118. Κώστας Βάρναλης, ο ποιητής του λαού
O Κώστας Βάρναλης (φωτό) γεννιέται, σύμφωνα με τις περισσότερες βιογραφίες του, στον Πύργο της σημερινής Βουλγαρίας (άλλοτε Ανατολικής Ρωμυλίας), το 1883 – ’84. Τελειώνοντας το σχολείο (1898), βρέθηκε στη Φιλιππούπολη. Εκεί, γράφηκε στα Ζαρίφεια Διδασκαλεία, ένα είδος σχολής που «έβγαζε» γραμματοδιδασκάλους. Το 1902, επέστρεψε στη γενέτειρά του, για να διδάξει τα παιδιά του τοπικού σχολείου, αλλά σύντομα αναχώρησε, με την υποστήριξη και την παρότρυνση του Δεσπότη Πύργου και Αγχιάλου και της κοινότητας της Βάρνας, για την Αθήνα, για να συνεχίσει (από το 1903, χρονιά που πρωτοεκδίδεται στην Αθήνα και υπέρ της δημοτικής γλώσσας το περιοδικό «Νουμάς») τις σπουδές του στη Φιλοσοφική σχολή, στον τομέα της Φιλολογίας, σε μιαν εποχή που οι γλωσσικές διαμάχες μεταξύ «καθαρευουσιάνων» και «μαλλιαρών δημοτικιστών» έδιναν και έπαιρναν στο Πανεπιστήμιο. Το 1908 παίρνει το πτυχίο του από το Πανεπιστήμιο Αθηνών.
Με το πέρας των σπουδών του, στα χρόνια των βαλκανικών πολέμων, ο Κώστας Βάρναλης υπηρέτησε σε διάφορα σχολεία της Ελλάδας. Αρχικά, διορίστηκε ελληνοδιδάσκαλος στην Αμαλιάδα Ηλείας και αργότερα, τοποθετήθηκε σχολάρχης στην Αργαλαστή Πηλίου, όπου γνωρίστηκε με τον Αλέξανδρο Δελμούζο (1880 – 1956/ παιδαγωγός από την Άμφισσα, καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, κύριος εκπρόσωπος του εκπαιδευτικού δημοτικισμού) και φέρεται να είχε συμμετοχή και στα «Αθεϊκά» του Βόλου, για τα οποία και κατηγορείται. Οι κυβερνώντες της ελληνικής κοινωνικής και πολιτικής ζωής των αρχών του 20ου αιώνα θα τον «βάλουν στο μάτι», όταν μαζί με άλλους προοδευτικούς διανοούμενους, όπως ο Δημήτριος Γληνός, μια σημαντικότατη μορφή, επίσης, της Αριστεράς (1882 – 1943), μάχονταν για τη δημοτική γλώσσα του λαού, που την πολέμησαν λυσσαλέα φανατισμένοι θεολόγοι και «οπισθοδρομικοί» γλωσσαμύντορες τάχα καθηγητές.
Κατόπιν, βρέθηκε στα Μέγαρα (Σεπτέμβρης 1911), μεσολαβεί η στρατιωτική του θητεία (1912 – ’14) και επανέρχεται στα Μέγαρα (1914 – ’15), ενώ από το 1914 (Σεπτέμβρης) φοιτά στο Διδασκαλείο της Μέσης Εκπαίδευσης κοντά στο Δημ. Γληνό. Επόμενός του σταθμός (1915) η τοποθέτηση στην Κερατέα Αττικής, ενώ επιστρατεύεται ξανά τα χρόνια του Διχασμού (1915 – ’16). Το 1916, με την αποστρατεία του, διορίζεται καθηγητής σε γυμνάσιο του Πειραιά, έως ότου να λάβει ειδοποίηση για το διορισμό του στην Ανωτάτη Παιδαγωγική Ακαδημία Αθηνών.
Κατά τα πρώτα χρόνια του ευρωπαϊκού μεσοπολέμου, την περίοδο 1919 – 1922 κερδίζει υποτροφία και πηγαίνει στο Παρίσι (έως το 1920) για να παρακολουθήσει μαθήματα Φιλολογίας, Φιλοσοφίας και Κοινωνιολογίας. Εκεί, ο Βάρναλης γνώρισε και ήρθε σε επαφή με τα νέα φιλοσοφικά ρεύματα, βίωσε την «αλλαγή κλίματος» και τις ιδεολογικές ζυμώσεις, που έφερε η Οχτωβριανή Επανάσταση των Μπολσεβίκων στην αλλοτινή τσαρική Ρωσία (1917), και έζησε στο κλίμα της γενικής απογοήτευσης που προκάλεσε ο 1ος Παγκόσμιος Πόλεμος. Τόσο ο 1ος παγκόσμιος πόλεμος, όσο και η Οχτωβριανή Επανάσταση έπαιξαν καθοριστικότατο, κατά τη γνώμη μου, ρόλο στις εφεξής ιδεολογικές αναζητήσεις του και, κυρίως, τη διαμόρφωση της λογοτεχνικής του γλώσσας.
Επειδή από το 1917 και μετά, η ιδεολογία του προσέγγισε το μαρξισμό και την Αριστερά, καταδιώχτηκε από τους αντικομμουνιστές κρατούντες. Αξίζει να γραφεί πως το Νοέμβρη του 1920, μετά την εκλογική συντριβή του Βενιζέλου, οι αντιβενιζελικές κυβερνήσεις ανακαλούν στην Ελλάδα το Βάρναλη, τον διορίζουν σε γυμνάσιο του Πειραιά, ενώ την περίοδο 1923 – ’24, με την ανάκτηση της εξουσίας από τους Βενιζελικούς, ο Βάρναλης θα ξαναβρεθεί στο Παρίσι με υποτροφία και μόλις γυρίζει στην Ελλάδα διορίζεται καθηγητής στην Παιδαγωγική Ακαδημία, όπου ξαναβρίσκει και το Δ. Γληνό.
Προς το τέλος της ζωής του, το 1967, η αμερικανόδουλη χούντα των συνταγματαρχών τον συλλαμβάνει. Τότε, ο Βάρναλης δίνει την εξής αποστομωτική απάντηση στου ασφαλίτες που προσήλθαν για τη σύλληψή του: «Τι θέλετε πάλι; Να με ρωτήσετε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;»
Προς το τέλος της ζωής του, το 1967, η αμερικανόδουλη χούντα των συνταγματαρχών τον συλλαμβάνει. Τότε, ο Βάρναλης δίνει την εξής αποστομωτική απάντηση στου ασφαλίτες που προσήλθαν για τη σύλληψή του: «Τι θέλετε πάλι; Να με ρωτήσετε αν είμαι κομμουνιστής; Δεν σας το είπα την πρώτη φορά; Όλο τα ίδια θα λέμε;»
Πολλά χρόνια νωρίτερα, όμως, με την επιβολή της δικτατορίας του Θ. Πάγκαλου, ο Βάρναλης – αφού είχε, ήδη, στο ενεργητικό του τις κατηγόριες για τα «Αθεϊκά» του Βόλου το 1911 – διώκεται και για τα «Μαρασλειακά» το 1926. Για τις θέσεις του απέναντι στο «γλωσσικό», θα δικαστεί στο Ναύπλιο (1912) «επί ανατρεπτικαίς ενεργείαις κατά της κοινωνικής και κρατικής τάξεως, επί προσβολή των ηθών και αθεϊσμό». Μήπως σας θυμίζει τίποτα το… Σωκράτη; Μάλλον, γιατί, από τις διώξεις σε βάρος του και μετά το βενιζελικό νόμο του «Ιδιώνυμου» (1929) σαφέστατα επηρεασμένος, με την «Αληθινή Απολογία του Σωκράτη» (1931) στηλιτεύει τους κομμουνιστοφάγους κυβερνώντες! Η τιμωρία του: Έξι μήνες αργία και κατόπιν μετατέθηκε στα Χανιά. Αρνήθηκε να πάει και παραιτούμενος από την εκπαίδευση, για να εξασφαλίζει πλέον προς το ζην, ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία έως το θάνατό του διακρινόμενος για τα «οχληρά προς τους κρατούντες και καυστικότατα» χρονογραφήματά του, ενώ δεν απέφυγε και το «πικρό ποτήρι» της εξορίας (1935, σε Αϊ Στράτη και Μυτιλήνη).
Η παρθενική εμφάνισή του στον κόσμο των Γραμμάτων έγινε από τα πρώτα κιόλας σπουδαστικά του χρόνια στην Φιλιππούπολη, όταν έγραφε στίχους για την τοπική εφημερίδα «Ειδήσεις του Αίμου», χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο «Ο Φυγεύς». Κατά την πρώτη αυτή περίοδο του έργου του, δηλαδή προ του 1922, θα διακρίνουμε έντονο αισθησιασμό και βαθύ μουσικό συναίσθημα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα τους «Μοιραίους».
Το 1904 (Αύγουστος), είχε πρωτοεμφανιστεί στον αθηναϊκό «Νουμά», ενώ η πρώτη του ποιητική συλλογή εκδόθηκε στην Αθήνα το επόμενο έτος (1905), με τον τίτλο «Κηρήθρες» και με πρόλογο του Στέφανου Μαρτζώκη και το 1922, μετά το Παρίσι, εκδίδει το «Φως που καίει», «καρπός» της στροφής του προς το μαρξισμό και της έντονης αμφισβήτησής του ως προς κάθε άκριτης εξιδανίκευσης της εθνικής πνευματικής παράδοσης (Σολωμός, δημοτικό τραγούδι κ.α.) και το οποίο υπογράφει ως Δήμος Τανάλιας, στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Με το ίδιο ψευδώνυμο, όμως, υπογράφει και το «Λαό των Μουνούχων» του 1923. Αργότερα, θα τον συναντήσουμε να συνεργάζεται με το «Νουμά» χρησιμοποιώντας όχι ψευδώνυμο, μα το πραγματικό του όνομα. Να σημειωθεί, όμως, εδώ πως το «Φως που καίει», κατά το 1933, επανατυπώνεται στην Αθήνα τροποποιημένο και στην οριστική του μορφή.
Τα χρόνια αυτά, προτείνω να ιδούμε ιδιαίτερα το έργο του Κ. Βάρναλη, «Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική» του 1925, όπου εμφανίζεται για πρώτη φορά η μέθοδος του διαλεκτικού υλισμού, στην προσπάθεια ερμηνείας των ποιητικών φαινομένων. Επίσης, αξιοπρόσεχτο είναι και το πολύστιχο ποίημα «Προσκυνητής» (1919), ενώ οι μελετητές του έργου του Βάρναλη στέκονται και στους «Σκλάβους Πολιορκημένους» του 1927, μια αξιοπρόσεχτη από πολλές απόψεις σύνθεση (άθροισμα από αυτοτελείς συχνά ποιητικές μονάδες, σκόρπια πεζά κομμάτια, παρεμβαλλόμενες επεξηγηματικές σημειώσεις, για να συμπληρώσει, τρόπον τινά, τους «Ελεύθερους Πολιορκημένους» του Δ. Σολωμού), μα και στο σατιρικό πεζογράφημα «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» του 1931, που διδάχτηκε και από τον θίασο του Γιώργου Λαζάνη, το 1977, στο Θέατρο Τέχνης.
Ο Κώστας Βάρναλης υπήρξε ένας από την πλειάδα των νέων Ελλήνων λογοτεχνών, που μετά το 1905 αποφάσισαν να κυκλοφορήσουν το περιοδικό «Ηγησώ» που φιλοξενούσε κατ’ αποκλειστικότητα ποιήματα και καθόλου πεζά κείμενα. Η λογοτεχνική του αξία έχει αποκτήσει μεγάλη απήχηση στο αθηναϊκό κοινό, γι’ αυτό πολλά περιοδικά ζητούν να δημοσιεύσουν ποιήματα από τις συλλογές του Κώστα Βάρναλη. Έτσι, μέχρι το 1919 – ’20, συνεργάζεται με τα περιοδικά, «Νέα Ζωή» και «Γράμματα» της Αλεξάνδρειας, «Πυρσός», «Παν», «Βωμός» και «Μαύρος Γάτος».
Ολοκληρώνοντας το βιογραφικό σημείωμα του, ας ιδούμε ανά είδος και χρονολογική σειρά όσα θεωρούν οι ιστορικοί της ελληνικής λογοτεχνίας ως κυριότερα έργα του Κώστα Βάρναλη. Ας ξεκινήσουμε με τις ποιητικές του συλλογές: «Κηρήθρες» (1905), «Προσκυνητής» (1919), «Το φως που καίει» (1922), «Σκλάβοι πολιορκημένοι» (1927), «Ελεύθερος Κόσμος» (1965) και μεταθανάτια «Οργή λαού» (1975). Δείγματα της συμβολής του στην πεζογραφία λογίστηκαν από τους ειδικούς τα εξής έργα: «Η αληθινή απολογία του Σωκράτη» (1931), «Ημερολόγιο της Πηνελόπης» (1946). Στα Φιλολογικά – Κριτικά του έργα ξεχώρισαν τόσο τα «Σολωμικά («Ο Σολωμός χωρίς μεταφυσική)» (1957) και τα «Αισθητικά – Κριτικά» (2 τόμοι στα 1958), ενώ ασχολούμενος και με το Θέατρο, μας δίνει και το έργο « Άτταλος ο Γ'» (1972 ). Κοντά σ’ όλ’ αυτά, βέβαια, πρέπει να συμπεριλάβουμε και το πεζογράφημα, «Λαός των Μουνούχων» (1923), τους «Ζωντανούς Ανθρώπους» (1939), την καυστική σάτιρά του, «Οι δικτάτορες» (1956), αλλά και τα «Φιλολογικά Απομνημονεύματά» του, που εκδίδονται το 1980.
Ο Κώστας Βάρναλης, που είναι ο πρώτος Έλληνας που τιμήθηκε με το βραβείο Λένιν της Ειρήνης (Μόσχα, Ιούλης 1959) πέθανε, πλήρης ημερών, το Δεκέμβρη του 1974, λίγους μήνες μετά την πτώση της Απριλιανής Δικτατορίας, στην Αθήνα. Έως το τέλος της ζωής του δεν έπαυε να παρεμβαίνει στα κοινωνικοπολιτικά «δρώμενα» του τόπου με τη δράση του και την ποίησή του, μια ποίηση με περιεχόμενο κοινωνικό με θέμα τις αδικημένες κοινωνικές κατηγορίες και την καταγγελία της ανισότητας, συνεπής στην πολιτική του στράτευση στην Αριστερά.
Ενδεικτική βιβλιογραφία για τον Κ. Βάρναλη θεωρούνται για κάθε φιλομαθή οι Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των Λ. Πολίτη, Κ.Θ. Δημαρά, Γ. Κορδάτου, Μ. Βίττι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου