Κυριακή 22 Ιανουαρίου 2012

73.  Τα μυστικά των απόκρυφων ευαγγελίων


«Βίβλοι Απόκρυφοι» αρχικά θεωρούνταν  τα κείμενα που προορίζονταν για μια κλειστή ομάδα μυημένων, για να υποβοηθήσουν την τέλεση θρησκευτικών μυστηρίων  ή να βοηθήσουν τους πιστούς να φτάσουν στη θρησκευτική γνώση.
Τα απόκρυφα χριστιανικά και γνωστικά ή γνωστικίζοντα κείμενα σπάνια μπορούμε να τα χρονολογήσουμε με απόλυτη ακρίβεια. Εξάλλου, στη συντριπτική τους πλειοψηφία έχουν διασωθεί σε ανατολικές γλώσσες (κοπτικά- αιθιοπικά, κ.α.), μολονότι πρωτογράφηκαν -τα πιο πολλά τουλάχιστον- στα ελληνικά.
Τον 2ο αιώνα μ.Χ. εμφανίζονται τα χριστιανικά «Απόκρυφα Βιβλία», τα οποία είχαν θέμα τον επίγειο βίο και τη διδασκαλία του Ιησού Χριστού, αλλά και τη ζωή και το έργο των μαθητών του και των Αποστόλων.  Εμφανίστηκαν στην κατοχή Ιουδαιοχριστιανών, αιρετικών, γνωστικών και γνωστικιζόντων ως  ψευδεπίγραφα συγγράμματα Αποστόλων και άλλων καινοδιαθηκικών προσώπων, κατά τα οποία εξιστορούνται άγνωστες στον πολύ κόσμο, απόκρυφες παραδόσεις , δηλαδή λόγοι- διδασκαλίες - πληροφορίες για τη ζωή, το έργο, τα θαύματα και αποκαλύψεις όχι μόνο για όσους τον περιτριγυρίζανε, αλλά ακόμη και για τον ίδιο τον Χριστό.
Τα περισσότερα από αυτά τα βιβλία, τα «Απόκρυφα Ευαγγέλια»  είναι αποκυήματα φαντασίας και ζήλου θρησκευτικού και σκοπός τους ήταν η οικοδομή των πιστών με στοιχεία που ενίσχυαν την ευσέβεια, η συμπλήρωση των πολλών κενών που παρουσιάζουν οι περιγραφές κι οι διηγήσεις για τον Ιησού (παιδικά- εφηβικά χρόνια), τα συγγενικά του πρόσωπα (Θεοτόκος & Ιωσήφ) και τους Αποστόλους, αλλά και να  προβληθούν τελείως νέες ιδέες περιβαλλόμενες χριστιανικής διδαχής μανδύα.
Η σημασία των απόκρυφων εκκλησιαστικών βιβλίων στη ζωή της Εκκλησίας υπήρξε σημαντική, μα κυρίως αρνητική. Αφού κατάφερε να ξεπεράσει η Ορθόδοξη Εκκλησία την υποβόσκουσα κρίση και με μπροστάρη τον Αντιοχείας Ιγνάτιο το Θεοφόρο να επιβάλλει τη γνησιότητα  και την αλήθεια των δικών της πατερικών κειμένων, περιορίζοντας κάθε κίβδηλη παράδοση και κακόδοξη ερμηνεία των καινοδιαθηκικών γραμμένων, συνέτριψε τις στηριζόμενες σε απόκρυφα βιβλία αιρέσεις κι απέτρεψε τον αποπροσανατολισμό των πιστών.
Πέρα από τα προβλήματα που πήγαν να δημιουργήσουν στους κόλπους της Εκκλησίας, τα απόκρυφα εκκλησιαστικά βιβλία μας δίνουν  ιστορικές και λαογραφικές πληροφορίες, εκλαϊκευμένες φιλοσοφικές θεωρίες, λαϊκές δοξασίες, στοιχεία αμφιβόλου πάντα γνησιότητος για γνωστά από άλλες πηγές πρόσωπα.
Να κάνουμε εδώ μια μικρή παρέκβαση και να δώσουμε ένα χρήσιμο ορισμό του γνωστικισμού. Είναι το θρησκευτικό φιλοσοφικό σύστημα του οποίου οι θιασώτες πίστευαν ότι κατείχαν πλήρη γνώση του Θεού. Χρονικά έδρασε τον 2ο αι. μΧ., ήρθε σε ρήξη με την Ορθόδοξη Εκκλησία, από όπου και συντρίφτηκε σε χρονικό διάστημα λιγότερο του αιώνος, και γνωστοί εκπρόσωποί του είναι, μεταξύ άλλων, οι: Σίμων ο Μάγος, Θεόδοτος, Ηρακλέον, Μαρκίωνας, Μάνης (εξ ου Μανιχαίοι) κ.α.
Μελετητής, όμως, σπουδαίος κι ακούραστος των Απόκρυφων Ευαγγελίων και Αποστολικών Πράξεων  ήταν ο Γερμανός φιλόλογος και θεολόγος, καθηγητής της Ερμηνείας της Καινής Διαθήκης στο παν/μιο της Λιψίας, Constantinus von Tischendorf, ο οποίος γεννήθηκε και στις 18 Ιανουαρίου 1815 στη Σαξονία της Γερμανίας και πέθανε στις 7 Δεκέμβρη του 1874 στη Λιψία, όπου δίδασκε από το 1845  σε ακαδημαϊκή έδρα που ιδρύθηκε ειδικά για αυτόν το 1859.
Μελετώντας τους μεγαλογράμματους κώδικες, κατάφερε να αποκρυπτογραφήσει πολλούς από αυτούς που βρήκε κατά την πολυετή παραμονή του στο Σινά (1844-59), με σπουδαιότερο όλων το Σιναϊτικό Κώδικα. Ο Σιναϊτικός Κώδικας τοποθετήθηκε χρονικά κάπου στον 4ο αιώνα μ.Χ. κι είναι ιδιαίτερα σημαντικός, αφού γράφεται ή στην Αίγυπτο ή στην Καισάρεια της Παλαιστίνης και περιέχει ολόκληρη την Καινή Διαθήκη.  Σήμερα (από το 1933) φυλάσσεται -κατόπιν αγοράς- στο Βρετανικό Μουσείο.
Ο Tischendorf, όμως, εξέδωσε μια σειρά από απόκρυφα εκκλησιαστικά βιβλία κι η κίνησή του αυτή είναι αρκετά αξιόλογη, μια και μπορεί η επίσημη Ελληνορθόδοξος Εκκλησία να αρνείται να τα εντάξει στα «κανονικά», εν τούτοις και το περιεχόμενο κάποιων μεγάλων εορτών αντλεί από τούτα (Κοίμηση & Εισόδια Θεοτόκου), αλλά και μεγάλοι εκκλησιαστικοί συγγραφείς τα συμβουλεύονται (Γρηγόριος Νύσσης, Ιερώνυμος, Κλήμης Αλεξανδρεύς, Ευσέβιος), την ώρα που στέκονται πηγή  κι έμπνευση στο Ρωμανό το Μελωδό και στη βυζαντινή αγιογραφία: «Evangelia Apocrypha» (1853), «Acta Apostolum Apocrypha» (1851) και «Apocalypses Apocryphai» (1866).
Ως επίλογο ας δώσουμε το περιεχόμενο των «Evangelia Apocrypha» του Tischendorf, που κυκλοφόρησαν, συνοδευόμενα από υποσελίδιο κατατοπιστικότατο κριτικό υπόμνημα, στα ελληνικά από τον εκδοτικό οίκο Κ.Χ. Σπανού: «Γέννησις Μαρίας της Αγίας Θεοτόκου και υπερενδόξου Μητρός Ιησού Χριστού» - Πρωτευαγγέλιον του Ιακώβου (σελ. 1-49, αφηγείται γεγονότα από τη σύλληψη της Θεοτόκου στη μήτρα της μάνας της έως το θάνατο του Ηρώδη), «Θωμά Ισραηλίτου Φιλοσόφου ρητά εις τα παιδικά του Κυρίου» (σελ. 50-65, εξιστορεί τα παιδικά χρόνια του Χριστού), «Σύγγραμμα του Αγίου Αποστόλου Θωμά περί της παιδικής αναστροφής του Κυρίου» (σελ. 66- 71, συμπληρωματικά στοιχεία περί της παιδικής ηλικίας του Ιησού), «Υπομνήματα του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού πραχθέντα επί Ποντίου Πιλάτου»  και « Διήγησις περί του Πάθους του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού και της Αγίας Αυτού Αναστάσεως» (σελ. 72-180, η ζωή, η δράση, τα πάθη κι η Ανάσταση του Χριστού, όπως τάδαν οι Ρωμαίοι διοικητές της Ιουδαίας), «Αναφορά Πιλάτου» και «Παράδοσις Πιλάτου» (σελ. 181- 199, ο Πόντιος Πιλάτος τι αναφέρει όταν λογοδοτεί στο Ρωμαίο Αυτοκράτορα για την τιμωρία του Ιησού  και ποιο ήταν το τέλος του Πιλάτου) και «Υφήγησις Ιωσήφ» (ο κρυφός μαθητής του Ιησού, Ιωσήφ Αριμαθαίας καταγράφει πώς έφτασε μετά από προδοσία ο Δάσκαλος στη Σταύρωση, πώς τον έθαψε και πώς πίστεψε ο ίδιος στην Ανάσταση του Κυρίου, σελ. 200-211).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου