Πέμπτη 26 Ιανουαρίου 2012

80. Η προπολεμική ελληνική οικονομία




Όταν ξεκινούσα το κεφάλαιο της κατάστασης της ελληνικής οικονομίας παραμονές του ελληνοϊταλικού πολέμου του 1940 σε μια σειρά ιστορικών δοκιμίων την οποία κατοπινά δημοσίεψα σε Πάτρα και Κρήτη, έκρινα σκόπιμο να προτάξω όσους επί κυβερνήσεων Ιω. Μεταξά (φωτογραφία) είχαν την πολιτική ευθύνη για τη χάραξη της οικονομικής και δημοσιονομικής πολιτικής: Παναγιώτης Δεκάζος (χρηματίζει υπουργός Εθνικής Οικονομίας, 13/04 – 05/08/1936), Κωνσταντίνος Ζαβιτσιάνος (άλλοτε υπουργός Εσωτερικών του Ε. Βενιζέλου/ ως υπουργός  Εθνικής Οικονομίας, 05 – 31 Αυγούστου 1936 και ως υπουργός Οικονομικών, 05 Αυγούστου 1936 έως 22 Γενάρη 1937), Ανδρέας Χατζηκυριάκος (υπουργός Εθνικής Οικονομίας, από 31 Αυγούστου 1936 έως 24 Ιουλίου 1937), Ιωάννης Αρβανίτης (υπουργός Εθνικής Οικονομίας, 24/07/1937 – 29/01/1941), Περικλής Ρεδιάδης (22 Γενάρη 1937 έως 9 Φλεβάρη 1938, ως υπουργός Οικονομικών) και Ανδρέας Αποστολίδης (στέλεχος της μεταπολεμικής Δεξιάς, κοντά στον Κ. Καραμανλή/ διατελεί υπουργός Οικονομικών από 10/02/1938 μέχρι τις 29/01/1941)[1].

H οργάνωση ενός «κράτους με βάσι αγροτική και εργατική, και κατά συνέπεια αντιπλουτοκρατικό», κατά την έκφραση του «πρώτου εργάτη» Ιωάννη Μεταξά, αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης προσπάθειας μίμησης[2] των αυταρχικών και ολοκληρωτικών καθεστώτων της Ιταλίας και της Γερμανίας, σε συνδυασμό πάντα με το ιδεολόγημα του «Τρίτου Ελληνικού Πολιτισμού», την ανάπτυξη της Εθνικής Οργανώσεως Νεολαίας και το διάχυτο αντικοινοβουλευτικό και αντικομουνιστικό λόγο.
Ό,τι, όμως, εξετάζοντας πιο ενδελεχώς την οικονομική ζωή επί Μεταξά, χρήζει, κατά τη γνώμη μας, ξεχωριστής επισήμανσης είναι και ότι, βάσει επισήμων στοιχείων[3], 630 χιλιάδες οικογένειες στην Ελλάδα έχουν, το 1938, εισόδημα λιγότερο από 20.000 δραχμές της εποχής εκείνης. Από 20.001 δραχμές έως 1.000.000 είναι τα έσοδα για 1.010.892 ελληνικές οικογένειες και, τέλος, οι πρόσοδοι 900 μόλις οικογενειών στην Ελλάδα, τον ίδιο χρόνο (1938), ξεπερνούν τις 1.000.000 δραχμές.
Τα στοιχεία που έχουμε για την πορεία του κεντρικού τραπεζικού ιδρύματος της χώρας, της Τράπεζας της Ελλάδας, κατά την περίοδο 1936 – 1940, σχετίζονται άρρηκτα με τις διεθνείς, κυρίως, πολιτικές εξελίξεις της εποχής. Έτσι[4], στις 26 Σεπτεμβρίου του 1936, δύο μήνες σχεδόν μετά την κήρυξη της δικτατορίας από τον Ιωάννη Μεταξά, έχουμε την ελληνική δραχμή να συνδέεται με τη «ζώνη επιρροής της στερλίνας» και της Αγγλίας, καθώς υποτιμάται το γαλλικό φράγκο και καταρρέει το Gold Bloc.
Δύο χρόνια αργότερα (4/4/1938), εγκαινιάζεται το νέο κτίριο της Τράπεζας της Ελλάδος επί της οδού Πανεπιστημίου, καθώς, έως τότε, οι υπηρεσίες της και τα θησαυροφυλάκιά της «φιλοξενούνταν» σε κτίρια της Εθνικής και της Κτηματικής Τράπεζας. Ο Αρχιεπίσκοπος Αθηνών έκαμε τον αγιασμό. Παραβρίσκονταν ο ίδιος ο «Πρωθυπουργός», Ιωάννης Μεταξάς, η ηγεσία της οικονομικής και πνευματικής ζωής του έθνους, οι Σύμβουλοι του Ιδρύματος. Την ίδια ημέρα, το Γενικό Συμβούλιο της Τράπεζας της Ελλάδος συνεδριάζει με την ακόλουθη σύνθεση[5]:  Εμμανουήλ Τσουδερός (Διοικητής), Κ. Βαρβαρέσος και Γ. Μαντζαβίνος (Υποδιοικητές), Δ. Νομικός (Γενικός Γραμματέας), Π. Εξαρχάκης (Κυβερνητικός Επίτροπος), Ν. Καρέλλας, Ε. Λαμπρινούδης, Μ. Πουρής, Γ. Στρέιτ, Μ. Νεγρεπόντης, Π. Δεκάζος και Κ. Κοσμετάτος (Σύμβουλοι). Το 1939,  παύεται ο Εμμ. Τσουδερός και Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος ορίζεται ο Ιωάννης Δροσόπουλος και μετά το θάνατό του, ο Κυριάκος Βαρβαρέσος.
Νωρίτερα, τον Οκτώβριο του 1937, είχε ιδρυθεί μια νέα Τράπεζα με κεφάλαια του Μετοχικού Ταμείου Στρατού και με πρώτη επωνυμία: «Τράπεζα Μετοχικού Ταμείου Στρατού ΑΕ».
Τα πρώτα Μεταξικά χρόνια, 1936 – 1938, σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στοιχεία, ήταν τα καλύτερα για το Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο. Το 1936, πουλήθηκαν οι περισσότεροι κουμπαράδες (24.736), ενώ το 1937, εγγράφησαν στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο οι περισσότεροι νέοι καταθέτες (86.282). Το 1938, είχαμε το μεγαλύτερο ποσό καταθέσεων (σχεδόν 2,6 δισ. δρχ.). Δυστυχώς, όμως, από το 1939, ο επερχόμενος πόλεμος άλλαξε την αποταμιευτική συμπεριφορά, κάτι που επέφερε και μείωση των προαναφερθέντων μεγεθών.
Στενότατα, ανέκαθεν, συνδεδεμένες η Πολιτική – Διπλωματία και η Οικονομία παίζουν καθοριστικό ρόλο στην Ιστορία ενός τόπου. Έτσι, «από το 1936 και ως το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου το 1940, οι αγγλοελληνικές σχέσεις περνούν από διάφορα στάδια σύσφιξης που ολοένα και κλιμακώνονταν. Τα προσωπικά πολιτικά ελατήρια της ελληνικής ηγεσίας συνυφαίνονταν με ορθολογικά κριτήρια αποτίμησης της κρισιμότητας της διεθνούς συγκυρίας (κατάληψη Αιθιοπίας από την Ιταλία κ.α.). O Μεταξάς υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει την πολιτική της ουδετερότητας και βαθμιαία εντάχθηκε στο αγγλογαλλικό δίκτυο, με αποτέλεσμα την οριστική ρήξη στις σχέσεις Αθήνας – Ρώμης» [6].
Κι αφού ομιλούμε για την οικονομική πολιτική των χρόνων του Μεταξά, ας ιδούμε ένα ακόμη ενδιαφέρον στοιχείο. Η Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων ιδρύθηκε με διάταγμα τον Ιούλιο του 1929 με την αρχική ονομασία «Υπηρεσία του Λαχείου». Με τον Α. Ν. 339/1936 μετονομάσθηκε σε «Διεύθυνση Κρατικών Λαχείων», ανήκει οργανικά στο Υπουργείο Οικονομικών και υπάγεται στην αρμοδιότητα και τον έλεγχο του Υπουργού των Οικονομικών.
Το Εθνικό, λοιπόν,  Λαχείο ήρθε να προστεθεί στα προϋπάρχοντα λαχεία και θα συσταθεί τον Απρίλιο του 1937, με απόφαση της τότε Διοικούσας Επιτροπής Κρατικών Λαχείων , σύμφωνα με τις διατάξεις του Α.Ν. 339/1936. Το Εθνικό Λαχείο είναι Λαχείο διαδοχικών κληρώσεων και κυκλοφορεί σε εκδόσεις , που αποτελούνται από ορισμένες κληρώσεις η κάθε μια.
Το 1939, εξάλλου, χτίστηκε και η Δημοτική Αγορά Ξάνθης, σκεπαστή, άψογη αισθητικά στην εξωτερική της όψη.  Ανακαινίστηκε δε, επί δημάρχου Φίλιππου Αμοιρίδη, το 1997.
Το Σεπτέμβρη του ’39, λοιπόν, με την εισβολή των Γερμανών στην Πολωνία (Ντάντσιχ) και την κήρυξη του 2ου παγκοσμίου πολέμου, επικρατεί τραπεζικός πανικός στην Ελλάδα, ενώ στις 26 Ιανουαρίου του επόμενου έτους προσυπογράφεται, στην Αθήνα, εμπορική συμφωνία ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Μεγάλη Βρετανία, η οποία, φως φανερό, προκαθορίζει και την πολιτική της χώρας μας σε ενδεχόμενη επίθεση της Ιταλίας ή της Γερμανίας.
Στις 9 Οκτωβρίου του ίδιου χρόνου, αυξάνεται σε 1 δισεκατομμύριο δραχμές το ανώτατο όριο προκαταβολών της Τράπεζας προς την κυβέρνηση. Δύο ημέρες μετά (11/10/1940), θεσπίζεται η ίδρυση ενώσεων εξαγωγέων και στις 28 του ίδιου μήνα, με την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, επιβάλλεται «μορατόριουμ» στις τραπεζικές συναλλαγές, αρχίζουν διαπραγματεύσεις με τη βρετανική κυβέρνηση για οικονομική βοήθεια λόγω των πολεμικών δαπανών και παραχωρούνται πιστώσεις, που θα χρησιμεύσουν ως «κάλυμμα» για την έκδοση νέου χρήματος.
«[…]Ο προϋπολογισμός του 1939–40, γράφει ο  Θ. Βερέμης, αποδείχθηκε ανεπαρκής λίγους μήνες μετά την κατάρτισή του. Οι πρόσθετες δαπάνες, ύψους περίπου 1,5 δισ. δρχ., αφορούσαν κυρίως την πολεμική προετοιμασία της χώρας και εκπροσωπούσαν το 10% του αρχικού προϋπολογισμού. Το πρόσθετο αυτό ποσό αντιμετωπίστηκε με νέους φόρους, εσωτερικό δανεισμό και πάταξη της φοροδιαφυγής. Από τον Ιούλιο του 1939 ως τον Οκτώβριο του 1940 η κυκλοφορία τραπεζογραμματίων (χρήματος) αυξήθηκε από 7.900 εκατ. δραχμές σε 11.600 εκατ. δρχ., το κόστος ζωής αυξήθηκε κατά 12% και ο δείκτης χονδρικής πώλησης κατά 20%[…]»[7].
Στα δημοσιευμένα κείμενα της δικτατορίας της 4ης Αυγούστου, και ιδιαίτερα στους λόγους του Ιωάννη Μεταξά, μπορούν, όπως επισημαίνουν οι Ιστορικοί του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, «να ανιχνευτούν βασικά στοιχεία της οικονομικής αντίληψης του καθεστώτος. Το θεμελιακό ενοποιητικό στοιχείο στην προβληματική αυτή υπήρξε το αίτημα της κρατικά διευθυνόμενης οικονομίας. Επηρεασμένος από το πρότυπο της «συντεχνιακής θεωρίας» (κορπορατισμό), από τη γειτονική Ιταλία, ο Μεταξάς εισήγαγε λαϊκίστικες πρακτικές και μέτρα, ενώ παράλληλα συνέχισε να εγγυάται το ρόλο του – ισχυρού  στην Ελλάδα – εμπορικού  κεφαλαίου. Οι θέσεις πάντως της δικτατορίας χαρακτηρίζονταν από αποσπασματικότητα και ρεαλισμό. Εκτός από τη ρητή καταδίκη καπιταλισμού και κομουνισμού, την πίστη σε μια σταθερή πολιτική, και την απόλυτη προτεραιότητα του ρόλου της κρατικής βούλησης έναντι των ατομικού οφέλους, δεν συγκροτήθηκε καμία ολοκληρωμένη θεωρία στην πενταετία της διακυβέρνησής της»[8].
Συνοψίζοντας, ας συμφωνήσουμε με τα αρχεία του Ιδρύματος Μείζονος Ελληνισμού, ότι το καθεστώς Μεταξά αξιοποίησε τις εξουσίες του «για να πετύχει τα τρία πρώτα χρόνια σημαντική αύξηση στο εθνικό εισόδημα καθώς και μείωση της ανεργίας. Τέλος, πρέπει να σημειωθεί ότι σημαντικό τμήμα του εθνικού εισοδήματος διατέθηκε σε εξοπλιστικούς σκοπούς, προετοιμάζοντας αμυντικά τη χώρα στη διαφαινόμενη φασιστική απειλή»[9].
Σχετικά με την ανεργία στην Ελλάδα κατά τον ύστερο Μεσοπόλεμο, από το 1930 και πέρα οι δημοσιοποιημένες στατιστικές για τους άνεργους στην Ελλάδα είναι «εύγλωττες» και αξιοπρόσεχτες: 1930 155.000 άνεργοι, 1931 218.000, 1932 237.000, 1933 156.000, 1934 162.000 και 1935 150.000 άνεργοι[10].
 Αξίζει, όμως, να γραφεί καταλήγοντας ότι στις 9 Σεπτέμβρη 1939, γίνονται κυβερνητικές συστάσεις προς τον ελληνικό λαό για κατανάλωση του ψωμιού με φειδώ, αποφυγή κάθε σπατάλης και εντατικότερη καλλιέργεια της γης.


[1] Βλ. Γρ. Τζοβάρας, «Τα υπουργεία μας», εκδόσεις Ποντίκι.
[2] http://www.fhw.gr/projects/interwar_economy/gr/krisi_diktatoria/index53.html
[3] Κωνσταντίνου Τσουκαλά, «Η ελληνική τραγωδία» (Αθήνα, Εκδόσεις Ολκός, 1969, σελ. 25 – 39 και 171).
[4] Για την ιστορία της Τράπεζας της Ελλάδας, βλ. www.bankofgreece.gr/bank/Events–75.htm.
[5] Δες Ηλία Βενέζη, «Χρονικόν της Τραπέζης της Ελλάδος», Αθήναι, 1955.
[6] http://www.ime.gr/chronos/14/gr/1923_1940/foreign_policy/people/05.html
[7] «Η ελληνική οικονομία στον πόλεμο»,  Θ. Βερέμης, στην εφημερίδα «ΤΟ ΒΗΜΑ», Κυριακή 29 Οκτωβρίου 2000 – Αρ. Φύλλου 13096
[8] http://www.ime.gr/chronos/14/gr/1923_1940/economy/language/02.html
[9] http://www.ime.gr/chronos/14/gr/1923_1940/economy/facts/10.html
[10] Άλκης Ρήγος, «Η Β’ Ελληνική δημοκρατία 1924 – 1935», 2η έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα, 1992, σελ. 79.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου