123. Δίκη των 6, Στρατός, Λοζάννη
Μετά τη μικρασιατική καταστροφή, το φθινόπωρο του 1922, δημιουργήθηκε αναστάτωση στην Ελλάδα. Η κυβέρνηση των Αθηνών υπό τον Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη έχει παραιτηθεί από τις 28 Αυγούστου της ίδιας χρονιάς, παραμονές της μεγάλης τραγωδίας κι ενώ μαίνεται η κεμαλική αντεπίθεση, και τη διαδέχεται άλλη βραχύβια με βασιλόφρονα, επίσης, στελέχη και πρωθυπουργό το Ν. Τριανταφυλλάκο.
Ν. Πλαστήρας & Στ. Γονατάς "ηνίοχοι" της Ελλάδας για 1.5 χρόνο (1922-24) |
Μέσα στο γενικό χαμό και για ν` αποτραπεί γενικότερη λαϊκή εξέγερση με απρόβλεπτες εξελίξεις, ο στρατός που είχε καταφύγει στη Χίο και στη Λέσβο επαναστατεί κατά του κωνσταντινικού καθεστώτος.
Αρχηγοί του επαναστατικού κινήματος ανέλαβαν οι συνταγματάρχες Νικόλαος Πλαστήρας και Στυλιανός Γονατάς κι ο αντιπλοίαρχος Δημήτριος Φωκάς, όλοι, όμως, αναγνώριζαν στην ηγετική φυσιογνωμία του Πλαστήρα το προβάδισμα. Οι επαναστάτες ρίχνουν παντού προκηρύξεις , στις οποίες υπό μορφή τελεσιγράφου απευθύνονται στον ελληνικό λαό κι απαιτούν από τον πρόεδρο της βουλής, το βασιλιά και τον πρωθυπουργό: Παραίτηση του βασιλιά υπέρ του διαδόχου, Άμεση διάλυση της αντιβενιζελικής πλειοψηφίας βουλής, Σχηματισμός νέας φιλοανταντικής κυβέρνησης για τάχιστη διενέργεια εκλογών και διαχείριση των εξωτερικών θεμάτων της χώρας, Ενίσχυση άμεση του θρακικού μετώπου.
Μετά το τελεσίγραφο αυτό ο στόλος, συνοδεύοντας μεταγωγικά πλοία γεμάτα στρατιώτες , καταπλέει στο Λαύριο. Στις 14/27 Σεπτεμβρίου 1922 ο βασιλιάς Κων/νος για δεύτερη φορά υποχρεώνεται να παραιτηθεί υπέρ του διαδόχου Γεωργίου και εγκαταλείπει την Ελλάδα, για να πεθάνει στο Παλέρμο της Ιταλίας το Δεκέμβρη, λίγες μέρες μετά τα Χριστούγεννα του ίδιου έτους.
Ο Γεώργιος ο 2ος, ο νέος βασιλιάς, μετά τη μονοήμερη (16/9-17/9/1922) κυβέρνηση του στρατηγού Αναστασίου Χαραλάμπη, δέχεται το σχηματισμό κυβέρνησης υπό το Σωτήριο Κροκιδά, ο οποίος θα εκτελούσε τις εντολές της επαναστατικής επιτροπής. Πρώτη πράξη της νέας κυβέρνησης, που θα μείνει στην εξουσία ως τις 14/11/1922 για να τη διαδεχτεί κυβέρνηση που θα προΐσταται ο επαναστάτης συν/χης Στ. Γονατάς ως τις αρχές του 1924 (11 Γενάρη), θάναι η σύσταση στρατοδικείου για να δικάσει τούς, κατά τη γνώμη των στρατιωτικούς, υπεύθυνους για τη μικρασιατική καταστροφή. Έτσι, στις 5/10/1922 ορίζει ανακριτική επιτροπή υπό την προεδρία του στρατηγού Θ. Πάγκαλου και την ίδια μέρα κυκλοφορεί διάγγελμα το οποίο -αφού συντάχτηκε από το βενιζελικό πολιτευτή και τώρα πολιτικό σύμβουλο του Πλαστήρα, Γεώργιο Παπανδρέου και περιέχει τις πολιτικές θέσεις των επαναστατών, μολονότι εμφανίζεται πολιτικά άτολμο και ως προϊόν ιδεολογικής σύγχυσης στους επαναστατικούς κόλπους- υπογράφουν τα μέλη της διευρυμένης επαναστατικής επιτροπής, που είναι οι εξής: Στ. Γονατάς, Ν. Πλαστήρας, Αλ. Χατζηκυριάκος, Δ. Φωκάς και Λ. Σακελλαρόπουλος. Η επιτροπή Πάγκαλου, στις 24 του ίδιου μήνα, θα παραπέμψει στο έκτακτο στρατοδικείο το στρατηγό Γεώργιο Χατζηανέστη και τους εξής πολιτικούς που κατέλαβαν το πρωθυπουργικό αξίωμα ή σημαντικό υπουργικό χαρτοφυλάκιο στις αντιβενιζελικές και φιλοβασιλικές κυβερνήσεις της περιόδου 1920-22: Δημήτριο Γούναρη, Πέτρο Πρωτοπαπαδάκη, Νικόλαο Στράτο, Γεώργιο Μπαλτατζή, Νικόλαο Θεοτόκη.
Το έκτακτο στρατοδικείο, που είχε πρόεδρο τον υποστράτηγο Αλέξανδρο Οθωναίο, με κατηγορητήριο που είχε επίσης συντάξει ο Γ. Παπανδρέου, αφού άρχισε τη δίκη στις 31Οκτωβρίου, καταδίκασε στις 15/28 Νοεμβρίου 1922 σε θάνατο τους 5 πολιτικούς και το Χατζηανέστη. Η εκτέλεσή τους που έγινε αυθημερόν προκαλεί βαθιά συγκίνηση, μα και σημαντικές αντιδράσεις εντός κι εκτός Ελλάδας, ενώ πολλοί μίλησαν για εξιλαστήρια θύματα. Κατηγορούμενοι, που, όμως, καταδικάστηκαν σε ισόβια δεσμά, ήταν κι οι τέως υπουργοί, Μιχαήλ Γούδας και Ξενοφών Στρατηγός, ενώ δεν προσήχθησαν καν σε δίκη δύο από τους σπουδαιότερους αντιβενιζελικούς και με άθλιο γερμανόφιλο ρόλο δίπλα στα Ανάκτορα στρατιωτικούς, ο Ιωάννης Μεταξάς κι ο Βίκτωρ Δούσμανης. Ο ίδιος ο Βενιζέλος προσπάθησε χωρίς επιτυχία -με τηλεγράφημά του από το εξωτερικό- να ματαιώσει την εκτέλεση.
Στο ενεργητικό των πρώτων μηνών της επανάστασης του 1922 εγγράφονται τόσον η επιτυχής αναδιοργάνωση της στρατιάς του Έβρου από το βενιζελικό στρατηγό και για λίγο (14/11- 12/12/1922) υπουργό Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Γονατά, το Θεόδωρο Πάγκαλο, όσον κι η ανάθεση των διαπραγματεύσεων για συνομολόγηση ειρήνης με την Τουρκία στον πρωτεργάτη της θριαμβευτικής για την Ελλάδα συνθήκης των Σεβρών Ελ. Βενιζέλο. Στο μεταξύ, όμως, στις 30 Σεπτέμβρη/ 13 Οχτώβρη του 1922 Ελλάδα και Τουρκία υπογράφουν -με πρωτοβουλία των Άγγλων, που φρόντισαν νωρίτερα τον έλεγχο των Στενών ο οποίος τους ενδιέφερε, συμφωνείται κατάπαυση των εχθροπραξιών δίχως την ελληνική συμφωνία στις 28/9- ανακωχή στα Μουδανιά, με βασικό όρο την άμεση αποχώρηση των ελληνικών στρατευμάτων όχι μόνο από τη Μ. Ασία αλλά κι από την ανατολική Θράκη. Στις 12/25 του Νοέμβρη του ίδιου χρόνου, όταν οι Έλληνες φεύγουν, παραδίδουν τη Θράκη στους συμμάχους, οι οποίοι με τη σειρά τους αυθημερόν διαβιβάζουν τη διοίκηση της περιοχής στην κεμαλική Τουρκία.
Ο Βενιζέλος, προκειμένου να συναφθεί ελληνοτουρκική ειρήνη, συμμετέχει στις εργασίες συνδιάσκεψης, που συγκαλείται στην ελβετική πόλη Λοζάννη γι` αυτόν ειδικά το σκοπό, με τη συμμετοχή της Ελλάδας, της Τουρκίας, της Γαλλίας, της Αγγλίας και της Ιταλίας.
Έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις των δυνάμεων της “Αντάντ” και της Κεμαλικής Τουρκικής κυβέρνησης υπογράφεται συνθήκη ειρήνης τον Ιούλιο του 1923 στη Λοζάννη, με την οποία επισημοποιούνταν, όσον αφορά τα ελληνοτουρκικά, όσα είχαν λυθεί με την ανακωχή των Μουδανιών, αλλά και γίνονταν νέοι διακανονισμοί περί των ζωτικών συμφερόντων των Δυνάμεων σ` εδάφη της άλλοτε Οθωμανικής αυτοκρατορίας.
Ο Ελευθέριος Βενιζέλος, στις εργασίες της συνδιάσκεψης της Λοζάννης, με ρεαλισμό προσπάθησε στις μακρές διαβουλεύσεις να α ποφέρει το καλύτερο δυνατόν αποτέλεσμα για τον ελληνισμό που a priori ήταν σε εξαιρετικά δύσκολη θέση και διεθνώς αποξενωμένος πλέον.
Με τη συνθήκη της Λοζάννης αναπροσαρμόστηκαν ριζικά, σε σχέση με τη συνθήκη των Σεβρών του 1920, τα ελληνοτουρκικά σύνορα και καθορίστηκε η έως και σήμερα ισχύουσα μεθοριακή γραμμή των δυο γειτονικών λαών. Έτσι, η ανατολική Θράκη με οριστικό ελληνοτουρκικό σύνορο το ποτάμι του Έβρου, η Ίμβρος κι η Τένεδος κ αι τα Στενά αποδόθηκαν διά παντός στους Τούρκους , όπως και ολόκληρη η Μ. Ασία. Τα Δωδεκάνησα εφεξής θεωρούνται ιταλική κτήση, ενώ η Κύπρος παραχωρείται τελεσίδικα στους Άγγλους. Η Ελλάδα παίρνει τα νησιά του βορειοανατολικού Αιγαίου: Λήμνο, Άι Στράτη, Λέσβο , Χίο, Ψαρά, Σάμο, Φούρνους, Ικαρία.
Τέλος, με χωριστή ελληνοτουρκική σύμβαση μεταξύ Βενιζέλου και Ι. Ινονού (στις 30/1/23) συμφωνείται ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας. Δηλαδή 1.300.000 περίπου Έλληνες έως το 1925 ήρθαν στον ελλαδικό χώρο ως πρόσφυγες από τον Πόντο και τη Μικρασία, όπου έπαυσε πλέον να υφίσταται ανθηρό το ελληνικό στοιχείο μετά από παρουσία και δράση πολυετούς ιστορικού βίου, και 500.000 σχεδόν Τούρκοι έφυγαν από την Ελλάδα για τα μέρη εκείνα.
Από τις ανταλλαγές εξαιρέθηκαν οι Μουσουλμάνοι της δυτικής Θράκης, οι οποίοι διατηρούν όλα τα προνόμια του Έλληνα πολίτη, παρά τις κατά καιρούς ανθελληνικές προκλήσεις τους, κι οι Έλληνες της Κων/πολης , της Ίμβρου και της Τενέδου, οι οποίοι έχουν συρρικνωθεί σημαντικά μετά τις ανηλεείς διώξεις των τουρκικών Αρχών από τη δεκαετία του `50 και πέρα. Οι συμφωνίες Ινονού - Βενιζέλου το 1923 άφησαν εκκρεμές το θέμα της ανταλλαγής των περιουσιών των προσφύγων, κάτι που λανθασμένα επί σειρά ετών άφηνε ανοιχτό ``παράθυρο`` για επαναδιαπραγματεύσεις των δυο χωρών.
Σε ό,τι αφορά την οικονομική της πολιτική, η κυβέρνηση της «Επανάστασης του 1922» (Πλαστήρας-Γονατάς) υπέγραψε στις 29 Οκτωβρίου 1922 σύμβαση με την Εθνική Τράπεζα της Ελλάδας αυξάνοντας την κυκλοφορία του χαρτονομίσματος κατά 600.000.000 δραχμές. Η πρόσθετη κυκλοφορία χρησιμοποίησε ως κάλυμμα ομολογίες εθνικών δανείων και είχε ως συνέπεια να αυξηθούν οι πληθωριστικές πιέσεις, αφού δε συνοδεύτηκε από ανάλογα φορολογικά μέτρα.
Η κάθετη πτώση της αξίας της δραχμής δημιούργησε ταμειακά προβλήματα στο Δημόσιο σε εποχή μεγάλης εισαγωγικής δραστηριότητας, για να αντιμετωπιστούν οι ελλείψεις των ενόπλων δυνάμεων και οι ανάγκες των προσφύγων. Με συνδυασμό αύξησης μισθών, φορολογίας και νέου δανεισμού ο υπουργός Οικονομικών κατάφερε να συγκρατήσει τη δραχμή, ώστε η αξία της στερλίνας από 429 δραχμές το Μάρτιο του 1923 να κοστίζει 387 το Μάιο. Με νομοθετικό διάταγμα (23.04.1923) επιτράπηκε στην ΕΤΕ να αγοράσει ξένο συνάλλαγμα με νέα έκδοση τραπεζογραμματίων, δημιουργώντας έτσι για λογαριασμό του κράτους συναλλαγματικό απόθεμα 2.588.000 στερλινών. Η πολιτική λιτότητας και περισυλλογής του υπουργείου Οικονομικών είχε ως αποτέλεσμα να διευκολυνθεί η σύναψη εξωτερικού προσφυγικού δανείου και η καταβολή όλων των υποχρεώσεων του Δημοσίου για το έτος 1923.
Το παρόν άρθρο ήντλησε πληροφορίες από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» (Εκδοτική Αθηνών) και τη σχετική ιστοσελίδα του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού (http://www.fhw.gr/projects/interwar_economy/gr/kratos_oikonomia/index411.html)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου