143. Με Δερβενάκια, αλλά και ... Χίο
Σήμερα, 25η Μαρτίου 2012, με αφορμή την επέτειο της εθνεγερσίας του 1821 θα εστιάσουμε το ενδιαφέρον μας στο 1822, τη δεύτερη χρονιά της Επανάστασης, η οποία (χρονιά) ξεκινά με το θάνατο του Αλή Πασά, τον οποίο ξεγέλασε και θανάτωσε μαζύ με τους γιους του ο Χουρσίτ, που, από το Νοέμβρη του 1820, ήταν διορισμένος από την τουρκική κυβέρνηση γενικός πολιτικοστρατιωτικός διοικητής Πελοποννήσου.
Ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης |
Το 1822, ο Σουλτάνος Μαχμούτ ο 2ος (ανέβηκε στο σουλτανικό θώκο το 1808 και παρέμεινε σ’ αυτόν μέχρι το 1839), ύστερα από τον πολυμέτωπο αγώνα σε όλο τον Ελληνικό χώρο, αποφασίζει, έναντι όρων, να ζητήσει τη βοήθεια του αντιβασιλέα της Αιγύπτου Μωχάμετ Άλυ. Παράλληλα, ένας στενός συνεργάτης του Σουλτάνου και επιτελάρχης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο Ρεΐζ Εφέντης, αποφασίζει να υλοποιήσει το σχέδιο που είχε βρει ως λύση για να καταπνίξει την ελληνική Επανάσταση. Ο τουρκικός στόλος θα απέκλειε τα νησιά και τα φρούρια καταστέλλοντας τοπικά την Επανάσταση και ο Χουρσίτ θα προέλαυνε ως το Μοριά από δύο δρόμους: Ήπειρο – Μεσολόγγι – Πάτρα, Θεσσαλία – Ανατολική Ελλάδα – Πελοπόννησος.
Τις πρώτες ημέρες του 1822, ενώ ο Θεόδωρος Κολοκοτρώνης συνέχιζε την πολιορκία των Πατρών και η Μπουμπουλίνα τον αποκλεισμό του Ναυπλίου, ο Χουρσίτ νικά στα Στύρα της Εύβοιας τον Η. Μαυρομιχάλη (12/1) και ο Οδυσσέας Ανδρούτσος πολιορκεί την Κάρυστο, αλλά δεν την κυριεύει, γιατί οι πολιτικοί («Άρειος Πάγος») τον ανακαλούν στη Ρούμελη.
Στις 25.1.1822 η Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου, όρισε την Κόρινθο Έδρα της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδας. Τα γραφεία της Διοίκησης και η Εθνική Βουλή εγκαταστάθηκαν στο Μέγαρο του πρόκριτου Θεοχάρη Ρέντη. Εκεί έγιναν και οι εγκαταστάσεις του Πρώτου Νομισματοκοπείου, που έκοψε τα πρώτα μετάλλια του αγώνα, καθώς και οι εγκαταστάσεις του Πρώτου Εθνικού Τυπογραφείου που τύπωσε το Πρώτο Σύνταγμα, τους Νόμους και τη Διακήρυξη της Εθνικής Ανεξαρτησίας της Ελλάδας που κοινοποιήθηκε στους Πρόξενους των Φιλικών Δυνάμεων. Στην Κόρινθο καθιερώθηκε η Εθνική Σημαία, η οργάνωση των Πρώτων Δικαστηρίων, η οργάνωση Τακτικού Στρατού (Νόμος αρ. 8/1.4.1822) και η συγκρότηση του Τάγματος των Φιλελλήνων (Νόμος αρ. 11/23.4.1822). Η Κόρινθος παρέμεινε έδρα της Προσωρινής Διοίκησης της Ελλάδας μέχρι το Μάιο του 1822, που εμφανίστηκε ο Δράμαλης με τη στρατιά του.
Δυστυχώς, όπως θα ιδούμε παρακάτω, η φύλαξη του κάστρου του Ακροκορίνθου ανατέθηκε στον άπειρο και ανάξιο Ιάκωβο Θεοδωρίδη ή «Αχιλλέα».
«Αχιλλέας. Εβάλατε και νέον αρχηγόν εις το φρούριον της Κόρθος, Αχιλλέα τον έλεγον, λογιώτατον κι ακούγοντας το όνομα Αχιλλέα, πετυχαίνετε ότι είναι εκείνος ο περίφημος Αχιλλέας. Και πολέμαγε το όνομα τους Τούρκους. Δεν πολεμάγει το όνομα ποτέ, πολεμάγει η αντρεία, ο πατριωτισμός, η αρετή!», θα σχολιάσει περιπαικτικά για το Θεοδωρίδη ο Μακρυγιάννης στα «Απομνημονεύματά» του.
Επειδή, σε πολλές περιπτώσεις, οι Έλληνες στρατιώτες και παράκουγαν τους επικεφαλής τους και επιδίδονταν σε πλιάτσικα εις βάρος των ντόπιων πληθυσμών, ο Κολοκοτρώνης εκδίδει ημερήσια διαταγή, στις 13/2/1822. Σ’ αυτήν, προειδοποιεί έναντι αυστηρής τιμωρίας όσους μέχρι τότε, μεταξύ άλλων, δεν υπάκουαν πρόθυμα τους ανωτέρους τους, έκαναν τα «στραβά μάτια» στις ατιμίες των στρατιωτών, έκλεβαν ζώα από τον πληθυσμό της περιοχής, μεθοκοπούσαν υπέρμετρα και έβγαζαν όπλα εναντίον των συναδέλφων τους.
Οι κοτζαμπάσηδες θέλουν, όμως, πάρουν τον έλεγχο στα χέρια τους, μολονότι η απειλή του Χουρσίτ πλησιάζει. Γι’ αυτό, Κωλέττης και Μαυροκορδάτος επιδίδονται σε συκοφαντίες, προκειμένου να διασπάσουν τους στρατιωτικούς, αλλά η ραδιουργία, όπως γράφει ο Μακρυγιάννης, ξεσκεπάζεται, όταν Νικηταράς, Δ. Υψηλάντης και Οδυσσέας Ανδρούτσος αποκαλύπτουν τι τους είχαν εξυφάνει.
Ο Οδυσσέας Ανδρούτσος |
Μέσα στο έτος 1822 εκδηλώθηκε και η διαμάχη του Οδυσσέα Ανδρούτσου με το διοικητικό όργανο της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, τον Άρειο Πάγο. Η διαμάχη αυτή, μετά από κάποιο χρονικό διάστημα ύφεσης, θα πάρει μια νέα διάσταση με αφορμή τις εξελίξεις στο νησί της Εύβοιας. Η σημασία της Εύβοιας για την εξέλιξη των επαναστατικών επιχειρήσεων στην Ανατολική Χέρσο Ελλάδα υπήρξε μεγάλη. Πέρα από τη στρατηγική θέση της νήσου ως ασπίδας των παραλίων της Ανατολικής Στερεάς και ιδιαίτερα της επαρχίας Αττικής, δεν θα πρέπει να αγνοήσουμε και το σημαντικό ρόλο του νησιού στην εξασφάλιση των αναγκαίων για την επανάσταση στην Ανατολική Στερεά οικονομικών πόρων. Στον υποθετικό λογαριασμό εσόδων και εξόδων του έτους 1823, το νησί της Ευρίπου θα απέδιδε στο εθνικό ταμείο από τα εθνικά και ιδιόκτητα εισοδήματα το ποσό των 446.700 γροσίων, όταν για την ίδια χρονιά η Αθήνα προβλεπόταν να δώσει 302.000 γρόσια.
Από νωρίς ο Άρειος Πάγος κατάλαβε τη σημασία του νησιού για την οικονομική στήριξη του αγώνα, γι’ αυτό πέρα από την ασφάλεια που θα τους παρείχε, αποφασίστηκε η μεταφορά της έδρας του Αρείου Πάγου από τα Σάλωνα στην Εύριπο. Τον Απρίλιο του 1822 προσωρινή έδρα του Αρείου Πάγου έγινε το Ξηροχώρι στα βόρεια του νησιού. Ένα μήνα πριν η έδρα του Αρείου Πάγου ήταν στη Λιθάδα. Από τα διοικητικά αυτά κέντρα της Ευρίπου γινόταν η διεύθυνση των στρατιωτικών επιχειρήσεων της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος, με τον με πολιτική απόφαση διορισμό των οπλαρχηγών, που αποκτούσαν το δικαίωμα της στρατολογίας.
Από τους πρώτους μήνες της παρουσίας του στην Εύβοια, ο Άρειος Πάγος ενδιαφέρθηκε για την καταγραφή των εθνικών κτημάτων, από τους πόρους των οποίων ήλπιζε να επιτύχει την χρηματική επάρκεια του ταμείου του. Η σύσταση εφορειών στις επαρχίες απέβλεπε στην άμεση καταγραφή των περιουσιών και στην πρόβλεψη των χρηματικών εισροών από την εκτίμηση των κτημάτων, με σκοπό την επαρκή τροφοδοσία του στρατεύματος, την ικανοποίηση των μισθολογικών αναγκών και την αγορά των πολεμοφοδίων.
Στη Ρούμελη, λοιπόν, ο Δ. Υψηλάντης τίθεται επικεφαλής πολεμικού συμβουλίου καπεταναίων και προτού κοντοσιμώσει η στρατιά του Χουρσίτ, σπεύδει κοντά στη Λαμία. Μαζύ του, έχει 7.000 άντρες, ενώ Νικηταράς και Ανδρούτσος χτυπούν τη Λαμία. Όταν δέχεται πολυάριθμη τουρκική επίθεση, ο Ανδρούτσος τραυματίζεται βαριά και ζητά βοήθεια από τον «Άρειο Πάγο» να διεκπεραιωθεί στη Λοκρίδα. Επειδή του την αρνιούνται, περνά με δικά του μέσα και τότε οι κοτζαμπάσηδες τον ψέγουν ως φυγόμαχο συνεργάτη των Τούρκων και άναντρο, ενώ λίγο αργότερα, όταν βγάζει από τη μέση δύο «μπράβους» του «Αρείου Πάγου», επικηρύσσεται με 5.000 γρόσια και ο στρατός στη Ρούμελη διαλύεται.
Σ’ ό,τι αφορά την υπόλοιπη Ελλάδα, στο ξεκίνημα του 1822, οι μόνοι που αγωνίζονταν στην Ήπειρο ήταν οι ηρωικοί Σουλιώτες. H καταστροφή των ελληνικών στρατευμάτων στο χωριό Πέτα, ωστόσο, σήμανε και το τέλος κάθε ελπίδας σωτηρίας για το Σούλι. Κατόπιν, ας μεταφερθούμε στη δυτική Μακεδονία, η οποία ξεσηκώνεται το χάραμα της νέας χρονιάς μ’ επίκεντρο τη Νάουσα, παρά τα αυστηρά προληπτικά μέτρα, που είχε, ως διοικητής Θεσσαλονίκης, λάβει ο Εμπού Λουμπούτ. Το Γενάρη, λοιπόν, του 1822 οι οπλαρχηγοί Ζαφειράκης Θεοδοσίου (από τη Νάουσα), Καρατάσος (από τη Βέροια) και Γάτσος (από την Έδεσσα) συγκεντρώθηκαν μαζύ με προκρίτους της περιοχής στο χωριό Δοβρά, κάπου ανάμεσα σε Βέροια και Νάουσα κι αποφάσισαν να μπουν στον Αγώνα και να δοκιμάσουν να καταλάβουν τη Βέροια και τη Νάουσα.
Στις 19/2/1822 στη Νάουσα, εξουδετερώνεται η μικρή τουρκική φρουρά κι υψώνεται η σημαία της Επανάστασης, αλλά η απόπειρα του Γάτσου και του Καρατάσου να κάνουν το ίδιο, την επόμενη μέρα, στη Βέροια δε στέφθηκε με επιτυχία. Οχυρωμένοι οι τρεις οπλαρχηγοί, λίγες μέρες κατόπιν, στο ιστορικό μοναστήρι του Δοβρά απέκρουσαν και κατέφεραν καίριες απώλειες στο στρατό του Κεχαγιάμπεη, που έστειλε εναντίον τους ο Εμπού Λουμπούτ, ο οποίος με πολύ στρατό πολιόρκησε τη Νάουσα για ένα μήνα σχεδόν (14/3 – 13/4/1822) και όταν την κούρσεψε (16/4) πολλοί Έλληνες βρήκαν τραγικό θάνατο, αρκετοί αιχμαλωτίστηκαν και πωλήθηκαν ως σκλάβοι στα σκλαβοπάζαρα της Βαλκανικής και λιγοστοί σώθηκαν. Στις 17 του Απρίλη, οι γυναίκες της Νάουσας πέφτουν από τη γέφυρα της Αραπίτσας, προτιμώντας τον (ένδοξο) θάνατο, παρά να ατιμαστούν από τις τουρκικές ορδές. 600 Εβραίοι, μάλιστα, που συμμετείχαν στον τουρκικό στρατό, καταστρέψανε τη Νάουσα και δολοφόνησαν εκατοντάδες κατοίκους της.
Σε επιστολή τους, τον ίδιο μήνα (23 Απρίλη 1822), εξάλλου, προς τη Βουλή οι οπλαρχηγοί Γιάννης Δυοβουνιώτης, Οδυσσέος Αντρίτσου, Νικήτας Σταματελλόπουλος, Γιάννης Γούρας, Βασίλης Μπούζουγλος και Αντώνης Κοντοσόπουλος απαιτούν την έγκαιρη αποστολή στρατευμάτων από τη Διοίκηση. «Σεβαστή Βουλή, δεν εξεύρομεν γράμματα πολλά δια να σας καθαρίσωμεν πόση μεγάλη είναι η ανάγκη για να βγάλετε στρατεύματα εδώ εις ετούτα τα μέρη».
Τούτη η από κοινού κίνηση των σημαντικών οπλαρχηγών της Ανατολικής Χέρσου Ελλάδος να απευθυνθούν στην Προσωρινή Διοίκηση παρακάμπτοντας τον Άρειο Πάγο δεν υπαγορευόταν μόνο από την κρισιμότητα των πραγμάτων, αλλά και από την απόφασή τους να απομακρυνθούν από την επιρροή των αρεοπαγιτών, αποτελούσε, δηλαδή, και μία πολιτική πράξη.
Ο αγώνας των Μακεδόνων, το πρώτο μισό του 1822, πάντως, δεν έφερε το επιθυμητό αποτέλεσμα, μια κι οι Τούρκοι είχαν πολύ και ικανό στρατό στην περιοχή. Έφθειρε, όμως, και απασχόλησε σημαντικά για αρκετό καιρό τον εχθρό, που είχε ένα ακόμη μέτωπο να αντιπαλέψει, όχι δίχως απώλειες σε υλικό και ψυχές.
Ό,τι, αναμφισβήτητα, σημαδεύει το 1822 και την Επανάσταση ήταν η μεγάλη ελληνική νίκη στα Δερβενάκια, η οποία υπογράφεται από τη στρατιωτική ευφυΐα του Θεοδώρου Κολοκοτρώνη, και η ανεπανόρθωτη συντριβή της πανίσχυρης τουρκικής στρατιάς υπό τον Τούρκο αρχιστράτηγο από την άνοιξη της ίδιας χρονιάς Μεχμέτ πασά Δράμαλη, που μέχρι τότε έδρευε στη Λάρισα. Ο Δράμαλης, επικεφαλής πολυάριθμης στρατιάς, ξεκίνησε, από τη Λαμία, μέσα Ιουνίου και, λεηλατώντας τη γύρω από την Κωπαΐδα περιοχή και καταστρέφοντας συθέμελα τη Θήβα (30/6), φτάνει – παρότι στην Αθήνα είχε δημιουργηθεί μεγάλη αναταραχή ότι, μέσω της Μεγαρίδας, εκεί κατευθύνονταν οι τουρκικές ορδές, και οι άρχοντες της πόλης μιμήθηκαν το Θεμιστοκλή, που, κατά τους περσικούς πολέμους, είχε απομακρύνει τα γυναικόπαιδα από την Αθήνα – στην Κόρινθο, στις 6/7/1822. Εκεί, παρά τις συμβουλές των επιτελών του κι έχοντας υπερφίαλη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις και δυνατότητές του, δεν ιδρύει μόνιμο στρατηγείο και κέντρο ανεφοδιασμού, αλλά κινεί προς το Άργος και το Ναύπλιο.
Ο από 19/5/1822 φρούραρχος του Ακροκορίνθου, Αχιλλέας Θεοδωρίδης, δεν προέβαλε καμία αντίσταση στον εχθρό, αλλά, όταν είδε τα τούρκικα στρατεύματα στις 6.7.1822, πανικοβλήθηκε και το έβαλε στα πόδια. Προηγούμενα, όμως, σε συμφωνία μαζί του, ο άλλοτε υπηρέτης του Κιαμήλ, Δημήτρης Μπενάκης, ο υποφρούραρχος Διαμαντής Λάλακας και ο ηγούμενος της μονής Φανερωμένης, Παρθένιος Βλάχος, εκτελούν εν ψυχρώ τον Κιαμήλ Μπέη στο δωμάτιο που τον κρατούσαν φυλακισμένο και που θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί ως όμηρος, τράβηξε το φυτίλι που θα ανατίναζε την μπαρουταποθήκη και έφυγε με 150 άνδρες για την Επίδαυρο από την Τενεατική πύλη. Με τη δολοφονία του Κιαμήλ είχε, όμως, αντίθετη γνώμη ο Υδραίος Δημ. Κριεζής, που εκείνες τις μέρες βρισκόταν εκεί.
Το κάστρο εγκατέλειψε, επίσης, και ο κοτζάμπασης Σωτ. Νοταράς, όταν είδε τον τουρκικό στρατό. Έτσι, ο Ακροκόρινθος, η μπαρουταποθήκη και ο θησαυρός του Κιαμήλ, έμειναν δώρο στους Τούρκους του Δράμαλη, που στις 7 Ιούλη μπαίνει ελευθερωτής μέσα στον Ακροκόρινθο.
Του επιφυλάσσουν θερμή υποδοχή η χήρα και η μητέρα του Κιαμήλ, ντυμένες με πολυτελέστατα πέπλα ανάμεσα σε πλούσια στολισμένες θεραπαινίδες και του αποκαλύπτουν ένα πηγάδι με κρυμμένα 40.000 πουγκιά γεμάτα χρυσά νομίσματα. Για να τιμήσει τη χήρα του Κιαμήλ Μπέη, την πανέμορφη Γκιούλ- Χανούμ ο Δράμαλης, την παντρεύτηκε πάνω στον Ακροκόρινθο με ανατολίτικη μεγαλοπρέπεια. Και για ικανοποίηση του χθεσινού της πένθους, αντί άλλου μνημείου στη μνήμη του δολοφονημένου συζύγου της, διέταξε κι έχτισαν ζωντανούς στα τείχη, τους καλύτερους Έλληνες που έσερνε αιχμάλωτους μαζί του από τη Ρούμελη, αλλά και κρέμασε κατωκέφαλα δύο ιερείς. Σε λίγες, όμως, μέρες, ο Τούρκος στρατάρχης βάζοντας στόχο την Τριπολιτσά, φεύγει από τον Ακροκόρινθο και φτάνει στο Άργος (12/7), ενώ στέλνει την εμπροσθοφυλακή στο Ναύπλιο, για να ενισχυθούν οι εκεί Τούρκοι υπερασπιστές της πόλης και να μην την παραδώσουν στους Έλληνες..
Ο Αχιλλέας Θεοδωρίδης, όπως είδαμε παραπάνω, εγκατέλειψε τη θέση του, «αισχρώς» κατά τον Τρικούπη. Λόγιος και απόλεμος ο Θεοδωρίδης, ακατάλληλος για τόσο σημαντική αποστολή, όπως ήταν η φύλαξη της στρατηγικής θέσεως του Ακροκορίνθου, συνελήφθη κατά κυβερνητική διαταγή στην Επίδαυρο, όπου είχε καταφύγει φεύγοντας από την Κόρινθο. Όταν, όμως, μεταφέρθηκε στην Ερμιόνη, αυτοκτόνησε περιφρονημένος από όλους.
Η κυβέρνηση των Ελλήνων, οι βουλευτές κι ανώτεροι διοικητικοί υπάλληλοι που έδρευαν στο Άργος, αφότου, στο μεταξύ, μεταφέρθηκε εκεί από την Κόρινθο η έδρα της κυβέρνησης, κατατρομαγμένοι ζήτησαν καταφύγιο σε πλοία μέσα στον Αργολικό κόλπο.
Ο Δ. Υψηλάντης, που είχε φτάσει στην επαναστατημένη Πελοπόννησο στις αρχές Ιουνίου 1821 κι από την πρώτη στιγμή τον περιστοίχισαν Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Αναγνωσταράς κ.α., είχε πάρει με το μέρος του το λαό και τους στρατιωτικούς δίνοντάς τους έτσι θάρρος τη δύσκολη τούτη ώρα συγκρουόμενος πολιτικά με τους προκρίτους, υπερασπίζεται για αρκετές ημέρες το οχυρό φρούριο του Άργους, Λάρισα. Η αργοπορία των Τούρκων στο αργείτικο φρούριο είχε ως συνέπειες να εξαντληθούν τα τρόφιμά τους και, εφεξής, να μαστίζονται από δυσεντερία και – λόγω ανομβρίας και καλοκαιρινής ζέστης – από δίψα!
Ο δε Θ. Κολοκοτρώνης, φεύγοντας από την Πάτρα και φτάνοντας στην Τρίπολη (4/7), άρχισε να οργανώνεται κατά του Δράμαλη. Οχυρώθηκε, μάλιστα, στους Μύλους της Λέρνης, ένα παραθαλάσσιο αργείτικο χωριό, και ακολούθησε ταχτική «καμένης γης» στην προσπάθειά του να φθείρει το Δράμαλη, που σκέφτεται το ενδεχόμενο να γυρίσει πίσω στην Κόρινθο, επειδή δεν είχε τροφές κι εφόδια.
Ο Κολοκοτρώνης, καταλαμβάνοντας τα στενά των Δερβενακίων (από Άργος προς Κόρινθο), πέτυχε καίριο πλήγμα στην εμπροσθοφυλακή του Τούρκου στρατάρχη που υποχωρούσε στις 26 Ιουλίου 1822 και την άλλη μέρα, η τουρκική συντριβή ολοκληρώθηκε στο στενό του Αγ. Σώστη από τους Νικηταρά, Παπαφλέσσα, Υψηλάντη, Τσόκρη κ.α. Ακόμα και στις 28 του Ιούλη όταν ο Δράμαλης με χαμένο, κυρίως, το ηθικό και πάμπολλες απώλειες σε υλικό και ψυχές θέλησε να περάσει με ό,τι τούχε απομείνει από το πλατύτερο στενό, το Αγιονόρι, οι Έλληνες του Κολοκοτρώνη του κατάφεραν άλλη μιαν τρομαχτική ήττα. Έτσι, από τις 30.000 στρατιωτών και τους επίλεκτους αξιωματικούς που ‘ χε μαζύ του ο Δράμαλης, λίγοι μαζύ με τον ίδιο έφτασαν ως την Κόρινθο και περί του 3.500 κατέφυγαν στην Ακράτα Αχαΐας, απ’ όπου τους πήραν τούρκικα καράβια.
Νωρίτερα, βέβαια, από αυτήν τη μεγάλη επιτυχία των ελληνικών στρατευμάτων, στις 4 Ιουλίου του 1822, μια πρόχειρα οργανωμένη εκστρατεία στην Ήπειρο οδήγησε σε μια σοβαρή ελληνική ήττα, στη μάχη του Πέτα. Παρά την αυτοθυσία πολλών φιλελλήνων που συμμετείχαν στην υπό τον απειροπόλεμο Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο επιχείρηση, ο σκοπός της, να σωθεί το Σούλι, ματαιώθηκε.
Η ήττα στο Πέτα από τον εξωμότη, αλλαξοπιστήσαντα Τούρκο στρατηγό Μεχμέτ Ρεσίτ πασά ή Κιουταχή επέτρεψε στους Τούρκους να κατεβούν με άνεση – μετά τη συνθηκολόγηση και παράδοση του Σουλίου σε αυτούς (28/7/1822) και την αναγκαστική μετοίκιση των Σουλιωτών στα Εφτάνησα – νοτιότερα μέχρι το Μεσολόγγι, το οποίο – επειδή ήθελαν να προελάσουν στην Πελοπόννησο – θα πολιορκήσουν (25 Οκτωβρίου – 31 Δεκέμβρη του 1822, κόντρα στην αντίσταση των Αλ. Μαυροκορδάτου – Μ. Μπότσαρη) δίχως επιτυχία, λόγω χειμώνα, έλλειψης τροφών, μα και εξαιτίας ασυνεννοησίας των πασάδων τους (οι στρατηγοί Ομέρ Βρυώνης & Κιουταχής και ο ναύαρχος Γιουσούφ). Θα δώσουν, επομένως, έτσι αφορμή για αναζωπύρωση των επαναστατικών πυρήνων στην Αιτωλοακαρνανία.
Τέλη Οκτωβρίου του 1822, τα λείψανα της στρατιάς του Δράμαλη γνώρισαν νέες ήττες στην Πελοπόννησο, μεταξύ Πάτρας και Κορίνθου. Από τη στενοχώρια του ο Δράμαλης πεθαίνει (28/10/1822) και – αφού η τουρκική φρουρά στο Ναύπλιο συνθηκολογεί με τους Έλληνες πούχουν κυριέψει το Παλαμήδι (30/11 – 3/12/1822) – προς το τέλος της ίδιας χρονιάς, ο Χουρσίτ, που για λόγους προσωπικής αντιζηλίας, είχε αδιαφορήσει να τον βοηθήσει, φοβήθηκε τη Σουλτανική οργή κι αυτοκτονεί. Ό,τι απέμεινε από το στρατό του Δράμαλη επιβιβάστηκε σε πλοία του Γιουσούφ αγά της Πάτρας και σώθηκε. Ο Χουρσίτ, προς βοήθεια του Δράμαλη, είχε στείλει το Μεχμέτ πασά, ο οποίος νικά τον αρχιστράτηγο της ανατολικής Ελλάδας Οδυσσέα Ανδρούτσο στην Άμφισσα. Ο Ανδρούτσος, γλιτώνοντας από του Χάρου τα δόντια, θα βρεθεί στην Αράχοβα, όπου θ’ αρχίσει μυστικές πλην απατηλές διαπραγματεύσεις με τις τουρκικές αρχές και με αυτόν τον τρόπο κωλυσιέργησε όσο μπορούσε την πορεία του Κιοσέ Μεχμέτ.
Από την περασμένη χρονιά ήδη, είχε διοριστεί, περί τις 22/9/1821, Γενικός Αρχηγός Κρήτης ο Μιχαήλ Κομνηνός Αφεντούλιεφ, που έφτασε στην Κρήτη μεταξύ 25 Οχτώβρη και 6 Νοέμβρη του 1821 και κατείχε, με έδρα το Λουτρό Σφακίων, επί δώδεκα ακριβώς μήνες τον τίτλο του «Γενικού Επάρχου και Αρχιστρατήγου της Κρήτης», αλλά αποδείχθηκε «λίγος» να χειριστεί την Κρητική Επανάσταση. Ίσως φταίει και ο Υψηλάντης σ’ αυτό, που δεν εκτίμησε όσο έπρεπε την Κρήτη και τις «ιδιαιτερότητές» της! Ο Αφεντούλης, αν και προερχόμενος από εύπορη ελληνική οικογένεια της Ρωσίας και έμπειρος διπλωμάτης με θητεία σε ρωσικές πρεσβείες του εξωτερικού, δεν τα κατάφερε και τόσο καλά στην Κρήτη και η ματαιοδοξία του, η κάπως κωμική εμφάνισή του και – κυρίως, μολονότι είχε διατελέσει και ταγματάρχης του ρωσικού στρατού – η στρατιωτική του ανικανότητα τον έφεραν σύντομα σε ρήξη με τους Κρητικούς, που, ούτως ή άλλως, δεν ήθελαν να τους κάνει κουμάντο κάποιος «ξένος». Ο Αφεντούλης είχε κοντά του τον Πέτρο Ομηρίδη Σκυλίτση, ως πολιτικό του σύμβουλο.
Έτσι, ενώ από 20/3 – 14/4/1822 στην Κρήτη έρχεται και βρίσκει ηρωικό θάνατο στην επιχείρηση εναντίον της πόλης του Ρεθύμνου ο Κορσικανός στρατιωτικός Ιωσήφ Βαλέστρας, ένα μήνα μετά, στις 11 – 21 Μάη, συγκαλείται στους Αρμένους Αποκορώνου Χανίων, υπό την προεδρία του Σκυλίτση, Γενική Συνέλευση των Κρητικών, όπου εκδίδεται επαναστατική προκήρυξη και ψηφίζονται σχέδιο συντάγματος («Προσωρινή Πολιτεία της νήσου Κρήτης») και σχέδιο για αποκεντρωμένη διοικητική διαίρεση της νήσου (4 μεγάλες επαρχίες – διαμερίσματα, εξ ων καθένα χωρίζεται σε τμήματα και κοινότητες), ενώ η κεντρική διοίκηση θα ασκείται από τον Έπαρχο και τη Γενική Καγκελαρία. Η Γενική Καγκελαρία θα απαρτιστεί από ένα γενικό γραμματέα και 5 φροντιστές (αστυνομίας, οικονομίας, δικαιοσύνης, πολέμου και θαλάσσης), που διορίστηκαν από τη γενική συνέλευση τη μέρα που ανακηρύχτηκε και ο Αφεντούλης γενικός έπαρχος, μια μέρα έπειτα από την επικύρωση του προσωρινού πολιτεύματος του νησιού.
Έτσι, ενώ από 20/3 – 14/4/1822 στην Κρήτη έρχεται και βρίσκει ηρωικό θάνατο στην επιχείρηση εναντίον της πόλης του Ρεθύμνου ο Κορσικανός στρατιωτικός Ιωσήφ Βαλέστρας, ένα μήνα μετά, στις 11 – 21 Μάη, συγκαλείται στους Αρμένους Αποκορώνου Χανίων, υπό την προεδρία του Σκυλίτση, Γενική Συνέλευση των Κρητικών, όπου εκδίδεται επαναστατική προκήρυξη και ψηφίζονται σχέδιο συντάγματος («Προσωρινή Πολιτεία της νήσου Κρήτης») και σχέδιο για αποκεντρωμένη διοικητική διαίρεση της νήσου (4 μεγάλες επαρχίες – διαμερίσματα, εξ ων καθένα χωρίζεται σε τμήματα και κοινότητες), ενώ η κεντρική διοίκηση θα ασκείται από τον Έπαρχο και τη Γενική Καγκελαρία. Η Γενική Καγκελαρία θα απαρτιστεί από ένα γενικό γραμματέα και 5 φροντιστές (αστυνομίας, οικονομίας, δικαιοσύνης, πολέμου και θαλάσσης), που διορίστηκαν από τη γενική συνέλευση τη μέρα που ανακηρύχτηκε και ο Αφεντούλης γενικός έπαρχος, μια μέρα έπειτα από την επικύρωση του προσωρινού πολιτεύματος του νησιού.
Γράμμα του Μ. Αφεντούλη προς Κρητικούς επαναστάτες |
Πριν προχωρήσουμε, να σημειωθεί ότι ο Βαλέστρας, λόγω της εμπειρίας του, είχε, νωρίτερα, επιλεγεί ανάμεσα στους φιλέλληνες εθελοντές από το Δ. Υψηλάντη για «προγυμναστής στρατιωτικός». Και μάλιστα, ο Κορσικανός αξιωματικός, από τον Ιούνιο του 1821 και μέχρι την κάθοδό του στην Κρήτη, θα αναλάβει την οργάνωση στρατιωτικής μονάδας εκπαιδευμένης σύμφωνα με τα ευρωπαϊκά πρότυπα.
Στις 28, όμως, του ίδιου μήνα, κατόπιν της συμφωνίας του Σουλτάνου και του Μωχάμετ Άλυ και της κατά τα τέλη του Απρίλη επίθεσης των Κρητικών στο φρούριο των Χανίων, 10.000 Αιγύπτιοι στρατιώτες και 5.000 ιππείς αποβιβάστηκαν στη Σούδα Χανίων υπό την αρχηγία του Χασάν Πασά. Πάντως, κι ο Αφεντούλης σε γράμμα του (28/5/1822) προς τους Κρητικούς οπλαρχηγούς κι ο Ομηρίδης, σε επιστολή τους (29/5/1822) προς τον υπουργό εσωτερικών και πολέμου, Ιωάννη Κωλέττη, δεν έδειχναν να υπολογίζουν τον ξενόφερτο στρατό ως κίνδυνο κατά της Επανάστασης. Εν τέλει, ενώ ο Ομηρίδης έφυγε από την Κρήτη, όταν μαθεύτηκε ο αιγυπτιακός ερχομός, μόλις στις 2/6/1822, ο Αφεντούλης, ξαναγράφοντας στην κυβέρνηση, τονίζει πόσο επικίνδυνη για την Κρήτη θα απέβαινε η αιγυπτιακή παρουσία!
Απεσταλμένοι των Κρητικών είχαν ζητήσει επανειλημμένα «μπαρούτια, μολύβια, άρματα» από την Επαναστατική Αρχή στην Πελοπόννησο. Μέχρι τον Απρίλη του 1822, δεν είχαν λάβει καμιά βοήθεια. Μόνο μεμονωμένοι πατριώτες από διάφορα νησιά ήρθαν εθελοντές στην Κρήτη και λίγοι Ευρωπαίοι Φιλέλληνες. Μόνο τον Ιούλιο του 1822 έφθασαν στην Κρήτη 900 όπλα, με χρήματα του Ιωάννη Βαρβάκη.
Και ενώ, λοιπόν, η Επανάσταση των Κρητικών κινδυνεύει σοβαρά το καλοκαίρι του 1822, ο Χασάν στέλνει τον επίσκοπο Κυδωνίας να ζητήσει από τους επαναστάτες να παραδώσουν τα όπλα (4/7/1822), ενώ κι ο ίδιος ο πασάς καλούσε τους Κρητικούς να παραδοθούν στο «φιλάνθρωπο» Μωχάμετ Άλυ, τάζοντάς τους πως η έκτοτε διακυβέρνησή τους θα είναι αγαθή και δίκαιη. Οι Χανιώτηδες οπλαρχηγοί Χάληδες απάντησαν, εξ ονόματος όλου του νησιού, ότι η απόφασή τους είναι σταθερή να συνεχιστεί η Επανάσταση, έως ότου ή πεθάνουν με τα όπλα τους όλοι οι Κρητικοί αγωνιζόμενοι για τη λευτεριά της Κρήτης ή απαλλαχτούν από τη φριχτή τουρκική τυραννία. Από 1 Αυγούστου, ο Χασάν εφορμά και τους επόμενους μήνες έως το τέλος της χρονιάς, οι Τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις του νησιού εξαπλώθηκαν παντού, από τα Χανιά έως το Οροπέδιο Λασιθίου, και έπνιξαν την Επανάσταση των Κρητικών στο αίμα, παρά τις εκκλήσεις του Αφεντούλη για επείγουσα βοήθεια (15/8/1822, γράμμα προς υπουργό πολέμου, Ι. Κωλέττη).
Ένα χρόνο μετά το διορισμό του, ο Αφεντούλης, που, στις 28/8/1822, γράφει στον Κωλέττη ότι θα φύγει από την Κρήτη και θα έρθει στην Πελοπόννησο για να ζητήσει βοήθεια και του ζητά να στείλει διαταγή στους Κρητικούς να σέβονται τον Έπαρχό τους και την πολιτικοστρατιωτική ηγεσία, κατηγορήθηκε (15/11/1822) από τους Κρητικούς, αν και τους είχε ειδοποιήσει για το περιεχόμενο του γράμματός του από τις 9/7, ως «κλέφτης και ταραχοποιός» καθαιρείται. Είχανε προηγηθεί και αποτυχημένες στρατιωτικές επιχειρήσεις των Ελλήνων κατά του τουρκοαιγυπτιακού στρατού ανά το νησί και υποταγή, μεταξύ άλλων, του Λασιθίου.
Αφού ο λόγος γίνεται για την Κρήτη του 1822, αξίζει ξεχωριστής μνείας και το ότι τον Μάη της χρονιάς αυτής οι λόγιοι σύμβουλοι της Αρμοστείας του Μιχαήλ Αφεντούλη ξαναθυμήθηκαν την αρχαία ονομασία του επινείου της Κνωσσού, που, κατά τους αρχαίους γεωγράφους, λεγόταν Ηράκλειο και βρισκόταν απέναντι από τη νήσο Δία. Έτσι, πήραν την απόφαση να μετονομάσουν το πιο μεγάλο αστικό κέντρο της Κρήτης στο ανατολικό μέρος του νησιού, που μέχρι τότε λεγόταν Μεγάλο Κάστρο και επί ενετοκρατίας Κάντια και επί Βυζαντινών Χάνδαξ.
Το 1822, όμως, έχουμε και σημαντικές ναυτικές επιχειρήσεις για τον ελληνικό πολεμικό στόλο, είτε με τη μορφή εφοδιασμού των δυνάμεων της στεριάς, είτε με την παρεμπόδιση του τουρκικού, όπως σχεδίαζε το επιτελείο του Σουλτάνου, να μεταφέρει υλικό κι ενισχύσεις, είτε στην από θαλάσσης πολιορκία παράλιων φρουρίων.
Η σφαγή της Χίου, διά χειρός Ντελακρουά |
Στις 30 Μαρτίου, όμως, ο καπουδάν Καρά Αλής, αφού βομβάρδισε τη Χίο, που είχε επαναστατήσει, παρά την αντίδραση των ντόπιων κοτζαμπάσηδων, στις 10 του Μάρτη της ίδιας χρονιάς με τον Λυκούργο Λογοθέτη από τη Σάμο και το Χιώτη Αντ. Μπουρνιά, κατέπνιξε την εξέγερση με πρωτοφανούς αγριότητας ωμότητα εις βάρος του άμαχου πληθυσμού (23.000 Χιώτες κατασφάχτηκαν, 47.000 αιχμαλωτίστηκαν και πουλήθηκαν σε σκλαβοπάζαρα της Ανατολής και μόνο 30.000 απ’ τους κατοίκους της Χίου σώθηκαν, βρίσκοντας καταφύγια στα βουνά της νήσου!). Σημαντική, επίσης, υπήρξε η συμμετοχή των Εβραίων στην καταστροφή της Χίου, την οποία οι ίδιοι παρασκηνιακά υποκίνησαν, στοχεύοντας να επιδοθούν στην λεηλασία των πλούσιων εργαστηρίων του νησιού. Η θηριώδης τραγωδία της Χίου εγείρει τη διεθνή κατακραυγή εναντίον των Τούρκων και γεννά συμπάθεια προς τον ελληνικό Αγώνα.
Η ελληνική «απάντηση», όμως, ήρθε σύντομα, όταν το βράδυ 7 προς 8 Ιούνη του 1822 ο Κωνσταντίνος Κανάρης κι ο Πιπίνος πυρπόλησαν την τουρκική ναυαρχίδα, που ήταν αραγμένη στο λιμάνι της Χίου. Ο Καρά Αλής υπέκυψε γρήγορα στα τραύματά του, ενώ 2.000 Τούρκοι βρήκαν τραγικό θάνατο εκείνο το βράδυ, σε «αντίποινα» για τον «ξεκλήρισμα» της Χίου.
Με το κατόρθωμα αυτό, που φέρει κυρίως την υπογραφή του Κ. Κανάρη, οι Τούρκοι φοβήθηκαν προς το παρόν και γύρισαν στον Ελλήσποντο όπου παρέμειναν για δυο χρόνια κι έτσι οι Έλληνες εξασφαλίζουν τη θαλάσσια κυριαρχία στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά. Το Σεπτέμβρη, μάλιστα, της ίδιας χρονιάς (8/9/1822), ο Α. Μιαούλης καταναυμαχεί τουρκικά πλοία κοντά στις Σπέτσες, αποτρέποντας τον ανεφοδιασμό των πολιορκούμενων Τούρκων του Ναυπλίου. Και κάθε φορά που έβγαινε ο τουρκικός στόλος προς την Ελλάδα, πάντοτε, εφεξής, έτρεμε τα πυρπολικά.
Τέλος, η αποκατάσταση του Οδυσσέα Ανδρούτσου στην αρχιστρατηγία από τη Διοίκηση στις 3 Δεκεμβρίου 1822, που διαφαινόταν ήδη από τον Ιούνιο, όταν η Διοίκηση τον χρησιμοποιεί ξανά σε ενεργό ρόλο στο στρατό για την αντιμετώπιση του Δράμαλη, υπήρξε μια ενέργεια που μπορεί να έχαιρε της υποστήριξης των οπλαρχηγών της Ανατολικής Στερεάς, όμως, δεν είχε την έγκριση των προεστών και ιδιαίτερα των ακόμη ενεργών αρεοπαγιτών της Εύβοιας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου