Σάββατο 14 Ιανουαρίου 2012

61.  Σικελική εκστρατεία & πανωλεθρία! 
  


Γνωρίζοντας την «τάση» των Αθηναίων, κατά τον 5ο αιώνα π.Χ., να επιβάλλουν την ιμπεριαλιστική πολιτική και θέλησή τους στους συμμάχους τους με το «δίκαιο της πυγμής», οι Έλληνες της Κάτω Ιταλίας δεν ήταν ιδιαίτερα πρόθυμοι να αφήσουν τις πόλεις της κυρίως Ελλάδας να αναμειχθούν ενεργά στις υποθέσεις τους.
Αποτέλεσμα αυτού ήταν η λεγόμενη Α’  Σικελική Εκστρατεία, η πρώτη απόπειρα των Αθηναίων να θέσουν υπό τον έλεγχο τους τις ελληνικές πόλεις του μεγάλου και εύφορου νησιού της κεντρικής Μεσογείου, να αποτύχει παταγωδώς. Η τριετής εκστρατεία (427 – 424  π.Χ.) κατέληξε στο συνέδριο της Γέλας, όπου οι σικελικές πόλεις δήλωσαν την διάθεση τους να ρυθμίζουν «τα του οίκου τους» δίχως εξωτερική βοήθεια, ωστόσο το αποτέλεσμα ουσιαστικά ήταν ένας θρίαμβος των Συρακουσών, της ισχυρότερης ελληνικής πόλης της Κ. Ιταλίας.
Οι Αθηναίοι με βαριά καρδιά διαπίστωσαν ότι επί του παρόντος δεν υπήρχε περιθώριο για κυριαρχία επί των Ελλήνων της Ιταλίας, ωστόσο συνέχισαν να βρίσκονται σε στενή επαφή με τουλάχιστον πέντε πόλεις της περιοχής, αναμένοντας ευκαιρία να επέμβουν δραστικά στην περιοχή. Ωστόσο, αυτή η ευκαιρία τους δόθηκε από μία πόλη που βρισκόταν εκτός της αθηναϊκής σφαίρας επιρροής, την Έγεστα.
Η εκστρατεία των Αθηναίων στη Σικελία το 415 – 413 π.Χ.  (στη φωτό, ο χάρτης της εκστρατείας και των κινήσεων των εμπλεκομένων) θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως ιμπεριαλιστική επιχείρηση εκτός των αθηναϊκών συνόρων. Την περιγράφει ο Θουκυδίδης στην «Ιστορία» του εκτενώς και μας δίνει τη δυνατότητα να ιδούμε γιατί έχασαν οι Αθηναίοι και γιατί νίκησαν οι αντίπαλοί τους. Μας δίνει τη δυνατότητα να καταλάβουμε πώς η πολιτική οξυδέρκεια και η στρατηγική ιδιοφυία, η αποφασιστικότητα και η τόλμη μα και τα αντίθετά τους, η αβουλία π.χ. και η έλλειψη διορατικότητας, μπορούν να κρίνουν μια μάχη ή έναν πόλεμο…
Η Έγεστα δεν ήταν εξαρχής ελληνική πόλη. Ανήκε στους γηγενείς Σικελούς (ή Σικανούς), ωστόσο αντίθετα με κάποιους σικελικούς οικισμούς στην καρδιά της νήσου, οι Εγεσταίοι είχαν αναμιχθεί με τους Έλληνες και είχαν εξελληνιστεί σχεδόν ολοκληρωτικά την εποχή του Πελοποννησιακού Πολέμου. Πέρα από τους οικισμούς των Ελλήνων (που κατείχαν όλη την ανατολική πλευρά του νησιού και τα παράλια, πλην του δυτικού άκρου) στην Σικελία υπήρχαν οι γηγενείς Σικανοί και οι Καρχηδόνιοι, που είχαν αποικίσει την δυτική άκρη της Σικελίας.
Κοντά στην Έγεστα βρισκόταν ο Σελινούντας, ισχυρή δωρική αποικία, που διατηρούσε σχέσεις με τις Συρακούσες. Η προσπάθεια των Συρακουσίων να ηγεμονεύσουν επί των υπόλοιπων Σικελών (Ελλήνων, Σικανών και Καρχηδόνιων) τους είχε φέρει σε ακόμη στενότερη επαφή με τους Σελινούντιους, οι οποίοι πλέον απειλούσαν ακόμη και την ύπαρξη της Έγεστας. Οι Εγεσταίοι προσπάθησαν να βρουν βοήθεια από τους Ακραγαντινούς και στη συνέχεια τους πανίσχυρους Καρχηδόνιους, ωστόσο δεν είχαν επιτυχία. Γνωρίζοντας την επιθυμία των Αθηναίων να αναμιχθούν στα εσωτερικά της Σικελίας, έστειλαν στη συνέχεια πρεσβεία στην πόλη της Παλλάδας, ζητώντας βοήθεια και υποσχόμενοι ότι θα κάλυπταν τα έξοδα του εκστρατευτικού σώματος, αν αποφάσιζε ο Δήμος να τους συμπράξει.
Οι Αθηναίοι δεν ήταν αναφανδόν και πάνδημα υπέρ της εκστρατείας. Η «Ειρήνη του Νικία» υπήρχε, στα χαρτιά, ακόμα, αλλά ανά πάσα στιγμή το παραμικρό ήταν ικανό να πυροδοτήσει και πάλι τον πόλεμο! Το ήξεραν και στην Αθήνα με τους συμμάχους της και οι Πελοποννήσιοι κι η Σπάρτη.
Η επαίσχυντη καταστροφή της Μήλου (το σύνολο των ενήλικων αρρένων κατοίκων της εκτελέστηκαν και τα γυναικόπαιδα εξανδραποδίστηκαν) έδειχνε αν μη τι άλλο την αποφασιστικότητα της Αθήνας. H αίτηση των Εγεστέων για βοήθεια αποτέλεσε μιας πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους Αθηναίους, ώστε να ολοκληρώσουν αυτό που άφησαν ημιτελές κατά τη διάρκεια της Α’  Σικελικής Εκστρατείας. Και, μάλιστα, αντιμετωπίζοντας αυτή τη φορά ευθέως τη μεγαλύτερη ελληνική δύναμη της Σικελίας, την πόλη των Συρακουσών.
Προφανώς, η σκέψη του «ισχυρού άνδρα» της Αθήνας την εποχή αυτή, του χαρισματικού Αλκιβιάδη, εστιαζόταν,  όπως βλέπουμε στις δημηγορίες του, που προβάλλει ο Θουκυδίδης, στις «ευκαιρίες» που θα έδινε για την Αθήνα τυχόν επιτυχημένη εκστρατεία στη Σικελία. Η «πύλη της Δύσης» θα ήταν ανοιχτή, οι δυνατότητες – οικονομικές , κυρίως – της Σικελίας θα βρίσκονταν στη διάθεση της και η επικράτηση επί της Σπάρτης διαφαινόταν σίγουρη.
Με αυτά τα δεδομένα, ο Αλκιβιάδης, δημαγωγώντας, κατάφερε να πείσει τους συμπολίτες του να εγκρίνουν την εκστρατεία, ενώ είχε, σημειωτέον, και την αρωγή ενός δημαγωγού, του Δημόστρατου, παρά την αντίθεση των μετριοπαθών, που είχαν ηγέτη τους το Νικία. Οι ολιγαρχικοί της Αθήνας – παραδοσιακά φιλολάκωνες – δεν ήταν δυνατό να επηρεάσουν επί της ουσίας τα πράγματα σε αυτήν την συγκυρία, ωστόσο δεν είχαν πει ακόμη τον τελευταίο τους λόγο, καθώς θα φρόντιζαν για την αποτυχία της εκστρατείας στη συνέχεια.
Τον Ιούλη του 415 π.X. ο αθηναϊκός στόλος, με ατμόσφαιρα «πυροδοτημένη» στο φουλ από τη «σκανδαλολογία»,  απέπλευσε, λοιπόν, από τον Πειραιά για το μεγάλο ταξίδι, με 134 πλοία και, μετ’ από πρόταση του Δημόστρατου, με στρατηγούς τον Αλκιβιάδη, το Νικία και το Λάμαχο.
Ο Αλκιβιάδης, ο ενθουσιώδης υπέρμαχος της εκστρατείας και ο άνθρωπος που είχε ένα απολύτως ολοκληρωμένο όραμα για την προσπάθεια αυτή, ήταν αναπόφευκτα ένας από τους αρχηγούς της εκστρατείας. Ο λαός, σε μία επίδειξη δημοκρατικότητας, έθεσε κοντά του, ίσως, για να μετριαστεί κάπως η αλαζονεία του, τον Νικία και το Λάμαχο.
Ο Νικίας, ως αρχηγός της μετριοπαθούς μερίδας, δεν πίστευε στην εκστρατεία και η τοποθέτηση του στην αρχηγία της – ιδιαίτερα με την τροπή που πήραν στη συνέχεια τα πράγματα – ήταν ένα από τα μεγαλύτερα σφάλματα των Αθηναίων σε αυτήν την υπόθεση. Ο Αλκιβιάδης ήθελε να ψηφιστεί ο Νικίας, προφανώς θεωρώντας ότι παραμένοντας πίσω ο μετριοπαθής αντίπαλός του θα μπορούσε να επηρεάσει τα πράγματα εναντίον της συνέχισης της εκστρατείας και της ενίσχυσης του εκστρατευτικού σώματος που ο Αλκιβιάδης γνώριζε ότι μοιραία θα χρειαζόταν κάποια στιγμή.
Ο τρίτος συναρχηγός, ο Λάμαχος, του Ξενοφάνη ο γιος, ήταν ένας ικανότατος στρατιωτικός ηγέτης που είχε δρέψει δάφνες κατά τη διάρκεια του πελοποννησιακού πολέμου, αλλά που δεν διέθετε την πολιτική ευφυία και οξυδέρκεια του Αλκιβιάδης – ούτε βεβαίως και την αποφασιστικότητα του. Ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης ασχολείται συχνά με το φιλοπόλεμο και παχυλά αμειβόμενο Λάμαχο («Αχαρνείς», «Ειρήνη» κ.α.).
Ο τίτλος και των τριών ήταν «Στρατηγός Αυτοκράτορας», δηλαδή τους εκχωρούνταν από το δήμο αυξημένες πολιτικές και στρατιωτικές αρμοδιότητες και επί της ουσίας «δικτατορική» εξουσία πάνω στο εκστρατευτικό σώμα.
Επίσημα, οι καθορισμένοι στόχοι της εκστρατείας ήταν δύο τακτικής φύσεως και ένας στρατηγικής. Οι τακτικοί στόχοι των Αθηναίων ήταν η ενίσχυση της Έγεστας στη διαμάχη με το Σελινούντα και η παλιννόστηση των δημοκρατικών Λεοντίνων, που είχαν εξοριστεί από την πόλη τους. Ο στρατηγικός στόχος, όπως διατυπώθηκε στο σχετικό ψήφισμα, ήταν να γίνει ό,τι είναι απαραίτητο, ώστε να εξυπηρετηθούν τα αθηναϊκά συμφέροντα στην Σικελία.  
Ο τρίτος στόχος θα «εξυπηρετείτο» καλύτερα με την πλήρη κατάκτηση στης Σικελίας, άλλωστε όλες οι αρχαίες πηγές συμφωνούν ότι αυτός ήταν ο πραγματικός στόχος του αθηναϊκού εκστρατευτικού σώματος. Για έναν τέτοιο φιλόδοξο στόχο, καθώς το νησί ήταν πολυάνθρωπο και διέθετε πολλές ισχυρές πόλεις, οι δυνάμεις που αρχικά διατέθηκαν μοιάζουν μάλλον μικρές, ωστόσο ο Αλκιβιάδης είχε εμπιστοσύνη στις διπλωματικές του ικανότητες και θεωρούσε ότι θα μπορούσε να πείσει πολλούς ντόπιους να συνδράμουν τους Αθηναίους στις προσπάθειές τους.
Συνολικά, με τις 100 τριήρεις (60 πολεμικές και 40 οπλιταγωγές) θα μεταφέρονταν στην Σικελία 5.100 οπλίτες, εκ των οποίων οι 2.200 ήταν Αθηναίοι. Αναλυτικά η σύνθεση του στρατεύματος ήταν 1.500 πολίτες Αθηναίοι οπλίτες της μέσης τάξης, 700 Αθηναίοι θήτες (κατώτερης τάξης) εξοπλισμένοι επίσης ως οπλίτες, 500 Αργείοι, 250 Μαντινείς και άλλοι 2.150 σύμμαχοι των Αθηναίων, όλοι εξοπλισμένοι ως οπλίτες. Ακόμη, περί τους 480 Κρήτες Τοξότες, 700 σφενδονήτες από τη Ρόδο, ακόμη 120 ψιλοί από τα Μέγαρα και 30ιππείς. Υπήρχαν βεβαίως και τα πληρώματα των πλοίων, περί τους 20.000 (κάθε τριήρης είχε περίπου 200 άτομα πλήρωμα) που θα μπορούσαν να συνδράμουν σε περίπτωση μεγάλων συρράξεων.
Οι ολιγαρχικοί της Αθήνας, οι οποίοι ένιωθαν πως κοντύτερά τους κοινωνικά ήταν ο Αλκιβιάδης πριν αυτός στραφεί προς τους Δημοκρατικούς και μάλιστα προς την ακραιφνώς ριζοσπαστική πτέρυγά τους, δεν έτρεφαν επεκτατικές φιλοδοξίες. Για εκείνους, αυτό που προείχε ήταν η διατήρηση του κοινωνικού και πολιτικού «status quo».  Τα ίδια ακριβώς είχαν στο νου τους και οι αντίπαλοι των Αθηναίων, Σπαρτιάτες.
Αν και η αποδοχή τους από το Δήμο ήταν μηδαμινή, δεν σταματούσαν, με εργαλείο τις περίφημες «εταιρείες» (ομάδες αριστοκρατών – παρακρατικών), να προσπαθούν να καθοδηγήσουν τα πράγματα κατά τα συμφέροντά τους.
Στην περίπτωση της εκστρατείας της Σικελίας, αφού δεν είχαν τη δυνατότητα να ματαιώσουν την ψήφιση της εκστρατείας, προσπάθησαν να την υπονομεύσουν εξαρχής, δημιουργώντας ένα πρωτοφανές σκάνδαλο, το οποίο ουσιαστικά «σφράγισε» την τύχη της εκστρατείας,  πριν καν αναχωρήσουν τα πλοία από τον Πειραιά.
Το Μάιο του 415 π.Χ., ενώ οι προετοιμασίες για την αναχώρηση του στόλου κορυφώνονταν, ένας μεγάλος αριθμός ερμαϊκών στηλών, βρέθηκαν ακρωτηριασμένες! Επρόκειτο για μέγιστη ιεροσυλία, για ένα σκάνδαλο πραγματικά κατακλυσμιαίων διαστάσεων για τα δεδομένα της Αθήνας της εποχής.
Ο Αλκιβιάδης, που είχε δημιουργήσει τη φήμη, εκτός του άσωτου και έκλυτου και εκείνου που «δεν είχε ιερό ούτε όσιο» (σύμφωνα με τα κουτσομπολιά της εποχής) κατηγορήθηκε ως ένας εκ των «Ερμοκοπιδών» – όπως έγιναν γνωστοί οι βέβηλοι.
Μάλιστα, 10 ακόμη Αθηναίοι – εκ των οποίων κάποιοι ανήκαν στον ευρύτερο κοινωνικό, όχι όμως και πολιτικό, κύκλο του Αλκιβιάδη – κατηγορήθηκαν και καταδικάστηκαν σε θάνατο, ενώ ένας εξ αυτών, κάποιος Πολύστρατος, εκτελέστηκε, οι άλλοι εννιά αυτοεξορίστηκαν για να αποφύγουν την ίδια τύχη.
Όμως ο πανούργος πολιτικός δεν ήταν εύκολο θύμα. Χρησιμοποιώντας την πειθώ και τις διασυνδέσεις του, κατόρθωσε να αναστρέψει το κλίμα και μάλιστα ζήτησε να δικαστεί άμεσα ώστε να καθαρίσει το όνομα του. Αν πήγαινε σε δίκη, κατά πάσα πιθανότητα θα αθωωνόταν. Η γοητεία που ασκούσε ο Αλκιβιάδης στην Εκκλησία του Δήμου ήταν σχεδόν απίστευτη και για να «επιβιώσει» μια κατηγορία της θυελλώδους αγόρευσης του μπροστά στους Αθηναίους θα έπρεπε να είναι θεμελιωμένη σε αντράνταχτα στοιχεία
Αυτή, βεβαίως, δεν ήταν. Έτσι, οι κατήγοροι πέτυχαν να αναβάλλουν τη λήψη απόφασης, προφασιζόμενοι ότι δεν θα ήταν καλό ενώ γίνονται οι ετοιμασίες για τη μεγαλύτερη υπερπόντια εκστρατεία που είχαν αναλάβει ποτέ οι Αθηναίοι, να γίνει μια δίκη που θα δημιουργούσε προβλήματα συνοχής του Δήμου. Η δίκη αναβλήθηκε για μετά την επιστροφή του εκστρατευτικού σώματος, το οποίο αναχώρησε μέσα σε μία παλλαϊκή γιορτή, που όμοια της δεν είχε ξαναδεί η Αθήνα. Ο Θουκυδίδης, ο μεγάλος ιστορικός που ασχολήθηκε με τον Πελοποννησιακό πόλεμο, άφησε μια ιδιαίτερα εντυπωσιακή περιγραφή της αναχώρησης των Αθηναίων για τον προορισμό τους, αφού θα περνούσαν και από την Κέρκυρα πριν κατευθυνθούν στη Σικελία. Η ελπίδα ότι αυτή η εκστρατεία θα καθιστούσε την Αθήνα μια πραγματική υπερδύναμη, ήταν διάχυτη μεταξύ των Αθηναίων, που με ανάμεικτα δάκρυα χαράς  και θλίψης  αποχαιρέτησαν την επιβλητική αρμάδα.
Ο στόλος, όπως είχε προγραμματιστεί, κατέληξε στην Κέρκυρα, επίσης μέλος της αθηναϊκής συμμαχίας, απ’  όπου παρέλαβαν ακόμη 34 τριήρεις και όλοι μαζύ αναχώρησαν για την Σικελία. Έστω και με εμπόδια, η ισχυρή αθηναϊκή δύναμη ξεκίνησε, όμως ήδη είχαν τεθεί σε κίνηση οι δυνάμεις εκείνες που θα οδηγούσαν την λαμπρή δύναμη της Αθήνας στον όλεθρο – όπως και τις ελπίδες των Αθηναίων για κοσμοκρατορία…
Ο αθηναϊκός στόλος έφθασε σύντομα στις ακτές της Κάτω Ιταλίας και προσπάθησε να προσεγγίσει κάποιες από τις ελληνικές πόλεις που διέθεταν λιμάνι, για να ανεφοδιαστεί, εισπράττοντας όμως την άρνηση τόσο στον Τάραντα όσο και στους Επιζεφύριους Λοκρούς – ήταν άλλωστε δωρικές αποικίες και ως εκ τούτου αρνητικά διακείμενες προς τους Αθηναίους. Δε συνέβαινε το ίδιο και στο Ρήγιο, όπου οι Αθηναίοι βρήκαν ασφαλές λιμάνι και έναν χώρο όπου θα μπορούσαν να στρατοπεδεύσουν και να αποφασίσουν την πορεία δράσης τους.  
Οι τρεις αρχηγοί του στρατεύματος είχαν τρεις διαφορετικές προσεγγίσεις, τις οποίες μας παραδίδει ο Θουκυδίδης, ως προς το πώς θα προχωρούσαν στη συνέχεια της εκστρατείας. Ο μετριοπαθής Νικίας, που ελάχιστη πίστη διατηρούσε στην αναγκαιότητα αυτής της εκστρατείας, υποστήριζε μια τακτική αναμονής, με κινήσεις στο διπλωματικό πεδίο ώστε να γίνουν πραγματικότητα οι δύο «στόχοι» της εκστρατείας, δηλαδή η κατάπαυση της διαμάχης μεταξύ Έγεστας και Σελινούντα και η επαναφορά των δημοκρατικών Λεοντίνων στην πόλη τους. Στη συνέχεια και αφού οι Αθηναίοι θα ισχυροποιούσαν το δίκτυο των συμμαχιών τους στην Σικελία, θα μπορούσαν να αποχωρήσουν, έχοντας προτύτερα κάνει μία επίδειξη δύναμης προς τους Έλληνες της Κάτω Ιταλίας. Το σχέδιο του Νικία δεν προέβλεπε στρατιωτική εμπλοκή των Αθηναίων, αλλά απλά διπλωματικές κινήσεις, οπότε και τα οφέλη που θα ήταν δυνατό να αποκομίσει η Αθήνα ήταν πενιχρά – στην καλύτερη περίπτωση, μια εξασφαλισμένη συμμαχία με ορισμένες από τις πόλεις του νησιού.
Ο Λάμαχος, που πίστευε αντίθετα με το Νικία στη σκοπιμότητα της εκστρατείας, ήταν υπέρ μιας άμεσης, κεραυνοβόλας τακτικής: θεωρούσε ότι η μόνη δύναμη που θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην επέκταση της αθηναϊκής ισχύος στη Σικελία ήταν οι Συρακούσες (φωτό νομίσματα της εποχής της εκστρατείας, περί το 415 π.Χ.) , οπότε πρότεινε την άμεση επίθεση ενάντια στην πόλη. Πίστευε ότι εφόσον οι Συρακούσες ηττούντο και συνθηκολογούσαν, η κατάκτηση της Σικελίας θα ήταν στη συνέχεια απλή υπόθεση. Παρότι μια άμεση επίθεση με τις σχετικά μικρές δυνάμεις που διέθετε το σώμα (ούτε 6.500 μαχητές) στις Συρακούσες, μοιάζει εκ πρώτης όψεως ιδιαίτερα παρακινδυνευμένη, το σχέδιο του Λάμαχου λάμβανε υπόψη τις αναφορές των δημοκρατικών Συρακουσίων, τους οποίους είχαν προσεγγίσει φυσικά οι Αθηναίοι, που τόνιζαν ότι η άμυνα της πόλης είναι ασθενής και μια ταχύτατη στρατιωτική επέμβαση των Αθηναίων θα είχε μεγάλες πιθανότητες επιτυχίας. 

Αντίθετα με το σχέδιο του Νικία, η προσέγγιση του Λάμαχου ήταν καθαρά στρατιωτική και ενείχε την προοπτική πλήρους επικράτησης στο νησί. Ωστόσο ήταν αρκετά ριψοκίνδυνο, αφού από τη μια δεν υπήρχαν εγγυήσεις επιτυχίας της κεραυνοβόλας επίθεσης κατά των Συρακουσών και από την άλλη υπήρχε ο αστάθμητος παράγοντας των ουδέτερων πόλεων του νησιού, που μπροστά στην απρόκλητη επίθεση των Αθηναίων ενδέχεται να σχημάτιζαν ένα ενιαίο αντι-αθηναϊκό μέτωπο.
Ο Αλκιβιάδης, ως συνήθως οπαδός των περίπλοκων συνδυασμένων ενεργειών πολιτικής-στρατιωτικής ισχύος, πρότεινε ένα διαφορετικό σχέδιο. Αντιμετώπισε εξαρχής τις Συρακούσες και το Σελινούντα ως τις μοναδικές δυνάμει αντιπάλους των Αθηναίων, που θα έπρεπε να εξουδετερωθούν με ένα συνδυασμό διπλωματικών και στρατιωτικών μέσων. Ο Αλκιβιάδης πόνταρε προφανώς στην αθηναϊκή ισχύ, αλλά και παράλληλα στην δική του ευγλωττία, διπλωματικότητα και προσωπική του γοητεία για να πετύχει προσεταιρισμό των κυριότερων ελληνικών πόλεων της Σικελίας, στις οποίες θα εμφανιζόταν ως «σωτήρας» από τις επιβουλές των Συρακουσίων (οι οποίοι, όντως, είχαν κατά καιρούς προσπαθήσει να επιβάλλουν τη θέληση τους επί των υπολοίπων Σικελών και θα το επαναλάμβαναν, με περισσότερη μάλιστα επιτυχία, στο μέλλον).
Το σχέδιο του Αλκιβιάδη προέβλεπε την προσεκτική κίνηση του εκστρατευτικού σώματος μέχρι τη Μεσσήνη, την οποία θα προσεταιρίζονταν και θα τη χρησιμοποιούσαν ως βάση επιχειρήσεων και εν συνεχεία μια εκστρατεία προπαγάνδας και διπλωματίας, με στόχο την απομόνωση Συρακουσών και Σελινούντα. Αφού θα επιτυγχάνετο αυτό, το μόνο που θα έμενε θα ήταν μία σύντομη πολεμική επιχείρηση που θα γονάτιζε τις δύο πόλεις και θα καθιστούσε την Αθήνα κυρίαρχο στην μεγάλη νήσο. Ήταν ένα ευφυές σχέδιο, χαρακτηριστικό του τρόπου σκέψης του Αλκιβιάδη, το οποίο τέθηκε σε εφαρμογή με επιτυχία, παρότι αρχικά η αποτυχία προσεταιρισμού της Μεσσήνης έδειχνε να το θέτει σε κίνδυνο.
Όμως στη συνέχεια οι δημοκρατικοί Λεοντίνοι επανεγκαταστάθηκαν στην πόλη τους, η πόλη Νάξος δέχτηκε να περάσει στο αθηναϊκό στρατόπεδο, όπως και η Κατάνη. Ο κλοιός έσφιγγε γύρω από τις Συρακούσες, καθώς ο Αλκιβιάδης χρησιμοποιούσε τη διπλωματική του ικανότητα από τη μια και την ισχύ των αθηναϊκών όπλων από την άλλη, στην προαιώνια τακτική του μαστιγίου και του καρότου, για να ολοκληρώσει την απομόνωση της μόνης πόλης που ήταν δυνατό να απειλήσει τα αθηναϊκά σχέδια. Όμως δεν έμελλε να γίνει ο κατακτητής της Σικελίας ο φιλόδοξος γιος του Κλεινία, αφού την ίδια ώρα οι αντίπαλοί του στην Αθήνα έψαχναν τρόπους εξόντωσης του.
Από την επομένη κιόλας ημέρα της αναχώρησης του εκστρατευτικού σώματος, στην Αθήνα άρχισαν ξανά οι ζυμώσεις για το ζήτημα των Ερμοκοπιδών. Αν και οι περισσότεροι μελετητές συμφωνούν ότι επρόκειτο για μια προσπάθεια των Αθηναίων ολιγαρχικών να υπονομεύσουν την εκστρατεία και τον ίδιο τον Αλκιβιάδη, αρχικά απέτυχαν – οι περισσότεροι από τους 28 που στη συνέχεια συνελήφθησαν και καταδικάστηκαν ήταν ολιγαρχικοί!
Ωστόσο παράλληλα με την υπόθεση των Ερμοκοπιδών, και μια άλλη άρχισε να απασχολεί το Δήμο. Καθώς φαίνεται, κάποιοι πολιτικοί αντίπαλοι του Αλκιβιάδη από την παράταξη των Δημοκρατικών, βρήκαν εν τη απουσία του την ευκαιρία να τον διαβάλλουν (Ανδροκλής, Κλεώνυμος, Θεσσαλός ο Κίμωνα κ.α.). Κατηγορήθηκε ότι μαζύ με κάποιους φίλους του μετείχε σε παρωδία των Ελευσινίων Μυστηρίων, μια κατηγορία εξίσου σοβαρή και βαριά στα μάτια των Αθηναίων με εκείνη του βεβηλωτή των ερμαϊκών στηλών.
Όταν ενεπλάκη και το όνομα του Αλκιβιάδη, μετά από εις βάρος του καταγγελίες, οι Αρχές ζήτησαν την ανάκληση του Αλκιβιάδη από τη Σικελία, μα αυτός προτίμησε – αντί να γυρίσει στην Αθήνα για τη δίκη – να καταφύγει στη μισητή αντίπαλο των Αθηναίων, τη Σπάρτη,  στην Αυλή του βασιλιά Άγη B’ .
Το ότι συμπαρατάχτηκε με τους Λακεδαιμόνιους ενεργά το 415 π.Χ. ο Αλκιβιάδης «σφράγισε» όχι μόνο τη μοίρα του εκστρατευτικού σώματος στη Σικελία, αλλά και την ίδια την τύχη της Αθήνας και, σύμφωνα με τους ιστορικούς, τη μετέπειτα πορεία του πολέμου.
Οι Αθηναίοι, παρά την αυτομολία του Αλκιβιάδη, πάντως, συνέχισαν με την εφαρμογή του σχεδίου του. Η τυπική πλευρά της εκστρατείας, η παροχή δηλαδή βοήθειας στους Εγεσταίους, προχωρούσε κανονικά, αφού οι Αθηναίοι προχώρησαν στην κατάληψη της πολίχνης Ύκαρα, που είχε πληθυσμό γηγενών Σικελών, την οποία και παρέδωσαν στους Εγεσταίους, εξανδραποδίζοντας τους κατοίκους της.
Στη συνέχεια, προσπάθησαν να καταλάβουν την Ύβλα, προσπάθεια στην οποία απέτυχαν, ενώ οι Συρακούσιοι είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται επακριβώς το μέγεθος της απειλής και προσάρμοζαν ανάλογα τις κινήσεις τους.
Σύντομα, είχαν ετοιμαστεί για να συγκρουστούνε για πρώτη φορά με τους Αθηναίους στο πεδίο της μάχης. Οι Συρακούσιοι, σε μία ιδιαίτερα τολμηρή κίνηση, προχώρησαν με πανστρατιά ενάντια στην Κατάνη και στο στρατόπεδο των Αθηναίων. Οι τελευταίοι, έχοντας εξαιρετικό δίκτυο πληροφοριών, αντιλήφθηκαν την κίνηση των Συρακουσίων και επιχείρησαν να τους ξαφνιάσουν, μεταφερόμενοι δια θαλάσσης προς τις Συρακούσες. Όμως και οι Συρακούσιοι αντιλήφθηκαν την κίνηση των Αθηναίων και ξεκίνησαν μία ταχύτατη πορεία προς την πόλη τους. Το εξαίρετο ελαφρύ ιππικό των Συρακουσών κινήθηκε ταχύτατα και πρόλαβε τους Αθηναίους ενώ προετοιμάζονταν και ουσιαστικά έσωσε τις Συρακούσες, αφού «καθυστέρησε» τους αντιπάλους έως ότου φθάσει και το πεζικό.
Όταν οι Συρακούσιοι έφθασαν, παρατάχθηκαν άμεσα για μάχη και συγκρούστηκαν με τους Αθηναίους και τους συμμάχους τους. Αν και οι Συρακούσιοι (μαζύ με τους Σελινούντιους συμμάχους τους) είχαν σαφή αριθμητική υπεροχή, οι Αθηναίοι και οι σύμμαχοι τους ήσαν σαφώς πιο έμπειροι πολεμιστές και καλύτερα διοικούμενοι. Έτσι, μετά από σκληρή μάχη, οι Συρακούσιοι αποχώρησαν ηττημένοι, αφήνοντας στο πεδίο της μάχης 260 νεκρούς, έναντι μόλις 50 των Αθηναίων.
Οι Συρακούσιοι σώθηκαν από πανωλεθρία, λόγω της ύπαρξης του ισχυρού ιππικού τους (1.200 ιππείς), το οποίο εμπόδισε τους Αθηναίους να καταδιώξουν τους ηττημένους οπλίτες. Οι Συρακούσιοι κατέφυγαν πίσω από τα τείχη της πόλης τους και ετοιμάστηκαν για πολιορκία, η οποία σύντομα λύθηκε, αφού ο ερχομός του χειμώνα επέβαλλε παύση των πολεμικών επιχειρήσεων. Οι Αθηναίοι υποχώρησαν στην Κατάνη και ετοιμάστηκαν να επαναλάβουν τις επιχειρήσεις την Άνοιξη.
Οι Συρακούσιοι δεν άφησαν το χρόνο που μεσολάβησε αναξιοποίητο. Με την καθοδήγηση του νέου ισχυρού άνδρα της πόλης, του Ερμοκράτη, προχώρησαν στην ενίσχυση των οχυρώσεων τις πόλεις και σε διπλωματικές και στρατιωτικές προετοιμασίες. Άφησαν όμως ανοχύρωτη μία θέση με τεράστια στρατηγική σημασία, το ύψωμα και οροπέδιο των Επιπολών, το οποίο έβαλαν ως στόχο οι Αθηναίοι με το που ήλθαν ξανά στις Συρακούσες, το Μάιο του 414 π.Χ.
Οι Συρακούσιοι προσπάθησαν να απωθήσουν τους Αθηναίους, ωστόσο απωθήθηκαν χάνοντας τη μισή από τη δύναμη (600 άνδρες) που είχαν στείλει στις Επιπολές. Οι Αθηναίοι είχαν ήδη ενισχυθεί με περισσότερους άνδρες, κυρίως ιππικό τόσο από την Αθήνα όσο και από τη συμμαχική Έγεστα και από άλλες περιοχές της Σικελίας σε μία προσπάθεια να αντισταθμίσουν το αποφασιστικό πλεονέκτημα των Συρακούσιων στον τομέα αυτό.
Αμέσως μετά την κατάληψη του οροπεδίου, οι Αθηναίοι δημιούργησαν ένα μικρό οχυρό και εγκατέστησαν ευάριθμη φρουρά, ενώ ξεκίνησαν τη δημιουργία της δικής τους οχύρωσης. Ήταν αποφασισμένοι αυτή τη φορά να καταβάλλουν την αντίσταση των Συρακουσίων. Με την δημιουργία ενός δικού τους τείχους, οι Αθηναίοι απειλούσαν να αποκλείσουν πλήρως τις Συρακούσες, κάτι που αντιλήφθηκαν οι πολιορκημένοι που ξεκίνησαν να κατασκευάζουν ένα αντιτείχισμα κάθετα στο αθηναϊκό τείχος. Επίσης, χρησιμοποίησαν το ιππικό τους για να παρενοχλούν τους Αθηναίους. Οι τελευταίοι με μία αστραπιαία επιχείρηση κατόρθωσαν να καταλάβουν και να καταστρέψουν το αντιτείχισμα. Οι Συρακούσιοι δεν πτοήθηκαν και άρχισαν να δημιουργούν νέο, ωστόσο οι Αθηναίοι επιτέθηκαν ξανά και το κατέστρεψαν εκ νέου.
Ωστόσο, στη σφοδρότατη μάχη για τον έλεγχο του νέου αντιτειχίσματος, οι Αθηναίοι υπέστησαν μία απώλεια που δεν ήταν δυνατό να αναπληρωθεί: Ο στρατηγός Λάμαχος σκοτώθηκε πολεμώντας στην πρώτη γραμμή, αφήνοντας το Νικία στρατάρχη του εκστρατευτικού σώματος. Ο Λάμαχος μπορεί να μην ήταν Αλκιβιάδης όσον αφορά στα διπλωματικά προσόντα, αλλά ήταν έμπειρος, δοκιμασμένος και ικανός στρατιωτικός. Η αποφασιστικότητά του θα έλειπε από τους Αθηναίους στη συνέχεια ...
Όμως τη στιγμή αυτή, οι Αθηναίοι είχαν τον έλεγχο. Οι Συρακούσιοι είχαν αρχίσει να αποθαρρύνονται, βλέποντας τις προσπάθειές τους να αποτυγχάνουν και οι πόλεις της Σικελίας, όπως είχε προβλέψει ο Αλκιβιάδης, άρχισαν να συρρέουν μαζικά στο στρατόπεδο των Αθηναίων, διαβλέποντας ότι οι Συρακούσες βρίσκονται στα πρόθυρα συνθηκολόγησης. Άλλωστε, ένα τέτοιο «κλίμα» είναι διάχυτο και στο εσωτερικό των Συρακουσών, όπου αριστοκρατικός Ερμοκράτης απομακρύνθηκε από την στρατηγία, για να αναλάβουν οι δημοκρατικοί, που επιδίωκαν μια συνεννόηση με τους Αθηναίους, ώστε να πετύχουν μια ευνοϊκή συνθήκη.
Ο Αλκιβιάδης, όμως, ζώντας στην Σπάρτη,  ήθελε να εκδικηθεί τους συμπατριώτες του. Στα πλαίσια αυτά, έδωσε στους Σπαρτιάτες δύο συμβουλές, οι οποίες αποδείχτηκαν εξαιρετικά αποδοτικές.
Η πρώτη ήταν να προχωρήσουν στην δημιουργία μιας βάσης του σπαρτιατικού στρατού στην Αττική και συγκεκριμένα στη Δεκέλεια, ώστε να σφίξει ο κλοιός γύρω από την Αθήνα και να αποκτήσουν οι συμπατριώτες του ένα μόνιμο «αγκάθι στο πλευρό της».  Η δεύτερη πρόταση αποδείχτηκε ακόμη πιο σημαντική: Να αποστείλουν οι Σπαρτιάτες εκστρατευτικό σώμα στην Σικελία, ώστε να ενισχύσουν τους (επίσης Δωριείς) Συρακούσιους.
Οι Σπαρτιάτες άκουσαν προσεχτικά όσα τους συμβούλεψε ο Αλκιβιάδης και έκριναν πολύ ωφέλιμο γι’ αυτούς να τα εφαρμόσουν. Προχώρησαν άμεσα στην κατάληψη και οχύρωση της Δεκέλειας και την εγκατάσταση ισχυρής φρουράς. Και απέστειλαν τον ικανότατο στρατηγό τους Γύλιππο στη Σικελία, με ισχνές δυνάμεις (δώδεκα τριήρεις, δηλαδή περίπου 2.600 άνδρες μαζύ με τους κωπηλάτες και τα πληρώματα).
Αν και οι δυνάμεις του ήταν μικρές, ο Γύλιππος ήταν ικανότατος ηγέτης και με την άφιξη του στη Σικελία άρχισε να δημιουργεί τις βάσεις για έναν αντι-αθηναϊκό συνασπισμό, προσεταιριζόμενος αρχικά τους Σελινούντιους και τους κατοίκους της Ιμέρας, καθώς και ιθαγενείς Σικελούς.
Οι Συρακούσιοι έμαθαν για την άφιξη ενισχύσεων από την Πελοπόννησο και αναθάρρησαν, σε ένα χρονικό σημείο που ήταν έτοιμοι να συνθηκολογήσουν. Ο Νικίας είχε ακόμη την ευκαιρία να εκβιάσει την θετική έκβαση του πολέμου υπέρ του, αλλά αδράνησε ανεξήγητα, καθυστερώντας μέχρι που είδε τον Γύλιππο επικεφαλής περίπου 3.000 ανδρών να φθάνει στις Επιπολές και να ενώνεται με τους Συρακούσιους που έκαναν έξοδο από την πολιορκημένη πόλη τους. Η κατάσταση πλέον είχε αρχίσει να αντιστρέφεται και ο Γύλιππος είχε και την πρώτη του απτή επιτυχία, καταλαμβάνοντας το φρούριο του Λάβδαλου, το οποίο είχαν δημιουργήσει οι Αθηναίοι στις Επιπολές.
Οι Αθηναίοι διέκοψαν την απραξία τους οχυρώνοντας το Πλημμύριο, που βρίσκεται στο νότιο άκρο του μεγάλου λιμένα των Συρακουσών. Όμως τώρα πια η φορά των γεγονότων δεν άφηνε περιθώρια για ιδιαίτερη αισιοδοξία: Οι πολιορκημένοι ενισχύονταν συνεχώς καθώς, αφού, λίγες μέρες μετά την άφιξη του Γύλιππου, ήλθαν άλλες 12 τριήρεις από δωρικές πόλεις της κυρίως Ελλάδας, διέθεταν πια έναν πολύπειρο και επιδέξιο ηγέτη και είχαν αποκτήσει την πρωτοβουλία των κινήσεων. Ο χρόνος πλέον μετρούσε αρνητικά και αντίστροφα για τους Αθηναίους.
Η εκστρατεία των Αθηναίων ενάντια στους Συρακούσιους είχε μετατραπεί πλέον σε μία ολοκληρωτική σύγκρουση του αθηναϊκού συνασπισμού με τον λακωνικό και ο Νικίας αντιλαμβανόμενος ότι έχει εμπλακεί σε κάτι που ξεπερνούσε τις δυνατότητές του, βγήκε από το «λήθαργο» και αποφάσισε να ζητήσει ενισχύσεις από την Αθήνα. Η πρότασή του προς την Εκκλησία του Δήμου ήταν είτε να εγκαταλειφθεί η εκστρατεία, είτε να σταλούν ενισχύσεις ικανές να αλλάξουν εκ νέου την ισορροπία των δυνάμεων που είχε ανατραπεί σε βάρος των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι, παρασυρμένοι από την προοπτική του μεγαλείου και αρνούμενοι να επιτρέψουν στους Σπαρτιάτες να κερδίσουν μια τόσο μεγάλη νίκη, ψήφισαν υπέρ της αποστολής σημαντικών ενισχύσεων.
Άμεσα αναχώρησε ο Ευρυμέδοντας με 10 τριήρεις και αρκετούς οπλίτες, ενώ στη συνέχεια θα τον ακολουθούσε και ο Δημοσθένης με ακόμη περισσότερους άνδρες και εφόδια.  
Η Σικελική Εκστρατεία – δίχως να μπορούν, εξ αποστάσεως, να το αντιληφθούν ο λαός και οι έμπλεοι ιμπεριαλιστικών ιδεών δημαγωγοί, που τον παραπλανούσαν στην Αθήνα – εξελισσόταν σε μια ανοιχτή «πληγή», που απορροφούσε δυσανάλογα μεγάλες δυνάμεις και πόρους. Φυσικά, το δέλεαρ, η κυριαρχία επί της Σικελίας, ήταν σαγηνευτικότατο, αλλά το αντίτιμο που καλούνταν να πληρώσουν οι Αθηναίοι ήταν εξίσου σημαντικό.
Την ίδια στιγμή, όπως θα ήταν και λογικό και αναμενόμενο, και οι Σπαρτιάτες δεν παρέμεναν αδρανείς, αλλά σε «προσκλητήριο» για τους δικούς τους συμμάχους, έπεισαν τους Κορίνθιους να στείλουν μοίρα πλοίων με 1.600 άνδρες, που εντάχτηκαν στο πολυάριθμο, πλέον, σώμα του Γύλιππου και στους Συρακούσιους.  Με αυτές τις ηθικές «ντόπες» και τις υλικές ενισχύσεις και με δεδομένη την αδυναμία της αθηναϊκής ηγεσίας, οι Συρακούσιοι αποφάσισαν να αντεπιτεθούν και έβαλαν ένα μεγαλεπήβολο, δύσκολο αλλά όχι ακατόρθωτο, στόχο, που τον πέτυχαν τελικά «με δόξα και τιμή»: Τα τρία οχυρά των Αθηναίων στο Πλημμύριο, τα οποία ήσαν γεμάτα με εφόδια και υλικά απαραίτητα για τη συνέχιση της προέλασης επί σικελικού εδάφους του εκστρατευτικού σώματος.
Μάλιστα, σύμφωνα με το Θουκυδίδη, η κατάληψη του Πλημμυρίου επέτρεψε στους Συρακούσιους να εγκλωβίσουν επί της ουσίας τον ισχυρό αθηναϊκό στόλο εντός του Μεγάλου Λιμένα των Συρακουσών, στερώντας από τους Αθηναίους το βασικότερο στρατηγικό τους πλεονέκτημα και δημιουργώντας μία κατάσταση που θα εξωθούσε τους Αθηναίους σε βεβιασμένες κινήσεις.
Για λίγο καιρό ακόμα, έγιναν ακόμη δύο μικρές συγκρούσεις στις οποίες επικράτησαν οι Συρακούσιοι, δίχως ωστόσο να μεταβληθεί η κατάσταση. Ο Νικίας χρονοτριβούσε μη επιδιώκοντας μια αποφασιστική κίνηση, περιμένοντας το δεύτερο εκστρατευτικό σώμα υπό τον Δημοσθένη, που θα ισχυροποιούσε αποφασιστικά τις δυνάμεις του.
Το 413 π.X., λοιπόν, οι Αθηναίοι θα εμπιστευτούν στο Δημοσθένη μεγάλη στρατιωτική δύναμη και του αναθέτουν να την οδηγήσει με τα πλοία στη Σικελία για να ενισχύσει το αθηναϊκό εκστρατευτικό σώμα που πολεμούσε εκεί με στρατηγό το Νικία. Κατά το ταξίδι του, για το οποίο ξεκίνησε από τον Πειραιά προς τη Σικελία τον Απρίλιο του 413 π.Χ., όμως, και παρά την κρισιμότητα της ώρας, που επέβαλε και την αποστολή του την ίδια ακόμα, ο Δημοσθένης στάθμευσε σε πολλά σημεία τόσο στην Πελοπόννησο, όσο και στο Ιόνιο, άλλοτε για να πραγματοποιήσει επιδρομές εναντίον εχθρικών θέσεων και άλλοτε για να συμπληρώσει τη δύναμή του με νέες ενισχύσεις. Το αποτέλεσμα ήταν ότι καθυστέρησε πολύ να φθάσει στη Σικελία, και όταν αυτό έγινε, η κατάσταση εκεί είχε οδηγηθεί σε απελπιστικό σημείο για το εκστρατευτικό σώμα.  Παρ’ όλα αυτά, η άφιξη τόσο μεγάλων ενισχύσεων αφενός αναπτέρωσε το ηθικό των Αθηναίων και των συμμάχων τους και αφετέρου ανάγκασε τους Συρακούσιους να προβληματιστούν περί του έκτοτε πρακτέου.
Καθώς οι Συρακούσιοι πληροφορήθηκαν ότι επίκειται η άφιξη του Δημοσθένη, που είχε, προ δεκαετίας δάφνες δόξας στην Πύλο και τη Σφακτηρία κοντά στον Κλέωνα, με σημαντικές ενισχύσεις, φοβούνταν ότι η υπεροχή που είχαν αποκτήσει κινδύνευε να εξανεμιστεί.
Με μία μοίρα 80 πλοίων από τη θάλασσα και με συντονισμένη επίθεση από ξηράς σε δύο σημεία, ο Σπαρτιάτης στρατηγός Γύλιππος, όπως γράφουν οι ιστορικοί, προσπάθησε να διασπάσει τις αθηναϊκές γραμμές. Ωστόσο, δεν τα κατάφερε, αφού οι σκληρές συγκρούσεις δεν έφεραν αλλαγή της κατάστασης. Εντούτοις, αφού άφησαν και παρήλθαν 2 μέρες, οι Συρακούσιοι έβγαλαν το στόλο τους στον κόλπο, προκαλώντας τους Αθηναίους σε μάχη.
Μετά από αρκετούς ελιγμούς, οι Συρακούσιοι αποσύρθηκαν, παρασύροντας και τους Αθηναίους να βγουν από τα πλοία τους. Επρόκειτο, όμως, για ένα τέχνασμα, το οποίο είχε στόχο να πετύχει τους Αθηναίους απροετοίμαστους. Ο στόλος των Συρακούσιων και των συμμάχων τους εμφανίστηκε ξανά μπροστά από τις αθηναϊκές θέσεις και οι Αθηναίοι όπως – όπως επάνδρωσαν τα πλοία και βγήκαν να τους ανταμώσουν. Με ορμή οι συντεταγμένοι Συρακούσιοι κατάφεραν να κατανικήσουν τα αθηναϊκά πλοία στη ναυμαχία που ακολούθησε, ωστόσο δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν τη νίκη τους και αναγκάστηκαν να αποσυρθούν, έχοντας πάντως βυθίσει 7 πλοία και χάνοντας μόλις 2.
Κι ενώ όλα έδειχναν ότι η οριστική ήττα των αθηναϊκών δυνάμεων ήταν θέμα χρόνου, έφθασε ο Δημοσθένης με τις ενισχύσεις του, δηλαδή 73 τριήρεις, περίπου 5.000 οπλίτες καθώς και μισθοφόρους από την Ιταλία, συνολικά πάνω από 20.000 άνδρες (συμπεριλαμβανομένων των πληρωμάτων).
Οι Αθηναίοι υπερείχαν πλέον αποφασιστικά σε ξηρά και θάλασσα, αφού διέθεταν περίπου 50.000 άνδρες και 180 τριήρεις και προσπάθησαν, έστω και αργά, να ανακτήσουν την πρωτοβουλία των κινήσεων, εξαναγκάζοντας τους Συρακούσιους σε παθητική στάση. Ωστόσο και αυτοί η εικόνα αποδείχτηκε απατηλή και η μη παρουσία ενός ηγέτη της κλάσης ενός Αλκιβιάδη ή ενός Λάμαχου κατέστη οφθαλμοφανέστατη, όταν οι Αθηναίοι προσπάθησαν να επιτεθούν και να ανακαταλάβουν τα οχυρά στις Επιπολές και να καταστρέψουν το τρίτο αντιτείχισμα που έφτιαχναν οι αντίπαλοί τους.
Η επίθεση έγινε τελικώς τη νύχτα και επικράτησε τρομερή σύγχυση, εξαιτίας μιας σειράς παραγόντων. Καταρχήν, οι Αθηναίοι επιδόθηκαν σε καταδίωξη των αντιπάλων τους, με αποτέλεσμα να χάσουν οποιαδήποτε συνοχή. Ακόμη, καθώς μεταξύ τους βρισκόταν αρκετοί Δωριείς (κυρίως Αργείοι και Κερκυραίοι), ο πολεμικός παιάνας τους ήταν ίδιος με αυτόν των αντιπάλων τους, με αποτέλεσμα στο σκοτάδι να γίνουν πολλές συγκρούσεις μεταξύ Αθηναίων και συμμάχων τους!
Οι συγκρούσεις συνεχίστηκαν καθόλη τη διάρκεια της νύχτας και καθώς ξημέρωνε η μέρα, φάνηκε ολοκάθαρα η αποτυχία της προσπάθειάς τους: πάνω από 2.000 Αθηναίοι και σύμμαχοι κείτονταν νεκροί στο υψίπεδο. Το ηθικό των Αθηναίων είχε πλέον πέσει στο ναδίρ και η καταστροφή φαινόταν στον ορίζοντα.
Η ιστορία, όμως, με τη Σικελία και τα όνειρα των Αθηναίων αποδείχτηκε παραμύθι χωρίς «happy end». Λανθασμένοι χειρισμοί και νωρίς και αργότερα, στην κρίσιμη ώρα, έφεραν το οικτρό τέλος της επιχείρησης. Ας ιδούμε, όμως, σύμφωνα με την περιγραφή του Θουκυδίδη, τις τελευταίες ημέρες της εκστρατείας, τον όλεθρο των Αθηναίων, το άδοξο τέλος των στρατηγών τους και τη νίκη του Γύλιππου και των Συρακούσιων.
Παρότι οι Αθηναίοι πίστεψαν ότι με την άφιξη ικανών ενισχύσεων θα μπορούσαν να ανατρέψουν εκ νέου την τακτική κατάσταση που είχε διαμορφωθεί δυσμενώς για εκείνους, η αποφασιστική στάση των Συρακούσιων και η κακή ηγεσία των Αθηναίων συνέτειναν σε μία ακόμη ήττα, που τους περιόριζε ξανά σε παθητικό ρόλο.
Ο Δημοσθένης είχε την οξύνοια να αντιληφθεί ότι σε αυτήν την περίσταση, οι αθηναϊκές δυνάμεις έπρεπε άμεσα να απαγκιστρωθούν από την πολιορκία. Εκτός από τους αντιπάλους τους, είχαν να «πολεμήσουν» και με τις ασθένειες και ιδιαίτερα την ελονοσία που έκανε θραύση μεταξύ των ανδρών του σώματος.
Έφθασε μάλιστα στο σημείο να προτείνει αποχώρηση του σώματος από τη Σικελία, κάτι που απέτρεψε ο Νικίας! Ο άλλοτε ειρηνοποιός στρατηγός, ο άνθρωπος που εξαρχής ήταν αντίθετος με την εκστρατεία, σε αυτήν την συγκυρία ήταν πεπεισμένος ότι η ισχύς του σώματος, ιδιαίτερα του ευάριθμου στόλου που διέθετε, ήταν τέτοια που τελικώς θα ανάγκαζε τους Συρακούσιους σε ήττα!
Αν και ο Δημοσθένης επανήλθε με μία πρόταση για αποχώρηση στην Κατάνη, όπου θα μπορούσε να ανεφοδιάζεται κανονικά το εκστρατευτικό σώμα και θα βρισκόταν μακριά από τον κίνδυνο που αντιπροσώπευαν οι δυνάμεις του λακωνικού συνασπισμού, ο Νικίας επέμεινε πεισματικά να παραμείνει ο στρατός εκεί που βρίσκεται. Οι στρατηγοί, που είχαν συνεργαστεί άψογα και είχαν φέρει στην Αθήνα τη «Νικίειο Ειρήνη» προ ετών, τώρα στα πεδία των μαχών, την πιο κρίσιμη στιγμή των πολεμικών επιχειρήσεων στη Σικελία, αδυνατούσαν να συμφωνήσουν! Βλέποντας, λοιπόν, τους στρατηγούς τους να διίστανται περί του πρακτέου, οι Αθηναίοι έχασαν πολύτιμο χρόνο, κατά τον οποίο οι Συρακούσιοι ενισχύονταν συνεχώς από συμμάχους της Σπάρτης και ετοιμάζονταν για επίθεση.
Όταν και ο Νικίας, έστω κι αργά, αντιλήφθηκε ότι απαιτείται η άμεση αποχώρηση της δύναμης, ξεκίνησαν οι προετοιμασίες. Και την βραδιά που είχε προγραμματιστεί να ξεκινήσει η αποχώρηση του εκστρατευτικού σώματος, την 27η Αυγούστου, σημειώθηκε έκλειψη σελήνης! Το σημάδι ερμηνεύτηκε ως θεϊκή παρέμβαση και οι Αθηναίοι αποφάσισαν να περιμένουν τις 27 ημέρες που υπέδειξαν οι μάντεις. Όλα πλέον είχαν τελειώσει.
Ο Γύλιππος ετοίμασε το στρατό του και άρχισε μία τακτική επάλληλων εφόδων, ώστε, κατά το Θουκυδίδη, να καταπονήσει τους Αθηναίους και να ανατρέψει την αμυντική τους θέση και να τους καταστήσει ευάλωτους σε ένα δυναμικό χτύπημα.  
Οι αλλεπάλληλες επιθέσεις που διεξήχθησαν στις επόμενες δύο ημέρες δεν είχαν κάποιο ουσιώδες αποτέλεσμα, ωστόσο οι Αθηναίοι ένοιωθαν την πίεση να αυξάνεται και τις διεξόδους τους να περιορίζονται σημαντικά. Στοχεύοντας πλέον στην πλήρη καταστροφή του εκστρατευτικού σώματος, ο Γύλιππος και οι Συρακούσιοι προχώρησαν σε μια εξαιρετικά τολμηρή κίνηση, στον αποκλεισμό του Μεγάλου Λιμένα με μια «αλυσίδα» πλοίων, ένα «ξύλινο τείχος».
Εφόσον το ζητούμενο πλέον δεν ήταν απλώς η απομάκρυνση του σώματος – κάτι που θα γινόταν «συν τω χρόνω» ακόμη και αν οι Συρακούσιοι δεν έκαναν τίποτε – αυτή ήταν η ενδεδειγμένη τακτική: Εάν οι Αθηναίοι έχαναν το στόλο τους, τότε δεν μπορούσαν να κάνουν τίποτε παρά να προσπαθήσουν να κινηθούν από ξηρά, όπου θα ήταν ευάλωτοι στις επιθέσεις των Συρακουσίων.
Οι Αθηναίοι κατάλαβαν ότι τα πράγματα έβαιναν πλέον προς ολοκληρωτική καταστροφή και αποφάσισαν να «τα παίξουν όλα για όλα» σε μία κίνηση απελπισίας: Θα επιχειρούσαν μία μαζική διάσπαση του κλοιού των πλοίων με τις αξιόμαχες τριήρεις που μπορούσαν να επανδρώσουν (περίπου 110). Αν η διάσπαση πετύχαινε, θα μπορούσαν να μαζέψουν και τους υπόλοιπους άνδρες που είχαν μείνει στην ακτή και να αναχωρήσουν προς την ασφάλεια της Κατάνης. Αν αποτύγχανε, θα επιχειρούσαν να αποχωρήσουν δια ξηράς.
Η ναυμαχία που ακολούθησε ήταν τρομερή. Τα πλοία των Αθηναίων, με την δύναμη που έδινε στους άνδρες η απελπισία, προσπάθησαν με μία συντονισμένη προσπάθεια να διασπάσουν τον κλοιό των Συρακούσιων και να βγουν από το λιμάνι. Οι τελευταίοι έχοντας προετοιμαστεί επισταμένως για αυτή τη μεγάλη μάχη, κατόρθωσαν παρότι αρχικά φάνηκε να αντιμετωπίζουν προβλήματα, να υπερισχύσουν μέσα στο στενό χώρο του λιμανιού που δεν επέτρεπε ελιγμούς και περίπλοκες τακτικές όπως αυτές που είχαν συνηθίσει να εφαρμόζουν οι Αθηναίοι.
Με αυτά τα δεδομένα, ο αθηναϊκός στόλος ηττήθηκε και τα πλοία επέστρεψαν στα αγκυροβόλιά  τους.
Οι Αθηναίοι πλέον ήσαν «με την πλάτη στον τοίχο»! Μολονότι οι απώλειες από την προσπάθεια διάσπασης του κλοιού ήταν μικρές, οι στρατηγοί αδυνατούσαν να πείσουν τα πληρώματα να μπουν ξανά στα πλοία. Το ηθικό βρισκόταν πια στο ναδίρ και η μόνη λύση που υπήρχε ήταν να προσπαθήσουν να διαφύγουν από ξηράς.
Όμως και σε αυτήν την περίπτωση οι Αθηναίοι καθυστέρησαν δύο μέρες. Ο  Θουκυδίδης αποδίδει τη νέα «γκάφα» των συμπατριωτών του σε πανουργία του Ερμοκράτη. Όταν πλέον αποφάσισαν να αναχωρήσουν, οι Συρακούσιοι είχαν ήδη ετοιμαστεί για να τους υποδεχτούν. Ο Θουκυδίδης περιγράφει με αληθινά σπαρακτικό τρόπο αυτές τις στιγμές της αποχώρησης, όταν οι κατηφείς και απελπισμένοι Αθηναίοι αναχωρούσαν, αφήνοντας πίσω τους εκατοντάδες άρρωστους και τραυματίες τους οποίους δεν μπορούσαν να πάρουν μαζύ τους. Οι ικεσίες και οι οιμωγές εκείνων που έμεναν πίσω ακούγονταν μέχρι την πόλη των Συρακουσών. Ωστόσο, και εκείνοι που έφευγαν δεν θα είχαν καλύτερη μοίρα.
Ένα σώμα περίπου 40.000 ανδρών ξεκίνησε με κατεύθυνση δυτική – βορειοδυτική, για να περάσουν από τις ορεινές διαβάσεις, ώστε στη συνέχεια να κατευθυνθούν βόρεια. Όμως οι Συρακούσιοι είχαν οχυρώσει τις διαβάσεις και με αποσπάσματα ιππέων και ψιλών παρενοχλούσαν συνεχώς τους Αθηναίους. Την τρίτη μέρα πορείας έφθασαν σε μία οχυρή θέση, το Ακραίον Λέπας. Εκεί, διαπίστωσαν ότι η μοναδική διάβαση είχε οχυρωθεί εξαιρετικά αποτελεσματικά από μερικές εκατοντάδες Συρακούσιους οπλίτες και ψιλούς, που είχαν ανεγείρει και τείχος.
Η διάβαση, λόγω της στενωπού και της αντίστασης των Συρακούσιων, ήταν αδύνατη και οι Αθηναίοι πήραν ξανά το δρόμο του γυρισμού για το στρατόπεδο τους. Εκεί όμως, στα πεδινά, το ιππικό των Συρακούσιων ήταν απόλυτα κυρίαρχο και συνέχισε να μην αφήνει ήσυχους τους Αθηναίους.
Οι Αθηναίοι προσπάθησαν σε μία ακροτελεύτια απέλπιδα προσπάθεια να μεταβούν σε μία ασφαλή τοποθεσία, να απαγκιστρωθούν με κατεύθυνση προς τα Νότια. Αφού παραπλάνησαν τους Συρακούσιους, ανάβοντας πολυάριθμες φωτιές στον χώρο όπου είχαν στρατοπεδεύσει, οι Αθηναίοι χώρισαν τον εναπομείναντα στρατό σε δύο σώματα και έφυγαν, το πρώτο με αρχηγό το Νικία και το δεύτερο με επικεφαλής το Δημοσθένη.
Οι Συρακούσιοι αντιλήφθηκαν την αποχώρηση των Αθηναίων το πρωί και ξεκίνησαν μια απηνή καταδίωξη. Σύντομα, κατόρθωσαν να έλθουν σε επαφή με το τμήμα που οδηγούσε ο Δημοσθένης, το οποίο περικύκλωσαν και υπέβαλλαν σε βροχή από ακόντια και βέλη για μια ολόκληρη μέρα. Η μάχη άναψε για τα καλά και οι Αθηναίοι υπέστησαν τρομακτικές απώλειες, πριν καταλάβουν ότι βρισκόταν σε τραγικά μειονεκτική θέση. Ο Δημοσθένης προτίμησε να παραδοθεί, ζητώντας εγγυήσεις για τη ζωή των Αθηναίων που απέμεναν. Μαζύ με 6.000 περίπου άνδρες που παρέμεναν ζωντανοί, παραδόθηκε στους Συρακούσιους και τους συμμάχους τους.
Απέμενε πλέον μόνο το τμήμα υπό το Νικία, το οποίο πρόλαβαν οι Συρακούσιοι και ζήτησαν την παράδοσή του. Ο Νικίας προσπάθησε να παραδοθεί εξασφαλίζοντας την ασφαλή αποχώρηση των ανδρών του, αλλά πλέον ήταν πολύ αργά για κάτι τέτοιο. Οι Συρακούσιοι απέρριψαν τις προτάσεις και άρχισαν να επιτίθενται με σφοδρότητα, προκαλώντας τεράστιες απώλειες στους αδύναμους και εξαντλημένους Αθηναίους και τους συμμάχους.
Το εκστρατευτικό σώμα κινήθηκε με δυσκολία και έφθασε στον ποταμό Ασίναρο, όπου οι εξαντλημένοι και διψασμένοι Αθηναίοι δέχτηκαν την έφοδο του συνόλου του στρατού των Συρακούσιων.
Ήταν η 16η Σεπτεμβρίου του 413 π.Χ. όταν τα υπολείμματα της κάποτε περήφανης αθηναϊκής στρατιάς παραδόθηκαν, μετά από πολύωρη σφαγή, στους Συρακούσιους. Από τους Αθηναίους που είχαν ξεκινήσει την εκστρατεία, περίπου 7.000 είχαν πέσει ζωντανοί στα χέρια των αντιπάλων τους, ενώ ακόμη 15.000 σύμμαχοι που είχαν συλληφθεί πουλήθηκαν ως δούλοι.
Η τύχη των Αθηναίων ήταν εξίσου φρικτή. Οι δύο εναπομείναντες στρατηγοί, ο Δημοσθένης και ο Νικίας (ίσως είναι ο στρατηγός της προτομής που απεικονίζεται δίπλα), που είχαν, κατά τον «Αρχιδάμειο Πόλεμο» (431 – 421 π.Χ.), σημαντικές νίκες στο ενεργητικό τους κατά των Σπαρτιατών και των συμμάχων τους και την ειρήνη του μεσοπολέμου, εκτελέστηκαν, παρά την αντίθεση του Γύλιππου και του Ερμοκράτη. Όσοι αιχμαλωτίστηκαν μεταφέρθηκαν στα λατομεία των Επιπολών, όπου δούλεψαν ως σκλάβοι, κυριολεκτικά μέχρι θανάτου, στην εξόρυξη μεταλλευμάτων.
Αξίζει, όμως, ιδιαίτερης αναφοράς το περιστατικό που αναφέρει στα «Αχαϊκά» του ο περιηγητής των πρωτοχριστιανικών χρόνων, Παυσανίας. Ο Έλληνας περιηγητής, λοιπόν, γράφει πως ο Αθηναίος Καλλίστρατος, ο γιος του Εμπέδου, όταν οι συμπατριώτες του και οι σύμμαχοί τους συντρίφτηκαν στον Ασίναρο ποταμό, αποφάσισε, ως επικεφαλής του ιππικού, να διέλθει διαμέσου των εχθρών! Ο τολμηρός και γενναιόψυχος ίππαρχος οδήγησε σώους τους περισσότερους άντρες του στην Κατάνη και ξαναγύρισε από τον ίδιο δρόμο στις Συρακούσες, στις οποίες, όταν βρήκε τους εχθρούς να λεηλατούν ακόμα το στρατόπεδο των Αθηναίων, σκότωσε 5 από αυτούς, πριν βρει ηρωικό θάνατο επάνω στο άλογό του βαριά τραυματισμένος από εχθρικό όπλο. 
Η Αθήνα γνώρισε μιαν πολύ οδυνηρή ήττα στη Σικελία, η οποία δεν ταίριαζε καθόλου στο ένδοξο παρελθόν της πόλης κατά τους Περσικούς πολέμους και την εποχή του Περικλή. Μια πανωλεθρία, η οποία σημάδεψε, σε μεγάλο βαθμό, και την εφεξής διαδοχή των εκτός αθηναϊκών συνόρων πολεμικών επιχειρήσεων και των εντός συνόρων πολιτικών γεγονότων.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου