Τετάρτη 25 Ιανουαρίου 2012

78. Η τελευταία προπολεμική απογραφή






H τελευταία προπολεμική απογραφή στην Ελλάδα θα διεξαχθεί δώδεκα μόλις ημέρες πριν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου, στις 16 Οκτωβρίου 1940. Ωστόσο, δεν αξιοποιήθηκε όσο θα έπρεπε, αφού η έκρηξη του πολέμου και η Ιταλογερμανική Κατοχή, που έπεται, δεν επέτρεψαν τη λεπτομερή επεξεργασία και επωφελή μελέτη και χρήση των αποτελεσμάτων.
Πρώτ’ απ’ όλα, φυσικά, ας ιδούμε, σύμφωνα μ’ αυτήν την τελευταία προπολεμική απογραφή, την έκταση και τον πληθυσμό[1] του ανεξάρτητου ελεύθερου ελληνικού κράτους, πλην των ιταλοκρατούμενων ακόμη Δωδεκανήσων. Η έκτασή του ήταν 129.880 τετραγωνικά χιλιόμετρα και ο πληθυσμός προσέγγιζε τα 7,4 εκατομμύρια κατοίκους, δηλαδή είχαμε περίπου 56,8 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο. Να σημειωθεί, όμως, πως ο δήμος Αθηναίων, της πρωτεύουσας, δηλαδή, του κράτους, κατά το 1940, αριθμούσε περίπου 481.000 κατοίκους (το 1/165 περίπου του συνολικού πληθυσμού της Ελλάδας), ενώ ο πληθυσμός της Θεσσαλονίκης, τον ίδιο χρόνο, έφτανε τους 191.847 κατοίκους.
Μια δεκαετία, όμως, νωρίτερα, έχει ιδιαίτερο ενδιαφέρον και ο πληθυσμός των πρωτευουσών των βαλκανικών χωρών[2]. Συγκεκριμένα, το 1930,  η Αθήνα (Ελλάς) έχει 850.000 κατοίκους, το Βουκουρέστι (Ρουμανία) 631.000, το Βελιγράδι (Γιουγκοσλαβία) 242.000 και η Σόφια (Βουλγαρία) 213.000 κατοίκους.
Για να ξαναγυρίσουμε, λοιπόν, στην Ελλάδα του Οκτωβρίου του 1940, από το συνολικό πληθυσμό της, το 22.9% κατοικούσε σε αστικά κέντρα, το 15.2 σε ημιαστικές περιοχές και το 61.9%, βάσει των στοιχείων της Στατιστικής Υπηρεσίας, ζούσε σε αγροτικά κέντρα.
Σειρά ενδιαφερόντων για οικονομολόγους, κοινωνιολόγους και όσους ασχολούνται με την αστική ανάπτυξη και την αστυφιλία στοιχείων προκύπτει εάν ιδούμε, με ξεχωριστή προσοχή, σ’ ό,τι αφορά τον πληθυσμό των εκτός Αθηνών και Θεσσαλονίκης δήμων, ποιοι είχαν περισσότερους από 10.000 κατοίκους κατά την απογραφή του 1940 απ’ ολόκληρη την Ελλάδα πλην Δωδεκανήσων. Έτσι, ενώ ο Πειραιάς φτάνει στις 202.000 κατοίκων, μεγαλύτερος δήμος εκτός Αττικής είναι η Πάτρα με 62.775 κατοίκους. Στην υπόλοιπη Πελοπόννησο, ξεχωρίζουν η Καλαμάτα (34.891 κατοίκους), ο Πύργος Ηλείας (16.875), το Αίγιο (15.259), η Τρίπολη (14.861), η Αμαλιάδα (14.860), η Κόρινθος (12.715) και το Άργος (με 12.098 κατοίκους). Στη Στερεά Ελλάδα, οι δήμοι, που συγκεντρώνουν, λόγω του πληθυσμού τους, το ενδιαφέρον μας στο παρόν σημείο, ήσαν οι ακόλουθοι: Αγρίνιο (15.934 κάτοικοι), η Λαμία (15.604), τα Μέγαρα (12.292), η Θήβα (12.171), η Λειβαδιά (11.602) και το Μεσολόγγι (10.255 κάτοικοι). Στη Θεσσαλία, ο πληθυσμός ξεπερνά τους 10.000 κατοίκους για καθέναν από τους εξής δήμους: Βόλος (54.919), Λάρισα (32.686), Τρίκαλα (18.892) και Καρδίτσα (14.024).
 Από τους δήμους της Μακεδονίας, κατά τα στοιχεία του 1940, ο πληθυσμός υπερβαίνει τις 10.000 κατοίκων στους ακόλουθους, εκτός από τη Θεσσαλονίκη, για την οποία ήδη αναφερθήκαμε: Καβάλα (49.667), Σέρρες (34.630), Δράμα (30.425), Κατερίνη (16.938), Βέροια (16.413), Κοζάνη (14.022), Γιαννιτσά (12.964), Φλώρινα (12.562), Νάουσα (12.556), Έδεσσα (12.292) και Καστοριά (10.181). Στη Θράκη, η Κομοτηνή (με 31.217 κατοίκους), η Ξάνθη (28.961) και η Αλεξανδρούπολη (15.472) ξεχωρίζουν πληθυσμιακά από τους δήμους σύμφωνα με την απογραφή του ’40, ενώ από την Ήπειρο διακρίνονται  τα Ιωάννινα (21.877 κάτοικοι).
Από τους νησιωτικούς δήμους σε Αιγαίο και Ιόνιο, άνω των 10.000, κατά τα στοιχεία του 1940, κατοίκους έχουν οι επόμενοι κατά φθίνουσα σειρά: η Χίος (26.557), η Μυτιλήνη (24.351), η Κέρκυρα (19.988), η Χαλκίδα (19.776), η Ερμούπολη (18.922) και η Ζάκυνθος (11.304). Στην Κρήτη, τέλος, ο δήμος Ηρακλείου ξεχωρίζει, στα 1940, με πληθυσμό 39.550 κατοίκων και έπονται τα Χανιά (28.168).
Ενδιαφέρον, όμως, πάντοτε προξενεί η μελέτη των στατιστικών στοιχείων, τα οποία σχετίζονται με τις γεννήσεις, τους γάμους και τους θανάτους των ανθρώπων μιας χώρας και αναδεικνύουν το δημογραφικό της, συχνότατα, «ισοζύγιο». Έτσι, για την περίοδο 1936 – ’40 έχουμε, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα στοιχεία από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία: Το 1936, γίνονται 38.750 γάμοι, 193.343 (οι περισσότερες γεννήσεις κατά τη χρονική περίοδο του ύστερου Μεσοπολέμου) παιδιά γεννιούνται ζωντανά και 1.759 (ο μικρότερος αριθμός μέσα στα έτη που παρουσιάζουμε/ ή ποσοστό 9.1‰ επί των γεννηθέντων ζώντων) νεκρά, ενώ πεθαίνουν 105.005 άνθρωποι και 22.074 βρέφη με ηλικία μικρότερη του ενός έτους (ποσοστό 114.17‰ επί των γεννηθέντων ζώντων).
Το 1937, έχουμε 183.878 γεννήσεις ζώντων παιδιών και 1.814 νεκρών (ποσοστό 9.87‰ επί όσων γεννήθηκαν ζωντανά), 105.674 θανάτους (οι περισσότεροι κατά τα χρόνια που εξετάζουμε)  και 22.469 βρεφών που δεν είχαν συμπληρώσει το 1ο έτος της ζωής τους (κατέχουν την αριθμητική «πρωτιά» κατά τα χρόνια που προβάλλουμε, καθώς έχουμε 122.2 τέτοιους θανάτους ανά 1.000 γεννηθέντα ζωντανά παιδιά), αλλά και 45.833 γάμους.
Το 1938, έχουμε, βάσει της ΕΣΥΕ, 93.766 θανάτους (οι λιγότεροι ανά χρονιά για την περίοδο που εξετάζουμε) και 18.345 παιδιά (ο μικρότερος, επίσης, αριθμός κατά τη συγκεκριμένη περίοδο) να πεθαίνουν πριν φτάσουν στον πρώτο χρόνο της ηλικίας τους (με ποσοστό 99.43‰ επί των γεννηθέντων ζώντων), γίνονται, επίσης, 46.027 γάμοι και, τέλος, 1.835 παιδιά γεννιούνται νεκρά (9.95‰ επί των γεννηθέντων ζώντων/ τα περισσότερα από κάθε άλλο χρόνο κατά την περίοδο που μας ενδιαφέρει) εν αντιθέσει με τα 184.509, που γεννώνται ζωντανά και είναι τα περισσότερα σε αριθμό από κάθε άλλη χρονιά κατά τα έτη που εξετάζουμε.
Το 1939, καταγράφονται 178.852 γεννήσεις ζώντων παίδων (οι λιγότερες την περίοδο που εξετάζουμε), 1.804 νεκρών (το ποσοστό επί 1.000 γεννηθέντων ζώντων φτάνει το 10.09, το πιο μεγάλο στην περίοδο 1936 – ’40), 47.559 γάμοι (οι πιο πολλοί κατά τα χρόνια που ερευνούμε), αλλά και 100.459 θάνατοι, ενώ 21.132 παιδιά πεθαίνουν πριν συμπληρωθεί ο πρώτος χρόνος της ηλικίας τους (το ποσοστό επί 1.000 γεννημένων ζωντανών εγγίζει το 118.15).
Το 1940, χρονιά του πολέμου, σύμφωνα με στοιχεία απ’ την ΕΣΥΕ, έχουμε 32.830 γάμους, τους λιγότερους ανά έτος συγκριτικά από το 1931 (!), 179.500 γεννήσεις ζώντων παίδων και 93.830 θανάτους. Το 1940, επίσης, δηλώνονται στην Ελλάδα 165.000 πολύτεκνες οικογένειες με βάση 5 παιδιά, με 1.500.000 παιδιά[3].
Την ίδια χρονιά (1940), βάσει της προαναφερθείσας απογραφής και σύμφωνα με στοιχεία της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας, στην Ελλάδα ζουν 1.676.937 νοικοκυριά, που έχουν συνολικά 7.124.213 μέλη, δηλαδή ο μέσος όρος μελών ανά ελληνικό νοικοκυριό κυμαίνεται στα 4.25. Ενδεικτικά, ας αναφέρουμε ότι το μεν 1920, προ της Μικρασιατικής Καταστροφής, τα νοικοκυριά είναι 1.113.470 και αριθμούν 4.777.109 μέλη (μ.ο. 4.29 ανά νοικοκυριό), ενώ, μετά το 2ο παγκόσμιο πόλεμο, το 1951 έχουμε 7.309.198 μέλη στα 1.778.470 νοικοκυριά, με το μ.ο. να πέφτει στα 4.11.
Τέλος, να σημειωθεί ότι η φωτογραφία απεικονίζει τον αθηναϊκό λαό που βγήκε στους δρόμους (εδώ, οδός Ερμού) το πρωί της 28ης Οκτωβρίου 1940, με την κήρυξη του πολέμου και ελήφθη από το μπλογκ http://users.sch.gr/geioanni/sel-eortes=1/sel-eortes=1=ETHNIKES_EORTES/sel-eortes=28Oktob1/13.htm . 


[1] Η συντριπτική πλειοψηφία των παραθεμένων στην παρούσα εργασία στατιστικών στοιχείων έχει προέλθει από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία Ελλάδας (εφεξής ΕΣΥΕ). Όπου χρησιμοποιήθηκε άλλη πηγή, αναφέρεται.
[2] Άλκης Ρήγος, «Η Β’ Ελληνική δημοκρατία 1924 – 1935», 2η έκδοση, Θεμέλιο, Αθήνα, 1992, σελ. 192.
[3] Δες «Επίδραση του δημογραφικού προβλήματος της Ελλάδος στη στράτευση», άρθρο του αντιστράτηγου ε.α., Η. Καζουκα, περιοδικό «Προβληματισμοί» της Ελληνικής Εταιρείας Στρατηγικών Μελετών, τ.22.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου