125. Παιδεία, Εκπαίδευση και 1821
Παπαφλέσσας, υπουργός Εσωτερικών αρμόδιος και για θέματα Παιδείας, 1825 |
Θα ήταν σημαντικό ατόπημα ή μεγάλη παράλειψη, εάν όποιος ασχολείται με την ιστορία της νεότερης Ελλάδας, δεν περιελάμβανε στην αφήγησή του λίγες γραμμές και για την προσπάθεια των Ελλήνων, στα δύσκολα χρόνια της Επανάστασης (1821 έως 1828), να θέσουν τις βάσεις για ένα εκπαιδευτικό σύστημα, που θα βοηθούσε τον αγωνιζόμενο λαό να βγει από τα «σκοτάδια» της πολύχρονης σκλαβιάς.
Ενώ για την ίδρυση και λειτουργία σχολείων για τον Ελληνισμό τα προεπαναστατικά χρόνια πολύτιμη μαρτυρία θεωρείται το ότι ο Κοσμάς ο Αιτωλός βεβαίωνε σε γράμμα του προς τον αδελφό του Χρύσανθο, γύρω στα 1775: «Έως τριάκοντα επαρχίας περιήλθον, δέκα σχολεία ελληνικά εποίησα, διακόσια δια κοινά γράμματα», για τα χρόνια της Τουρκοκρατίας γενικότερα, για διάφορους λόγους, έχει επικρατήσει ο μύθος περί «κρυφών σκολειών» ανά την Ελλάδα. Εκεί, ο υπόδουλος Ελληνισμός, απέναντι στον καταπιεστή τύραννο, διδασκόταν, με τη βοήθεια του κλήρου, τα γράμματα που θα τον βοηθούσαν, όπως πιστεύουν οι υποστηριχτές της άποψης αυτής, να κρατήσει δυνατή την εθνική και τη θρησκευτική του ταυτότητα.
Ως απάντηση σ’ αυτό το μύθευμα έχουν, κατά καιρούς, γραφεί και ειπωθεί πολλά. Απ’ αυτά, ας ξεχωρίσουμε το ότι ο Θ. Δετοράκης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Κρήτης, ο οποίος, ενώ, στην «Ιστορία της Κρήτης» του, μιλά σε άλλα σημεία για «βαθύ σκοτάδι του τουρκοκρατούμενου ελληνισμού», «απερίγραπτα δεινοπαθήματα του λαού», για «ωμότητα» των Τούρκων και άλλα, όπως ότι «το νησί αποβαρβαρώθηκε», εξόχως λογοτεχνικά, δεν λέει λέξη πουθενά για «κρυφό σχολειό». Αντίθετα, κάνει εκτενή αναφορά σε διάφορα σχολεία και σχολές που λειτουργούσαν κανονικότατα. Την ίδια στιγμή, ο Λίνος Πολίτης, σημαντικότατος νεοελληνιστής φιλόλογος και ακαδημαϊκός, σημειώνει πως «Ίσως ο ρωμαντικός των γλυκερών ιστορικών φαντασιώσεων ν’ απογοητευθή, όταν μάθη πως το περίφημο «κρυφό σχολειό» της Τουρκοκρατίας είναι απλούστατα ένα ιστορικό ψέμα», ενώ συμφωνεί μαζύ του ακόμα και αυτός ο μέγας ιστοριοδίφης του α’ μισού του 20ου αιώνα, Γιάννης Βλαχογιάννης, γράφοντας, μεταξύ άλλων, και ότι «[…]Βρήκανε λοιπόν πως κατά τα χρόνια εκείνα τα παλιά η παιδεία μας κατατρεχόταν από τους Τούρκους αλύπητα και το τελευταίο της καταφύγιο, άγιο βήμα μυστικό ήταν το κρυφό σκολειό. Εκεί, νύχτα βαθειά στέλναν οι μαννάδες τα παιδιά τους και με τη λαχτάρα που είχανε στην καρδιά, τα μαθαίναμε να λένε στο δρόμο το γνωστό παιδιάτικο τραγούδι, που είναι και νανούρισμα μαζί, τραγούδι σ' όλους γνωστό, που λέει: Φεγγαράκι μου λαμπρό/ φέγγε μου να περπατώ,/ να πηγαίνω στο σκολειό,/ να μαθαίνω γράμματα,/ του Θεού τα πράματα.
Ανάμεσα σ' όσες διατριβές έτυχε να διαβάσω γραμμένες από παιδαγωγικούς άντρες ή γυναίκες, δεν είδα καμιάν ιστορική μαρτυρία, που να βεβαιώνη την ύπαρξη κρυφού σκολειού, όμως ούτ' εγώ μέσα στον αμέτρητο σωρό ανέκδοτου υλικού για της σκλαβιάς τα σκολειά, που έχω συναγμένο, δεν απάντησα τίτοτε που να κάνη λόγο για το σκολειό έξω από το τραγούδι. Φαίνεται λοιπόν πως για τους παιδαγωγικούς ρήτορες που ανάφερα, άλλη δεν υπάρχει μαρτυριά παρά το ίδιο εκείνο μοναχό περίφημο τραγούδι. Όμως, αν και για την ύποφτή μου κρίση δε φτάνει το τραγούδι, ας το ξετάσουμε κι' αυτό. Έρχεται, γράφει ο Βλαχογιάννης, λοιπόν η απορία πρώτα, πώς του κρυφού σκολειού τα μαθητούδια, που νύχτα πηγαίνανε στο σκολειό -κι' αυτό θα βρισκόταν έξω από το χωριό, λοιπόν σε μοναστήρι είτε σε ρημοκλήσι- πώς τ' ανήσυχα παιδιά, όλο φωνές, και γέλια και παιχνίδια στο δρόμο τους θα ξεφεύγανε την προσοχή των Τούρκων. Και δεν ήτανε των Τούρκων μοναχά ο κίντυνος -ας τον παραδεχθούμε μια στιγμή- αλλά νύχτα στην ερημιά ήτανε και λύκοι. Και πρώτα απ' όλα ήτανε της μάννας η λαχτάρα κι' όλου του χωριού. Τάχα τα παιδιά παίρνανε στο δρόμο τους κανένα φύλακα μιστωτό του χωριού; Τάχα τα συνόδευε
ανένας πατέρας, αδελφός με τη σειρά του; Σοβαρές απορίες, ανησυχίες ρητορικές, που τις χαρίζω στον άγρυπνο της Εθνικής παιδείας ρήτορα.
ανένας πατέρας, αδελφός με τη σειρά του; Σοβαρές απορίες, ανησυχίες ρητορικές, που τις χαρίζω στον άγρυπνο της Εθνικής παιδείας ρήτορα.
Όλο αυτό το φανταχτερό και κούφιο και χωρίς θεμέλιο χτίσμα πέφτει, τονίζει ο Βλαχογιάννης, σε μια στιγμή σωρός μ' ένα λόγο μοναχά: Ποτέ ο Τούρκος, ο αγράμματος δε μπόδισε το Χριστιανό γράμματα να μαθαίνη, και μονάχα πολύ σπάνια έμπαινε στη μέση να χωρίζη τους δασκάλους άμα πιανόνταν από τα μαλλιά και γινόνταν σκάνταλο με τα μεγάλα τους σκολειά. Όμως αυτό γινόταν στις χώρες με τα μεγάλα σκολειά ή στα μεγάλα μοναστήρια, όχι ποτέ μέσ’ στα χωριά. Έπειτα, αν ήταν η κατώτατη παιδεία απαγορευμένη από τους Τούρκους, θα τολμούσε μάννα να στείλη το μικρό της μακρυά κι ο Τούρκος πάλι θα ήταν τάχα δύσκολο ν' ανακαλύψη τα παιδιά των χριστιανών να περνάνε παίζοντας και φωνάζοντας στο δρόμο τους».
Για να γνωρίσουμε, όμως, τι γινόταν στα χρόνια του Αγώνα, ας ξεκινήσουμε σημειώνοντας πως, μολονότι δεν υπήρχε στο πρώτο σύνταγμα (Επίδαυρος, 1822) πρόβλεψη για ίδρυση αυτοτελούς υπουργείου παιδείας, το υπουργείο εσωτερικών, στο οποίο υπαγόταν οι σχετικές αρμοδιότητες, κατέβαλε, επί υπουργίας Παπαφλέσσα, κάθε φιλότιμη προσπάθεια για τη σύσταση σχολείων (αποφάσεις 3424/9–7–1824 και 3483/15–7–1824 του υπουργείου εσωτερικών για σχολεία στην επαρχία Μικρομάνης Μεσσηνίας) και την οργάνωση ενός σχεδίου βασικής παιδείας. Την ίδια χρονιά, η Πελοποννησιακή Γερουσία έβαλε τα θεμέλια αλληλοδιδακτικού σχολείου στην Τριπολιτσά, καθώς, με προκήρυξή της (16/3), καλούσε δασκάλους να διδάξουν με αλληλοδιδακτική μέθοδο ελληνικά, μαθηματικά, ιταλικά και γαλλικά και τους μαθητές να σπεύσουν να παρακολουθήσουν δωρεάν τα μαθήματα.
Ένα χρόνο αργότερα, η 2η εθνοσυνέλευση (Άστρος, 1823) θεσπίζει την αλληλοδιδακτική μέθοδο και κάνει λόγο επίσημα για οργάνωση εκπαιδεύσεως, στο άρθρο 87 του συντάγματος. Τότε, βάσει των συνταγματικών διατάξεων, και η δημόσια εκπαίδευση τέθηκε υπό την προστασία του Βουλευτικού Σώματος και ιδρύθηκε, από 29/2/1824 (δάσκαλοι οι Ιω. Ειρηναίος και Δ. Σουρμελής), δημόσιο σχολείο ελληνικών και ιταλικών στην Αθήνα, όπου το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, από δημοσιεύματα του Τύπου (2/10/1824 – «Ελληνικά Χρονικά»), αναζητούνται από τη Φιλόμουσο Εταιρεία Αθηνών δάσκαλοι για να ιδρυθεί αλληλοδιδακτική σχολή. Ένα έτος, όμως, νωρίτερα, στις 5/7/1823, ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, με έγγραφο του Βουλευτικού, είχε διοριστεί Έφορος της Παιδείας.
Το 1824, όμως, μια 5μελής επιτροπή υπό τον Άνθιμο Γαζή πρότεινε την καθιέρωση 3 εκπαιδευτικών βαθμίδων (στοιχειώδης εκπαίδευση για ανάγνωση, γραφή, αριθμητική – Λύκεια, για διδασκαλία αρχαίων ελληνικών, λατινικών, γαλλικών, φιλοσοφίας, φυσικών επιστημών – πανεπιστήμια με Θεολογική, Φιλοσοφική, Ιατρική και Νομική Σχολή), αν και – κατά την επιτροπή – οι καιροί έκριναν ανέφικτη την ίδρυση και τη λειτουργία πανεπιστημίου. Ο από το 1824 έως το 1828 Έφορος της Παιδείας Γρηγόριος Κωνσταντάς εκπόνησε, το 1825, μια λεπτομερειακή αναφορά για την κατάσταση των σχολείων στην Ελλάδα. Να γραφεί και ότι ο Κωνσταντάς περί των χρεών, των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του ως Εφόρου της Παιδείας ελάμβανε υπόψη του το διάταγμα της 10 Φλεβάρη 1825, το οποίο έφερε την υπογραφή του υπουργού εσωτερικών, Παπαφλέσσα.
Το 1824 – ‘ 25, όμως, ιδρύθηκε το Κεντρικό Σχολείο του Άργους, στο οποίο εκπαιδεύτηκαν αλληλοδιδάσκαλοι, ενώ το 1826 λειτουργούσε στο Ναύπλιο το Σχολείο της Φιλανθρωπικής Εταιρείας. Ενώ το σύνταγμα του 1827 ψήφισε και θέση υπουργού παιδείας, το 1828 ιδρύθηκε το Ορφανοτροφείο της Αίγινας και εκτός των ορίων του τότε ελληνικού κράτους η Ζωσιμαία Σχολή των Ιωαννίνων.
Το επόμενο έτος, λειτούργησε η Γεωργική Σχολή στην Τίρυνθα και η Εθνοσυνέλευση του Άργους εξέδωσε ψήφισμα που αφορούσε την εκπαίδευση.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου