδας. Τι είχε γίνει; Ο αναπληρωτής του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου, έπαρχου στην περιοχή της Αιτωλίας και Ακαρνανίας, Κ. Μεταξάς, θέλοντας να συμφιλιώσει τους καπεταναίους για την αντιμετώπιση της νέας τουρκικής απειλής, μοιράζει αφειδώς βαθμούς στρατηγίας. Αρχές Ιουλίου, τους συγκαλεί σε μια συμφιλιωτική σύσκεψη στα Κερασοβίτικα Καλύβια, όπου και τους όρισε και τις θέσεις τους. Τους Μάρκο Μπότσαρη, Γεώργιο Καραϊσκάκη, Κίτσο Τζαβέλα και Γιαννάκη Γιολδάση, με δύναμη 4.000 πολεμιστές, τους τοποθετεί στο Καρπενήσι.
Ο Μ. Μπότσαρης, λίγο μετά, από την Ακαρνανία όπου βρίσκεται, στέλνει μήνυμα στους καπεταναίους, που, ανήμποροι και τρομοκρατημένοι να αντισταθούν στις χιλιάδες των τουρκαλβανών, λουφάζουν στα βουνά του Καρπενησίου. Από εκεί, μέσω Μεσολογγίου, αναχωρεί κρυφά και συναντιέται με όσους διαφωνούσαν με το βαθμό του. Στη συνάντηση αυτή, ο Μάρκος, τόνισε την ανάγκη για ομόνοια και συμφιλίωση και δίνοντας πρώτος το παράδειγμα, σκίζει το δίπλωμα του στρατηγού λέγοντας: «Όποιος είναι άξιος, παίρνει του στρατηγού το δίπλωμα από το Σκόντρα Πασά».
Έπειτα, εφοδιάζεται με πυρομαχικά και έχοντας μαζί του 1.250 πολεμιστές, εκ των οποίων οι 400 ήταν Σουλιώτες, φτάνει στο Μικρό Χωριό.  Ο Μάρκος, έκτοτε, ως σκοπό του είχε να χτυπήσει το στρατό του Μουσταή στο Καρπενήσι. Δεν έβρισκε, όμως, ανταπόκριση από τους Ρουμελιώτες οπλαρχηγούς, λόγω της έχθρας που χώριζε αυτούς και τους Σουλιώτες.  Ο Καραϊσκάκης, ήταν «στα μαχαίρια» με τους Σουλιώτες εξαιτίας προεπαναστατικών διενέξεων μεταξύ τους στα Άγραφα. Εκτός από τους Τζαβελαίους με τους οποίους συμφιλιώθηκε, το μίσος του για τους Μποτσαραίους δεν έσβηνε. Μόνον το Μάρκο αναγνώριζε ως ίσο, γενναίο πολεμιστή και άνθρωπο.
Ο Μάρκος Μπότσαρης, τότε, αφήνοντας κατά μέρος τις έριδες του ελληνικού στρατοπέδου, προσέβαλε με 350 Σουλιώτες την εμπροσθοφυλακή του Μουσταή, στο Κεφαλόβρυσο, κοντά στο Καρπενήσι. Ήταν οι μέρες που  άρρωστος από φυματίωση ο Καραϊσκάκης απαντά στους Τούρκους πως φοβάται να προσκυνήσει και θα μείνει πιστός στο ντοβλέτι, αλλά δεν τα κατάφερε και, απογοητευμένος από τη διχόνοια των καπεταναίων και βλέποντας τούς συντρόφους του να τον εγκαταλείπουν, αποσύρεται στο μοναστήρι του Προυσού.
Η επίθεση, όμως, κατά του τουρκικού αποσπάσματος, που είχε επικεφαλής τον Τζελαλενδίμπεη, βάσει σχεδίου του Μ. Μπότσαρη και όσων έσπευσαν στο πλευρό του, έγινε στις 9 Αυγούστου 1823 και μέσα στο γενικό χαμό βρίσκει ηρωικό θάνατο ο Μ. Μπότσαρης, που θα θαφτεί στο Μεσολόγγι μέσα σε γενικό πένθος. Λίγο μετά, η παλικαρίσια θυσία του Ζυγούρη Τζαβέλα στη μάχη της Καλιακούδας προσπάθησε, μάταια, να αναχαιτίσει το Μουσταή, που, σκορπώντας φόβο και τρόμο σε όλη την Αιτωλοακαρνανία, πλέον κινούσε για το Μεσολόγγι, το οποίο άντεχε ακόμη, παρά το θαλάσσιο αποκλεισμό του από τουρκικά πλοία.
Ενώ ο τουρκικός στόλος υπό το Χοσρέφ Μεχμέτ θα παραμείνει στην Πάτρα μέχρι τις 25 Αυγούστου, αποβίβασε, μέσα στο 1823, και 10.000 άντρες στην Κρήτη, για να ενισχυθούν οι δυνάμεις του νησιού. Σχετικά με τη μεγαλόνησο, ας σημειωθεί ότι, από το Νοέμβρη του 1822, είχε αποφασιστεί, κατόπιν αίτησης των Κρητικών αντιπροσώπων στην ελληνική κυβέρνηση, η αντικατάσταση του Αφεντούλη από τον έμπειρο Υδραίο Ναύαρχο Μανόλη Τομπάζη, που διορίστηκε, στις 23/4/1823, καθ’  υπόδειξη του Ιωάννη Κωλέττη και ως Αρμοστής στην Κρήτη έφτασε, επικεφαλής 1200 αντρών και στους οποίους ως διοικητής πυροβολικού κατήλθε και ο Άγγλος Φραγκίσκος Α. Άστιγξ, μόλις στις 22 Μαΐου του ίδιου χρόνου, με οτιδήποτε αρνητικό για τους Κρητικούς επαναστάτες μπορεί να σημαίνει η αργοπορία του.
Με την έλευση του Μανόλη Τομπάζη στην Κρήτη, ο Αφεντούλης, που ήταν στη φυλακή από το Νοέμβρη του 1822, αποφυλακίζεται και φεύγει εκτός Κρήτης. Η καθαίρεση και η φυλάκιση του Αφεντούλη ίσως σχετίζεται και με αλληλογραφία του με το Χασάν πασά, η οποία βρέθηκε και αποκαλύπτει τις προθέσεις του να παραδώσει τα Σφακιά στους Τούρκους και ν’  ανταμειφθεί με κάποιο πασαλίκι από τον Μωχάμετ Άλυ της Αιγύπτου!
Το Φλεβάρη του 1823, όμως, μετά την καταστροφή του Οροπεδίου Λασιθίου στην Κρήτη, είχε συμβεί ένα τραγικό επεισόδιο: Στο σπήλαιο της Μιλάτου στο Μεραμπέλλο Λασιθίου, είχαν βρει φοβισμένοι καταφύγιο 2000 άμαχοι, γέροι και γυναικόπαιδα, με ελάχιστους οπλοφόρους. Ο αιγυπτιακός πολιόρκησε το σπήλαιο επί 15 μέρες, κανείς δεν μπορούσε να βοηθήσει τους πολιορκουμένους, ώσπου στα μέσα Φλεβάρη, αποκαμωμένοι από τη δίψα και χωρίς ελπίδα για βοήθεια και σωτηρία από κάπου, οι έγκλειστοι παραδόθηκαν στους πολιορκητές, που κατέσφαξαν αρκετούς επιτόπια και τους άλλους πούλησαν ως σκλάβους. Βρισκόμενος στο Καστέλι Πεδιάδος Ηρακλείου, ο Χασάν Πασάς πεθαίνει ξαφνικά από ατύχημα και στο νησί τα ηνία αναλαμβάνει ο Αλβανός Χουσεΐν, ο οποίος θα εκμεταλλευτεί, τους επόμενους μήνες, κατά τον καλύτερο τρόπο για τις τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις το ότι οι πολιτικές έριδες των Ελλήνων και οι συνεπακόλουθές τους εμφύλιες διαμάχες δεν τους άφησαν να βοηθήσουν την Κρήτη.
Λίγους μήνες αργότερα, από τις πρώτες κινήσεις του Τομπάζη, που η παρουσία του «φρέσκαρε» την Επανάσταση, ήταν να συγκαλέσει, τον Ιούνη του 1823, Γενική Συνέλευση των Κρητών στην Αρκούδαινα Αποκορώνου (22, 26/6/1823), η οποία, με τη σειρά της, ψήφισε τον «Οργανισμό της ενιαυσίου τοπικής διοικήσεως της νήσου Κρήτης», ενώ την ίδια ώρα ο αιγυπτιακός στρατός, άρτια εξοπλισμένος, «μιλούσε» στο πεδίο των μαχών και σημείωνε τη μία νίκη μετά την άλλη κατά των ατημέλητων και δίχως εφόδια ελληνικών δυνάμεων.
Κατά τα μέσα του 1823, μετά τις τουρκικές νίκες στην Κρήτη επί των επαναστατών, πολλοί Έλληνες της μεγαλονήσου γυρεύουν καταφύγιο σε διάφορα μέρη της υπόλοιπης Ελλάδας. Έτσι, συναντούμε στην Κάσο, εκείνους τους μήνες, 2000 Κρητικούς, ενώ υπάρχουν μαρτυρίες για παρουσία Κρητικών και στην Τήνο, ενώ δεν είναι λίγες οι φορές που η παρουσία Κρητικών προσφύγων στις Κυκλάδες προξενεί αναταραχή στους ντόπιους (Νάξο, Πάρο, Σίφνο, Μήλο και Ίο), γιατί οι Κρητικοί χρησιμοποιούσαν τα αιγαιοπελαγίτικα νησιά είτε ως καταφύγιο, είτε ως ενδιάμεσο σταθμό πριν την επάνοδό τους στην πατρίδα τους.
Και αφού αναφερθήκαμε στη νησιωτική Ελλάδα, πρέπει να σημειωθεί και ότι από διάφορα διπλωματικά έγγραφα των προξενικών αρχών της Ρόδου πληροφορούμαστε για τα γεγονότα του 1823 στα Δωδεκάνησα. Ο Γάλλος υποπρόξενος από τη Σμύρνη γράφει ότι στις 13 Ιανουαρίου οι Κασιώτες επήραν από την παραλία της Καραμανίας φορτίο σιταριού που το έφερναν δύο γαλλικά πλοία για Τούρκους από την Αίγυπτο. Κάτι ανάλογο συνέβη στις 26 Μαρτίου 1823, όταν ένα ναπολιτάνικο πλοίο έφερνε τρόφιμα από την Αλεξάνδρεια για τους Τούρκους της Κρήτης. Περνώντας από την Κάσο το κυνήγησαν τα Κασιώτικα καράβια και πήραν τα τρόφιμα.
Ο υποπρόξενος της Βρετανίας Στέφανος Μας, γράφει ότι στην Κάσο είχαν 500 Τούρκους αιχμαλώτους, τους οποίους είχαν ζητήσει από τον Βέη της Ρόδου να τους ανταλλάξουν με ισάριθμους ΄Έλληνες. Επίσης, οι Κασιώτες έκαναν πολλές αποβάσεις στην τουρκοκρατούμενη Ρόδο και έπαιρναν σχεδόν ανενόχλητοι τρόφιμα και ζώα. Με τις αλεπάλληλες αυτές αποβάσεις και τις συχνές επιθέσεις στην Αλεξάνδρεια, τη Διαμέττη και τα λοιπά παράλια της Μεσογείου, ο στόλος της Κάσου έφερε μεγάλο αντιπερισπασμό στις τουρκικές δυνάμεις της Πύλης και του πασά της Αιγύπτου, πράγμα που υποβοηθούσε τον αγώνα της ανεξαρτησίας. Γι αυτό το λόγο, σύμφωνα με έκθεση του Γάλλου προξένου στη Ρόδο προς το υπουργείο εξωτερικών της Γαλλίας,  ο Μωχάμετ Άλυ ετοίμαζε μεγάλο στόλο για να τιμωρήσει τους Κασιώτες.
Σχετικά με τα Δωδεκάνησα, όμως, ας επισημανθεί ακόμα και το εξής κατά το 1823: Στην Αστυπάλαια, στις 4 Μαΐου, κατάργησαν τη σουλτανική κυριαρχία. Την ίδια ημέρα, και οι κάτοικοι της Καρπάθου έδιωξαν τον εκπρόσωπο του Σουλτάνου οριστικά και ανακηρύχθηκαν ελεύθεροι και οι Συμιακοί αυτοανακηρύχθηκαν τμήμα της ελεύθερης Ελλάδος.
Πέραν τούτων, στις 27 Ιουνίου, ο στόλος του Χοσρέφ αποβίβασε στην Κάρυστο της Εύβοιας 3.000 άντρες για ενίσχυση των πολιορκημένων από τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, ξεφόρτωσε τροφές στη Χαλκίδα για την εκεί τουρκική φρουρά και, τέλος, μετέβη στα φρούρια της Μεθώνης και της Κορώνης για ανεφοδιασμό.
Στον αντίποδα, ο ελληνικός στόλος  – ολόκληρη περίπου τη χρονιά αυτή, εκτός από κάποια πυρπολικά που «παρενόχλησαν» τα τούρκικα πλοία, όταν γύριζαν από τη Μεθώνη και την Κορώνη  –  από έλλειψη χρημάτων δεν προσέφερε καμία σχεδόν βοήθεια στις περιοχές, που τον είχαν ανάγκη, ούτε αξιόλογη προστασία στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Πόροι για ναύλωση και εξοπλισμό πλοίων δεν υπήρχαν, εφόσον οι κοτζαμπάσηδες των νησιών δεν ήθελαν να συμμετέχουν τα καράβια τους σε πολεμικές επιχειρήσεις πριν αποζημιωθούν για τα έως τότε έξοδά τους, παρά περίμεναν τα ξενόφερτα δάνεια.
Στις 12 του Σεπτέμβρη ο Ανδρούτσος πέρασε στην Κάρυστο μαζί με τον Νικόλαο Κριεζώτη και τον Αδάμ Δούκα. Λίγες ημέρες αργότερα (16 Σεπτεμβρίου 1823), μάλλον για να προλάβει τις εξελίξεις, το Εκτελεστικό Σώμα «εγκρίνει τον στρατηγόν Οδυσσέα προσωρινόν αρχηγόν των αρμάτων της Ευβοίας και τον προσωρινόν αποκλεισμόν αυτής παρά των Ψαριανών πλοίων». Σε μία αντίστροφη πορεία, το Εκτελεστικό «καθυποβάλλει την γνώμην του εις επίκρισιν του Σ. Βουλευτικού Σώματος».
Για μία ακόμη φορά η Εύριπος βρισκόταν στα τέλη Σεπτεμβρίου σε κατάσταση πολιορκίας. Ο Ομέρ πασάς της Καρύστου με τις ισχυρές Οθωμανικές δυνάμεις που διέθετε ήταν αποφασισμένος από αμυνόμενος να γίνει εκείνος ο διώκτης των επαναστατών. Ο Ανδρούτσος παρότρυνε τον Κωλέττη «θάρσει τοίνυν και ενέργει ως Κωλέττης». Η Διοίκηση από τη μεριά της τις κρίσιμες αυτές στιγμές  εξέφραζε την εμπιστοσύνη της στον Ανδρούτσο, ο οποίος αναφερόταν στις επιστολές ως ο «προσδοκώμενος» για τη σωτηρία της Ευρίπου.
Από τις 2 Οκτωβρίου μέχρι τις 17 Νοεμβρίου του 1823, τέλος, οι Τούρκοι αποτυχαίνουν να καταλάβουν το Αιτωλικό, μολονότι το πολιορκούσαν πολύ στενά, ενώ, ενδιάμεσα, στις 26 του Οχτώβρη της ίδιας χρονιάς, παραδόθηκε στους επαναστάτες και στο Θ. Κολοκοτρώνη και το Νικηταρά το φρούριο του Ακροκορίνθου.
Ας γράψουμε κάποια περισσότερα λόγια για τον Ακροκόρινθο. Από τις αρχές του 1823 ξεκινάει για τρίτη φορά πολιορκία του Ακροκορίνθου απ’ τις Ελληνικές επαναστατικές δυνάμεις. Η Εθνική Συνέλευση του Άστρους διορίζει αρχηγό της πολιορκίας τον Κορίνθιο Ιωάννη Σωτ. Νοταρά. Τον Ιούνιο, έρχεται συμπολεμιστής και πορθητής του Παλαμηδιού, Στάικος Σταϊκόπουλος, ενώ τον Οκτώβρη, για να πιεστούν ακόμα περισσότερο τα πράγματα, διορίζεται από το Εκτελεστικό και ο Γενναίος Κολοκοτρώνης. Όταν πια κάθε ελπίδα διαφυγής ή σωτηρίας απ’ έξω για τους έγκλειστους είχε αποκλειστεί, ένας Τούρκος αξιωματούχος του Ακροκορίνθου, ο Χαλήλ  Αγάς, συναντήθηκε με το Στάικο και υπέβαλε προτάσεις για την παράδοση του Κάστρου. Ο κυριότερος λόγος ήταν να παραδοθούν στο Θεόδωρο Κολοκοτρώνη, γιατί μόνο αυτόν θεωρούσαν «μπεσαλή», ικανό να κρατήσει το λόγο του και να μη σφαχτούν οι αιχμάλωτοι.
Πραγματικά, η Ελληνική πλευρά στέλνει το Θεόδωρο Κολοκοτρώνη μαζί με το Νικηταρά από το Εκτελεστικό και τους Νίκο Λουμάνη και Σωτηράκη Νοταρά από το Βουλευτικό, για να φροντίσουν τις λεπτομέρειες της παράδοσης. Μετά από επίμονες διαπραγματεύσεις, ο φρούραρχος Αβδουλάχ Μπέης και ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης  κατέληξαν σε συμφωνία. Η συνθήκη παράδοσης υπογράφτηκε στις 19 Οκτωβρίου 1823, αλλά οι Τουρκαλβανοί  άφησαν το Κάστρο στις 26 Οκτωβρίου, γιατί στο μεταξύ έγινε απογραφή των πραγμάτων που θα περιέρχονταν στους Έλληνες. Το μεσημέρι της 26ης Οκτωβρίου 1823, ανήμερα του Αγίου Δημητρίου, 300 Τουρκαλβανοί και 60 γυναίκες εγκατέλειπαν, όπως προαναφέρθηκε, τον Ακροκόρινθο στα χέρια των Ελλήνων. Τους συνόδευαν ο Κολοκοτρώνης και ο Υψηλάντης  μέχρι το Παλαιό Καλαμάκι, όπου και τους επιβίβασαν όλους σώους σε δύο πλοία Αυστριακά, και σ’ ένα τρίτο με Ιόνιο σημαία. Με την αποχώρηση των Τούρκων άρχισε  μεγάλο πανηγύρι πάνω στον Ακροκόρινθο. Έγινε αγιασμός και επίσημη δοξολογία από τους επισκόπους Κορίνθου Κύριλλο και Δαμαλών Ιωνά.
Η άφιξη του φιλέλληνα Λόρδου Βύρωνα στο Μεσολόγγι (τέλη 1823)
Στις 16 Νοεμβρίου, όμως, ο Ανδρούτσος, μετά από ένα σύντομο και αναγκαίο πέρασμά του στην Αθήνα, αποβιβάστηκε στο Αλιβέρι, για τη συγκέντρωση ενόπλων και την πολιορκία των φρουρίων της Ευρίπου και της Καρύστου. Από τη μία, όμως, η αντίσταση των Οθωμανών και από την άλλη η ανυπαρξία της τροφοδοσίας, των χρημάτων και των πολεμοφοδίων στους επαναστάτες έκαναν αδύνατη την εκπόρθηση των φρουρίων.
Κι η χρονιά τελειώνει, καθώς, παραμονή των Χριστουγέννων (24/12/1823 π.η.), αφικνείται στο Μεσολόγγι ο Άγγλος λόρδος Βύρωνας που είχε φήμη θερμού φιλέλληνα και ήρθε για να οργανώσει τους Ευρωπαίους φιλέλληνες σε ταξιαρχία πυροβολικού, υπό τη δική του αρχηγία, καλώντας στην υπηρεσία και 500 Σουλιώτες. Εκστατικό το πλήθος τον υποδέχθηκε σαν ήρωα και σωτήρα. Είχε έλθει τον Αύγουστο του 1823 στην Κεφαλονιά, για να βοηθήσει, ως μέλος της Ελληνικής Επιτροπής Λονδίνου, τους Έλληνες στον Αγώνα της Ανεξαρτησίας. Τώρα, έφθανε στο Μεσολόγγι, για να πολεμήσει γι’ αυτούς, στο πλευρό τους.

Παρασκευή 30 Μαρτίου 2012

150. Περί των επιστολών ως ιστορικών πηγών



Αξίζει να ιδούμε τη σπουδαιότητα της αλληλογραφίας, της δημόσιας και της ιδιωτικής, ως ιστορικής μαρτυρίας για αλλοτινές κοινωνίες ή για τη σύγχρονή μας εποχή.
Όπως όλοι ξέρουμε, η πρόσβαση στις ιστορικές πηγές αποτελεί ένα πολύ σοβαρό θέμα για τους ιστορικούς και τους ερευνητές. Το πρόβλημα γίνεται ακόμη μεγαλύτερο, όταν αναζητούμε την αλληλογραφία ενός προσώπου με τον κύκλο των γνωστών ή των φίλων του σε ό,τι αφορά την ιδιωτική του αλληλογραφία ή όταν ψάχνουμε τις συναλλαγές του με τα όργανα της Πολιτείας σχετικά με τη δημόσια αλληλογραφία του.
Ο Απόστολος Παύλος, διά χειρός Δ. Θεοτοκόπουλου
Όλα τα γράμματα γράφηκαν σε μια συγκεκριμένη χρονική στιγμή, η οποία μπορεί να συσχετιστεί με το κοινωνικοπολιτικό, πνευματικό και οικονομικό περιβάλλον που ζούσαν ο αποστολέας και ο παραλήπτης. Η συσχέτιση αυτή μας παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τον τόπο και χρόνο που εγράφη ή για περασμένες εποχές της ίδιας κοινωνίας και για διαφορετικές κοινωνίες της ίδιας εποχής. Σ’ όλες σχεδόν τις επιστολές, αναγράφεται ο χρόνος, ή και η ακριβής ημερομηνία συγγραφής τους. Ακόμη, έμμεσα ή άμεσα δοσμένες, μία μαρτυρία για κάποιο γεγονός  και μία αναφορά σε ένα πρόσωπο μπορεί να παρέχουν «βοήθεια» για τη σωστή χρονολόγηση.
Οι πληροφορίες, που μπορούν ν’  αντληθούν από μιαν επιστολή, ανασυνθέτουν το ιστορικοκοινωνικό πλαίσιο που σχετίζεται με το γράμμα: χρόνος, τόπος, κοινωνικοπολιτική θέση και σχέσεις του αποστολέα (ή/ και του παραλήπτη), αποτελέσματα της επιστολής. Η προσπάθεια πλαισίωσης ενός γράμματος με τα ιστορικοκοινωνικά του συμφραζόμενα περιλαμβάνει τη συγχρονική και διαχρονική μελέτη του. Στη συγχρονική μελέτη, το σημείο εστίασης είναι μια συγκεκριμένη και περιορισμένη χρονική περίοδος της ιστορίας του γράμματος, ενώ στη διαχρονική το αντιπαραβάλλουμε το γράμμα με άλλες επιστολές που είχαν παρόμοιες με αυτό λειτουργίες και εντάσσονται σε διαφορετικές χρονικές περιόδους.
Η επικοινωνία με γραπτό τρόπο μεταξύ των ανθρώπων είναι πολύ παλιά. Σε ανασκαφές βρέθηκαν πολλές επιστολές της Αιγύπτου, της Ασσυρίας, της Βαβυλωνίας, σε σφηνοειδή γραφή. Οι βασιλιάδες της μυκηναϊκής εποχής επικοινωνούσαν μεταξύ τους με επιστολές.
Επίσης και ο Όμηρος αναφέρει ότι ο βασιλιάς των Αργείων Προίτος έστειλε «πίνακα πτυκτόν», είδος επιστολής στον πεθερό του Ιοβάτη, βασιλιά της Λυδίας. Περίφημη είναι η επιστολή του Δαβίδ, που έστειλε στον Ιωάβ, για να σκοτώσει αυτόν που την πήγαινε, επειδή ο Δαβίδ του πήρε τη γυναίκα.
Οι επιστολές του αποστόλου Παύλου είναι τα πρώτα γραπτά μνημεία της Καινής Διαθήκης και αποτελούν έργα περιστασιακά, γράφτηκαν δηλαδή για να απαντήσουν σε διάφορα ερωτήματα που έθεταν, το α’ ήμισυ του 1ου αι. μ.Χ., οι νεοϊδρυθείσες χριστιανικές εκκλησίες στον Παύλο (από Ρώμη, Κόρινθο, Θεσσαλονίκη κ.α.).
Οι αρχαιότερες επιστολές, απ' αυτές που ξέρουμε, είναι του Δαρείου προς το Γάδατα και δύο επιστολές του 4ου αι. π.Χ.
Σ’ ό,τι αφορά την ελληνική αρχαιότητα, δύο Αθηναίοι του 4ο αι. π.Χ., ο διάσημος φιλόσοφος Πλάτων και ο γνωστός ρητοροδιδάσκαλος Ισοκράτης, μας έχουν αφήσει σημαντικές επιστολές. Ο μεν Ισοκράτης ήταν θερμός υπέρμαχος της ενότητας του Ελληνισμού και με γράμματα προς τον Φίλιππο το 2ο, τον πατέρα του Μεγαλέξανδρου και βασιλέα της Μακεδονίας, προσπάθησε να τον «μυήσει» στις ιδέες του αυτές και τον εμψύχωνε και τον παρότρυνε να τις υλοποιήσει. Με το όνομα, δε, του Πλάτωνος έχει φτάσει μέχρι τις ημέρες μας, μεταξύ άλλων επιστολών του, η 7η επιστολή, που, καθώς απευθύνεται σε οπαδούς των θεωριών του στη Σικελία, αποτελεί σημαντικό κείμενο, επειδή μας παρέχει χρήσιμες πληροφορίες για τη ζωή και τις πολιτικές ιδέες του φιλοσόφου.
Χρεία αναφοράς, λοιπόν, ας γίνει και στις επιστολές του Κικέρωνα. Ο λόγος έγκειται και στο προσεγμένο τους ύφος και επειδή δίνουν και πληροφορίες για τη ζωή του Ρωμαίου διάσημου πολιτικού και ρήτορα και στοιχεία για την εποχή του.
Στα νεότερα χρόνια, ο πασίγνωστος εκπρόσωπος του γαλλικού Διαφωτισμού Βολτέρος (1694 – 1778) συνέγραψε εκατοντάδες επιστολών στον κύκλο των φίλων του, ενώ ο Βρετανός λόρδος Βύρωνας ήλθε για πρώτη φορά στην Ελλάδα μαζί με το φίλο του Τζ. Χόμπχαουζ το 1810 – ’11 και επέστρεψε το 1823, μετά από πολυτάραχη ζωή, για να πεθάνει στο Μεσολόγγι, στις 7 Απρίλη του 1824. Η ελληνική εμπειρία του καταγράφεται στα γράμματά του και παρουσιάζει εξαιρετικό ενδιαφέρον, όπως σημαντική είναι και η αλληλογραφία του μεγάλου δασκάλου του Γένους Αδαμαντίου Κοραή (1748 – 1833) και μας αναμεταδίδει την ιδεολογία του Κοραή και εκείνων με τους οποίους αλληλογραφεί στα δύσκολα για τον ελληνισμό χρόνια προ του 1821 και κατά τη διάρκεια της επανάστασης.
Εκτός από τις επιστολές, που είχε στείλει στις διάφορες Ευρωπαϊκές Αυλές ως Κυβερνήτης της Ελλάδας από το 1828 έως το 1831, ο Ιωάννης Καποδίστριας, υπό την ιδιότητά του ως Υπουργού των Εξωτερικών της Ρωσίας προ του 1821, έχει γράψει και προς διάφορους Ρώσους πρέσβεις και αξιωματούχους διαπιστευμένους σε ευρωπαϊκές χώρες (Ισπανία, Σουηδία, Γαλλία, Αυστρία, Τουρκία, Αγγλία), αλλά και προς Ευρωπαίους πολιτικούς (όπως τον Υπουργό Εξωτερικών και Καγκελάριο της Αυστρίας Metternich). Αλλά, ακόμη και ερωτικές επιστολές με αποδέκτρια τη Ρωξάνη Στούρτζα και γράμματα προς τον πατέρα του (από το 1809 έως το 1820) φέρουν την υπογραφή του Καποδίστρια και βρίθουν πολύτιμων μαρτυριών για την εποχή του και τις χώρες που έζησε.
Πέραν της αλληλογραφίας μετά της συζύγου του, έχουν, όταν μελετάμε τη ζωή και το έργο του Γ. Σεφέρη, ξεχωριστό ενδιαφέρον οι αλληλογραφίες του με φίλους ιδιαίτερης καλλιέργειας αλλά όχι συγγραφείς ούτε καλλιτέχνες. Μετά την αλληλογραφία με τον ομήλικό του δικηγόρο, Αθηναίο φίλο, Γιώργο Αποστολίδη, η αλληλογραφία με τον εύπορο Αλεξανδρινό, πηλιορείτικης καταγωγής, Νάνη Παναγιωτόπουλο. Αυτή τη φορά ένα μεγαλύτερο επιστολικό σώμα, το σύνολο 175 επιστολικά ντοκουμέντα, συμπεριλαμβανομένων καρτών και αχρονολόγητων γραμμάτων. Η πρώτη επιστολή του Σεφέρη, πλην της ευχετήριας κάρτας του για την Πρωτοχρονιά του 1939, καλοκαίρι 1941, η τελευταία του Παναγιωτόπουλου καλοκαίρι 1963, μέχρι τον Ιανουάριο 1964 που πέθανε τίποτα άλλο, κατά την απονομή του Νομπέλ, εκείνο το φθινόπωρο, βρισκόταν άρρωστος από την επάρατο στην Αθήνα. Μέσα από τούτη την αλληλογραφία, με τις αναπόφευκτες εκατέρωθεν αυτολογοκρισίες, αναδύονται στιγμές της ζωής των συνομιλητών. Ξετυλίγεται για άλλη μια φορά το νήμα της ζωής του Γ. Σεφέρη: η πολιτική, η ποιητική δημιουργία, οι άνθρωποι, οι φιλίες και οι αντιπάθειες, οι σπασμένες σχέσεις και οι καημοί του: η γλώσσα, η ανθρώπινη μοίρα σφιχτοδεμένη με την πραγματωμένη Ιστορία, η «αμυαλιά» των πολιτικών. Αλλ’ υπάρχει και η μοίρα των τόπων, των τόπων μέσα στα πλοκάμια του χρόνου: η Ελλάδα, το Βυζάντιο, η Κύπρος…
Στη νεότερη πολιτική ιστορία της Ελλάδας, έχουν, όμως, ιδιαίτερη σημασία και οι επιστολές που αντηλλάγησαν, το θέρος του 1965, μεταξύ του βασιλιά, Κωνσταντίνου του Β’ και του πρωθυπουργού, Γεωργίου Παπανδρέου. Σημασία, εφόσον δεν κατέληξαν σε «εκτόνωση» της εν εξελίξει πολιτικής κρίσης, αλλά έφεραν την αποπομπή του Παπανδρέου από την πρωθυπουργία και τις κατοπινές κυβερνήσεις της «Ιουλιανής αποστασίας», οι οποίες, μακροπρόθεσμα», στάθηκαν προάγελλος της δικτατορίας του 1967.
Τέλος, πολυποίκιλα χρήσιμες και ως ιστορικές πηγές είναι οι 800 περίπου επιστολές που αποδίδονται στο Νίκο Καζαντζάκη: 446 στον Παντελή Πρεβελάκη, 200 στην πρώτη γυναίκα του, τη Γαλάτεια Καζαντζάκη και 150 στη δεύτερη γυναίκα του την Ελένη Σαμίου και σε φίλους του. 

Πέμπτη 29 Μαρτίου 2012

149. Πρόκλος και... Πλάτων



Από τις μεγάλες μορφές του νεοπλατωνισμού, ο Πρόκλος (5ος αι. μ.Χ.)

Το σημερινό μας λήμμα είναι αφιερωμένο σε μια σημαντική προσωπικότητα των πρωτοβυζαντινών χρόνων. Δεν είναι μήτε πολιτικός, μήτε στρατιωτικός. Άνθρωπος των Γραμμάτων και μάλιστα θεράπων της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας. Ο λόγος για τον Πρόκλο.
Ο Πρόκλος γεννήθηκε πριν 1600 χρόνια, το 412 μ.Χ. , στην Κωνσταντινούπολη, καταγόμενος, όμως, από τη Λυκία της Μ. Ασίας. Στην εξουσία βρισκόταν ο ανήλικος Θεοδόσιος ο 2ος (ο κατοπινά επονομασθείς και «Μικρός») με τους κηδεμόνες του. Το αχανές Ρωμαϊκό κράτος από το 395 μ.Χ., με την πολιτική διαθήκη του αυτοκράτορα Θεοδοσίου του 1ου του Μεγάλου, είχε διαιρεθεί σε Ανατολικό (πρωτεύουσα η Κωνσταντινούπολη) και Δυτικό (έδρα η Ρώμη) στους γιους του, Αρκάδιο και Ονώριο αντίστοιχα. Η Κωνσταντινούπολη, στα πρώτα της χρόνια ως πρωτεύουσα, αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς, κοινωνικά, πνευματικά, οικονομικά, πολιτικά, για ν’ αποχτήσει τα πρωτεία από τις πόλεις της αυτοκρατορίας.
Το 425 μ.Χ., ιδρύεται στην Κωνσταντινούπολη το Πανδιδακτήριο. Πρόκειται για ένα ανώτατο εκπαιδευτικό ίδρυμα (πανεπιστήμιο). Εκεί, οι φοιτώντες διδασκόντουσαν φιλολογία, γραμματική, φιλοσοφία, ρητορική και ρωμαϊκό δίκαιο. Τα χρόνια εκείνα των πρώιμων βυζαντινών αιώνων, σημαντικά πνευματικά κέντρα υπήρχαν και στη Συρία, στη Βηρυτό η περίφημη νομική σχολή, στην Αντιόχεια και την Έδεσσα Θεολογικές σχολές και στη Γάζα της Παλαιστίνης η φημισμένη σχολή ρητόρων και ποιητών.
Μολαταύτα, τα πνευματικά φώτα της κλασικής Αθήνας δεν είχαν σβύσει παρά τα χρόνια. Η Ακαδημία του Πλάτωνος ήταν σημαντικό πνευματικό κέντρο και διέχεε σε όλον τον κόσμο τις πλατωνικές και τις νεοπλατωνικές ιδέες.  Στην Ακαδημία ήλθε και φοίτησε ο Πρόκλος και έφτασε να γίνει και σχολάρχης, διευθυντής της δηλαδή. Πολλά, πρέπει να  σημειωθεί και τούτο, ο Πρόκλος οφείλει στους εν Αθήναις δασκάλους του, Πλούταρχο και Συνέσιο και Συριανό, τον οποίο διαδέχτηκε ως διευθυντής στην Ακαδημία, ενώ πριν πάει στην Αθήνα, είχε βρεθεί στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου σπούδασε ρητορική με δασκάλους τούς Λεωνά και Ωρίωνα και φιλοσοφία με διδάσκοντες τούς Ολυμπιόδωρο και Ήρωνα.
Ο Πρόκλος ασχολήθηκε με τον κριτικό σχολιασμό διαλόγων του Πλάτωνος και την προβολή των μεταφυσικών ιδεών που απορρέουν απ’ αυτούς, αλλά όπως αντιλαμβανόμαστε από την εργογραφία του ήταν γνώστης του συνόλου της Αρχαιοελληνικής Γραμματείας. Η μεγάλη συμβολή του στη φιλοσοφία έγκειται στο να συνθέσει σε ένα ενιαίο και πολύπλοκο σύστημα ολόκληρη την προγενέστερή του νεοπλατωνική φιλοσοφική παράδοση, επηρεασμένη από στοιχεία πυθαγορικά, αριστοτελικά και στωικά. Πέραν τούτου, το σύστημά του θα συνωθήσει τον ένα θεό, τη μαγεία και διάφορα όντα δαιμονικού χαρακτήρα, και με αυτή τη μορφή θα το παραδώσει στο σχολαστικό Μεσαίωνα.
Το έργο του αποτελεί βασική πηγή για κάθε μελετητή της νεοπλατωνικής φιλοσοφίας, αλλά και του ίδιου του Πλάτωνος. Τα πιο γνωστά έργα του Πρόκλου είναι τα Σχόλιά του για τους Πλατωνικούς διαλόγους «Αλκιβιάδης Α΄», «Παρμενίδης», «Κρατύλος», «Πολιτεία» και «Τίμαιος», τα θεωρητικά «Στοιχείωσις θεολογική», «Εις την Πλάτωνος θεολογίαν» κ.ά.,  Υπομνήματα σε έργα του Ησιόδου, Ομήρου, Ευκλείδη, Πτολεμαίου, κ.ά.
Ο θάνατος βρίσκει τον Πρόκλο στην Αθήνα, σε ηλικία 73 ετών, το 485 μ.Χ., επί αυτοκράτορος Ζήνωνος, σε μιαν κρίσιμη πολιτικά εποχή για το χριστιανικό Ανατολικό Ρωμαϊκό κράτος και την Κωνσταντινούπολη, που μετά την κατάρρευση της Δύσης βάλλονται επίσης διαρκώς από επιδρομές γερμανικών και όχι μόνο φύλων. Από το 476 μ.Χ., η Ρώμη είχε αλωθεί από τα γερμανικά φύλα και το Δυτικό Ρωμαϊκό Κράτος διαλύθηκε οριστικά και αμετάκλητα, τεμαχιζόμενο, ανάλογα με το ποιοι και πού μεταναστεύουν, σε μικρότερα κράτη και κρατίδια. Πληροφορίες για τη ζωή και το έργο του βιογραφία Πρόκλου από τις ιστοσελίδες «Περιζήτητο» (http://www.perizitito.gr/persons.php?personid=3237). 

Τετάρτη 28 Μαρτίου 2012

148. Στρατιώτες του Χριστιανισμού



Με τη «βοήθεια» πληροφοριών από βίους αγίων και στοιχείων από τις ιστοσελίδες του Ορθόδοξου συναξαριστή (http://www.saint.gr/index.aspx ), στο παρόν λήμμα θα γνωρίσουμε κάποιους στρατιωτικούς που μαρτύρησαν για το χριστιανισμό και η Ορθόδοξη Εκκλησία τους συμπεριέλαβε στο Πάνθεον των Αγίων της. Όπως θα παρατηρήσουμε, οι περισσότεροι εξ αυτών μαρτύρησαν σε αντιχριστιανικούς διωγμούς που εξαπέλυσε (αρχές 4ου αι. μ.Χ.) ο Ρωμαίος ειδωλολάτρης αυτοκράτορας Διοκλητιανός και κατέληξαν μετά από πολλά βασανιστήρια.
Μια ακόμα αξιοπρόσεχτη παρατήρηση είναι ότι ο χριστιανισμός, καθώς φαίνεται, στην αρχή του 4ου αι. μ.Χ. είχε εξαπλωθεί σημαντικά στις ρωμαϊκές λεγεώνες ανά την αχανή αυτοκρατορία και μάλιστα έφτασε και στα ανώτερα κλιμάκια των στρατευμάτων, στα οποία ανήκουν πολλοί από τους μάρτυρες του παρόντος άρθρου. Αυτό ίσως να σήμαινε ότι ο αυτοκράτορας που εξόντωνε το χριστιανό στρατηγό πιθανότατα να σκεφτόταν και πως έτσι απαλλασσόταν και ένα ενδεχόμενο κινηματία κατά του θρόνου του, γιατί ο χριστιανός αξιωματικός δεν θα ήταν ποτέ μόνος του, αλλά θα είχε και «συν αυτώ» και θα προσέβλεπε στο θρόνο για προσωπικά και ευρύτερα για τους ομόθρησκούς του οφέλη…
Ας ξεκινήσουμε με τον Πασικράτη και τον Βαλεντίωνα, οι οποίοι κατάγονταν από το Δορύστολο της Κάτω Μοισίας (Βαλκανική) και ήταν στρατιώτες χριστιανοί, κατά την εποχή που έπαρχος ήταν ο Αυλοζάνης, το 297 μ.Χ.. Τιμώνται δε μαζύ και από τους χριστιανούς στις 24.04..
Ο Δημήτριος, που τιμάται στις 26 Οχτώβρη,  γεννήθηκε περί το 280 - 284 μ.Χ. και μαρτύρησε επί των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού το 303 μ.Χ. ή το 305 μ.Χ. ή (το πιο πιθανό) το 306 μ.Χ. Ο Δημήτριος ήταν γόνος αριστοκρατικής οικογένειας στη Θεσσαλονίκη. Κατατάσσεται στο Ρωμαϊκό στρατό και γρήγορα παίρνει προαγωγές, φτάνοντας σε ηλικία 22 ετών να λάβει το βαθμό του χιλιάρχου.
Ο μεγαλομάρτυρας Γεώργιος, κατεξοχήν άγιος - στρατιωτικός
Ο Γεώργιος ο μεγαλομάρτυρας και Τροπαιοφόρος, του οποίου η εορτή είναι στις 23 του Απρίλη, γεννήθηκε περίπου το 275 μ.Χ. στην Καππαδοκία, από γονείς χριστιανούς και μαρτύρησε επί των αυτοκρατόρων Διοκλητιανού και Μαξιμιανού το 303 μ.Χ.. Όταν έγινε 18 χρονών, αποφάσισε ν’ ακολουθήσει στρατιωτική σταδιοδρομία και τον βρίσκουμε στο ρωμαϊκό στράτευμα. Γρήγορα, έφτασε σε ανώτερα αξιώματα και του απονεμήθη ο τίτλος του κόμη και ο ίδιος ο Διοκλητιανός τον εκτιμούσε πολύ. Η εικόνα που συνοδεύει το παρόν άρθρο είναι του Αγίου Γεωργίου του 15ου αι. μ.Χ. από τη Γεωργία του Καυκάσου και τον παρουσιάζει έφιππο να σκοτώνει ένα δράκο και να σώζει την κόρη του βασιλιά.
Ο Θεόδωρος ο Τήρων καταγόταν από το χωριό Αμάσεια στον Πόντο και έζησε κατά τους χρόνους των αυτοκρατόρων Μαξιμιανού (286 - 305 μ.Χ.), Γαλερίου (305 - 311 μ.Χ.) και Μαξιμίνου (305 - 312 μ.Χ.). Επονομάστηκε δε Τήρων, διότι κατετάγη στο στράτευμα των Τηρώνων, δηλαδή των νεοσυλλέκτων, διοικούμενο υπό του πραιπόσιτου Βρίγκα.
Υπάρχουν, βέβαια, ανάμεσα στους στρατιώτες που τιμά η Εκκλησία και αρκετοί που δεν γνωρίζουμε τα ονόματά τους, αλλά τιμώνται μέσα σε ομάδες. Π.χ. οι Δύο Στρατιώτες, που μαρτύρησαν μαζί με τον Λογγίνο και εορτάζονται 16.10, ενώ έχουμε και την περίπτωση των Δώδεκα Στρατιωτών μαρτύρων από την Κρήτη, που μαρτύρησαν δια ξίφους και τιμώνται στις 12 Αυγούστου. Εβδομήκοντα Στρατιώτες πίστεψαν στον Χριστό δια του Άγιου Σάββα και μαρτύρησαν δια ξίφους. Ο Άγιος Σάββας ήταν στην καταγωγή Γότθος και έζησε στα χρόνια του αυτοκράτορα Αυρηλιανού (270-275 μ.Χ.) και υπηρετούσε ως αξιωματικός του στρατού, ίσως μισθοφορικού σώματος, στη Ρώμη. 
162 (12 και 150) στρατιώτες, που εορτάζονται στις 19 Νοέμβρη, γνώρισαν το χριστιανισμό από τον Αζή στον Χριστό και μαρτύρησαν δια ξίφους. Ο Άζης έζησε στα χρόνια του βασιλιά Διοκλητιανού (περί το 289 μ.Χ.) και καταγόταν από τη χώρα των Ισαύρων. Ήταν στρατιωτικός στο επάγγελμα, αλλά άφησε τη στρατιωτική ζωή και ζούσε στην έρημο, κάνοντας αρκετά θαύματα και προσελκύοντας πιστούς. 
Στα χρόνια του βασιλιά Διοκλητιανού και Μαξίμου ηγεμόνα της Φοινίκης (295 μ.Χ.), όταν λοιπόν συνελήφθη ο Ιερέας Ανανίας, και επειδή ομολόγησε τον Χριστό και γκρέμισε δια της προσευχής τα είδωλα, ο Μάξιμος διέταξε τον απάνθρωπο βασανισμό του. Μετά, τον έβαλαν στη φυλακή, όπου δια θαύματος, μέρες ολόκληρες, τρεφόταν από τον Θεό. Το θαύμα αυτό είλκυσε στην πίστη του Χριστού τον δεσμοφύλακα Πέτρο και άλλους επτά στρατιώτες, τους οποίους, μαζί με τον Ανανία, ο Μάξιμος έπνιξε στη θάλασσα. Όλοι μαζύ εορτάζουν τέλη Γενάρη (26.01). 
Ο  Μερκούριος ο Μεγαλομάρτυρας, που τον εορτάζουμε στις 25 Νοεμβρίου, ήταν γενναίος στρατιωτικός, όχι μόνο του στρατού του Ρωμαίου αυτοκράτορα Δεκίου, αλλά και του Χριστού. Ο Μερκούριος καταγόταν από τη Σκυθία και τον πατέρα του τον έλεγαν Γορδιανό.  Τα φριχτά του μαρτύρια ολοκληρώθηκαν με τον αποκεφαλισμό του στην Καισαρεία της Καππαδοκίας, μεταξύ των ετών 253 και 259 μ.Χ.
Ο Καλλίστρατος, που τιμάται στις 27.09,  μαρτύρησε στη Ρώμη επί Διοκλητιανού (284 - 304 μ.Χ.). Καταγόταν από την Καρχηδόνα και οι γονείς του, καθώς και οι πρόγονοί του, ήταν ευσεβέστατοι χριστιανοί. Κατατάχθηκε στο Ρωμαϊκό στρατό αλλά δεν εγκατέλειψε τις ευσεβείς συνήθειές του. Κάποιοι ειδωλολάτρες στρατιώτες κατήγγειλαν το γεγονός στον ειδωλολάτρη στρατηγό Περσεντίνο. Εκείνος, αφού διέταξε πρώτα τον βασανισμό του, ακολούθως διέταξε να τον τοποθετήσουν μέσα σε ένα δεμένο σάκκο και να τον ρίξουν στη θάλασσα. Έγινε το θαύμα και ο σάκκος σχίστηκε και δύο δελφίνια έσωσαν τον Καλλίστρατο, ενώ 49 στρατιώτες που είδαν ό,τι έγινε πίστεψαν στον Χριστό. Ο Περσεντίνος τότε διέταξε τον αποκεφαλισμό όλων.
Ο Μηνάς, που τιμάται στις 11 Νοεμβρίου, έζησε κατά τον 3ο αιώνα και ήταν στρατιωτικός στην περιοχή της Φρυγίας. Μετά από πολυετή στρατιωτική θητεία στην Κιουτάχεια της Μ. Ασίας, ετέθη εκτός στρατεύματος εξαιτίας του νόμου για υποχρεωτική θυσία στα είδωλα, αλλά και επειδή δεν ήθελε να διώκει χριστιανούς. Εν τέλει, παρέδωσε μαρτυρικώς τη ζωή του στα χρόνια του Διοκλητιανού (περί το 304 μ.Χ.).
Μια σπείρα (τάγμα) Στρατιωτών, εξάλλου, βρήκαν το θάνατο για τη χριστιανική πίστη διά αποκεφαλισμού και τιμώνται στις 8 κάθε Μάη. Στις 6 Σεπτέμβρη, τέλος, κάθε χρονιάς, μεταξύ άλλων, εορτάζουν ο Ρωμύλος και ο Ευδόξιος. Ο μεν Ρωμύλος ήταν πραιπόσιτος στο αξίωμα στα χρόνια του σκληρού διώκτη των Χριστιανών Τραϊανού (97 - 117 μ.Χ.). Στην αρχή και ο Ρωμύλος ήταν διώκτης των Χριστιανών και ο Τραϊανός τον έστειλε στη Γαλλία για να εξαναγκάσει τους εκεί χριστιανούς στρατιώτες να προσκυνήσουν τα είδωλα. Δεν το κατάφερε όμως και εξόρισε 11.000 απ' αυτούς στην Αρμενία, όπου όλοι θανατώθηκαν στη Μελιτινή. Ο Ρωμύλος όμως μεταμελήθηκε. Τότε υπέστη φρικτά βασανιστήρια και στο τέλος τον αποκεφάλισαν. Ο δε Ευδόξιος, κόμης στο αξίωμα και χριστιανός στον επί Διοκλητιανού διωγμό, συνελήφθη από τον άρχοντα Μελιτινής και αφού σκληρά βασανίστηκε, τελικά αποκεφαλίστηκε μαζί με τον Μακάριο, τον Ζήνωνα και 1104 (κατ' άλλους 1134) στρατιώτες.

Τρίτη 27 Μαρτίου 2012

147. Η Ελληνική κοινωνία των μέσων του 19ου αι.




Με τη «βοήθεια» των αρχείων της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, στο σημερινό σημείωμα θα παρουσιαστούν κάποια ενδιαφέροντα στοιχεία για την κοινωνική ζωή στην Ελλάδα του 19ου αιώνα.
Θα προβάλλουμε την κατανομή του ελληνικού πληθυσμού το 1861 και το 1879. Το 1861, ένα χρόνο πριν από την έξωση του Βαυαρού βασιλιά Όθωνα από το θρόνο της Ελλάδας, πραγματοποιείται επί πρωθυπουργίας Αθανασίου Μιαούλη στο περιορισμένο γεωγραφικά ελληνικό κράτος η πρώτη απογραφή. Το 1879, στο θρόνο πλέον βρίσκεται ο Δανικής καταγωγής Γεώργιος ο 1ος Γλύξμπουργκ και στην πολιτική, ενώ πρωταγωνιστεί  ο Αλέξανδρος Κουμουνδούρος, σιγά – σιγά ανατέλλει το «άστρο» του Χαριλάου Τρικούπη. Η απογραφή του 1879 μάλιστα βρίσκει τον Κουμουνδούρο στην πρωθυπουργία.
Ο συνολικός πραγματικός πληθυσμός της Ελλάδας το 1861 ήταν 1.083.988 κάτοικοι, δίχως να συμπεριλάβουμε εκείνους που δε δήλωσαν την οικογενειακή τους κατάσταση. Δεκαοχτώ χρόνια αργότερα, με την προσάρτηση των Εφτανήσων από το 1864, έφτασε στις 1.653.479 (χωρίς όσους δεν δήλωσαν, επίσης, οικογενειακή κατάσταση) ψυχές.  Από τον πληθυσμό του 1861, 529.466 είναι γυναίκες και 554.522 άνδρες. Ο ανδρικός πληθυσμός, το 1879, θα αγγίξει τους 854.971, ενώ ο γυναικείος τις 798.508.
Το 1861, καταγράφονται 634.112 ως άγαμοι, 368.835 ως έγγαμοι και 81.041 ως χήροι. Για διαζευγμένους ή σε διάσταση δεν υπάρχει αναφορά. Το 1879, έχουμε 112.334 χήρους, 986.683 άγαμους και 554.462 έγγαμους.  Αξίζει να σημειωθεί πως είναι άντρες οι 351.237 από τους άγαμους του 1861 και από τους άγαμους του 1879 οι 552.519, ενώ οι γυναίκες συναριθμούνται ως 184.016 στους συνολικά έγγαμους του 1861 και φτάνουν τις 276.704 από τους συνολικά έγγαμους το 1879. Από τους χήρους του 1861 άντρες είναι μόλις 19.269 και το 1879 εμφανίζονται 87.640 γυναίκες στον πίνακα των χήρων.
Για να ιδούμε τώρα τον πραγματικό πληθυσμό της Ελλάδας το 1879, κατανεμημένο σε ηλικίες και ανά φύλο. Εγγίζει τους 1.653.310 (χωρίς όσους δεν δήλωσαν ηλικία).  754.176 είναι οι άντρες και 798.508 ο γυναικείος πληθυσμός. Από 0 – 14 ετών, έχουμε 308.285 κορίτσια και 340.550 αγόρια, από 15 – 64 ετών, οι άντρες είναι  484.362  και οι γυναίκες 461.753 και, τέλος, ο αντρικός πληθυσμός του 1879 που έχει υπερβεί το 65ο έτος της ηλικίας του είναι 27.489 και ο γυναικείος 25.070.  Συνολικά, το 39% του πληθυσμού της Ελλάδας στα 1879 είναι  0 – 14 ετών, το 57% 15 – 64 χρόνων και το υπόλοιπο 4% άνω των 65 ετών. 

Δευτέρα 26 Μαρτίου 2012

146. 300 χρόνια από τη γέννηση του Ζ. Ζ. Ρουσσώ

Το καλοκαίρι του 1712, γεννιέται στη Γενεύη της σημερινής Ελβετίας από γαλλόφωνους γονείς ο Ζαν Ζακ Ρουσσώ και θα πεθάνει 66 χρόνια αργότερα στο Ερμενονβίγ της Γαλλίας.
Από τους πρωτοπόρους του κινήματος του Ευρωπαϊκού Διαφωτισμού. Συνέγραψε έργα παιδαγωγικά, κοινωνιολογικά - πολιτικά, οικονομικά, φιλοσοφικά και επηρέασε, μολονότι δεν έλειψαν και όσοι τον μέμφθηκαν για το ήθος του,  σημαντικά τους σύγχρονούς του και τις κατοπινές γενιές, ιδίως δε τους πρωτεργάτες της Γαλλικής Επανάστασης.
Ενώ συνέθεσε και έργα συμφωνικής μουσικής, τα σπουδαιότερά του γραπτά έργα (: κυκλοφορούν όλα και στα ελληνικά από διάφορες εκδόσεις) είναι το "Κοινωνικό Συμβόλαιο", ο "Αιμίλιος" , η "Διατριβή για την προέλευση και τις βάσεις της ανισότητας μεταξύ των ανθρώπων", η "Διατριβή σχετικά με τις τέχνες και τις επιστήμες",  το "Δοκίμιο περί καταγωγής των γλωσσών", ο "Λόγος περί πολιτικής οικονομίας" κλπ. 
Στην πολιτική φιλοσοφία του ζητούσε ο Ρουσσώ ίδια δικαιώματα για όλους τους πολίτες, με δημοκρατική διακυβέρνηση και κοινωνικό έλεγχο. "Οι άνθρωποι γεννιώνται καλοί από τη φύση τους και διαφθείρονται από την κρατούσα εκκλησία, την κακή παιδεία και τις κρατούσες οικονομικές συνθήκες. Ο μόνος δρόμος για να βελτιωθούν είναι να αφεθούν ελεύθεροι".   
Χρήσιμο για κάθε φιλομαθή θα φανεί το βιβλίο του Robert Wokler : "Ρουσσώ. Όλα όσα πρέπει να γνωρίζετε". Μετάφραση Παναγιώτης Πανταζάκος. "Ελληνικά Γράμματα", Αθήνα 2006. 
145. Ωφέλιμα "ψέματα";



Αθηναϊκή πολεμική τριήρης (5ος αι. π.Χ.)
Ο Χαιρέας ο γιος του Αρχέστρατου ήταν ένα πρόσωπο στο οποίο η ιστοριογραφία δεν αφιέρωσε πολλές γραμμές. Εντούτοις, έπαιξε σημαντικό ρόλο στην αρχαία αθηναϊκή ιστορία. Διετέλεσε στρατηγός και ναύαρχος των Αθηναίων στην τελευταία, μετά το 413 π.Χ., περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου.
Το καλοκαίρι του 411 π.Χ., ο αθηναϊκός στρατός, που στρατωνιζόταν στη Σάμο, δεν γνώριζε το παραμικρό για το ολιγαρχικό πραξικόπημα που είχε «αλλάξει το πολιτικό σκηνικό» στην Αθήνα από την άνοιξη της χρονιάς αυτής. Έτσι, αποφάσισαν μαζύ με τους Σαμιώτες να στείλουν στην Αθήνα το Χαιρέα. Εκείνη την εποχή ήταν πλοίαρχος στο ιερό πλοίο «Πάραλος».
Όταν έφτασε στην Αθήνα, τα μέλη του πληρώματος της «Παράλου» άλλα συνελήφθησαν και άλλα εστάλησαν με άλλο πλοίο στην Εύβοια για θαλάσσιες περιπολίες. Ο Χαιρέας, όμως, κατάφερε και το έσκασε και γύρισε στη Σάμο. Εκεί, τότε, τα δημοκρατικά του «πιστεύω» τον έσπρωξαν να περιγράψει σ’ όλους όσοι είχαν στρατωνιστεί στο νησί με αρκετή δόση υπερβολής όσα γίνονταν στην πατρίδα τούς πρώτους μήνες των ολιγαρχικών 400.  
Ο Χαιρέας, λοιπόν,  έλεγε στους στρατιώτες πως οι ολιγαρχικοί επέβαλλαν την ποινή της μαστίγωσης σ' οποιονδήποτε και ότι ήταν αδύνατο ν' αντιμιλήσει κανείς σ' όσους ασκούσαν την εξουσία. Πρόσθεσε ότι οι γυναίκες και τα παιδιά των στρατιωτών κακοπάθαιναν και ότι έχουν σκοπό να πιάσουν και να ρίξουν στη φυλακή τους συγγενείς όσων στρατιωτών της Σάμου δεν ήσαν οπαδοί της ολιγαρχίας ώστε, αν δεν τους υπακούσουν, να θανατώσουν τους συγγενείς. Τους είπε και άλλα, πολλά, λέγοντας ψέματα το ένα απάνω στο άλλο.
Έτσι, με μάλλον ωφέλιμα, ως απεδείχθη για την Αθήνα, ψέματα, ο γιος του Αρχέστρατου πέτυχε και να «ανάψει» τα αντιολιγαρχικά αισθήματα του στρατεύματος στη Σάμο και να σπρώξει το Θρασύβουλο και το Θράσυλλο να πάρουν με το μέρος τους στρατιώτες και να ξεκινήσουν τον αγώνα εναντίον των ολιγαρχικών πραξικοπηματιών, καθιστώντας συνάμα τη θέση των τελευταίων στην Αθήνα επισφαλή.
Πληροφορίες για το Χαιρέα, που το 410 π.Χ. με την αποκατάσταση της δημοκρατίας τον συναντούμε ναύαρχο των Αθηναίων στην Κύζικο,  αντλούμε από την «Ιστορία» του Θουκυδίδη. 
144. «Κουτσή» δημοκρατία και Πάγκαλος



Στη χαραυγή του 1924 (4/1) στην Ελλάδα επιστρέφει, όμως, μετά την αυτοεξορία του, που είχε χρονικά αρχίσει την επαύριο της εκλογικής του ήττας το Νοέμβρη του 1920,  ο Βενιζέλος και, μη αποδεχόμενος αρχικά την πρωθυπουργία, εκλέγεται πρόεδρος της Βουλής, της οποίας μέλος είχε εκλεγεί - αν και απών- το Δεκέμβρη του 1923 και η οποία συνήλθε πανηγυρικά σε πρώτη συνεδρίαση στις 2/1/1924.  Δυστυχώς, όμως, οι ασυμφωνίες μεταξύ των πολιτικών για το πολιτειακό (ο Βενιζέλος προτείνει δημοψήφισμα, ο Παπαναστασίου επιμένει να κηρυχτούν έκπτωτοι οι Γλύξμπουργκ με ψήφισμα της Συντακτικής Εθνοσυνέλευσης), με την είσοδο του 1924 έχουν αποτέλεσμα το σχηματισμό μέσα σε 3 μήνες τριών βραχύβιων κυβερνήσεων. Την επαναστατική κυβέρνηση Γονατά διαδέχτηκε στις 11 του Γενάρη του 1924 ο Ελ. Βενιζέλος, αυτόν στις 6 του Φλεβάρη  ο  Γ. Καφαντάρης και τούτον στις 12 Μαρτίου 1924 ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου.
Υπέρ της δημοκρατίας ο στρατηγός Θ. Πάγκαλος ως υπουργός κι ο Α. Παπαναστασίου εμπρός του ως πρωθυπουργός,  Άνοιξη τού 1924
Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου ήταν διαπρεπής νομομαθής από την Αρκαδία με μεταπτυχιακές σπουδές σε διάφορες ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις (φιλοσοφία και πολιτικές-κοινωνικές επιστήμες σε Γερμανία, Λονδίνο, Παρίσι). Μετά το θάνατο του πατέρα του, γυρνά στην Ελλάδα (1908) και πρωτοστατεί στην ίδρυση της «Κοινωνιολογικής Εταιρείας».
Στη δεκαετία του 1910-20, προσεταιρίζεται τον Ελευθέριο Βενιζέλο, συμμετέχοντας ως υπουργός στις κυβερνήσεις που ο Κρητικός πολιτικός σχηματίζει και το 1924 σχηματίζει την πρώτη του κυβέρνηση, με τις ριζοσπαστικότερες ως εκείνη την εποχή προγραμματικές δηλώσεις. Αν και μένει στην πρωθυπουργία έως τον Ιούλιο της ίδιας χρονιάς μόνο, προλαβαίνει και εισηγείται στις 25 Μαρτίου 1924 στη Δ' Συντακτική Εθνοσυνέλευση το ψήφισμα «περί εκπτώσεως της Δυναστείας και ανακηρύξεως της Δημοκρατίας», που γίνεται αποδεκτό από το Σώμα και κηρύσσεται έτσι η Α` Ελληνική Δημοκρατία. Γι’ αυτό και η Σύγχρονη Ελληνική Ιστορία τον αποκάλεσε «πατέρα της Α` Δημοκρατίας».
Οι ριζοσπαστικές για την εποχή και τον τόπο ιδέες, το πλήρες πλην τολμηρό και ιδιαίτερα φιλόδοξο πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό κυβερνητικό πρόγραμμα μακράς πνοής που εξαγγέλλει ο Παπαναστασίου αναλαμβάνοντας την πρωθυπουργία για πρώτη φορά το 1924, αλλά και που οραματίζεται σε όλη την εφεξής πολιτική σταδιοδρομία του επηρέασαν σημαντικά τις κατοπινές πολιτικά γενιές της Ελλάδας που έχοντας τον Αρκάδα πολιτικό ως πρότυπο και βάση κινήθηκαν πολλές απ' αυτές, τόσο στην εξωτερική, μα -κυρίως- εσωτερική πολιτική και αντιμετώπιση των προβλημάτων της χώρας μας.
Η Δημοκρατία επικυρώνεται με το δημοψήφισμα της 13ης Απρίλη του 1924, με 70% υπέρ της Δημοκρατίας (758.472 ψήφους ) και 30% (325.332 ψήφους) του εκλογικού σώματος να στηρίζει μοναρχικό πολίτευμα. Η Εθνοσυνέλευση εκλέγει πρώτο Πρόεδρο της Α` Ελληνικής Δημοκρατίας το μέχρι τούδε αντιβασιλέα Παύλο Κουντουριώτη.
Μετά την ανακήρυξη της Δημοκρατίας, όλοι όσοι περίμεναν μια ριζική ανανέωση των πολιτικών ηθών που είχαν υποσχεθεί οι πρωτεργάτες της επανάστασης του 1922 δυστυχώς διαψεύστηκαν. Η παλαιοκομματική νοοτροπία επανήλθε και μέχρι το 1926, στα νηπιακά βήματα της Δημοκρατίας, «τρικλοποδιές» βάζουν και οδηγούν τη χώρα στα πρόθυρα της οικονομικής χρεοκοπίας και της πολιτικής εξαθλίωσης τόσο τα αλλεπάλληλα στρατιωτικά κινήματα που μόνο σκοπό έχουν να ικανοποιήσουν με το χείριστο για το έθνος τρόπο τις προσωπικές φιλοδοξίες του οποιουδήποτε κινηματία, όσο η συνεχής κυβερνητική αστάθεια με τις συχνές εναλλαγές όχι μόνο υπουργών αλλά και κυβερνήσεων σε συνδυασμό με τη σπατάλη του δημοσίου χρήματος και την παντελή έλλειψη οργανωμένης δημοσιονομικής πολιτικής (να σημειωθεί πως από το Γενάρη του 1924 έως το Δεκέμβρη του 1926 άλλαξε 15 φορές ο υπουργός Οικονομικών!).
Ο Βενιζέλος, παραδίδοντας το Φλεβάρη του 1924 την πρωθυπουργία στον άλλοτε στενό του συνεργάτη και πρώην υπουργό των κυβερνήσεων της περιόδου 1915 – ’20, Γεώργιο Καφαντάρη, αναχωρεί στο εξωτερικό. Το κόμμα των «Φιλελευθέρων», αφού έφυγε ο φυσικός ηγέτης του, διασπάται και πάμπολλα κοινοβουλευτικά και εξωκοινοβουλευτικά στελέχη του συμπαρατάσσονται με τον Γ. Καφαντάρη, που είναι πλέον αρχηγός του κόμματος των «Προοδευτικών Φιλελευθέρων» . Ο Αλέξανδρος Παπαναστασίου, που είχε διαδεχτεί στις 12/3/1924 τη βραχύβια κυβέρνηση Καφαντάρη, με την προοδευτικού - ριζοσπαστικού προσανατολισμού κυβέρνησή του καταψηφίζεται από τη Βουλή το καλοκαίρι του ίδιου χρόνου και παραδίδει τα ηνία στον άλλοτε βενιζελικό πρόεδρο της Βουλής και ηγέτη των εναπομεινάντων μελών της κοινοβουλευτικής ομάδας των «Φιλελευθέρων» ως αντικαταστάτη του Βενιζέλου, Θεμιστοκλή Σοφούλη. Ο Σοφούλης, που αναλαμβάνει στις 25 του Ιούλη, δεν έμελλε να κυβερνήσει περισσότερο από 2 μήνες και 12 ημέρες. Πράγματι, στις 7 Οχτώβρη του 1924, μετά το κίνημα Κολιαλέξη στο ναυτικό, τον αντικαθιστά κυβέρνηση υπό την προεδρία του πρώην φιλελεύθερου σημαίνοντος στελέχους και νυν αρχηγού του κόμματος των «Συντηρητικών Φιλελευθέρων» (αργότερα το μετονόμασε σε «Συντηρητικών Δημοκρατικών»), Ανδρέα Μιχαλακοπούλου, που θα μείνει στην εξουσία ως τον Ιούνη του 1925. Ήταν η 8η κυβέρνηση στην Ελλάδα ύστερα από τη μικρασιατική καταστροφή του φθινοπώρου του 1922 κι η έκτη, που αναλάμβανε μετά τις εκλογές του Δεκέμβρη του 1923!
Α. Μιχαλακόπουλος και Ελ. Βενιζέλος
Στην κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου ο πρωθυπουργός, αφού κράτησε για τον εαυτό του το υπουργείο Στρατιωτικών ως τις 9 Μαρτίου 1925 που το άφησε στον Κ. Γόντικα, από τις 19.1.1925 πήρε το υπουργείο Εξωτερικών, που ως τότε κατείχε ο Γ. Ρούσος, και ανέθεσε το υπουργείο Οικονομικών στον Κ. Γκότση και το υπουργείο Ναυτικών πρώτα στο Γ. Ρούσο (έως 7/11/1924) και ύστερα στον Αθ. Ν. Μιαούλη (έως τον Ιούνη του 1925), ενώ υπουργός Εσωτερικών τοποθετήθηκε αρχικά (7 Οκτ. 1924- 15 Ιούνη 1925) ο την εποχή αυτή δημοκρατικός στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης κι έπειτα (15-26/6/1925) ο Γ. Μαρής. Οι συχνές αλλαγές υπουργών στην κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου, μολονότι είναι η ως τότε μακροβιότερη επί Δημοκρατίας (8 μήνες + 19 ημέρες!), δεν την αφήνουν να αντιμετωπίσει με επιτυχία εξωτερικά κι εσωτερικά προβλήματα και να αναγκάζεται να προβαίνει σε αντιλαϊκά μέτρα.
Εξωτερικά προβλήματα την περίοδο τούτη θεωρούνται η γιουγκοσλαβική απαίτηση για συγκυριαρχία με την Ελλάδα στο λιμάνι της Θεσ/νικης, η επιθετική πολιτική της Ιταλίας εναντίον της Κέρκυρας με νωπές όλων τις μνήμες από τον Αύγουστο του 1923 και οι τουρκικές απειλές για απέλαση του Οικουμενικού Πατριάρχη από την Κων/πολη. Στο εσωτερικό της Ελλάδας, η ένταση αυξάνει όσο η νομισματική αστάθεια, που είχε αρχίσει επί Πρωτοπαπαδάκη λίγο πριν την κατάρρευση του μικρασιατικού μετώπου στα 1922, κι ο πληθωρισμός μειώνουν το πραγματικό εισόδημα των εργαζομένων, οι οποίοι, αντιδρώντας, καταφεύγουν σε συνεχείς απεργιακές κινητοποιήσεις. Την αδυναμία των δημοκρατικών πολιτικών ηγετών να βρουν μια «φόρμουλα» κοινής πολιτικής δράσης και συνεργασίας για να λυθούν τα προβλήματα της Ελλάδας «επωφελείται» ο άλλοτε στενός συνεργάτης και μέλος της κυβέρνησης Παπαναστασίου, στρατηγός και πρωταγωνιστής της επανάστασης του 1922, Θεόδωρος Πάγκαλος, και τα τέλη Ιουνίου του 1925 ανατρέπει τη νόμιμη κυβέρνηση Μιχαλακοπούλου.
Ο στρατηγός Θεόδωρος Πάγκαλος είχε διατελέσει  υπουργός Στρατιωτικών επί Γονατά ( από 14 Νοε. ως 12 Δεκ. 1922, πριν πάει να οργανώσει το μέτωπο στη Θράκη) κι επί Παπαναστασίου (9 Ιουν. μέχρι 24 Ιουλ. 1924, μετά την αποχώρηση του στρατηγού Γ. Κονδύλη). Επίσης, ήταν ο πρώτος που ανέλαβε το 1924 (31 Μαρτίου έως 18 Ιουνίου) το υπουργείο Εννόμου Τάξεως, διορισθείς σ` αυτό από τον Παπαναστασίου, μετά την κατάλυση της βασιλείας. Το καλοκαίρι του 1925 (26 Ιούνη) εκμεταλλεύεται την αδυναμία του Α. Μιχαλακοπούλου να ελέγξει την έκρυθμη εντός κι εκτός Ελλάδας κατάσταση και τον ανατρέπει.
Έτσι, επιβάλλει τη δική του «επανάσταση», αφού «ζητά» από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας, Π. Κουντουριώτη, να του αναθέσει το σχηματισμό κυβέρνησης. Τέλη Σεπτέμβρη (30/9/1925) διαλύει τη Συντακτική Συνέλευση, που είχε εκλεγεί το Δεκέμβρη του 1923, και «μετασχημάτισε την επανάσταση σε προσωπική δικτατορία». Το φαιδρό, όσο κι εθνικά επικίνδυνο παγκαλικό καθεστώς αναγκάζει το Μάη του 1926 τον Κουντουριώτη να παραιτηθεί και να αναλάβει ο ίδιος ο Θ. Πάγκαλος μετά από παρωδία εκλογών την προεδρία (Ιούλης 1926), που παρέμεινε ωστόσο και πρωθυπουργός ως τις 19 Ιούλη 1926 που σχημάτισε βραχύβια, όπως θ` αποδειχτεί, κυβέρνηση ο παλαιοκομματικός (από το 1885 πολιτεύεται ) πολιτικός, πρώην υπουργός και νυν στενός συνεργάτης του, Αθανάσιος Ευταξίας (ως τις 22/8 της ίδιας χρονιάς).
Ο Θεόδωρος Πάγκαλος αυτοπαρασημοφορήθηκε με το Μεγαλόσταυρο του Σωτήρος, ενώ εξαπέλυσε δριμύ κυνηγητό εναντίον της ... κοντής γυναικείας φούστας με νόμο που λίγο μετά αναγκάστηκε να «πάρει πίσω», προξενώντας το γέλωτα των πολιτικών του αντιπάλων, αλλά κι εκτός Ελλάδος. Επίσης, δίωξε και έστειλε στην εξορία κομμουνιστές και  δημοκρατικούς πολίτες και μεταξύ αυτών και τους Γ. Καφαντάρη (που στις 8/12/1925 θεωρεί τη δικτατορία του Πάγκαλου «ορδή» και στις 11 του ίδιου Δεκέμβρη  λέει πως το παγκαλικό καθεστώς «... κατώρθωσε να εμπνεύση την κοινήν αηδίαν. Τούτο κατ` ανάγκην συμβαίνει όταν οι κόθορνοι προχειρίζονται σε δικτάτορες.»), Αλ. Παπαναστασίου, Γ. Κονδύλη , Γ. Παπανδρέου, Ιω. Μεταξά και Α. Μιχαλακόπουλο. Επιπλέον, επί των ημερών του, η κρίση της ελληνικής οικονομίας χειροτέρεψε, ενώ παταγώδης υπήρξε η αποτυχία του στην εξωτερική πολιτική.
Ιλαροτραγωδία η δικτατορία του Θ. Πάγκαλου (1925-26)
Θέλοντας ο δικτάτωρ να αποπροσανατολίσει τον ελληνικό λαό από τα φλέγοντα εσωτερικά προβλήματα, αποπειράται να ασχοληθεί και με τις σχέσεις της Ελλάδας με τους λοιπούς βαλκανικούς λαούς. Έτσι, τον Οχτώβρη του 1925 παραλίγο να προξενήσει ελληνοβουλγαρικό πόλεμο, όταν ένα ασήμαντο επεισόδιο στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα στάθηκε αφορμή να διατάξει ο Πάγκαλος τον ελληνικό στρατό να εισβάλει στο βουλγαρικό έδαφος. Η Κοινωνία των Εθνών επεμβαίνει, ο ελληνικός στρατός γυρίζει πίσω στην Ελλάδα, η οποία εξευτελισμένη διεθνώς υποχρεώνεται να καταβάλει πολεμική αποζημίωση στη Βουλγαρία. Μα ο Θ. Πάγκαλος δε σταματά εκεί: Τον Αύγουστο του 1926, λίγο πριν την πτώση του, με συνθήκη συνεργασίας παραχωρείται στη Γιουγκοσλαβία όχι μόνο η συγκυριαρχία στο λιμάνι της Θεσ/νικης, αλλά και σε ολόκληρη την κοιλάδα του Αξιού!
Καθώς είχε παραγίνει το κακό και το δικτατορικό καθεστώς ήταν πια όχι απλώς γελοίο, αλλά κι εθνικά επικίνδυνο, ο στρατηγός Γεώργιος Κονδύλης, εκφράζοντας τη λαϊκή αγανάκτηση και την απόγνωση του πολιτικού κόσμου στην Ελλάδα, ανατρέπει τον Αύγουστο του 1926 τους Θ. Πάγκαλο και Αθ. Ευταξία και επαναφέρει τον Π. Κουντουριώτη στην προεδρία της Δημοκρατίας, ενώ -αναλαμβάνοντας ο ίδιος προσωρινά την πρωθυπουργία- υπόσχεται να δώσει τέλος στην εκρηκτική κατάσταση και να ξαναφέρει τη χώρα στον ομαλό βίο. Προς τούτο, προκηρύσσει εκλογές για τις 7 Νοέμβρη του 1926.

Κυριακή 25 Μαρτίου 2012

143. Με Δερβενάκια, αλλά και ... Χίο



Σήμερα, 25η Μαρτίου 2012, με αφορμή την επέτειο της εθνεγερσίας του 1821 θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο 1822, τη δεύτερη χρονιά της Επανάστασης, η οποία (χρονιά) ξεκινά με το θάνατο του Αλή Πασά, τον οποίο ξεγέλασε και θανάτωσε μαζύ με τους γιους του ο Χουρσίτ, που, από το Νοέμβρη του 1820, ήταν διορισμένος από την τουρκική κυβέρνηση γενικός πολιτικοστρατιωτικός διοικητής Πελοποννήσου. 
Ο Θεόδωρος  Κολοκοτρώνης
Το 1822, ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο 2ος (ανέβηκε στο σουλτανικό θώκο το 1808 και παρέμεινε σ’ αυτόν μέχρι το 1839), ύστερα από τον πολυμέτωπο αγώνα σε όλο τον Ελληνικό χώρο, αποφασίζει, έναντι όρων, να ζητήσει τη βοήθεια του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλυ. Παράλληλα, ένας στενός συνεργάτης του Σουλτάνου και επιτελάρχης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ρεΐζ Εφέντης, αποφασίζει να υλοποιήσει το σχέδιο που είχε βρει ως λύση για να καταπνίξει την ελληνική Επανάσταση. Ο τουρκικός στόλος θα απέκλειε τα νησιά και τα φρούρια καταστέλλοντας τοπικά την Επανάσταση και ο Χουρσίτ θα προέλαυνε ως το Μοριά από δύο δρόμους: Ήπειρο  – Μεσολόγγι  – Πάτρα, Θεσσαλία  – Ανατολική Ελλάδα  – Πελοπόννησος.
Τις πρώτες ημέρες του 1822, ενώ ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνέχιζε την πολιορκία των Πατρών και η Μπουμπουλίνα τον αποκλεισμό του Ναυπλίου, ο Χουρσίτ νικά στα Στύρα της Εύβοιας τον Η. Μαυρομιχάλη (12/1) και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πολιορκεί την Κάρυστο, αλλά δεν την κυριεύει, γιατί οι πολιτικοί («Άρειος Πάγος») τον ανακαλούν στη Ρούμελη.
Στις 25.1.1822 η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, όρισε την Κόρινθο Έδρα της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδας. Τα γραφεία της Διοίκησης και η Εθνική Βουλή εγκαταστάθηκαν στο Μέγαρο του πρόκριτου Θεοχάρη Ρέντη. Εκεί έγιναν και οι εγκαταστάσεις του Πρώτου Νομισματοκοπείου, που έκοψε τα πρώτα μετάλλια του αγώνα, καθώς και οι εγκαταστάσεις του Πρώτου Εθνικού Τυπογραφείου που τύπωσε το Πρώτο Σύνταγμα, τους Νόμους και τη Διακήρυξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας της Ελλάδας που κοινοποιήθηκε στους Πρόξενους των Φιλικών Δυνάμεων. Στην Κόρινθο καθιερώθηκε η Εθνική Σημαία, η οργάνωση των Πρώτων Δικαστηρίων, η οργάνωση Τακτικού Στρατού (Νόμος αρ. 8/1.4.1822) και η συγκρότηση του Τάγματος των Φιλελλήνων (Νόμος αρ. 11/23.4.1822). Η Κόρινθος παρέμεινε έδρα της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδας μέχρι το Μάιο του 1822, που εμφανίστηκε ο Δράμαλης με τη στρατιά του. 
Δυστυχώς, όπως θα ιδούμε παρακάτω, η φύλαξη του κάστρου του Ακροκορίνθου ανατέθηκε στον άπειρο και ανάξιο Ιάκωβο Θεοδωρίδη ή «Αχιλλέα».
«Αχιλλέας. Εβάλατε και νέον αρχηγόν εις το φρούριον της Κόρθος, Αχιλλέα τον έλεγον, λογιώτατον κι ακούγοντας το όνομα Αχιλλέα, πετυχαίνετε ότι είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Και πολέμαγε το όνομα τους Τούρκους. Δεν πολεμάγει το όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός, η αρετή!», θα σχολιάσει περιπαικτικά για το Θεοδωρίδη ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του.
Επειδή, σε πολλές περιπτώσεις, οι Έλληνες στρατιώτες και παράκουγαν τους επικεφαλής τους και επιδίδονταν σε πλιάτσικα εις βάρος των ντόπιων πληθυσμών, ο Κολοκοτρώνης εκδίδει ημερήσια διαταγή, στις 13/2/1822. Σ’  αυτήν, προειδοποιεί έναντι αυστηρής τιμωρίας όσους μέχρι τότε, μεταξύ άλλων, δεν υπάκουαν πρόθυμα τους ανωτέρους τους, έκαναν τα «στραβά μάτια» στις ατιμίες των στρατιωτών, έκλεβαν ζώα από τον πληθυσμό της περιοχής, μεθοκοπούσαν υπέρμετρα και έβγαζαν όπλα εναντίον των συναδέλφων τους.
Οι κοτζαμπάσηδες θέλουν, όμως, πάρουν τον έλεγχο στα χέρια τους, μολονότι η απειλή του Χουρσίτ πλησιάζει. Γι’  αυτό, Κωλέττης και Μαυροκορδάτος επιδίδονται σε συκοφαντίες, προκειμένου να διασπάσουν τους στρατιωτικούς, αλλά η ραδιουργία, όπως γράφει ο Μακρυγιάννης, ξεσκεπάζεται, όταν Νικηταράς, Δ. Υψηλάντης και Οδυσσέας Ανδρούτσος αποκαλύπτουν τι τους είχαν εξυφάνει.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος
Μέσα στο έτος 1822 εκδηλώθηκε και η διαμάχη του Οδυσσέα Ανδρούτσου με το διοικητικό όργανο της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, τον Άρειο Πάγο. Η διαμάχη αυτή, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ύφεσης, θα πάρει μια νέα διάσταση με αφορμή τις εξελίξεις στο νησί της Εύβοιας. Η σημασία της Εύβοιας για την εξέλιξη των επαναστατικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα υπήρξε μεγάλη. Πέρα από τη στρατηγική θέση της νήσου ως ασπίδας των παραλίων της Ανατολικής Στερεάς και ιδιαίτερα της επαρχίας Αττικής, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και το σημαντικό ρόλο του νησιού στην εξασφάλιση των αναγκαίων για την επανάσταση στην Ανατολική Στερεά οικονομικών πόρων. Στον υποθετικό λογαριασμό εσόδων και εξόδων του έτους 1823, το νησί της Ευρίπου θα απέδιδε στο εθνικό ταμείο από τα εθνικά και ιδιόκτητα εισοδήματα το ποσό των 446.700 γροσίων, όταν για την ίδια χρονιά η Αθήνα προβλεπόταν να δώσει 302.000 γρόσια.
Από νωρίς ο Άρειος Πάγος κατάλαβε τη σημασία του νησιού για την οικονομική στήριξη του αγώνα, γι’ αυτό πέρα από την ασφάλεια που θα τους παρείχε, αποφασίστηκε η μεταφορά της έδρας του Αρείου Πάγου από τα Σάλωνα στην Εύριπο. Τον Απρίλιο του 1822 προσωρινή έδρα του Αρείου Πάγου έγινε το Ξηροχώρι στα βόρεια του νησιού. Ένα μήνα πριν η έδρα του Αρείου Πάγου ήταν στη Λιθάδα. Από τα διοικητικά αυτά κέντρα της Ευρίπου γινόταν η διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, με τον με πολιτική απόφαση διορισμό των οπλαρχηγών, που αποκτούσαν το δικαίωμα της στρατολογίας.  
Από τους πρώτους μήνες της παρουσίας του στην Εύβοια, ο Άρειος Πάγος ενδιαφέρθηκε για την καταγραφή των εθνικών κτημάτων, από τους πόρους των οποίων ήλπιζε να επιτύχει την χρηματική επάρκεια του ταμείου του. Η σύσταση εφορειών στις επαρχίες απέβλεπε στην άμεση καταγραφή των περιουσιών και στην πρόβλεψη των χρηματικών εισροών από την εκτίμηση των κτημάτων, με σκοπό την επαρκή τροφοδοσία του στρατεύματος, την ικανοποίηση των μισθολογικών αναγκών και την αγορά των πολεμοφοδίων.
Στη Ρούμελη, λοιπόν, ο Δ. Υψηλάντης τίθεται επικεφαλής πολεμικού συμβουλίου καπεταναίων και προτού κοντοσιμώσει η στρατιά του Χουρσίτ, σπεύδει κοντά στη Λαμία. Μαζύ του, έχει 7.000 άντρες, ενώ Νικηταράς και Ανδρούτσος χτυπούν τη Λαμία. Όταν δέχεται πολυάριθμη τουρκική επίθεση, ο Ανδρούτσος τραυματίζεται βαριά και ζητά βοήθεια από τον «Άρειο Πάγο» να διεκπεραιωθεί στη Λοκρίδα. Επειδή του την αρνιούνται, περνά με δικά του μέσα και τότε οι κοτζαμπάσηδες τον ψέγουν ως φυγόμαχο συνεργάτη των Τούρκων και άναντρο, ενώ λίγο αργότερα, όταν βγάζει από τη μέση δύο «μπράβους» του «Αρείου Πάγου», επικηρύσσεται με 5.000 γρόσια και ο στρατός στη Ρούμελη διαλύεται.
Σ’  ό,τι αφορά την υπόλοιπη Ελλάδα, στο ξεκίνημα του 1822, οι μόνοι που αγωνίζονταν στην Ήπειρο ήταν οι ηρωικοί Σουλιώτες. H καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στο χωριό Πέτα, ωστόσο, σήμανε και το τέλος κάθε ελπίδας σωτηρίας για το Σούλι. Κατόπιν, ας μεταφερθούμε στη δυτική Μακεδονία, η οποία ξεσηκώνεται το χάραμα της νέας χρονιάς μ’  επίκεντρο τη Νάουσα, παρά τα αυστηρά προληπτικά μέτρα, που είχε, ως διοικητής Θεσσαλονίκης, λάβει ο Εμπού Λουμπούτ. Το Γενάρη, λοιπόν, του 1822 οι οπλαρχηγοί Ζαφειράκης Θεοδοσίου (από τη Νάουσα), Καρατάσος (από τη Βέροια) και Γάτσος (από την Έδεσσα) συγκεντρώθηκαν μαζύ με προκρίτους της περιοχής στο χωριό Δοβρά, κάπου ανάμεσα σε Βέροια και Νάουσα κι αποφάσισαν να μπουν στον Αγώνα και να δοκιμάσουν να καταλάβουν τη Βέροια και τη Νάουσα.
Στις 19/2/1822 στη Νάουσα, εξουδετερώνεται η μικρή τουρκική φρουρά κι υψώνεται η σημαία της Επανάστασης, αλλά η απόπειρα του Γάτσου και του Καρατάσου να κάνουν το ίδιο, την επόμενη μέρα, στη Βέροια δε στέφθηκε με επιτυχία. Οχυρωμένοι οι τρεις οπλαρχηγοί, λίγες μέρες κατόπιν,  στο ιστορικό μοναστήρι του Δοβρά απέκρουσαν και κατέφεραν καίριες απώλειες στο στρατό του Κεχαγιάμπεη, που έστειλε εναντίον τους ο Εμπού Λουμπούτ, ο οποίος με πολύ στρατό πολιόρκησε τη Νάουσα για ένα μήνα σχεδόν (14/3 – 13/4/1822) και όταν την κούρσεψε (16/4) πολλοί Έλληνες βρήκαν τραγικό θάνατο, αρκετοί αιχμαλωτίστηκαν και πωλήθηκαν ως σκλάβοι στα σκλαβοπάζαρα της Βαλκανικής και λιγοστοί σώθηκαν. Στις 17 του Απρίλη, οι γυναίκες της Νάουσας πέφτουν από τη γέφυρα της Αραπίτσας, προτιμώντας τον (ένδοξο) θάνατο, παρά να ατιμαστούν από τις τουρκικές ορδές. 600 Εβραίοι, μάλιστα, που συμμετείχαν στον τουρκικό στρατό, καταστρέψανε τη Νάουσα και δολοφόνησαν εκατοντάδες κατοίκους της.
Σε επιστολή τους, τον ίδιο μήνα (23 Απρίλη 1822), εξάλλου, προς τη Βουλή οι οπλαρχηγοί Γιάννης Δυοβουνιώτης, Οδυσσέος Αντρίτσου, Νικήτας Σταματελλόπουλος, Γιάννης Γούρας, Βασίλης Μπούζουγλος και Αντώνης Κοντοσόπουλος απαιτούν την έγκαιρη αποστολή στρατευμάτων από τη Διοίκηση. «Σεβαστή Βουλή, δεν εξεύρομεν γράμματα πολλά δια να σας καθαρίσωμεν πόση μεγάλη είναι η ανάγκη για να βγάλετε στρατεύματα εδώ εις ετούτα τα μέρη».
Τούτη η από κοινού κίνηση των σημαντικών οπλαρχηγών της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος να απευθυνθούν στην Προσωρινή Διοίκηση παρακάμπτοντας τον Άρειο Πάγο δεν υπαγορευόταν μόνο από την κρισιμότητα των πραγμάτων, αλλά και από την απόφασή τους να απομακρυνθούν από την επιρροή των αρεοπαγιτών, αποτελούσε, δηλαδή, και μία πολιτική πράξη.
Ο αγώνας των Μακεδόνων, το πρώτο μισό του 1822, πάντως, δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, μια κι οι Τούρκοι είχαν πολύ και ικανό στρατό στην περιοχή. Έφθειρε, όμως, και απασχόλησε σημαντικά για αρκετό καιρό τον εχθρό, που είχε ένα ακόμη μέτωπο να αντιπαλέψει, όχι δίχως απώλειες σε υλικό και ψυχές.
Ό,τι, αναμφισβήτητα, σημαδεύει το 1822 και την Επανάσταση ήταν η μεγάλη ελληνική νίκη στα Δερβενάκια, η οποία υπογράφεται από τη στρατιωτική ευφυΐα του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, και η ανεπανόρθωτη συντριβή της πανίσχυρης τουρκικής στρατιάς υπό τον Τούρκο αρχιστράτηγο από την άνοιξη της ίδιας χρονιάς Μεχμέτ πασά Δράμαλη, που μέχρι τότε έδρευε στη Λάρισα. Ο Δράμαλης, επικεφαλής πολυάριθμης στρατιάς, ξεκίνησε, από τη Λαμία, μέσα Ιουνίου και, λεηλατώντας τη γύρω από την Κωπαΐδα περιοχή και καταστρέφοντας συθέμελα τη Θήβα (30/6), φτάνει – παρότι στην Αθήνα είχε δημιουργηθεί μεγάλη αναταραχή ότι, μέσω της Μεγαρίδας, εκεί κατευθύνονταν οι τουρκικές ορδές, και οι άρχοντες της πόλης μιμήθηκαν το Θεμιστοκλή, που, κατά τους περσικούς πολέμους, είχε απομακρύνει τα γυναικόπαιδα από την Αθήνα – στην Κόρινθο, στις 6/7/1822. Εκεί, παρά τις συμβουλές των επιτελών του κι έχοντας υπερφίαλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και δυνατότητές του, δεν ιδρύει μόνιμο στρατηγείο και κέντρο ανεφοδιασμού, αλλά κινεί προς το Άργος και το Ναύπλιο.
Ο από 19/5/1822 φρούραρχος του Ακροκορίνθου, Αχιλλέας Θεοδωρίδης, δεν προέβαλε καμία αντίσταση στον εχθρό, αλλά,  όταν είδε τα τούρκικα στρατεύματα στις 6.7.1822, πανικοβλήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Προηγούμενα, όμως, σε συμφωνία μαζί του, ο άλλοτε υπηρέτης του Κιαμήλ, Δημήτρης Μπενάκης, ο υποφρούραρχος Διαμαντής Λάλακας και ο ηγούμενος της μονής Φανερωμένης, Παρθένιος Βλάχος, εκτελούν εν ψυχρώ τον Κιαμήλ Μπέη στο δωμάτιο που τον κρατούσαν φυλακισμένο και που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όμηρος, τράβηξε το φυτίλι που θα ανατίναζε την μπαρουταποθήκη και έφυγε με 150 άνδρες για την Επίδαυρο από την Τενεατική πύλη. Με τη δολοφονία του Κιαμήλ είχε, όμως, αντίθετη γνώμη ο Υδραίος Δημ. Κριεζής, που εκείνες τις μέρες βρισκόταν εκεί.
Το κάστρο εγκατέλειψε, επίσης, και ο κοτζάμπασης Σωτ. Νοταράς, όταν είδε τον τουρκικό στρατό. Έτσι, ο Ακροκόρινθος, η μπαρουταποθήκη και ο θησαυρός του Κιαμήλ, έμειναν δώρο στους Τούρκους του Δράμαλη, που στις 7 Ιούλη μπαίνει ελευθερωτής μέσα στον Ακροκόρινθο.
Του επιφυλάσσουν θερμή υποδοχή η χήρα και η μητέρα του Κιαμήλ, ντυμένες με πολυτελέστατα πέπλα ανάμεσα σε πλούσια στολισμένες θεραπαινίδες και του αποκαλύπτουν ένα πηγάδι με κρυμμένα 40.000 πουγκιά γεμάτα χρυσά νομίσματα. Για να τιμήσει τη χήρα του Κιαμήλ Μπέη, την πανέμορφη Γκιούλ- Χανούμ ο Δράμαλης, την παντρεύτηκε πάνω στον Ακροκόρινθο με ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια. Και για ικανοποίηση του χθεσινού της πένθους, αντί άλλου μνημείου στη μνήμη του δολοφονημένου συζύγου της, διέταξε κι έχτισαν ζωντανούς στα τείχη, τους καλύτερους Έλληνες που έσερνε αιχμάλωτους μαζί του από τη Ρούμελη, αλλά και κρέμασε κατωκέφαλα δύο ιερείς. Σε λίγες, όμως, μέρες, ο Τούρκος στρατάρχης βάζοντας στόχο την Τριπολιτσά, φεύγει από τον Ακροκόρινθο και φτάνει στο Άργος (12/7), ενώ στέλνει την εμπροσθοφυλακή στο Ναύπλιο, για να ενισχυθούν οι εκεί Τούρκοι υπερασπιστές της πόλης και να μην την παραδώσουν στους Έλληνες..
Ο Αχιλλέας Θεοδωρίδης, όπως είδαμε παραπάνω, εγκατέλειψε τη θέση του, «αισχρώς» κατά τον Τρικούπη. Λόγιος και απόλεμος ο Θεοδωρίδης, ακατάλληλος για τόσο σημαντική αποστολή, όπως ήταν η φύλαξη της στρατηγικής θέσεως του Ακροκορίνθου, συνελήφθη κατά κυβερνητική διαταγή  στην Επίδαυρο, όπου είχε καταφύγει φεύγοντας από την Κόρινθο. Όταν, όμως, μεταφέρθηκε στην Ερμιόνη, αυτοκτόνησε περιφρονημένος από όλους.
Η κυβέρνηση των Ελλήνων, οι βουλευτές κι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι που έδρευαν στο Άργος, αφότου, στο μεταξύ, μεταφέρθηκε εκεί από την Κόρινθο η έδρα της κυβέρνησης, κατατρομαγμένοι ζήτησαν καταφύγιο σε πλοία μέσα στον Αργολικό κόλπο.
Ο Δ. Υψηλάντης, που είχε φτάσει στην επαναστατημένη Πελοπόννησο στις αρχές Ιουνίου 1821 κι από την πρώτη στιγμή τον περιστοίχισαν Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς κ.α., είχε πάρει με το μέρος του το λαό και τους στρατιωτικούς δίνοντάς τους έτσι θάρρος τη δύσκολη τούτη ώρα συγκρουόμενος πολιτικά με τους προκρίτους, υπερασπίζεται για αρκετές ημέρες το οχυρό φρούριο του Άργους, Λάρισα. Η αργοπορία των Τούρκων στο αργείτικο φρούριο είχε ως συνέπειες να εξαντληθούν τα τρόφιμά τους και, εφεξής, να μαστίζονται από δυσεντερία και  – λόγω ανομβρίας και καλοκαιρινής ζέστης  – από δίψα!
Ο δε Θ. Κολοκοτρώνης, φεύγοντας από την Πάτρα και φτάνοντας στην Τρίπολη (4/7), άρχισε να οργανώνεται κατά του Δράμαλη. Οχυρώθηκε, μάλιστα, στους Μύλους της Λέρνης, ένα παραθαλάσσιο αργείτικο χωριό, και ακολούθησε ταχτική «καμένης γης» στην προσπάθειά του να φθείρει το Δράμαλη, που σκέφτεται το ενδεχόμενο να γυρίσει πίσω στην Κόρινθο, επειδή δεν είχε τροφές κι εφόδια.
Ο Κολοκοτρώνης, καταλαμβάνοντας τα στενά των Δερβενακίων (από Άργος προς Κόρινθο), πέτυχε καίριο πλήγμα στην εμπροσθοφυλακή του Τούρκου στρατάρχη που υποχωρούσε στις 26 Ιουλίου 1822 και την άλλη μέρα, η τουρκική συντριβή ολοκληρώθηκε στο στενό του Αγ. Σώστη από τους Νικηταρά, Παπαφλέσσα, Υψηλάντη, Τσόκρη κ.α. Ακόμα και στις 28 του Ιούλη όταν ο Δράμαλης με χαμένο, κυρίως, το ηθικό και πάμπολλες απώλειες σε υλικό και ψυχές θέλησε να περάσει με ό,τι τούχε απομείνει από το πλατύτερο στενό, το Αγιονόρι, οι Έλληνες του Κολοκοτρώνη του κατάφεραν άλλη μιαν τρομαχτική ήττα. Έτσι, από τις 30.000 στρατιωτών και τους επίλεκτους αξιωματικούς που ‘ χε μαζύ του ο Δράμαλης, λίγοι μαζύ με τον ίδιο έφτασαν ως την Κόρινθο και περί του 3.500 κατέφυγαν στην Ακράτα Αχαΐας, απ’  όπου τους πήραν τούρκικα καράβια.
Νωρίτερα, βέβαια, από αυτήν τη μεγάλη επιτυχία των ελληνικών στρατευμάτων, στις 4 Ιουλίου του 1822, μια πρόχειρα οργανωμένη εκστρατεία στην Ήπειρο οδήγησε σε μια σοβαρή ελληνική ήττα, στη μάχη του Πέτα. Παρά την αυτοθυσία πολλών φιλελλήνων που συμμετείχαν στην υπό τον απειροπόλεμο Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο επιχείρηση, ο σκοπός της, να σωθεί το Σούλι, ματαιώθηκε.
Η ήττα στο Πέτα από τον εξωμότη, αλλαξοπιστήσαντα Τούρκο στρατηγό Μεχμέτ Ρεσίτ πασά ή Κιουταχή επέτρεψε στους Τούρκους να κατεβούν με άνεση  – μετά τη συνθηκολόγηση και παράδοση του Σουλίου σε αυτούς (28/7/1822) και την αναγκαστική μετοίκιση των Σουλιωτών στα Εφτάνησα  –  νοτιότερα μέχρι το Μεσολόγγι, το οποίο  – επειδή ήθελαν να προελάσουν στην Πελοπόννησο –  θα πολιορκήσουν (25 Οκτωβρίου  – 31 Δεκέμβρη του 1822, κόντρα στην αντίσταση των Αλ. Μαυροκορδάτου –  Μ. Μπότσαρη) δίχως επιτυχία, λόγω χειμώνα, έλλειψης τροφών, μα και εξαιτίας ασυνεννοησίας των πασάδων τους (οι στρατηγοί Ομέρ Βρυώνης & Κιουταχής και ο ναύαρχος Γιουσούφ). Θα δώσουν, επομένως, έτσι αφορμή για αναζωπύρωση των επαναστατικών πυρήνων στην Αιτωλοακαρνανία.
Τέλη Οκτωβρίου του 1822, τα λείψανα της στρατιάς του Δράμαλη γνώρισαν νέες ήττες στην Πελοπόννησο, μεταξύ Πάτρας και Κορίνθου. Από τη στενοχώρια του ο Δράμαλης πεθαίνει (28/10/1822) και  –  αφού η τουρκική φρουρά στο Ναύπλιο συνθηκολογεί με τους Έλληνες πούχουν κυριέψει το Παλαμήδι (30/11  – 3/12/1822)  –  προς το τέλος της ίδιας χρονιάς, ο Χουρσίτ, που για λόγους προσωπικής αντιζηλίας, είχε αδιαφορήσει να τον βοηθήσει, φοβήθηκε τη Σουλτανική οργή κι αυτοκτονεί. Ό,τι απέμεινε από το στρατό του Δράμαλη επιβιβάστηκε σε πλοία του Γιουσούφ αγά της Πάτρας και σώθηκε. Ο Χουρσίτ, προς βοήθεια του Δράμαλη, είχε στείλει το Μεχμέτ πασά, ο οποίος νικά τον αρχιστράτηγο της ανατολικής Ελλάδας Οδυσσέα Ανδρούτσο στην Άμφισσα. Ο Ανδρούτσος, γλιτώνοντας από του Χάρου τα δόντια,  θα βρεθεί στην Αράχοβα, όπου θ’  αρχίσει μυστικές πλην απατηλές διαπραγματεύσεις με τις τουρκικές αρχές και με αυτόν τον τρόπο κωλυσιέργησε όσο μπορούσε την πορεία του Κιοσέ Μεχμέτ.
Από την περασμένη χρονιά ήδη, είχε διοριστεί, περί τις 22/9/1821, Γενικός Αρχηγός Κρήτης ο Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ, που έφτασε στην Κρήτη μεταξύ 25 Οχτώβρη και 6 Νοέμβρη του 1821 και κατείχε, με έδρα το Λουτρό Σφακίων, επί δώδεκα ακριβώς μήνες τον τίτλο του «Γενικού Επάρχου και Αρχιστρατήγου της Κρήτης», αλλά αποδείχθηκε «λίγος» να χειριστεί την Κρητική Επανάσταση. Ίσως φταίει και ο Υψηλάντης σ’  αυτό, που δεν εκτίμησε όσο έπρεπε την Κρήτη και τις «ιδιαιτερότητές» της! Ο Αφεντούλης, αν και προερχόμενος από εύπορη ελληνική οικογένεια της Ρωσίας και έμπειρος διπλωμάτης με θητεία σε ρωσικές πρεσβείες του εξωτερικού, δεν τα κατάφερε και τόσο καλά στην Κρήτη και η ματαιοδοξία του, η κάπως κωμική εμφάνισή του και  – κυρίως, μολονότι είχε διατελέσει και ταγματάρχης του ρωσικού στρατού   – η στρατιωτική του ανικανότητα τον έφεραν σύντομα σε ρήξη με τους Κρητικούς, που, ούτως ή άλλως, δεν ήθελαν να τους κάνει κουμάντο κάποιος «ξένος». Ο Αφεντούλης είχε κοντά του τον Πέτρο Ομηρίδη Σκυλίτση, ως πολιτικό του σύμβουλο.
Έτσι, ενώ από 20/3  – 14/4/1822 στην Κρήτη έρχεται και βρίσκει ηρωικό θάνατο στην επιχείρηση εναντίον της πόλης του Ρεθύμνου ο Κορσικανός στρατιωτικός Ιωσήφ Βαλέστρας, ένα μήνα μετά, στις 11  – 21 Μάη, συγκαλείται στους Αρμένους Αποκορώνου Χανίων, υπό την προεδρία του Σκυλίτση, Γενική Συνέλευση των Κρητικών, όπου εκδίδεται επαναστατική προκήρυξη και ψηφίζονται σχέδιο συντάγματος («Προσωρινή Πολιτεία της νήσου Κρήτης») και σχέδιο για αποκεντρωμένη διοικητική διαίρεση της νήσου (4 μεγάλες επαρχίες – διαμερίσματα, εξ ων καθένα χωρίζεται σε τμήματα και κοινότητες), ενώ η κεντρική διοίκηση θα ασκείται από τον Έπαρχο και τη Γενική Καγκελαρία. Η Γενική Καγκελαρία θα απαρτιστεί από ένα γενικό γραμματέα και 5 φροντιστές (αστυνομίας, οικονομίας, δικαιοσύνης, πολέμου και θαλάσσης), που διορίστηκαν από τη γενική συνέλευση τη μέρα που ανακηρύχτηκε και ο Αφεντούλης γενικός έπαρχος, μια μέρα έπειτα από την επικύρωση του προσωρινού πολιτεύματος του νησιού. 
Γράμμα του Μ. Αφεντούλη προς Κρητικούς επαναστάτες
Πριν προχωρήσουμε, να σημειωθεί ότι ο Βαλέστρας, λόγω της εμπειρίας του, είχε, νωρίτερα, επιλεγεί ανάμεσα στους φιλέλληνες εθελοντές από το Δ. Υψηλάντη για «προγυμναστής στρατιωτικός». Και μάλιστα, ο Κορσικανός αξιωματικός, από τον Ιούνιο του 1821 και μέχρι την κάθοδό του στην Κρήτη, θα αναλάβει την οργάνωση στρατιωτικής μονάδας εκπαιδευμένης σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Στις 28, όμως, του ίδιου μήνα, κατόπιν της συμφωνίας του Σουλτάνου και του Μωχάμετ Άλυ και της κατά τα τέλη του Απρίλη επίθεσης των Κρητικών στο φρούριο των Χανίων, 10.000 Αιγύπτιοι στρατιώτες και 5.000 ιππείς αποβιβάστηκαν στη Σούδα Χανίων υπό την αρχηγία του Χασάν Πασά. Πάντως, κι ο Αφεντούλης σε γράμμα του (28/5/1822) προς τους Κρητικούς οπλαρχηγούς κι ο Ομηρίδης, σε επιστολή τους (29/5/1822) προς τον υπουργό εσωτερικών και πολέμου, Ιωάννη Κωλέττη, δεν έδειχναν να υπολογίζουν τον ξενόφερτο στρατό ως κίνδυνο κατά της Επανάστασης. Εν τέλει, ενώ ο Ομηρίδης έφυγε από την Κρήτη, όταν μαθεύτηκε ο αιγυπτιακός ερχομός, μόλις στις 2/6/1822, ο Αφεντούλης, ξαναγράφοντας στην κυβέρνηση, τονίζει πόσο επικίνδυνη για την Κρήτη θα απέβαινε η αιγυπτιακή παρουσία!
Απεσταλμένοι των Κρητικών είχαν ζητήσει επανειλημμένα «μπαρούτια, μολύβια, άρματα» από την Επαναστατική Αρχή στην Πελοπόννησο. Μέχρι τον Απρίλη του 1822, δεν είχαν λάβει καμιά βοήθεια. Μόνο μεμονωμένοι πατριώτες από διάφορα νησιά ήρθαν εθελοντές στην Κρήτη και λίγοι Ευρωπαίοι Φιλέλληνες. Μόνο τον Ιούλιο του 1822 έφθασαν στην Κρήτη 900 όπλα, με χρήματα του Ιωάννη Βαρβάκη.
Και ενώ, λοιπόν, η Επανάσταση των Κρητικών κινδυνεύει σοβαρά το καλοκαίρι του 1822, ο Χασάν στέλνει τον επίσκοπο Κυδωνίας να ζητήσει από τους επαναστάτες να παραδώσουν τα όπλα (4/7/1822), ενώ κι ο ίδιος ο πασάς καλούσε τους Κρητικούς να παραδοθούν στο «φιλάνθρωπο» Μωχάμετ Άλυ, τάζοντάς τους πως η έκτοτε διακυβέρνησή τους θα είναι αγαθή και δίκαιη. Οι Χανιώτηδες οπλαρχηγοί Χάληδες απάντησαν, εξ ονόματος όλου του νησιού, ότι η απόφασή τους είναι σταθερή να συνεχιστεί η Επανάσταση, έως ότου ή πεθάνουν με τα όπλα τους όλοι οι Κρητικοί αγωνιζόμενοι για τη λευτεριά της Κρήτης ή απαλλαχτούν από τη φριχτή τουρκική τυραννία. Από 1 Αυγούστου, ο Χασάν εφορμά και τους επόμενους μήνες έως το τέλος της χρονιάς, οι Τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις του νησιού εξαπλώθηκαν παντού, από τα Χανιά έως το Οροπέδιο Λασιθίου, και έπνιξαν την Επανάσταση των Κρητικών στο αίμα, παρά τις εκκλήσεις του Αφεντούλη για επείγουσα βοήθεια (15/8/1822, γράμμα προς υπουργό πολέμου, Ι. Κωλέττη).
Ένα χρόνο μετά το διορισμό του, ο Αφεντούλης, που, στις 28/8/1822, γράφει στον Κωλέττη ότι θα φύγει από την Κρήτη και θα έρθει στην Πελοπόννησο για να ζητήσει βοήθεια και του ζητά να στείλει διαταγή στους Κρητικούς να σέβονται τον Έπαρχό τους και την πολιτικοστρατιωτική ηγεσία, κατηγορήθηκε (15/11/1822) από τους Κρητικούς, αν και τους είχε ειδοποιήσει για το περιεχόμενο του γράμματός του από τις 9/7, ως «κλέφτης και ταραχοποιός» καθαιρείται. Είχανε προηγηθεί και αποτυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ελλήνων κατά του τουρκοαιγυπτιακού στρατού ανά το νησί και υποταγή, μεταξύ άλλων, του Λασιθίου.
Αφού ο λόγος γίνεται για την Κρήτη του 1822, αξίζει ξεχωριστής μνείας και το ότι τον Μάη της χρονιάς αυτής οι λόγιοι σύμβουλοι της Αρμοστείας του Μιχαήλ Αφεντούλη ξαναθυμήθηκαν την αρχαία ονομασία του επινείου της Κνωσσού, που, κατά τους αρχαίους γεωγράφους, λεγόταν Ηράκλειο και βρισκόταν απέναντι από τη νήσο Δία. Έτσι, πήραν την απόφαση να μετονομάσουν το πιο μεγάλο αστικό κέντρο της Κρήτης στο ανατολικό μέρος του νησιού,  που μέχρι τότε λεγόταν Μεγάλο Κάστρο και επί ενετοκρατίας Κάντια και επί Βυζαντινών Χάνδαξ.
Το 1822, όμως, έχουμε και σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις για τον ελληνικό πολεμικό στόλο, είτε με τη μορφή εφοδιασμού των δυνάμεων της στεριάς, είτε με την παρεμπόδιση του τουρκικού, όπως σχεδίαζε το επιτελείο του Σουλτάνου, να μεταφέρει υλικό κι ενισχύσεις, είτε στην από θαλάσσης πολιορκία παράλιων φρουρίων.
Η σφαγή της Χίου, διά χειρός Ντελακρουά
Στις 30 Μαρτίου, όμως, ο καπουδάν Καρά Αλής, αφού βομβάρδισε τη Χίο, που είχε επαναστατήσει, παρά την αντίδραση των ντόπιων κοτζαμπάσηδων,  στις 10 του Μάρτη της ίδιας χρονιάς με τον Λυκούργο Λογοθέτη από τη Σάμο και το Χιώτη Αντ. Μπουρνιά, κατέπνιξε την εξέγερση με πρωτοφανούς αγριότητας ωμότητα εις βάρος του άμαχου πληθυσμού (23.000 Χιώτες κατασφάχτηκαν, 47.000 αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και μόνο 30.000 απ’  τους κατοίκους της Χίου σώθηκαν, βρίσκοντας καταφύγια στα βουνά της νήσου!). Σημαντική, επίσης,  υπήρξε η συμμετοχή των Εβραίων στην καταστροφή της Χίου, την οποία οι ίδιοι παρασκηνιακά υποκίνησαν, στοχεύοντας να επιδοθούν στην λεηλασία των πλούσιων εργαστηρίων του νησιού. Η θηριώδης τραγωδία της Χίου εγείρει τη διεθνή κατακραυγή εναντίον των Τούρκων και γεννά συμπάθεια προς τον ελληνικό Αγώνα.
Η ελληνική «απάντηση», όμως, ήρθε σύντομα, όταν το βράδυ 7 προς 8 Ιούνη του 1822 ο Κωνσταντίνος Κανάρης κι ο Πιπίνος πυρπόλησαν την τουρκική ναυαρχίδα, που ήταν αραγμένη στο λιμάνι της Χίου. Ο Καρά Αλής υπέκυψε γρήγορα στα τραύματά του, ενώ 2.000 Τούρκοι βρήκαν τραγικό θάνατο εκείνο το βράδυ, σε «αντίποινα» για τον «ξεκλήρισμα» της Χίου.
Με το κατόρθωμα αυτό, που φέρει κυρίως την υπογραφή του Κ. Κανάρη, οι Τούρκοι φοβήθηκαν προς το παρόν και γύρισαν στον Ελλήσποντο όπου παρέμειναν για δυο χρόνια κι έτσι οι Έλληνες εξασφαλίζουν τη θαλάσσια κυριαρχία στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Το Σεπτέμβρη, μάλιστα, της ίδιας χρονιάς (8/9/1822), ο Α. Μιαούλης καταναυμαχεί τουρκικά πλοία κοντά στις Σπέτσες, αποτρέποντας τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων Τούρκων του Ναυπλίου. Και κάθε φορά που έβγαινε ο τουρκικός στόλος προς την Ελλάδα, πάντοτε, εφεξής, έτρεμε τα πυρπολικά.
Τέλος, η αποκατάσταση του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην αρχιστρατηγία από τη Διοίκηση  στις 3 Δεκεμβρίου 1822, που διαφαινόταν ήδη από τον Ιούνιο, όταν η Διοίκηση τον χρησιμοποιεί ξανά σε ενεργό ρόλο στο στρατό για την αντιμετώπιση του Δράμαλη, υπήρξε μια ενέργεια που μπορεί να έχαιρε της υποστήριξης των οπλαρχηγών της Ανατολικής Στερεάς, όμως, δεν είχε την έγκριση των προεστών και ιδιαίτερα των ακόμη ενεργών αρεοπαγιτών της Εύβοιας.