Τρίτη 31 Ιανουαρίου 2012

86. Ο Ελληνισμός διχασμένος στα 431 π.Χ.




Κοιτάζοντας το χάρτη της Ελλάδας λίγο πριν το 431 π.Χ., βλέπουμε ότι οι πιο πολλές πόλεις έχουν στραφεί στο μέρος των Λακεδαιμονίων, γιατί υπόσχονταν ότι θα απελευθερώσουν όλες τις ελληνικές πόλεις από την καταπιεστική Αθηναϊκή ηγεμονία. Έτσι,  στο πλευρό των Λακεδαιμονίων, που ναυπηγούσαν, για να μπορέσουν να τηρήσουν τις υποσχέσεις τους, στόλο 500 πλοίων, τάχτηκαν όλοι οι Πελοποννήσιοι πλην των Αργείων και των Αχαιών, οι οποίοι, όμως, αργότερα προσχώρησαν κι αυτοί στη Σπαρτιατική συμμαχία, οι Μεγαρείς, οι Φωκείς, οι Λοκροί, οι Βοιωτοί, οι Αμπρακιώτες, οι Λευκάδιοι και οι Ανακτόριοι.
Στο απέναντι «στρατόπεδο», συμμάχους για τους Αθηναίους μπορούμε να βρούμε, στο ξεκίνημα του πολέμου τουλάχιστον, τους Χιώτες, τους Λέσβιους, τους Πλαταιείς πατροπαράδοτα, αλλά και τους κατοικούντες την Ναύπακτο Μεσσήνιους. Επίσης, συστρατεύτηκαν με την Αθήνα κι οι περισσότεροι Ακαρνάνες, οι Κερκυραίοι, οι Ζακύνθιοι, οι Κάριοι, οι γείτονες των Καρίων Δωριείς, η Ιωνία, ο Ελλήσποντος, τα παράλια της Θράκης, και τα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά εκτός από τη Μήλο και τη Θήρα.
«Θουκυδίδης, ο Αθηναίος, έγραψε την ιστορίαν του πολέμου μεταξύ των Πελοποννησίων και των Αθηναίων. Την συγγραφήν αυτού ήρχισεν ευθύς εξ αρχής της εκρήξεώς του, διότι προείδεν ότι θ' απέβαινε μεγάλος και περισσότερον αξιομνημόνευτος από κάθε προηγούμενον πόλεμον, και εσυμπέραινε τούτο από το γεγονός ότι αμφότερα τα Κράτη κατήρχοντο εις αυτόν, ενώ ευρίσκοντο εις την ακμήν της παντός είδους στρατιωτικής δυνάμεώς των, και ότι έβλεπε τους λοιπούς Έλληνας είτε τασσόμενους αμέσως, είτε διανοουμένους τουλάχιστον να ταχθούν προς το εν ή το άλλο μέρος. Η κίνησις αυτή ετάραξε τωόντι βαθύτατα την Ελλάδα, και μέρος υπό τους βαρβάρους και σχεδόν τον κόσμον όλον» . Μ’ αυτά τα λόγια, ξεκινούσε την «Ιστορία» του ο Θουκυδίδης (σε μετάφραση του Ελευθερίου Βενιζέλου) και θέλησε να προϊδεάσει το διαχρονικό αναγνώστη του για ό,τι θα διάβαζε παρακάτω για τον Πελοποννησιακό πόλεμο! 

Δευτέρα 30 Ιανουαρίου 2012

85. Αργινούσες, νικητές & χαμένοι!





Το 406 π.Χ., ενώ συνεχιζόταν σε στεριά και θάλασσα ο πελοποννησιακός πόλεμος, στις Αργινούσες (μικρά νησιά στα μικρασιατικά παράλια ανατολικά της Μυτιλήνης) συγκρούστηκε ο Αθηναϊκός στόλος (επικεφαλής οι ναύαρχοι Αριστοκράτης, Διομέδων, Περικλής, Ερασινίδης, Πρωτόμαχος, Θράσυλλος, Λυσίας, Αριστογένης) με το Σπαρτιατικό του Καλλικρατίδα και του Θρασώνδα και τον νίκησε. 
Ο Θηραμένης, πρωταγωνιστής των μετά το 411 π.Χ. ετών στην Αθηναϊκή πολιτική,  συμμετείχε κι αυτός στη ναυμαχία ως τριηράρχης και διορίστηκε από τους επικεφαλής της επιχείρησης ως υπεύθυνος για τη διάσωση των αθηναϊκών πληρωμάτων από τη βύθιση των πλοίων.  Η τρικυμία, όμως, δεν τον άφησε να πετύχει στην αποστολή του, αλλά ούτε και στους Αθηναίους δημοκρατικών φρονημάτων ναυάρχους επέτρεψε να περισυλλέξουν τους ναυαγούς και τα πτώματα των νεκρών της ναυμαχίας. 
Όταν, λοιπόν, γύρισαν στην Αθήνα αντί να δεχτούν για τη νίκη συχαρίκια, εκλήθησαν να λογοδοτήσουν ( όλοι πλην του Πρωτομάχου και του Αριστογένη), οι πολιτικοί τους αντίπαλοι, κυρίως οι ολιγαρχικοί με το Θηραμένη, που φρόντισε να απαλείψει όσες ευθύνες του αναλογούσαν, πλάνεψαν το λαό, τους καταδίκασαν σε θάνατο και τους εκτέλεσαν με την κατηγορία της παράλειψης καθήκοντος! Να σημειωθεί, όμως, πως ο εκ των ναυάρχων Περικλής ήταν γιος του διάσημου συνονόματου πολιτικού ηγέτη της κλασικής Αθήνας και της πασίγνωστης εταίρας Ασπασίας. Ίσως στο πρόσωπό του τιμωρούσαν οι ολιγαρχικοί τον αλλοτινό Περικλή. 
Η ιστορία με τις Αργινούσες, που έχει φτάσει στις μέρες μας μέσα από το έργο του Ξενοφώντος, «Ελληνικά», δείχνει πώς, σε εμπόλεμη περίοδο, παραπλανηθείς ο λαός από τους δημαγωγούς είναι ικανός να μετατρέψει μια σημαντική νίκη στα πεδία των μαχών σε οδυνηρή ήττα στην πολιτική, εφόσον η ναυμαχία στις Αργινούσες, αν και μπορούσε να κλίνει τον πόλεμο υπέρ της Αθήνας, τελικά, ο απορφανισμός του στρατού από ικανούς στρατηγούς έφερε την πολιτικοστρατιωτική ήττα για τους Αθηναίους στις επιχειρήσεις του πολέμου έως το τέλος του (404 π.Χ.) .

Κυριακή 29 Ιανουαρίου 2012

84. Με τη βοήθεια του Αγ. Μηνά 

  
Το 1826, λίγο μετά την ηρωική έξοδο στο Μεσολόγγι, συνέβη στην Κρήτη ένα γεγονός, που ενθάρρυνε το χριστιανικό πληθυσμό της μεγαλονήσου στον αγώνα κατά των Τούρκων.
Οι Τούρκοι του Ηρακλείου σχεδίαζαν να προβούν σε σφαγή των Χριστιανών, και πάλι στον Μητροπολιτικό Ναό του Αγίου Μηνά, στις 18 Απριλίου, ημέρα του Πάσχα, την ώρα της Αναστάσιμης Θείας Λειτουργίας για να πιάσουν τους Χριστιανούς απροετοίμαστους. Για αντιπερισπασμό έβαλαν φωτιά σε διάφορα  απομακρυσμένα σημεία της πόλης, ενώ οπλισμένα στίφη είχαν συγκεντρωθεί έξω από το ναό, περιμένοντας την ώρα της αναγνώσεως του Ευαγγελίου για να εισβάλουν και να αρχίσουν την σφαγή. Μόλις όμως άρχισε η ανάγνωση εμφανίσθηκε ένας ασπρομάλλης ηλικιωμένος ιππέας που έτρεχε γύρω από το ναό κραδαίνοντας το ξίφος του και κυνηγώντας τους επίδοξους σφαγείς οι οποίοι τράπηκαν πανικόβλητοι σε φυγή. Έτσι σώθηκαν οι πολύπαθοι Χριστιανοί του Ηρακλείου από τον φοβερό κίνδυνο. 

Οι Τούρκοι νόμισαν ότι ο καβαλάρης ήταν μουσουλμάνος πρόκριτος απεσταλμένος από τον Διοικητή της πόλης για να ματαιώσει την σφαγή. Όταν διαμαρτυρήθηκαν στον Διοικητή, αυτός τους διαβεβαίωσε ότι δεν γνώριζε τίποτε και μάλιστα διαπιστώθηκε ότι ο συγκεκριμένος πρόκριτος δεν είχε βγει καθόλου από το σπίτι του.  Κατάλαβαν τότε οι Τούρκοι ότι επρόκειτο για θαύμα του Αγίου Μηνά, κοινοποίησαν το γεγονός στους Έλληνες και από τότε οι Μουσουλμάνοι ευλαβούντο πολύ τον Άγιο, προσφέροντας μάλιστα και δώρα στο ναό του.
Το θαύμα αυτό του  Αγίου Μηνά καθιερώθηκε να τιμάται στο Ηράκλειο την Τρίτη της Διακαινησίμου, οπότε και εκτίθεται σε προσκύνηση, κατά τον εσπερινό, λείψανο του Αγίου.
Πηγή για το παρόν λήμμα εστάθη η ιστοσελίδα του Ορθόδοξου Συναξαριστή, http://www.saint.gr/2978/saint.aspx

Σάββατο 28 Ιανουαρίου 2012

83.  Κ. Παρθένης & ελληνική ζωγραφική 


Λίγες ημέρες  πριν εκπνεύσει ο Ιούλιος του 1967, αφήνει την τελευταία του πνοή σε ηλικία 88 ετών ο μεγάλος ζωγράφος Κων/νος Παρθένης. Είχε γεννηθεί το 1878 στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου. Ασχολήθηκε από την ηλικία των 14 ετών με τη ζωγραφική και παρακολούθησε μαθήματα σε όλες τις ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις- κοιτίδες καλλιτεχνικών ρευμάτων.
Από το 1930 έως το 1948 διετέλεσε καθηγητής της Ανωτάτης Σχολής Καλών Τεχνών και σφραγίζει κατά τον ιδανικότερο τρόπο με ακτινοβολία σαφώς προς τη σύγχρονη με εμάς ζωγραφική τις τεχνοτροπίες που εμφανίζονται και στον Ελλαδικό χώρο κατά το Μεσοπόλεμο και αργότερα.
Η τέχνη του Παρθένη εμπεριέχει τη ζωγραφική του ελληνικού παρελθόντος, οικειώνεται τις σύγχρονες ευρωπαϊκές καλλιτεχνικές τάσεις και δείχνει ακριβώς το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει η ελληνική τέχνη. Αποδέχεται ολόκληρη την ευρωπαϊκή κληρονομιά, αλλά συγχρόνως αναζητεί ερεθίσματα στην ελληνική παράδοση, την οποία αναδημιουργεί.
Ο Κ. Παρθένης είναι από τους σημαντικότερους εισηγητές του Ιμπρεσιονισμού στην Ελλάδα, αλλά στο έργο του επικρατούν στοιχεία όπως μια αντιρεαλιστική τάση και ένας πολύπλοκος Συμβολισμός, που όμως επουδενί δεν μειώνουν την πνευματικότητα της προσωπικότητάς του από την οποία κατευθύνονται για να γίνουν το αντικείμενο της τέχνης του. Στο έργο του τα αιτήματα των ευρωπαϊκών τάσεων (Ιμπρεσιονισμός, Κυβισμός, ιδεαλιστικές  ροπές κ.α.) αλλά και οι άμεσες φυσικές εντυπώσεις διυλίζονται από μια ισχυρότατη προσωπική αίσθηση που συγκρατεί κι εκμεταλλεύεται μόνο ό,τι συναρμόζεται με το όραμα του καλλιτέχνη.
Η γραμμή του παραπέμπει στην αρχαιοελληνική αγγειογραφία, τα πρόσωπα των έργων του θυμίζουν βυζαντινή τεχνική και στις συνθέσεις του συναντάς χρώμα λιτό και διάφανο.
82. Από την Αλεξάνδρεια ...


Ο Κ. Π. Καβάφης υπήρξε μια από τις σπουδαιότερες μορφές της νεοελληνικής λογοτεχνίας, και ιδιαίτερα της ποίησης. Χρόνος δράσης τα τέλη του 19ου αιώνα και το πρώτο μισό του 20ου, ενώ τόπος όχι η μητροπολιτική Ελλάδα, αλλά η φημισμένη παροικία του ελληνισμού και κοιτίδα ενός λαμπρού ελληνοχριστιανικού πνευματικού πολιτισμού, η Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου.
Ο Κων/νος Π. Καβάφης γεννιέται από εύπορη οικογένεια στις 29.4/1863 στην Αλεξάνδρεια αλλά, αφού εργάστηκε για βιοποριστικούς λόγους επί σειρά ετών στο Γραφείο Αρδεύσεων ως υπάλληλος, στις  -τι σύμπτωση!- 29 Απριλίου 1933 αφήνει τη στερνή του πνοή στην ίδια πόλη.
Ο Γρηγόριος Ξενόπουλος, μαγεμένος από την ποίηση του Καβάφη, δημοσιεύει στο περιοδικό «Παναθήναια» και μάλιστα στις 30/11/1903 το πρώτο άρθρο που εγράφη ποτέ για τον Αλεξανδρινό ποιητή.
Ο Καβάφης δεν ακολουθεί την παραδοσιακή τεχνοτροπία. Ελάχιστα ποιήματά του είναι γραμμένα σε ομοιοκατάληκτο, τα περισσότερα είναι σε ελεύθερο στίχο. Τα ιστορικά ποιήματά του μαρτυρούν ότι έχει πολλά και ποικίλα ερεθίσματα από την Ιστορία της Ελλάδας και τους αφανείς και φανερούς πρωταγωνιστές της, αξιοπρόσεχτα, εντούτοις,  θεωρούνται και τα αισθησιακά ή ηδονικά αλλά και τα στοχαστικά ή φιλοσοφικά του ποιήματα, ενώ δεν λείπει από πολλά Καβαφικά ποιήματα και η αιχμηρή αλληγορία και η ειρωνεία.
Από τα μετά θάνατον εκδοθέντα γνήσια, ανέκδοτα, αποκηρυγμένα ποιήματα του Κ.Π. Καβάφη ξεχωρίζουμε: «Ιθάκη», «Περιμένοντας τους βαρβάρους», «Απολείπειν ο θεός Αντώνιον», «Θερμοπύλες», «Το πρώτο σκαλί», «Η πόλις», «Τείχη», «Κεριά», «Μύρης, Αλεξάνδρεια του 340 μ.Χ.», «Νέοι της Σιδώνος (400 μ.Χ)».
Για τη ζωή και το λογοτεχνικό έργο του Κ.Π. Καβάφη μπορούμε να αναζητήσουμε χρήσιμες πληροφορίες στις Ιστορίες της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας των: Κ. Θ. Δημαρά, Μ. Βίττι, Λ. Πολίτη, Γ. Κορδάτου κ.α..

Παρασκευή 27 Ιανουαρίου 2012

81. Ελέγχοντας την αντικειμενικότητα των πηγών

Τη βραχύβια  απόπειρα του 411 π.Χ. για πολιτειακές και κοινωνικές αλλαγές στην Αθήνα και τη δράση των πρωταγωνιστών της σχολιάζουν και περιγράφουν ιστοριογραφικά και ρητορικά κείμενα των σύγχρονων ή των κατοπινών τους χρόνων. Χρήσιμα, όμως, είναι και τα «έμμεσα» σχόλια των διαφόρων κωμωδιογράφων για τα κοινωνικά και πολιτικά ήθη της σύγχρονής τους Αθήνας (τέλη του 5ου  και αρχές του 4ου  αι. π.Χ.).
Ας επιχειρήσουμε μια κριτική αξιολόγηση των πηγών που έχουμε στη διάθεσή μας και με τις οποίες γνωρίζουμε τι ακριβώς έγινε τότε. Θα μας βοηθήσει περισσότερο να προσλάβουμε και να κατανοήσουμε και πολλά απ’  όσα έγιναν και γιατί δεν έγιναν κάποια άλλα.
Ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης (φωτό) είναι ο ίδιος Ολιγαρχικών φρονημάτων. Στα έργα του, εμφανίζεται «πολέμιος» των Δημοκρατικών δημαγωγών και ειρηνόφιλος φιλόπατρις. Έτσι, σε πολλούς στίχους του, είναι ευδιάκριτο το ότι δεν στρέφεται κατά του λαού, αλλά εναντίον της Δημοκρατίας, η οποία, στην αύξουσα πορεία της, ήταν, μεταβαλλόμενη σε αλαζόνα ιμπεριαλίστρια, διαρκώς σε πόλεμο και, στην φθίνουσα, υποθάλπει λαοπλάνους. Κατόπιν τούτου, είναι απολύτως φυσιολογικό το ότι δεν έχουμε στα χέρια μας κάποια κωμωδία του να στηλιτεύει ή να εμπαίζει την Ολιγαρχική παράταξη, μολονότι οι επικεφαλής και τα μέλη της είχαν δώσει πολλά δείγματα, μετά το 421 π.Χ., δείγματα «αντικοινωνικής» δράσης. Επομένως, για τις «πληροφορίες», που μας παρέχει ο Αριστοφάνης για τους σύγχρονούς του πολιτικούς, πρέπει να είμαστε πάντοτε επιφυλακτικοί και να γυρεύουμε στοιχεία που θα μαρτυρούν εάν οι κωμωδίες του απεικονίζουν την πραγματικότητα όπως ήταν ή εάν αντανακλούν την προσωπική αντιπάθειά του στην αναγνώριση και αποδοχή τους από τους Αθηναίους και προβάλλουν μιαν εικονική πραγματικότητα. 
Ο Λυσίας, συγγραφέας δικανικών λόγων κατά παραγγελία, είναι εμφορούμενος από Δημοκρατικές ιδέες, καθώς ο πατέρας του ήταν πολιτικός φίλος του Περικλή. Είναι απολύτως δικαιολογημένος να στρέφεται κατά των Ολιγαρχικών και δεν αφήνει ευκαιρία ανεκμετάλλευτη να μην το πράξει: Η Ολιγαρχική παράταξη, στη δεύτερη απόπειρά της να καταλύσει το Δημοκρατικό πολίτευμα και τους θεσμούς του, στην περίοδο δηλαδή των Τριάντα Τυράννων με το πέρας του Πελοποννησιακού πολέμου, σκότωσε χωρίς δίκη έναν αδελφό του και δήμευσαν το οικογενειακό βιος τους. Έτσι, τα προσωπικά συναισθήματα του Λυσία επηρεάζουν όχι λιγότερο από το ήθος και τη ζωή του εκάστοτε «πελάτη» του το περιεχόμενο των ρητορικών του λόγων που αναφέρονται, άμεσα ή έμμεσα, στην περίοδο των 400.
Ο Πλάτων, ο φιλόσοφος μαθητής του επίσης φιλοσόφου Σωκράτη, στα έργα του στρέφεται κατά όλων ανεξαιρέτως των πολιτικών, γιατί πίστευε ότι η Αθήνα έπασχε από λαοπλάνους και καιροσκόπους και τυχάρπαστους πολιτικάντηδες. Κατηγορούσε τους πολιτικούς της εποχής, γιατί ενώ έπρεπε να νοιαστούν για την κοινωνική δικαιοσύνη, εκείνοι στράφηκαν προς έργα που βελτιώνουν το υλικό μέρος της ζωής και αύξησαν την οικονομική και στρατιωτική δύναμη της Αθήνας. Στο «Γοργία» ο Πλάτων τάσσεται εναντίον του Περικλή, στον «Αλκιβιάδη» εναντίον του Αλκιβιάδη κ.α., ενώ στην 7η επιστολή του στρέφεται ανοιχτά και κατά της Ολιγαρχικής παράταξης, από την οποία προήλθαν οι Τριάντα Τύραννοι, που «ο βίος και η πολιτεία» τους έκαναν τον Πλάτωνα να υποστηρίξει ότι αν και παραπαίον μετά τον Περικλή το Αθηναϊκό Δημοκρατικό πολίτευμα ήταν καλύτερο.
Σ’ ό,τι αφορά τον Ισοκράτη, γράφει ο A. Lesky (βλ. «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας», σελ. 810), πως «το επιθυμητό πολίτευμα είναι γι’ αυτόν η μετριοπαθής Ολιγαρχία, και μια πολιτική όπως την ήθελαν άνθρωποι σαν τον Κίμωνα, το Θουκυδίδη τον γιο του Μελησία, ή τον Θηραμένη». Αυτή του η ιδεολογία, μπορούμε να δεχτούμε, επηρεάζει, αναμφίβολα, και τον τρόπο που σκέφτεται για το πολιτικό παρόν και μέλλον της Αθήνας και του ίδιου και που κρίνει το παρελθόν τους και όσους πρωταγωνίστησαν σ’ αυτό, Περικλή π.χ. ή δημαγωγούς.
Ερχόμαστε τώρα στους σύγχρονους των γεγονότων ιστοριογράφους Θουκυδίδη και Ξενοφώντα. Είναι και οι δύο Αθηναίοι. Δεν μεροληπτούν υπέρ της πατρίδας τους στην εξιστόρηση των γεγονότων ή στην απόδοση των αιτιών για διάφορα γεγονότα στα χρόνια του πολέμου. Ο μεν Θουκυδίδης είναι πικραμένος από την πατρίδα του γιατί, αφού απέτυχε ως στρατηγός στην Αμφίπολη (424 π.Χ.), αναγκάστηκε από τους δημαγωγούς να αυτοεξοριστεί στη Σκαπτή Ύλη της Θράκης. Οι Ολιγαρχικοί, όμως, ομοϊδεάτες του δεν τον υποστήριξαν τότε. Έτσι, αναπόφευκτα, τηρεί ως προς την περιγραφή όσων έγιναν την αντικειμενικότητα στο μέτρο του ανθρωπίνως δυνατού η οποία τον καταξίωσε στο διάβα των αιώνων, αλλά δεν κρύβει, όμως, και τη συμπάθεια προς δύο συμπατριώτες του πρωταγωνιστές των χρόνων που καλύπτει η «Ιστορία» του, του Δημοκρατικού ενεργού πολιτικού Περικλή, γιατί χωρίς αυτόν δε θα μεγαλουργούσε η Αθήνα, και του Ολιγαρχικού θεωρητικού της πολιτικής Αντιφώντα, επειδή υπήρξε και ο δάσκαλός του και, ίσως, και αυτός που συντέλεσε σημαντικά στην (πρόσκαιρη) άνοδο των Ολιγαρχικών στην εξουσία το 411 π.Χ.. Πάντως, πρέπει να σημειωθεί ότι δεν ξέρουμε ποια στάση θα κρατούσαν οι 400, μια Ολιγαρχικών φρονημάτων Αρχή, απέναντι στο Θουκυδίδη, τον, αν και επίσης Ολιγαρχικό, εγκωμιαστή του πιο φημισμένου Δημοκρατικού ηγέτη Περικλή, εάν μακροημέρευαν στην εξουσία. Ο δε Ξενοφών επηρεάζεται από τη Λακωνοφιλία του, που του στοίχισε και την «εξορία» από την Αθήνα, αλλά δεν φτάνει σε λανθασμένες και σε βάρος της πατρίδας του ή υπέρ των Σπαρτιατών κρίσεις. Καταλήγοντας, λοιπόν, ας αφήσουμε, όμως, τον A. Lesky (βλ. «Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας», σελ. 853) να μας παρουσιάσει μια σημαντική διαφορά της «Ιστορίας» του Θουκυδίδη από τα «Ελληνικά» του Ξενοφώντα: «Εκεί όπου ο Ξενοφώντας απλώνει σειρές από αίτια, παρ’ όλ’ αυτά, απέναντι στην αιτιολογία του Θουκυδίδη, μένει πάντα στην επιφάνεια των πραγμάτων».
Και θα κλείσουμε με τον Πλούταρχο από τη Χαιρώνεια (46 έως 50 – 120 έως 127 μ.Χ.) και το Διόδωρο το Σικελιώτη (πριν το 90 π.Χ. – γύρω στο 30 π.Χ.). Πρόκειται για δύο ιστοριογράφους της όψιμης ελληνικής αρχαιότητας, οι οποίοι βασίστηκαν σε παλαιότερες αυτών πηγές και παραδόσεις και, καθώς απέχουν περί τους 4 – 5 αιώνες απ’ όσα ιστορούν, δεν μπορούν να επαληθέψουν ιδίοις όμμασι όσα τους παραδόθηκαν αφενός και να μείνουν ανεπηρέαστοι αφετέρου από τον τρόπο γραφής και προβολής των γεγονότων, τον οποίο βρήκαν σ’ όσους πριν απ’ αυτούς είχαν γράψει την ιστορία του Πελοποννησιακού πολέμου.

Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

80. Η προπολεμική ελληνική οικονομία




Όταν ξεκινούσα το κεφάλαιο της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 σε μια σειρά ιστορικών δοκιμίων την οποία κατοπινά δημοσίεψα σε Πάτρα και Κρήτη, έκρινα σκόπιμο να προτάξω όσους επί κυβερνήσεων Ιω. Μεταξά (φωτογραφία) είχαν την πολιτική ευθύνη για τη χάραξη της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής: Παναγιώτης Δεκάζος (χρηματίζει υπουργός Εθνικής Οικονομίας, 13/04 – 05/08/1936), Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος (άλλοτε υπουργός Εσωτερικών του Ε. Βενιζέλου/ ως υπουργός  Εθνικής Οικονομίας, 05 – 31 Αυγούστου 1936 και ως υπουργός Οικονομικών, 05 Αυγούστου 1936 έως 22 Γενάρη 1937), Ανδρέας Χατζηκυριάκος (υπουργός Εθνικής Οικονομίας, από 31 Αυγούστου 1936 έως 24 Ιουλίου 1937), Ιωάννης Αρβανίτης (υπουργός Εθνικής Οικονομίας, 24/07/1937 – 29/01/1941), Περικλής Ρεδιάδης (22 Γενάρη 1937 έως 9 Φλεβάρη 1938, ως υπουργός Οικονομικών) και Ανδρέας Αποστολίδης (στέλεχος της μεταπολεμικής Δεξιάς, κοντά στον Κ. Καραμανλή/ διατελεί υπουργός Οικονομικών από 10/02/1938 μέχρι τις 29/01/1941)[1].

H οργάνωση ενός «κράτους με βάσι αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό», κατά την έκφραση του «πρώτου εργάτη» Ιωάννη Μεταξά, αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας μίμησης[2] των αυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων της Ιταλίας και της Γερμανίας, σε συνδυασμό πάντα με το ιδεολόγημα του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», την ανάπτυξη της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας και το διάχυτο αντικοινοβουλευτικό και αντικομουνιστικό λόγο.
Ό,τι, όμως, εξετάζοντας πιο ενδελεχώς την οικονομική ζωή επί Μεταξά, χρήζει, κατά τη γνώμη μας, ξεχωριστής επισήμανσης είναι και ότι, βάσει επισήμων στοιχείων[3], 630 χιλιάδες οικογένειες στην Ελλάδα έχουν, το 1938, εισόδημα λιγότερο από 20.000 δραχμές της εποχής εκείνης. Από 20.001 δραχμές έως 1.000.000 είναι τα έσοδα για 1.010.892 ελληνικές οικογένειες και, τέλος, οι πρόσοδοι 900 μόλις οικογενειών στην Ελλάδα, τον ίδιο χρόνο (1938), ξεπερνούν τις 1.000.000 δραχμές.
Τα στοιχεία που έχουμε για την πορεία του κεντρικού τραπεζικού ιδρύματος της χώρας, της Τράπεζας της Ελλάδας, κατά την περίοδο 1936 – 1940, σχετίζονται άρρηκτα με τις διεθνείς, κυρίως, πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Έτσι[4], στις 26 Σεπτεμβρίου του 1936, δύο μήνες σχεδόν μετά την κήρυξη της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά, έχουμε την ελληνική δραχμή να συνδέεται με τη «ζώνη επιρροής της στερλίνας» και της Αγγλίας, καθώς υποτιμάται το γαλλικό φράγκο και καταρρέει το Gold Bloc.
Δύο χρόνια αργότερα (4/4/1938), εγκαινιάζεται το νέο κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος επί της οδού Πανεπιστημίου, καθώς, έως τότε, οι υπηρεσίες της και τα θησαυροφυλάκιά της «φιλοξενούνταν» σε κτίρια της Εθνικής και της Κτηματικής Τράπεζας. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έκαμε τον αγιασμό. Παραβρίσκονταν ο ίδιος ο «Πρωθυπουργός», Ιωάννης Μεταξάς, η ηγεσία της οικονομικής και πνευματικής ζωής του έθνους, οι Σύμβουλοι του Ιδρύματος. Την ίδια ημέρα, το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος συνεδριάζει με την ακόλουθη σύνθεση[5]:  Εμμανουήλ Τσουδερός (Διοικητής), Κ. Βαρβαρέσος και Γ. Μαντζαβίνος (Υποδιοικητές), Δ. Νομικός (Γενικός Γραμματέας), Π. Εξαρχάκης (Κυβερνητικός Επίτροπος), Ν. Καρέλλας, Ε. Λαμπρινούδης, Μ. Πουρής, Γ. Στρέιτ, Μ. Νεγρεπόντης, Π. Δεκάζος και Κ. Κοσμετάτος (Σύμβουλοι). Το 1939,  παύεται ο Εμμ. Τσουδερός και Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζεται ο Ιωάννης Δροσόπουλος και μετά το θάνατό του, ο Κυριάκος Βαρβαρέσος.
Νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1937, είχε ιδρυθεί μια νέα Τράπεζα με κεφάλαια του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και με πρώτη επωνυμία: «Τράπεζα Μετοχικού Ταμείου Στρατού ΑΕ».
Τα πρώτα Μεταξικά χρόνια, 1936 – 1938, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, ήταν τα καλύτερα για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Το 1936, πουλήθηκαν οι περισσότεροι κουμπαράδες (24.736), ενώ το 1937, εγγράφησαν στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο οι περισσότεροι νέοι καταθέτες (86.282). Το 1938, είχαμε το μεγαλύτερο ποσό καταθέσεων (σχεδόν 2,6 δισ. δρχ.). Δυστυχώς, όμως, από το 1939, ο επερχόμενος πόλεμος άλλαξε την αποταμιευτική συμπεριφορά, κάτι που επέφερε και μείωση των προαναφερθέντων μεγεθών.
Στενότατα, ανέκαθεν, συνδεδεμένες η Πολιτική – Διπλωματία και η Οικονομία παίζουν καθοριστικό ρόλο στην Ιστορία ενός τόπου. Έτσι, «από το 1936 και ως το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, οι αγγλοελληνικές σχέσεις περνούν από διάφορα στάδια σύσφιξης που ολοένα και κλιμακώνονταν. Τα προσωπικά πολιτικά ελατήρια της ελληνικής ηγεσίας συνυφαίνονταν με ορθολογικά κριτήρια αποτίμησης της κρισιμότητας της διεθνούς συγκυρίας (κατάληψη Αιθιοπίας από την Ιταλία κ.α.). O Μεταξάς υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πολιτική της ουδετερότητας και βαθμιαία εντάχθηκε στο αγγλογαλλικό δίκτυο, με αποτέλεσμα την οριστική ρήξη στις σχέσεις Αθήνας – Ρώμης» [6].
Κι αφού ομιλούμε για την οικονομική πολιτική των χρόνων του Μεταξά, ας ιδούμε ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο. Η Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων ιδρύθηκε με διάταγμα τον Ιούλιο του 1929 με την αρχική ονομασία «Υπηρεσία του Λαχείου». Με τον Α. Ν. 339/1936 μετονομάσθηκε σε «Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων», ανήκει οργανικά στο Υπουργείο Οικονομικών και υπάγεται στην αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Υπουργού των Οικονομικών.
Το Εθνικό, λοιπόν,  Λαχείο ήρθε να προστεθεί στα προϋπάρχοντα λαχεία και θα συσταθεί τον Απρίλιο του 1937, με απόφαση της τότε Διοικούσας Επιτροπής Κρατικών Λαχείων , σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 339/1936. Το Εθνικό Λαχείο είναι Λαχείο διαδοχικών κληρώσεων και κυκλοφορεί σε εκδόσεις , που αποτελούνται από ορισμένες κληρώσεις η κάθε μια.
Το 1939, εξάλλου, χτίστηκε και η Δημοτική Αγορά Ξάνθης, σκεπαστή, άψογη αισθητικά στην εξωτερική της όψη.  Ανακαινίστηκε δε, επί δημάρχου Φίλιππου Αμοιρίδη, το 1997.
Το Σεπτέμβρη του ’39, λοιπόν, με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία (Ντάντσιχ) και την κήρυξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου, επικρατεί τραπεζικός πανικός στην Ελλάδα, ενώ στις 26 Ιανουαρίου του επόμενου έτους προσυπογράφεται, στην Αθήνα, εμπορική συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία, φως φανερό, προκαθορίζει και την πολιτική της χώρας μας σε ενδεχόμενη επίθεση της Ιταλίας ή της Γερμανίας.
Στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, αυξάνεται σε 1 δισεκατομμύριο δραχμές το ανώτατο όριο προκαταβολών της Τράπεζας προς την κυβέρνηση. Δύο ημέρες μετά (11/10/1940), θεσπίζεται η ίδρυση ενώσεων εξαγωγέων και στις 28 του ίδιου μήνα, με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, επιβάλλεται «μορατόριουμ» στις τραπεζικές συναλλαγές, αρχίζουν διαπραγματεύσεις με τη βρετανική κυβέρνηση για οικονομική βοήθεια λόγω των πολεμικών δαπανών και παραχωρούνται πιστώσεις, που θα χρησιμεύσουν ως «κάλυμμα» για την έκδοση νέου χρήματος.
«[…]Ο προϋπολογισμός του 1939–40, γράφει ο  Θ. Βερέμης, αποδείχθηκε ανεπαρκής λίγους μήνες μετά την κατάρτισή του. Οι πρόσθετες δαπάνες, ύψους περίπου 1,5 δισ. δρχ., αφορούσαν κυρίως την πολεμική προετοιμασία της χώρας και εκπροσωπούσαν το 10% του αρχικού προϋπολογισμού. Το πρόσθετο αυτό ποσό αντιμετωπίστηκε με νέους φόρους, εσωτερικό δανεισμό και πάταξη της φοροδιαφυγής. Από τον Ιούλιο του 1939 ως τον Οκτώβριο του 1940 η κυκλοφορία τραπεζογραμματίων (χρήματος) αυξήθηκε από 7.900 εκατ. δραχμές σε 11.600 εκατ. δρχ., το κόστος ζωής αυξήθηκε κατά 12% και ο δείκτης χονδρικής πώλησης κατά 20%[…]»[7].
Στα δημοσιευμένα κείμενα της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, και ιδιαίτερα στους λόγους του Ιωάννη Μεταξά, μπορούν, όπως επισημαίνουν οι Ιστορικοί του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, «να ανιχνευτούν βασικά στοιχεία της οικονομικής αντίληψης του καθεστώτος. Το θεμελιακό ενοποιητικό στοιχείο στην προβληματική αυτή υπήρξε το αίτημα της κρατικά διευθυνόμενης οικονομίας. Επηρεασμένος από το πρότυπο της «συντεχνιακής θεωρίας» (κορπορατισμό), από τη γειτονική Ιταλία, ο Μεταξάς εισήγαγε λαϊκίστικες πρακτικές και μέτρα, ενώ παράλληλα συνέχισε να εγγυάται το ρόλο του – ισχυρού  στην Ελλάδα – εμπορικού  κεφαλαίου. Οι θέσεις πάντως της δικτατορίας χαρακτηρίζονταν από αποσπασματικότητα και ρεαλισμό. Εκτός από τη ρητή καταδίκη καπιταλισμού και κομουνισμού, την πίστη σε μια σταθερή πολιτική, και την απόλυτη προτεραιότητα του ρόλου της κρατικής βούλησης έναντι των ατομικού οφέλους, δεν συγκροτήθηκε καμία ολοκληρωμένη θεωρία στην πενταετία της διακυβέρνησής της»[8].
Συνοψίζοντας, ας συμφωνήσουμε με τα αρχεία του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, ότι το καθεστώς Μεταξά αξιοποίησε τις εξουσίες του «για να πετύχει τα τρία πρώτα χρόνια σημαντική αύξηση στο εθνικό εισόδημα καθώς και μείωση της ανεργίας. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικό τμήμα του εθνικού εισοδήματος διατέθηκε σε εξοπλιστικούς σκοπούς, προετοιμάζοντας αμυντικά τη χώρα στη διαφαινόμενη φασιστική απειλή»[9].
Σχετικά με την ανεργία στην Ελλάδα κατά τον ύστερο Μεσοπόλεμο, από το 1930 και πέρα οι δημοσιοποιημένες στατιστικές για τους άνεργους στην Ελλάδα είναι «εύγλωττες» και αξιοπρόσεχτες: 1930 155.000 άνεργοι, 1931 218.000, 1932 237.000, 1933 156.000, 1934 162.000 και 1935 150.000 άνεργοι[10].
 Αξίζει, όμως, να γραφεί καταλήγοντας ότι στις 9 Σεπτέμβρη 1939, γίνονται κυβερνητικές συστάσεις προς τον ελληνικό λαό για κατανάλωση του ψωμιού με φειδώ, αποφυγή κάθε σπατάλης και εντατικότερη καλλιέργεια της γης.


[1] Βλ. Γρ. Τζοβάρας, «Τα υπουργεία μας», εκδόσεις Ποντίκι.
[2] http://www.fhw.gr/projects/interwar_economy/gr/krisi_diktatoria/index53.html
[3] Κωνσταντίνου Τσουκαλά, «Η ελληνική τραγωδία» (Αθήνα, Εκδόσεις Ολκός, 1969, σελ. 25 – 39 και 171).
[4] Για την ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδας, βλ. www.bankofgreece.gr/bank/Events–75.htm.
[5] Δες Ηλία Βενέζη, «Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος», Αθήναι, 1955.
[6] http://www.ime.gr/chronos/14/gr/1923_1940/foreign_policy/people/05.html
[7] «Η ελληνική οικονομία στον πόλεμο»,  Θ. Βερέμης, στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2000 – Αρ. Φύλλου 13096
[8] http://www.ime.gr/chronos/14/gr/1923_1940/economy/language/02.html
[9] http://www.ime.gr/chronos/14/gr/1923_1940/economy/facts/10.html
[10] Άλκης Ρήγος, «Η Β’ Ελληνική δημοκρατία 1924 – 1935», 2η έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα, 1992, σελ. 79.
79. Δημόφαντος και Δημοκρατία


Λίγο μετά από την ανατροπή του Ολιγαρχικού πραξικοπήματος των 400 του 411 π.Χ., ένας Αθηναίος πολίτης, ο Δημόφαντος, που ήταν μέλος της ομάδας των «Συγγραφέων», όσων δηλαδή με την αποκατάσταση της Δημοκρατίας ανέλαβαν να αναθεωρήσουν την Αθηναϊκή νομοθεσία, προτείνει, για προστασία της Δημοκρατίας από νέες «περιπέτειες» τυραννόφιλων ή Ολιγαρχικών, το ακόλουθο ψήφισμα στην Εκκλησία του Δήμου (410/9 π.Χ.), το οποίο μας έχει διασωθεί χάρη στον Ανδοκίδη (βλ. λόγος «Περί των Μυστηρίων», 96 – 98): «Η Βουλή και ο λαός αποφάσισαν. Η Αιαντίδα φυλή είχε την πρυτανεία. Ο Κλεογένης ήταν γραμματέας· ο Βοηθός ήταν πρόεδρος της Εκκλησίας του Δήμου. Αυτά ο Δημόφαντος τα συνέταξε. Εάν κάποιος καταλύει τη Δημοκρατία στην Αθήνα, ή ασκεί κάποια εξουσία, ενώ η Δημοκρατία έχει καταλυθεί, να είναι εχθρός των Αθηναίων και να θανατώνεται χωρίς να τιμωρείται ο φονιάς του και η περιουσία του να δημεύεται και να αφιερωθεί στη Θεά το ένα δέκατο. Και ας ορκιστούν όλοι οι Αθηναίοι ανεξαιρέτως, κατά φυλές και κατά δήμους, με θυσίες που τελούνται με όλες τις καθιερωμένες τελετές, ότι θα φονεύσουν εκείνον που θα κάνει αυτά.  Κι ο όρκος να είναι αυτός: θα θανατώσω και με το λόγο μου και με το έργο μου και με την ψήφο μου και με το χέρι μου, αν μπορώ, όποιον καταλύσει τη Δημοκρατία στην Αθήνα».
Για την Ιστορία, τέλος, να σημειωθεί μονάχα ότι η αναθεώρηση των Αθηναϊκών νόμων, που πολλοί τους είχαν νοθευτεί πολύ προς ίδιον όφελος από τους 400 του 411 π.Χ., δεν προχώρησε τότε, αλλά μόνον ύστερα από το 403 π.Χ., όταν η πρώτη Βουλή των 500 της Δημοκρατίας του Θρασύβουλου συγκρότησε νέα επιτροπή για το σκοπό αυτό!

Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

78. Η τελευταία προπολεμική απογραφή






H τελευταία προπολεμική απογραφή στην Ελλάδα θα διεξαχθεί δώδεκα μόλις ημέρες πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 16 Οκτωβρίου 1940. Ωστόσο, δεν αξιοποιήθηκε όσο θα έπρεπε, αφού η έκρηξη του πολέμου και η Ιταλογερμανική Κατοχή, που έπεται, δεν επέτρεψαν τη λεπτομερή επεξεργασία και επωφελή μελέτη και χρήση των αποτελεσμάτων.
Πρώτ’ απ’ όλα, φυσικά, ας ιδούμε, σύμφωνα μ’ αυτήν την τελευταία προπολεμική απογραφή, την έκταση και τον πληθυσμό[1] του ανεξάρτητου ελεύθερου ελληνικού κράτους, πλην των ιταλοκρατούμενων ακόμη Δωδεκανήσων. Η έκτασή του ήταν 129.880 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός προσέγγιζε τα 7,4 εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή είχαμε περίπου 56,8 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Να σημειωθεί, όμως, πως ο δήμος Αθηναίων, της πρωτεύουσας, δηλαδή, του κράτους, κατά το 1940, αριθμούσε περίπου 481.000 κατοίκους (το 1/165 περίπου του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας), ενώ ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, τον ίδιο χρόνο, έφτανε τους 191.847 κατοίκους.
Μια δεκαετία, όμως, νωρίτερα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ο πληθυσμός των πρωτευουσών των βαλκανικών χωρών[2]. Συγκεκριμένα, το 1930,  η Αθήνα (Ελλάς) έχει 850.000 κατοίκους, το Βουκουρέστι (Ρουμανία) 631.000, το Βελιγράδι (Γιουγκοσλαβία) 242.000 και η Σόφια (Βουλγαρία) 213.000 κατοίκους.
Για να ξαναγυρίσουμε, λοιπόν, στην Ελλάδα του Οκτωβρίου του 1940, από το συνολικό πληθυσμό της, το 22.9% κατοικούσε σε αστικά κέντρα, το 15.2 σε ημιαστικές περιοχές και το 61.9%, βάσει των στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας, ζούσε σε αγροτικά κέντρα.
Σειρά ενδιαφερόντων για οικονομολόγους, κοινωνιολόγους και όσους ασχολούνται με την αστική ανάπτυξη και την αστυφιλία στοιχείων προκύπτει εάν ιδούμε, με ξεχωριστή προσοχή, σ’ ό,τι αφορά τον πληθυσμό των εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης δήμων, ποιοι είχαν περισσότερους από 10.000 κατοίκους κατά την απογραφή του 1940 απ’ ολόκληρη την Ελλάδα πλην Δωδεκανήσων. Έτσι, ενώ ο Πειραιάς φτάνει στις 202.000 κατοίκων, μεγαλύτερος δήμος εκτός Αττικής είναι η Πάτρα με 62.775 κατοίκους. Στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, ξεχωρίζουν η Καλαμάτα (34.891 κατοίκους), ο Πύργος Ηλείας (16.875), το Αίγιο (15.259), η Τρίπολη (14.861), η Αμαλιάδα (14.860), η Κόρινθος (12.715) και το Άργος (με 12.098 κατοίκους). Στη Στερεά Ελλάδα, οι δήμοι, που συγκεντρώνουν, λόγω του πληθυσμού τους, το ενδιαφέρον μας στο παρόν σημείο, ήσαν οι ακόλουθοι: Αγρίνιο (15.934 κάτοικοι), η Λαμία (15.604), τα Μέγαρα (12.292), η Θήβα (12.171), η Λειβαδιά (11.602) και το Μεσολόγγι (10.255 κάτοικοι). Στη Θεσσαλία, ο πληθυσμός ξεπερνά τους 10.000 κατοίκους για καθέναν από τους εξής δήμους: Βόλος (54.919), Λάρισα (32.686), Τρίκαλα (18.892) και Καρδίτσα (14.024).
 Από τους δήμους της Μακεδονίας, κατά τα στοιχεία του 1940, ο πληθυσμός υπερβαίνει τις 10.000 κατοίκων στους ακόλουθους, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, για την οποία ήδη αναφερθήκαμε: Καβάλα (49.667), Σέρρες (34.630), Δράμα (30.425), Κατερίνη (16.938), Βέροια (16.413), Κοζάνη (14.022), Γιαννιτσά (12.964), Φλώρινα (12.562), Νάουσα (12.556), Έδεσσα (12.292) και Καστοριά (10.181). Στη Θράκη, η Κομοτηνή (με 31.217 κατοίκους), η Ξάνθη (28.961) και η Αλεξανδρούπολη (15.472) ξεχωρίζουν πληθυσμιακά από τους δήμους σύμφωνα με την απογραφή του ’40, ενώ από την Ήπειρο διακρίνονται  τα Ιωάννινα (21.877 κάτοικοι).
Από τους νησιωτικούς δήμους σε Αιγαίο και Ιόνιο, άνω των 10.000, κατά τα στοιχεία του 1940, κατοίκους έχουν οι επόμενοι κατά φθίνουσα σειρά: η Χίος (26.557), η Μυτιλήνη (24.351), η Κέρκυρα (19.988), η Χαλκίδα (19.776), η Ερμούπολη (18.922) και η Ζάκυνθος (11.304). Στην Κρήτη, τέλος, ο δήμος Ηρακλείου ξεχωρίζει, στα 1940, με πληθυσμό 39.550 κατοίκων και έπονται τα Χανιά (28.168).
Ενδιαφέρον, όμως, πάντοτε προξενεί η μελέτη των στατιστικών στοιχείων, τα οποία σχετίζονται με τις γεννήσεις, τους γάμους και τους θανάτους των ανθρώπων μιας χώρας και αναδεικνύουν το δημογραφικό της, συχνότατα, «ισοζύγιο». Έτσι, για την περίοδο 1936 – ’40 έχουμε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία: Το 1936, γίνονται 38.750 γάμοι, 193.343 (οι περισσότερες γεννήσεις κατά τη χρονική περίοδο του ύστερου Μεσοπολέμου) παιδιά γεννιούνται ζωντανά και 1.759 (ο μικρότερος αριθμός μέσα στα έτη που παρουσιάζουμε/ ή ποσοστό 9.1‰ επί των γεννηθέντων ζώντων) νεκρά, ενώ πεθαίνουν 105.005 άνθρωποι και 22.074 βρέφη με ηλικία μικρότερη του ενός έτους (ποσοστό 114.17‰ επί των γεννηθέντων ζώντων).
Το 1937, έχουμε 183.878 γεννήσεις ζώντων παιδιών και 1.814 νεκρών (ποσοστό 9.87‰ επί όσων γεννήθηκαν ζωντανά), 105.674 θανάτους (οι περισσότεροι κατά τα χρόνια που εξετάζουμε)  και 22.469 βρεφών που δεν είχαν συμπληρώσει το 1ο έτος της ζωής τους (κατέχουν την αριθμητική «πρωτιά» κατά τα χρόνια που προβάλλουμε, καθώς έχουμε 122.2 τέτοιους θανάτους ανά 1.000 γεννηθέντα ζωντανά παιδιά), αλλά και 45.833 γάμους.
Το 1938, έχουμε, βάσει της ΕΣΥΕ, 93.766 θανάτους (οι λιγότεροι ανά χρονιά για την περίοδο που εξετάζουμε) και 18.345 παιδιά (ο μικρότερος, επίσης, αριθμός κατά τη συγκεκριμένη περίοδο) να πεθαίνουν πριν φτάσουν στον πρώτο χρόνο της ηλικίας τους (με ποσοστό 99.43‰ επί των γεννηθέντων ζώντων), γίνονται, επίσης, 46.027 γάμοι και, τέλος, 1.835 παιδιά γεννιούνται νεκρά (9.95‰ επί των γεννηθέντων ζώντων/ τα περισσότερα από κάθε άλλο χρόνο κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει) εν αντιθέσει με τα 184.509, που γεννώνται ζωντανά και είναι τα περισσότερα σε αριθμό από κάθε άλλη χρονιά κατά τα έτη που εξετάζουμε.
Το 1939, καταγράφονται 178.852 γεννήσεις ζώντων παίδων (οι λιγότερες την περίοδο που εξετάζουμε), 1.804 νεκρών (το ποσοστό επί 1.000 γεννηθέντων ζώντων φτάνει το 10.09, το πιο μεγάλο στην περίοδο 1936 – ’40), 47.559 γάμοι (οι πιο πολλοί κατά τα χρόνια που ερευνούμε), αλλά και 100.459 θάνατοι, ενώ 21.132 παιδιά πεθαίνουν πριν συμπληρωθεί ο πρώτος χρόνος της ηλικίας τους (το ποσοστό επί 1.000 γεννημένων ζωντανών εγγίζει το 118.15).
Το 1940, χρονιά του πολέμου, σύμφωνα με στοιχεία απ’ την ΕΣΥΕ, έχουμε 32.830 γάμους, τους λιγότερους ανά έτος συγκριτικά από το 1931 (!), 179.500 γεννήσεις ζώντων παίδων και 93.830 θανάτους. Το 1940, επίσης, δηλώνονται στην Ελλάδα 165.000 πολύτεκνες οικογένειες με βάση 5 παιδιά, με 1.500.000 παιδιά[3].
Την ίδια χρονιά (1940), βάσει της προαναφερθείσας απογραφής και σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, στην Ελλάδα ζουν 1.676.937 νοικοκυριά, που έχουν συνολικά 7.124.213 μέλη, δηλαδή ο μέσος όρος μελών ανά ελληνικό νοικοκυριό κυμαίνεται στα 4.25. Ενδεικτικά, ας αναφέρουμε ότι το μεν 1920, προ της Μικρασιατικής Καταστροφής, τα νοικοκυριά είναι 1.113.470 και αριθμούν 4.777.109 μέλη (μ.ο. 4.29 ανά νοικοκυριό), ενώ, μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, το 1951 έχουμε 7.309.198 μέλη στα 1.778.470 νοικοκυριά, με το μ.ο. να πέφτει στα 4.11.
Τέλος, να σημειωθεί ότι η φωτογραφία απεικονίζει τον αθηναϊκό λαό που βγήκε στους δρόμους (εδώ, οδός Ερμού) το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, με την κήρυξη του πολέμου και ελήφθη από το μπλογκ http://users.sch.gr/geioanni/sel-eortes=1/sel-eortes=1=ETHNIKES_EORTES/sel-eortes=28Oktob1/13.htm . 


[1] Η συντριπτική πλειοψηφία των παραθεμένων στην παρούσα εργασία στατιστικών στοιχείων έχει προέλθει από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδας (εφεξής ΕΣΥΕ). Όπου χρησιμοποιήθηκε άλλη πηγή, αναφέρεται.
[2] Άλκης Ρήγος, «Η Β’ Ελληνική δημοκρατία 1924 – 1935», 2η έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα, 1992, σελ. 192.
[3] Δες «Επίδραση του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδος στη στράτευση», άρθρο του αντιστράτηγου ε.α., Η. Καζουκα, περιοδικό «Προβληματισμοί» της Ελληνικής Εταιρείας Στρατηγικών Μελετών, τ.22.
77. Βίος & πολιτεία Θρασύβουλου






Ο Θρασύβουλος, ο γιος του Λύκου, ο Αθηναίος είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα πολιτικού που, πρωταγωνιστώντας σε μιαν καθοριστική στιγμή για την πατρίδα του, γρήγορα προσπάθησε να επωφεληθεί προς ίδιον όφελος ό,τι είχε ο ίδιος ως χρέος να της προσφέρει.  Δημοκρατικός στρατιωτικός και πολιτικός των τελών του 5ου αιώνα π.Χ. και των πρώτων χρόνων του 4ου. Μαζύ με το Θράσυλλο εμπόδισε τους Ολιγαρχικούς να πάρουν, το 411 π.Χ., με το μέρος τους τον Αθηναϊκό στρατό που στρατωνιζόταν στη Σάμο, ενώ βοήθησε τον Αλκιβιάδη να γυρίσει, από το 411 π.Χ., κοντά στους Δημοκρατικούς συμπατριώτες του. 
Και αφού έλαβε μέρος στις πολεμικές επιχειρήσεις των τελευταίων ετών του Πελοποννησιακού πολέμου (410 – 404 π.Χ.), ανέλαβε και έφερε σε επιτυχές πέρας την ανατροπή των Τριάντα Τυράννων, με την οποία επανήλθε στην Αθήνα η Δημοκρατία, το 403 π.Χ.. Έκτοτε και έως το θάνατό του (389 π.Χ.), ο Θρασύβουλος, εγωιστικά και αλαζονικά κινούμενος, θα καταβάλλει προσπάθειες για ανασύσταση της Αθηναϊκής κυριαρχίας στο Αιγαίο και στη Μ. Ασία.
Μαρτυρίες για τη ζωή και το έργο του Θρασύβουλου αντλούμε από την "Ιστορία" του Θουκυδίδη και τα "Ελληνικά" του Ξενοφώντος. 
76. Κρήτη & "4η Αυγούστου"








Η Κρήτη, πατρίδα του Ελευθερίου Βενιζέλου, φύσει επαναστάτρια, δεν άργησε να ξεσηκωθεί  κατά της αντιδραστικής πολιτικής του Μεταξά, που από τον Αύγουστο του 1936 είχε κηρύξει τη χώρα σε στρατιωτικό νόμο και κυβερνούσε δικτατορικά. Για ορμητήριο ενός αντιδικτατορικού κινήματος ορίζονται τα Χανιά (φωτογραφία), αφού οι κάτοικοι αυτής της πόλης έχουν πάντοτε όραμά τους τη Δημοκρατία και την Ελευθερία. Έτσι – ενώ είχαν προηγηθεί θνησιγενείς κατά κανόνα απόπειρες στρατιωτικών κινημάτων και, όπως γράφει και ο Τ. Βουρνάς, από το Μάρτη του 1937 έχουμε, στα Χανιά, αντιδικτατορικές λαϊκές εκδηλώσεις εναντίον του Μεταξά όταν είχε προσέλθει στο μνημόσυνο του Ελ. Βενιζέλου – τη νύχτα της 28ης προς την 29η Ιουλίου 1938, ο σταθμός ασυρμάτου των Χανίων μετέδωσε το ακόλουθο διάγγελμα, απευθυνόμενο στον βασιλιά, τις Ένοπλες Δυνάμεις και τον ελληνικό λαό:
«Στρατός και Λαός Χανίων αδελφωμένοι κατέλυσαν αρχάς λαομισήτου τυραννίας εκπροσωπουμένης υπό στρατηγού Μεταξά. Ανακτήσας ελευθερίας αυτού, απευθύνεται προς την Α.Μ. τον Βασιλέα και ζητεί την άμεσον απομάκρυνσιν της κυβερνήσεως Μεταξά, την αποκατάστασιν του Κράτους του Νόμου και των λαϊκών ελευθεριών και σχηματισμόν κυβερνήσεως Εθνικής Σωτηρίας εκ των αρίστων Ελλήνων, αδιακρίτως πολιτικών παρατάξεων, προς αντιμετώπισιν των αμεσωτάτων εξωτερικών και εσωτερικών κινδύνων τους οποίους διατρέχει η χώρα μας και διά την δημιουργίαν μιας νέας Ελλάδος, πράγματι ηνωμένης ψυχικώς και ικανής να αντιμετωπίσει με σθένος και φρόνησιν τας δυσκόλους στιγμάς που διέρχεται η ανθρωπότης. Με αδελφικόν χαιρετισμόν προς τα ενόπλους δυνάμεις και ολόκληρον τον λαόν.  Ζήτω ο Βασιλεύς – Ζήτω η Ελλάς!  Η Επαναστατική Επιτροπή, Μητσοτάκης, Βολουδάκης, Μουντάκης, Παΐζης,  Μάντακας Στρατιωτικός Διοικητής».
Το καθεστώς πληροφορείται την επαναστατική εξέγερση στην Κρήτη από το μεταδοθέν διάγγελμα. Οι επαναστάτες απέτυχαν να καταλάβουν τη Γενική Διοίκηση, τη Μεραρχία, το Σύνταγμα Χωροφυλακής Χανίων, το τηλεγραφείο του ασυρμάτου, της Χωροφυλακής και των υπόλοιπων υπηρεσιών. Ο δικτάτορας αποστέλλει αεροπλάνο πάνω από τα Χανιά και τις άλλες πόλεις του νησιού και ρίπτουν προκηρύξεις με τις οποίες ο Μεταξάς, αφού απειλεί ότι θα πατάξει το Κίνημα, καλεί τον κρητικό λαό «να απογυμνώσει παντός ερείσματος τους στασιαστάς και να καταδείξει εις τον ελληνικόν λαόν ότι η Κρήτη ίσταται παράπλευρος και αλληλέγγυος προς το εθνικόν σύνολον».
Το καθεστώς της «4ης Αυγούστου» απαγορεύει την αναγραφή από τον Τύπο οποιασδήποτε πληροφορίας για το Κίνημα της Κρήτης και μόνο στις 30 Ιουλίου και ενώ οι επαναστάτες από έλλειψη προγράμματος και συντονισμού αυτοδιαλύονται, αναγγέλλει «θριαμβευτικά» την καταστολή της εξέγερσης. Το «ρεπορτάζ» πανομοιότυπο σε όλες τις εφημερίδες. Ας το παρακολουθήσουμε:
«Προχθές την νύκτα ομάς τετρακοσίων περίπου ενόπλων υπό την ηγεσίαν των Μητσοτάκη, Μουντάκη και Χατζηαγγελή εισήλθον εις την πόλιν των Χανίων και επωφελούμενοι της ελλείψεως στρατιωτικής δυνάμεως ήτις είχεν αποσταλή εις Βόρειον Ελλάδα διά την συνήθη κατά το θέρος ενίσχυσιν των φρουρών, κατέλαβε την πόλιν. Τα αίτια και οι σκοποί του απονενοημένου τούτου κινήματος παραμένουσι μέχρι της στιγμής άγνωστα. Ο πρόεδρος της κυβερνήσεως, ειδοποιηθείς αμέσως, διέταξεν εν τω άμα αποστολήν ισχυράς στρατιωτικής ναυτικής και αεροπορικής δυνάμεως.
Κατά τηλεγράφημα του γενικού διοικητού Κρήτης κ. Σφακιανάκη η στάσις προήλθεν εκ πεντακοσίων περίπου ενόπλων, οι οποίοι κατήλθον εκ διαφόρων διευθύνσεων εις Χανιά και κατέλαβον αιφνιδιαστικώς τα δημόσια καταστήματα. Ο κ. Σφακιανάκης μετά δυνάμεως 25 ανδρών ­ ως γνωστόν η δύναμις της μεραρχίας Χανίων έχει σταλή εις την Βόρειον Ελλάδα ­ αντέστη διά των όπλων άνευ αποτελέσματος. Αρχηγοί της κινήσεως ήσαν ο Αριστομένης Μητσοτάκης, Εμμανουήλ Μουντάκης, ο απολυθείς επί καταχρήσει δήμαρχος, Εμμανουήλ Μπακλατζής, Μανούσος Βολουδάκης και ιατρός Παΐζης.
Μετά την άφιξιν των αεροπλάνων και την διανομήν των προκηρύξεων του αρχηγού της κυβερνήσεως ήρξατο αμέσως η διαρροή των στασιαστών και η αποθάρρυνσις αυτών. Επωφεληθείς ο γενικός διοικητής έσπευσε μετά δεκάδος χωροφυλάκων και ανακατέλαβε τα διοικητήρια, ταυτοχρόνως δε αξιωματικοί του στρατού και της χωροφυλακής ανακατατέλαβον το σύνταγμα και το φρουραρχείον. Ο κ. Σφακιανάκης εξαίρει εις το τηλεγράφημά του την στάσιν των αξιωματικών του στρατού και της χωροφυλακής και όλων των πολιτικών υπαλλήλων και προσθέτει ότι σπουδαιότατος και αποτελεσματικός παράγων της ταχείας διαλύσεως των στασιαστών υπήρξεν η ζωηρώς εκδηλωθείσα εχθρότης και αντίδρασις της λαϊκής μάζης».
Το παρόν άρθρο στηρίχτηκε στο έργο του Τ. Βουρνά, «Ιστορία της Νεότερης Ελλάδας: 1909 – 1940» (Σελ.: 490– 491 ), στην «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» Εκδοτική Αθηνών, τόμος ΙΕ, (Σελ.: 394– κεξής ) και σε δημοσίευμα στην εφημερίδα «ΤΑ ΝΕΑ» , 25–11–1999 , Σελ.: N17 .

Δευτέρα 23 Ιανουαρίου 2012

75. Περικλής και Δημαγωγοί








Στο παρόν σημείωμα, που αποτελεί τμήμα εκτενέστερης ανέκδοτης μελέτης μου για την αρχαία αθηναϊκή πολιτική ιστορία, θα επιχειρήσουμε μια σύγκριση της πολιτικής που ακολούθησε απέναντι στον Αθηναϊκό λαό ο Περικλής (φωτό,  αγορεύει στην Πνύκα), ο γιος του Ξανθίππου,  στα χρόνια της παντοδυναμίας του (από το 461 έως το 429 π.Χ.) με την πολιτική των δημαγωγών που προσπάθησαν να επιβληθούν μετά απ’ αυτόν στην πολιτική ζωή της Αθήνας και έφεραν την πολιτική και κοινωνική παρακμή στα τελευταία χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου (429 – 411 και 410 – 404 π.Χ.). Και τούτο, διότι, όπως πιστεύει ο φιλόσοφος Σωκράτης (βλ. Πλάτωνος «Αλκιβιάδης Β’», 144e6 – 145a2), «όσα κάνει μια πόλη με άλλη πόλη ή αυτή καθαυτή, όλα οφείλονται στις ορμήνιες των ρητόρων».
Έτσι, κύριες αρχές που διακρίνουν τον Περικλή και ορίζουν την ηθικότητά του ως πολιτικού ηγέτη είναι η μετριοπάθεια και η αξιοπρέπειά του. Η αξιοπρέπειά του αναδείχνεται από τον τρόπο με τον οποίο, όταν οι Αθηναίοι τον τιμώρησαν με χρηματικό πρόστιμο και δεν τον εξέλεξαν στρατηγό στις αρχές του Πελοποννησιακού πολέμου, δέχτηκε την ποινή του και από το πώς προσπαθούσε να πάρει το λαό με το μέρος του και να του επιβάλλει τις απόψεις του και, τέλος, από το ότι δεν ήταν φιλοχρήματος. Η προσωπικότητά του φαίνεται από τις προβλέψεις που είχε κάνει με την έναρξη του πολέμου και από τη σύνεση με την οποία σκόπευε να αντιμετωπίσει τις τυχόν δυσκολίες της σύγκρουσης με τους Πελοποννησίους.
Η πολιτική που ακολούθησε ο Περικλής, στα πρώτα χρόνια του Πελοποννησιακού πολέμου, έχει τρεις κατευθύνσεις: Πρώτα απ’ όλα, η πόλη να μην έχει επεκτατικές βλέψεις όσο θα διαρκούσε ο πόλεμος. Έπειτα, πρέπει να δοθεί ξεχωριστή φροντίδα στο ναυτικό, γιατί αυτό και πολιτική κυρίαρχο έκανε την Αθήνα ανά το πανελλήνιο και βοήθησε στην οικονομική της πρόοδο. Κατόπιν, καλόν είναι να αποφεύγονται παράτολμες ενέργειες, που μπορεί να έθεταν σε κίνδυνο την ασφάλεια της πόλης και των πολιτών. Ο Περικλής, με τη λογική, την ευστροφία, τη διορατικότητα και τη φιλοπατρία που τον διέκριναν, σκεφτόταν και πρότασσε το καλό της πατρίδας του και πώς θα το προάσπιζε.
Ταυτόχρονα, ήταν ο ολοκληρωμένος πολιτικός άντρας, που αποσπά το θαυμασμό του σε γενικές γραμμές αμερόληπτου ιστοριογράφου Θουκυδίδη,  ο παιδαγωγός του δήμου. Αυτό μπορούμε να το δούμε στα λόγια με τα οποία θέλησε να παρηγορήσει τους Αθηναίους που γκρίνιαζαν μετά τις πρώτες σε βάρος τους «αναποδιές» του Πελοποννησιακού πολέμου, αλλά και στις συμβουλές με τις οποίες προτρέπει τους συμπατριώτες του τι μέτρα εάν έπαιρναν θα επικρατούσαν στον πόλεμο κατά των Λακεδαιμονίων. Πέραν τούτων, ο Περικλής και ενθάρρυνε τους συμπολίτες του και συγκρατούσε τα «χαλινάρια» τους όποτε έκρινε ότι έπρεπε και, επιπλέον, τους συμβουλεύει σε θέματα ηθικά, παροτρύνοντάς τους να τον μιμηθούν στη δημόσια και την ιδιωτική ζωή, καθώς πρότασσε την αδιαφθορία από χρήματα και τη χρησιμοποίηση Δημοκρατικών τρόπων (διάλογος) στις καθημερινές του κοινωνικές σχέσεις και ήξερε να υποτάσσεται, ακόμη κι όταν έμοιαζε πανίσχυρος, στη γνώμη της πλειοψηφίας.
Οι Αθηναίοι, τον καιρό του Περικλή, πείθονται, σαν σύνολο, στα λόγια του και δείχνουν μεγαλύτερη διάθεση για τον πόλεμο, πιστεύοντας ότι τελικά θα είναι νικηφόρος για αυτούς. Πρέπει να σημειωθούν, όμως, και οι προπολεμικές απόπειρες των πολιτικών αντιπάλων του Περικλή να σπιλώσουν το κύρος του και να κλονίσουν την επιρροή του στις λαϊκές μάζες, ψέγοντάς τον, κυρίως, άμεσα ή έμμεσα, για υπεξαίρεση των χρημάτων της Αθηναϊκής συμμαχίας, για πλουτισμό και για συναναστροφές από τις οποίες θα κινδύνευε η πόλη.
Στα πρώτα χρόνια του πολέμου και καθώς ο Περικλής είχε τα ηνία ακόμα, στην ιδιωτική του ζωή, όμως, ο κάθε Αθηναίος εξακολουθούσε να στενοχωριέται, γιατί είχε χάσει αγαθά που είχε συνηθίσει σ’ όλη του τη ζωή να απολαμβάνει, ξεχνώντας, όμως, ότι σημαντικό μέρος απ’ αυτά το όφειλε και στην πολιτική του Περικλή. Λογικά, λοιπόν, ως άτομα οι Αθηναίοι αγανακτούσαν ενάντια στον Περικλή, γιατί τον θεωρούσαν αποκλειστικό υπεύθυνο  για την τροπή που πήρε ο πόλεμος στερώντας τους τ’ αγαθά τους.
Μα τότε, συμβαίνει το παράδοξο. Ενώ, αρχικά, οι Αθηναίοι επιβάλλουν στον Περικλή πρόστιμο και τον καθαιρούν από στρατηγό, κατόπιν, σαγηνευμένοι από τους λόγους του, τον εξέλεξαν ξανά. Αυτό εξηγείται μόνον εάν δεχτούμε ότι  οι πολίτες παραμέρισαν τον πόνο τους για τα ατομικά τους παθήματα, θεωρώντας σημαντικότερα τα συμφέροντα της πόλης τους και κρίνοντας άξιο για να τα διαχειριστεί το συνετό Περικλή. Ή εάν θεωρήσουμε ότι ευελπιστούσαν πως η τελική νίκη, την οποία μόνον ο Περικλής μπορεί να εγγυηθεί και να φέρει, θα «υπερκεράσει» την προσωρινή «χασούρα» τους!
Οι δημοκόποι πολιτικοί που «διαδέχτηκαν» τον Περικλή στη δημόσια ζωή της Αθήνας, όπως βλέπουμε στην ιστοριογραφία (Θουκυδίδης, Ξενοφώντας), στη ρητορική (Λυσίας) και στο θέατρο (Αριστοφάνης κ.α.) όχι μονάχα δεν αγαπούσαν την πατρίδα τους, αλλά ήταν και ανεύθυνοι, συμφεροντολόγοι, επιπόλαιοι, ασήμαντοι, φιλοχρήματοι, δούλοι της ύλης, μια και ρίχτηκαν στην επιτέλεση πράξεων, που, αν και ευχαριστούσαν πρόσκαιρα το δήμο, «θυσίαζαν», μακροπρόθεσμα, τις δημόσιες υποθέσεις.  Κι αυτό συνέβη, γιατί, εκμεταλλευόμενοι τη δημοφιλία τους, την οποία ίσως «ζηλεύουν» οι Ολιγαρχικοί και την «πληγώνουν» με την κωμωδία του Αριστοφάνη π.χ., υπολόγισαν πιο πολύ το προσωπικό τους κέρδος και την πολιτική τους εδραίωση από τη ζημιά που θα επέφεραν στο κοινωνικό σύνολο οι πράξεις ή οι παραλείψεις τους.
Έτσι, προέβησαν, αν και συνεχιζόταν ο πόλεμος, σ’ αποδυνάμωση του στρατού, ενώ δε διστάσανε να κολακεύουν το δήμο, για να κερδίσουν την εύνοιά του, και, αντίθετα με τις συμβουλές του Περικλή, προχώρησαν σε ορισμένες επιχειρήσεις – όπως ο ξολοθρεμός των Μυτιληναίων (428/7 π.Χ.), ο εξανδραποδισμός της Μήλου (416 π.Χ.) και η Σικελική εκστρατεία ( 415 – 413 π.Χ.)  – που, όπως αποδείχτηκε αργότερα, έβλαψαν την Αθήνα στη διεξαγωγή του πολέμου. Ενδεικτικά, η εκστρατεία στη Σικελία απόβηκε μοιραία όχι επειδή οι Αθηναίοι δεν είχαν λογαριάσει σωστά τη δύναμη των Σικελιωτών, αλλά γιατί οι δημαγωγοί «ναρκοθέτησαν» αρχής εξαρχής την επιχείρηση και μετά δεν έπαιρναν τις ωφέλιμες αποφάσεις για όσους βρίσκονταν στη Σικελία. Τελικά, οι δημαγωγοί παρέσυραν τους πολίτες σε λανθασμένες αποφάσεις, όπως στην καταδίκη των στρατηγών της νίκης των Αργινουσών π.χ., αλλά και σε εμφύλια διαμάχη, την περίοδο τόσο του Ολιγαρχικού πραξικοπήματος του 411/ 410 π.Χ., όσο και των Τριάντα Τυράννων όταν τέλειωσε σε βάρος της Αθήνας ο Πελοποννησιακός πόλεμος (404 π.Χ.). Οι αναταραχές στο εσωτερικό της πόλης προς τα τέλη του πολέμου και του 5ου  αι. π.Χ. δημιούργησαν πολιτικό σάλο, που στάθηκε ο θεμέλιος λίθος της κοινωνικοπολιτικής παρακμής και της τελικής (πολιτικής, πνευματικής, ιδεολογικής και κοινωνικής) κατάρρευσης τα μετά το 362 π.Χ. χρόνια. 
Η Claude Mosse, επιπλέον, σημειώνει ως διαφορά του Περικλή και όσων διαχειρίστηκαν την εξουσία στην Αθήνα μετά από αυτόν και το ότι (βλ. «Το τέλος της Αθηναϊκής δημοκρατίας», σελ. 345) «ο Περικλής είχε ασκήσει, στον 5ο αιώνα, εξουσίες που ξεπερνούσαν κατά πολύ εκείνες που του παραχωρούσε το λειτούργημα με το οποίο είχε επιφορτιστεί. Αλλά είχε πάντα φροντίσει να παραμείνει μέσα στα όρια της αυστηρής νομιμότητας και η υπερηφάνεια του τού απαγόρευε να επιζητήσει να γίνει δημοφιλής. Αντίθετα, από τα τέλη του 5ου αιώνα, ο νικητής στρατηγός έχει την τάση να επωφελείται από τη δόξα του για να ενισχύσει το προσωπικό του κύρος μέσα στην Πόλη […]».
Ο Αθηναϊκός, όμως, λαός, στα χρόνια των δημαγωγών, έχει κι αυτός το μερίδιο των ευθυνών του, αν και ποτέ δεν το παραδέχεται και ρίχνει πάντα το «βάρος» στους δημοκόπους.  Δεν έχει το ηθικό ανάστημα και, μολονότι φαίνεται να επικροτεί τα επί σκηνής καυστικά κατά των λαοπλάνων «πυρά» του Αριστοφάνη, φταίει, επειδή παρασύρθηκε από τους δημαγωγούς και τους κόλακες, που – αν και του έταζαν «λαγούς και πετραχήλια» – κοίταζαν πιο πολύ το δικό τους, και μόνο αυτό, εφήμερο κέρδος και πώς να βλάψουν τους πολιτικούς τους αντιπάλους, π.χ. Αλκιβιάδης και Νικίας, προς ίδιον πολιτικό όφελος, έπεισαν το δήμο για τον οστρακισμό του Υπέρβολου. Οι Αθηναίοι της μετά τον Περικλή εποχής οδηγούνται στον όλεθρο, γιατί πείθονταν σε όσους τοποθέτησαν τους ιδιοτελείς σκοπούς τους πιο ψηλά από οποιαδήποτε εθνική σκοπιμότητα. Λογουχάρη ο Κλέων, για να αποχτήσει προσωπική δόξα, είχε αρνηθεί να συνυπογράψει, το 425 π.Χ., με τους Σπαρτιάτες ειρήνη σε μιαν εποχή που οι όροι της θα συνέφεραν την Αθήνα.
Στα κατοπινά του Περικλή χρόνια, παρατηρούμε, δηλαδή, την  επικράτηση «ψυχολογίας του όχλου», τον οποίο βλέπουμε να κινείται μαζικά – σε ό,τι αφορά τους πολιτικούς που πρωταγωνιστούν στην Αθήνα – προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση,  καλλιεργώντας τις «συνθήκες» για τη δημιουργία ανεξέλεγκτων καταστάσεων εις βάρος της Δημοκρατίας και των ίδιων των πολιτών και των δικαιωμάτων τους τελικά.  Δηλαδή, όπως πείθονταν ο Αθηναϊκός λαός στον Κλέωνα, τον Αλκιβιάδη και σε άλλους δημαγωγούς προ του 413 π.Χ., το ίδιο εμφανίζεται, για να «ξεφορτωθεί» τους λαοπλάνους, να πείθεται και στον Πείσανδρο και τους ακραίους Ολιγαρχικούς επικεφαλής των 400, αλλά και να παρασύρεται από το μετριοπαθή Θηραμένη και την ομάδα του το 411 π.Χ. και μετά, προκειμένου να ανατρέψει τους Ολιγαρχικούς, να ξαναστρέφεται προς τον Αλκιβιάδη. Αυτές οι «παλινωδίες» και η «ευπιστία» του Αθηναϊκού λαού έφεραν τη Δημοκρατία να παίρνει την «κατιούσα» δίχως ποτέ να μπορέσει να συνέλθει στην προ του Πελοποννησιακού πολέμου ακμή της.
Το πού οδήγησε τους Αθηναίους η πολιτική των δημαγωγών, που διαδέχτηκαν τον Περικλή, το βλέπουμε στο λάβρο λόγο «Περί Ειρήνης» του Ισοκράτη (μετάφραση: Μ. Γ. Ξανθού), που τοποθετείται χρονικά στα 355 π.Χ. αλλά αναφέρεται σε όσους κυβέρνησαν, δημοκοπώντας, στην Αθήνα στα τελευταία χρόνια του 5ου αι. π.Χ. : «Τόσο πολύ παραμέλησαν τα δικά τους θέματα και επιθύμησαν τις ξένες κτήσεις, ώστε, ενώ οι Λακεδαιμόνιοι είχαν εισβάλει στην περιοχή της Αττικής και είχαν ήδη χτίσει το φρούριο στη Δεκέλεια, αυτοί προσπαθούσαν να εξοπλίσουν πλοία για να εκστρατεύσουν κατά της Σικελίας, και δε ντρέπονταν που άφηναν την πατρίδα τους να καταστρέφεται και να λεηλατείται, ενώ έστελναν στρατό εναντίον ανθρώπων που ποτέ δεν μας είχαν βλάψει. Έφτασαν μάλιστα σε τέτοιο σημείο αφροσύνης, ώστε, ενώ δεν ήταν κύριοι των γειτονικών τους προαστίων, περίμεναν να κυριεύσουν την Ιταλία, τη Σικελία και την Καρχηδόνα. Τόσο πολύ ξεπέρασαν σε ανοησία όλους τους ανθρώπους, ώστε, ενώ τους άλλους οι συμφορές τούς κάνουν να είναι συγκρατημένοι και πιο συνετοί , αυτοί ούτε από τα παθήματά τους πήραν το μάθημά τους».
Με τις απόψεις του Ισοκράτη φαίνεται πως συμφωνεί και ο Δημοσθένης, όταν, στα μέσα του 4ου αιώνα π.Χ., αναφέρεται κι αυτός στο πού οδήγησαν την Αθήνα οι κάθε λογής δημοκόποι της πολιτικής ζωής («3ος Ολυνθιακός», μετάφραση: Α.Ι. Γιαγκόπουλος & Μ. Αραποπούλου): «Αφότου όμως εμφανίστηκαν οι ρήτορες που σας ρωτούν «Τι επιθυμείτε; τι να εισηγηθώ; Ποια χάρη να σας κάνω;», από εκείνη τη στιγμή θυσιάστηκαν απερίσκεπτα τα συμφέροντα της πόλης με αντάλλαγμα μια πρόσκαιρη δημοτικότητα· γι' αυτό, συμβαίνουν τέτοια πράγματα· γι’  αυτό, όλες οι υποθέσεις αυτών πηγαίνουν καλά, ενώ οι δικές σας είναι για ντροπή».
Πρέπει, όμως, να γραφεί και ότι ο Πελοποννησιακός πόλεμος, εάν δεν υπήρχε ο θανατηφόρος λοιμός σε βάρος των Αθηναίων και εξέλειπαν οι φιλοπόλεμοι και ασύνετοι δημαγωγοί τους, είχε, από τις πρώτες επιχειρήσεις, επιδείξει την ετοιμότητα, χάρη στον Περικλή, της Αθήνας έναντι της Σπάρτης και των Πελοποννησίων συμμάχων της.  Αυτό το γράφει ο, αν και Αθηναίος, αντικειμενικότατος ιστορικός του πολέμου ο Θουκυδίδης του Ολόρου στην «Ιστορία» του και δεν έχουμε λόγο, συνδυάζοντας και όλες τις άλλες πηγές (ρητορικά, ιστορικά, θεατρικά κ.α. κείμενα) για την ίδια εποχή, να τον αμφισβητήσουμε! Φτάνει να θυμηθούμε και ότι, πέρα από τους ναυτικούς εξοπλισμούς και την ετοιμότητα του στρατού ξηράς, για την οποία γίνεται λόγος στον «Επιτάφιο» του 431 π.Χ. (βλ. Θουκυδίδη, «Ιστορία», βιβλίο 2ο, κεφάλαιο 39), από το 458 – 456 π.Χ. ο Περικλής αποδίδει μεγάλη σημασία και στο χτίσιμο των Μακρών Τειχών μεταξύ Αθηνών και Πειραιά.

74. Ελληνισμός της διασποράς προ του 1940







Ένα σημαντικό κεφάλαιο, το οποίο δεν πρέπει να παραβλέψουμε στην εξέταση της τελευταίας προ του 2ου παγκοσμίου πολέμου για την Ελλάδα και τον Ελληνισμό περιόδου, είναι η μετανάστευση των Ελλήνων και η ζωή όσων ζουν στη διασπορά. Η Μ. Βεργέτη στο άρθρο της «Παλιννόστηση και Κοινωνικός Αποκλεισμός», περιγράφει πολύ παραστατικά την κατάσταση στα εδάφη της τότε Ένωσης Σοβιετικών Σοσιαλιστικών Δημοκρατιών για τους Έλληνες ομογενείς: « Οι Έλληνες από την Οκτωβριανή επανάσταση του 1917 μέχρι το 1937 έζησαν με ελευθερία και ανέπτυξαν μεγάλη πολιτιστική δραστηριότητα, λόγω της κρατούσας λενινιστικής ιδεολογίας και πρακτικής για τα έθνη. Στο πλαίσιο αυτής της ελευθερίας όσοι το επιθυμούσαν απέκτησαν στη δεκαετία του 1920 ελληνικά διαβατήρια. Ο ελληνικός πληθυσμός στη Σοβιετική Ένωση ήταν, και εξακολουθεί να είναι στην πλειονότητά του ποντιακής καταγωγής.
Στη δεκαετία του 1930 η επικράτηση της σταλινικής ιδεολογίας και πρακτικής για τα έθνη καθόρισε τη μαζική δίωξη των Ελλήνων. Ενώ μέχρι το 1937 οι εναντίον των Ελλήνων διώξεις βασίζονταν μόνο σε πολιτικά και ταξικά κριτήρια, στην περίοδο 1937–1939 κορυφώθηκαν και ταυτόχρονα απέκτησαν εθνικό χαρακτήρα. Μεγαλύτερη έκταση είχαν στις δημοκρατίες της Ουκρανίας και της Ρωσίας. Στις δημοκρατίες της Υπερκαυκασίας εξορίστηκαν κυρίως ιερείς και δάσκαλοι.
Μεγάλο κύμα μετανάστευσης Ποντίων από τη Σοβιετική Ένωση προκλήθηκε από τις διώξεις σημαντικού τμήματος του πληθυσμού στην περίοδο 1937 – 1939. Περίπου 20.000 Ελληνίδες και παιδιά μετανάστευσαν από τη Σοβιετική Ένωση στην Ελλάδα το 1938. Εγκαταστάθηκαν σε πολλές περιοχές της Ελλάδας, όπως στη Μακεδονία, Αττική, Πελοπόννησο [ Βλ. Ανδρέας Η. Ζαπάντης, Ελληνο–σοβιετικές σχέσεις 1917–1941 Μετ. Άγγελος Σ. Βλάχος (Αθήνα: εκδ. «Eστία», 1989), σελ. 341)] »
Μετά τη Σοβιετική Ένωση, ας «πεταχτούμε» στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου (δες http://www.greece.org/alexandria/eka2/eka8.htm),  όπου πάντοτε υπήρχε ακμάζον ελληνικό στοιχείο από τα χρόνια των Πτολεμαίων. Μόνο που, για να κατανοήσουμε καλύτερα ό,τι γίνεται στον Αλεξανδρινό Ελληνισμό, πλην της ποίησης του Κ. Π. Καβάφη και την πολιτικοοικονομική δύναμη της οικογένειας Μπενάκη και άλλων σημαντικών ελληνικής καταγωγής οικογενειών, χρειάζεται να ανατρέξουμε μερικά χρόνια πίσω. Το  1919, στην προεδρία της Ελληνικής Κοινότητας Αλεξάνδρειας  αναρριχάται ο Μιχαήλ Κωνσταντίνου Σαλβάγος. «Η προεδρία του διήρκεσε 29 χρόνια και εξακολουθεί να είναι η μακρύτερη προεδρία. Ο Μιχαήλ Σαλβάγος παραμένει και ο σημαντικότερος και δημιουργικότερος των προέδρων της Ε.Κ.Α. Επί της προεδρίας του, ανακαινίστηκαν τα γραφεία της Ε.Κ.Α. και κτίστηκε η Φαμηλιάδειος κοινοτική σχολή για να εξυπηρετεί τα ελληνόπουλα της περιοχής του «Attarin» και του σιδηροδρομικού σταθμού, του σταθμού του Καΐρου, όπως ονομάζεται.
Το 1925, με δωρεά του Αντώνη Αντωνιάδη, ιδρύθηκε το Γηροκομείο. Ο πατέρας του Sir Ιωάννης Αντωνιάδης, υπήρξε ο δωρητής που χάρισε στο Δήμο Αλεξανδρείας το οικογενειακό του αρχοντικό για την αναψυχή των Αλεξανδρινών. Στο οικόπεδο στεγάζονται ο Ζωολογικός και ο Βοτανικός κήπος.
Επί της προεδρίας του και με τη συνδρομή και βοήθεια της πλούσιας οικογένειας Κότσικα, κτίστηκε το τεράστιο, υπερσύγχρονο και άριστα εξοπλισμένο νοσοκομείο. Η Ε.Κ.Α. ανέλαβε την διαχείρισή του νοσοκομείου, που εγκαινιάστηκε το 1938. Το Κοτσίκειο διαδραμάτισε σπουδαίο ρόλο κατά το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, όταν στην Αίγυπτο κατέφυγαν ο ελληνικός στρατός και η ελληνική κυβέρνηση, εξ αιτίας της γερμανικής κατοχής στην Ελλάδα. Στη διάρκεια του πολέμου, το 250 κλινών νοσοκομείο εξυπηρέτησε Έλληνες, Αιγυπτίους και συμμάχους. Το νοσοκομείο πουλήθηκε απ' την ελληνική κυβέρνηση στην αιγυπτιακή το 1964. Επί Σαλβάγου, η Ε.Κ.Α. έζησε τη χρυσή της εποχή[…]».
Έχει, όμως, ιδιαίτερη σημασία να διαβάσουμε την καταγγελία του προπολεμικού δημοκράτη – αγροτικού ηγέτη Αλέξανδρου Μυλωνά, την οποία, στις 14 Οκτωβρίου 1937, η αντιδικτατορική οργάνωση του «εν Κύπρω και Αιγύπτω Ελληνισμού» διοχέτευε σε χιλιάδες αντίτυπα:
«Συνεπληρώθη έτος αφ΄ ότου εγκατεστάθη βιαίως εις την χώραν μία πονηρά δικτατορία παρασκευασθείσα διά παραπλανήσεως της λαϊκής αντιπροσωπείας. Ως χονδροειδές πρόσχημα εσκηνοθετήθη ο κομμουνιστικός τάχα κίνδυνος … Εις επίσημον λόγον του την 7ην Σεπτεμβρίου 1936, ο καγκελλάριος της δικτατορίας κ. Μεταξάς έλεγεν: «Υπό τοιούτους όρους το Κοινοβουλευτικόν πολίτευμα δεν ηδύνατο να ζήση πλέον εις την Ευρώπην … Και αν ακόμη δεν ήτο ο κομμουνισμός ο μέγιστος κίνδυνος, πάντως θα επήρχετο η πτώσις του Κοινοβουλευτισμού …». Έκτοτε κατά γελοίαν απομίμησιν ξένων πειραμάτων και συνθηκών, αναμασώνται ατέχνως βεβιασμέναι φασιστικαί και χιτλερικαί θεωρίαι από φλύαρα κυβερνητικά στόματα.
Με το ψεύδος, λοιπόν, εμφανισθείσα η δικτατορία με αδιάπτωτον ψεύδος συνεχίζει τον δρόμον της. Αγωνίζεται να εξαπατήση και προσεταιρισθή, εις μάτην, τον λαόν. Εξανδραποδίσασα τον Τύπον παριστά ότι και αυτός τάχα εργάζεται –αυθορμήτως– υπέρ αυτής … Εκβιάζει μετονομασίας οδών και πλατειών ή εκμαιεύει επιτίμους τίτλους «δημότου», «πρώτου εργάτου», «πρώτου αγρότου», επιβάλλει την αντάρτησιν εικόνων του «Εθνικού Κυβερνήτου» και σημαιοστολισμούς. Υποχρεώνει αντιπαιδαγωγικότατα τους μαθητάς να εξυμνήσουν ψευδόμενοι δι΄ εκθέσεώς των ως κοσμοϊστορικήν την 4ην Αυγούστου. Εις κορύφωμα δε του θεατρινισμού ανακηρύσσει «εθνικήν εορτήν» την ημέραν αυτήν του σφαγιασμού των λαϊκών ελευθεριών, την αφετηρίαν περαιτέρω ανωμαλιών διά τον τόπον. […]
Αι δικτατορίαι αποτελούν προσκόμματα που θέτουν αυθαιρέτως οι ολίγοι διά να αναστείλουν το ρεύμα και την εξέλιξιν της θελήσεως των πολλών, στραγγαλίζοντες την ελευθερίαν της σκέψεως … Τρέμοντες την ελευθέραν μυστικήν και καθολικήν ψήφον επινοούν διάφορα τεχνάσματα και θεατρισμούς προς απόκρυψιν αυτής … Ιδιαίτατα στον τόπον μας όπου η προσωπική δικτατορία στερείται και του ελαχίστου λαϊκού ερείσματος είναι αδύνατον να μην ξεσπάση ο χείμαρρος … Η ευθύνη διά την τοιαύτην τροπήν θα είναι βαρυτάτη, δυστυχώς δε μέχρι σήμερον εις ουδέν ίσχυσαν αι διαμαρτυρίαι των συνταγματικών εκπροσώπων του λαού προς τον Άνακτα …» (βλ.  άρθρο του Παύλου Πετρίδη "Η Αντίσταση των δημοκρατικών" στο Περιοδικό «Ιστορικά» της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», 3/8/2000, σ. 37–38).
Από την Αλεξάνδρεια, ας «βρεθούμε» στην υπόλοιπη Αφρική, όπου έχουμε σημαντικό ελληνικό στοιχείο. Για την παρουσία Ελλήνων στην Αφρική, δες Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων  (http://web.ana–mpa.gr/afieromata/omogeneia/africa/part_a.html) Πρώτα απ’ όλα, ας γραφεί ότι το 1935 η ελληνική παροικία στην Αιθιοπία είχε ξεπεράσει τα 3.000 μέλη και όταν το 1936 οι Ιταλοί μπήκαν στην Αντίς Αμπέμπα το 90% των καταστημάτων στο κέντρο της πόλης ανήκαν σε Έλληνες. Έπειτα, το 1937, ιδρύθηκε ο Ελληνικός Σύνδεσμος Μπενόνι από ένθερμους Έλληνες κατοίκους της περιοχής με κύριο σκοπό την ίδρυση ελληνικού σχολείου για τα παιδιά τους. Για την Ελληνική κοινότητα στο Μπενόνι Ν. Αφρικής, δες Αθηναϊκό Πρακτορείο Ειδήσεων – Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων  ( http://web.ana–mpa.gr/afieromata/omogeneia/africa/part_d/benoni.htm )Το Μπενόνι βρίσκεται στα ανατολικά του Γιοχάννεσμπουργκ και Κέμπτον Παρκ. Στις αρχές του 1940, οι Έλληνες χρησιμοποιούσαν μία αίθουσα σε ένα σχολείο απέναντι από το σημερινό σχολείο, όπου διδάσκονταν τα παιδιά την ελληνική γλώσσα, ήθη και έθιμα. Η επίσημη απογραφή, που έγινε στο Κονγκό το 1917, αναφέρει ότι υπήρχαν εκεί 100 Έλληνες, όμως το 1941 ο αριθμός τους πλησίασε τους 1.000, όσους περίπου Έλληνες και Κύπριους αθροιστικά αριθμούσε η Ζιμπάμπουε, ενώ 737 ήσαν οι Έλληνες μόνιμοι κάτοικοι της Λιβύης το 1929.
Σύμφωνα, εξάλλου, με πληροφορίες, στη δεκαετία του 1930 στη Μοζαμβίκη ο αριθμός των Ελλήνων ανερχόταν περίπου στους 300, ενώ η ελληνική κοινότητα που ήταν η δεύτερη σε μέγεθος μετά την πορτογαλική διατηρούσε σχολείο και εκκλησία. Μεγάλη και εύπορη ελληνική κοινότητα ιδρύθηκε και στις επαρχίες της Βίλα Πέρι και του Λουρέντζου Μαρκές, όπου είχαν εγκατασταθεί περισσότεροι από 200 Έλληνες. Σ’ ό,τι αφορά το Μαρόκο, το 1930, υπήρχαν 130 ελληνικές οικογένειες (600 περίπου άτομα), ενώ στην πρωτεύουσα του Μπουρούντι, την Μπουζουμπούρα, στη δεκαετία του 1930, υπήρχαν περισσότεροι από 30 ομογενείς Έλληνες, οι οποίοι ασχολούνταν με το εμπόριο και τις οικοδομές. Τα δύο ξενοδοχεία της πόλης ανήκαν σε Έλληνες.
Στην περίοδο του μεσοπολέμου η μία από τις τρεις εφημερίδες που κυκλοφορούσαν στο Σουδάν ήταν η ελληνική «Σουδανικός Κήρυξ» που ιδρύθηκε το 1910. Τέλος, μετά την ήττα της Γερμανίας στον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την ανάληψη της διοίκησης της Τανγκανίκας από τη Βρετανία, πολλές επιχειρήσεις πέρασαν σε ελληνικά χέρια, με συνέπεια η ελληνική παροικία να τριπλασιαστεί, φτάνοντας τα 633 άτομα, ενώ τα 10 από τα συνολικά 27 ξενοδοχεία που λειτουργούσαν στη χώρα, τα είχαν Έλληνες.
Ας δούμε, όμως, και τον Ελληνισμό στην Τουρκία μετά τη Συνθήκη της Λοζάννης (1923) και την ανταλλαγή των πληθυσμών: «[…] Το 1936–1937 οι Τούρκοι διόρισαν στο ίδρυμα των Φιλανθρωπικών Καταστημάτων Βαλουκλή τον περιβόητο τουρκορθόδοξο Zihni Özdamar, δημιουργώντας μεγάλη αναστάτωση στην κωνσταντινουπολίτικη μειονότητα. Ειδικά οι διατάξεις αυτές για το διορισμό ειδικού επιτρόπου έρχονταν σε αντίθεση με το άρθρο 40 της Συνθήκης της Λοζάννης, που κατοχύρωνε το δικαίωμα των μειονοτήτων να διοικούν ελεύθερα τα σχολεία και ευαγή ιδρύματά τους[…] (Περισσότερα δες στο συλλογικό τόμο «Ελληνοτουρκικές σχέσεις», σσ. 96–102).
Ακριβώς την ίδια εποχή (1936–1937) εγκαινιάσθηκε στην Κωνσταντινούπολη (φωτογραφία) η εκστρατεία «συμπατριώτη, μίλα τουρκικά» (vatandas Türkçe konus) και, όπως παρατηρούσε ο Άγγλος πρεσβευτής στην Τουρκία Sir George Clerk, «ντόπιοι Έλληνες και Εβραίοι προπηλακίζονται και καταδικάζονται σε χρηματικές ποινές, όταν μιλούν μεταξύ τους τη μητρική τους γλώσσα». Το ξέσπασμα του τουρκικού εθνικισμού, που όλο και περισσότερο επηρεαζόταν από τα ακραία εθνικιστικά κινήματα της Γερμανίας και της Ιταλίας, πήρε και αντισημιτικό χαρακτήρα όταν το 1934 οι τουρκικές αρχές μετατόπισαν το σύνολο του εβραϊκού πληθυσμού της Αδριανούπολης και των Δαρδανελίων συγκεντρώ­νοντάς τον στην Κωνσταντινούπολη… Κάτω από αυτές τις συνθήκες, άρχισε να δημιουργείται ξανά στους Έλληνες της Τουρκίας ψυχολογία εξόδου, που οφειλόταν αφενός στα πιεστικά μέτρα της τουρκικής κυβέρνησης και αφετέρου στη μεγάλη οικονομική κρίση που έπληττε την Κωνσταντινούπολη[…].
Και στον εκπαιδευτικό τομέα η τουρκική κυβέρνηση έλαβε μέτρα εναντίον της ελληνικής μειονότητας επιβάλλοντας στα ελληνικά σχολεία από το σχολικό έτος 1936–1937 το μάθημα των στρατιωτικών, που διδασκόταν από αξιωματικούς του τουρκικού στρατού, ενώ τα ελληνικά σχολεία υποχρεώθηκαν να προσλάβουν τούρκο «βοηθό διευθυντή» στον οποίο δόθηκε ο τίτλος του «διευθυντή εκπαίδευσης» (tedrisat müdürü). Στην ουσία, με την καθιέρωση του θεσμού αυτού υποβαθμίστηκε η θέση του έλληνα διευθυντή αφού ο τούρκος βοηθός διευθυντής ήταν υπεύθυνος έναντι του τουρκικού Υπουργείου Παιδείας για καθετί που αφορούσε το ελληνικό σχολείο και ειδικά την προσωπική εποπτεία για την τήρηση των μαθημάτων, βιβλίων, εγγράφων κτλ. στα τουρκικά.
Την εποχή, όμως, εκείνη η Αθήνα δεν επιθυμούσε τη διατάραξη του κλίματος ύφεσης και πολιτικής συνεργασίας μεταξύ των δύο χωρών. Απόρροια της επιθυμίας αυτής υπήρξε και η απροθυμία της ελληνικής κυβέρνησης να επιτρέψει οποιοδήποτε μειονοτικό πρόβλημα να σκιάσει την ελληνοτουρκική διπλωματική πολιτική συνεργασία. Την άποψη αυτή σχετικά με την ιεράρχηση των στόχων της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής συμμερίζεται και το Φόρεϊν Όφις, το οποίο παρατηρούσε ότι: «αποτελεί αρχή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής να αποφεύγει να εγείρει μειονοτικά ζητήματα που θα έβλαπταν την αρμονία της ελληνοτουρκικής φιλίας». Γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο η ελληνική κυβέρνηση ακολούθησε μια φιλομειονοτική πολιτική στο χώρο της Δυτικής Θράκης όπου οι μουσουλμάνοι απολάμβαναν πλήρη θρησκευτική, γλωσσική και πολιτιστική ελευθερία[…]». Επιπροσθέτως, στο σημείο αυτό, πρέπει να γραφεί ότι έχουμε, το 1936, και την ίδρυση της «Ένωσης Τούρκων Δασκάλων Δυτικής Θράκης», που «έζησε» μέχρι το 1987.
Τι γίνεται, όμως, στην άλλη άκρη του Ατλαντικού; «[…]Με τίτλο «Η Ελλάς του 1938 ομιλεί», δύο ώρες μεταξικών «επικαίρων» προβλήθηκαν εκείνη τη χρονιά στις Η.Π.Α. προς ενημέρωσιν των απόδημων για τα τεκταινόμενα πίσω στην πατρίδα. Περιεχόμενά τους: «Τα εγκαίνια της γεωργικής εκθέσεως – Η Α.Μ. ο Βασιλεύς επισκέπτεται τα Μεγάλα Εργοστάσια Σιγαρέτων του Έλληνος και μεγάλου πατριώτου κ. Παπαστράτου – Η λαμπαδηδρομία των Ολυμπιακών Αγώνων του Βερολίνου – η καθιέρωσις των σχολικών γυμνασίων εις τα σχολεία της Ελλάδος – Αι εορταί των ανθέων εις τον Πύργον της Ηλείας»[…]»... (δες εφημερίδα «Ελευθεροτυπία», 24/9/1995).
Ο Πανευβοϊκός Σύνδεσμος Σικάγου Αμερικής ιδρύθηκε στις 11 Δεκεμβρίου 1938. Ιδρυτικά μέλη του Συλλόγου ήσαν οι : Αντώνης Παπαγεωργίου, Χάρης Λαψάτης, Τ. Δούμας, Χρήστος Τσιμπούκης, Βασίλειος Φυλακτός.
Νωρίτερα, «[…]τον Ιούλιο του 1938, με την πρωτοβουλία του συλλόγου «Αλιάκμων», πραγματοποιήθηκε στη Νέα Υόρκη κοινή σύσκεψη των σωματείων της Νέας Υόρκης και της περιοχής της Νέας Αγγλίας. Κύριο θέμα συζήτησης στη σύσκεψη ήταν η ένωση των σωματείων, ιδέα που ρίφθηκε και καλλιεργήθηκε από τον επίτιμο πρόεδρο του συλλόγου «Αλιάκμων» Στέφανο Λαδά. Δυστυχώς, και παρά την από όλους δεδηλωμένη σχετική επιθυμία, η ένωση δεν πραγματώθηκε[…] www.kalami.net/omogeneia/panmaced02.html».
Επιπλέον, ενώ η πιο γνωστή, παναμερικανικά, ομογενειακή παρέλαση είναι αυτή της Νέας Υόρκης και ως επίσημη χρονολογία διοργάνωσής της θεωρείται το έτος 1938, πολύτιμες μαρτυρίες για τους ξενιτεμένους στην Αμερική Έλληνες παρέχει ένα τραγούδι του Γιώργου Κατσαρού από το 1934. Το τραγούδι («Με τις τσέπες αδειανές») μιλάει για τα χρόνια της μεγάλης οικονομικής κρίσης στην Αμερική, όπου η φτώχεια και η ανεργία έπληξε τότε και τους Έλληνες μετανάστες: «Τι θα κάνουμε βρε φίλοι στην κατάστασιν /αυτήν που χαμένοι πάμε όλοι εδώ στην Αμερικήν/ Όπου φτώχεια έχει πέσει και δε βρίσκομε δουλειά/ και τα έξοδα δε βγαίνουν και τραβούμε συμφορά[…]», δες http://www.rebetiko.gr/parusiaseis/maninakis/cafeamansongs.asp.