Παρασκευή 30 Δεκεμβρίου 2011

47. Φόβος και τρόμος προ του πραξικοπήματος





Τον Γενάρη του 411 π.Χ., ενώ συνεχίζεται ο πελοποννησιακός πόλεμος, ο Αθηναίος ολιγαρχικός στρατηγός Πείσανδρος έρχεται στην πατρίδα του, και χάρη στο προλειασμένο από τους ομοϊδεάτες και τους πολιτικούς του «συμμάχους» έδαφος, με μιαν ενέργεια καθαρά πραξικοπηματική, η οποία τύχαινε της «ευλογίας» του Αλκιβιάδη, προχώρησε στην κατάλυση της εν Αθήναις Δημοκρατίας. 
Ας ιδούμε, όμως, τι εννοούμε γράφοντας «προλειασμένο έδαφος». Προφανώς, εστιάζουμε το ενδιαφέρον στο ότι από τους ολιγαρχικούς κάποιοι νεαροί, μέλη μιας εταιρείας (: πολιτική ομάδα), «καθάρισαν», βάσει σχεδίου, που εξύφαναν και υλοποίησαν χωρίς να τους πάρει κανείς χαμπάρι, τον Ανδροκλή. Το θύμα, όπως εγράφη στο 46ο σημείωμα της ΦΥΣΙΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΑΣ, ήταν από τους αρχηγούς της δημοκρατικής παράταξης και είχε, καθώς λεγόταν τότε, παίξει καθοριστικό ρόλο στον εξορισμό του Αλκιβιάδη μετά το σκάνδαλο με την παρωδία των Μυστηρίων και την κοπή των Ερμών στις παραμονές της Σικελικής εκστρατείας, καθότι ήταν φανατικός πολέμιός του (βλ. Πλούταρχος, «Βίος Αλκιβιάδου»).
Και επειδή ο Ανδροκλής ήταν λαοφιλής και με σημαντικότατη επιρροή στο λαό και, κυρίως, γιατί ήθελαν να φανούν αρεστοί στον Αλκιβιάδη, οι ολιγαρχικοί, όπως γράφει ο ιστορικός Θουκυδίδης, τον βγάζουν από τη μέση, αλλά γρήγορα, πάλι κρυφά, εξοντώνουν και άλλους πολιτικούς τους αντιπάλους, οι οποίοι δεν επρόκειτο να άφηναν τον Αλκιβιάδη να γυρίσει στην Αθήνα με τη φιλία και τη συμμαχία του Τισσαφέρνη και των Περσών εξασφαλισμένη.
Ο γνωστός τραγωδιογράφος και πρόβουλος του 413 π.Χ. Σοφοκλής φέρεται να είπε, τότε (411 π.Χ.), στον Πείσανδρο, σχετικά με το ολιγαρχικό πραξικόπημα, ότι δεν το ενέκρινε, δεν έβλεπε, όμως, εκείνη τη στιγμή καμιά καλύτερη διέξοδο από την κοινωνικοπολιτική κρίση στην Αθήνα.
Και ενώ οι ολιγαρχικοί απαιτούσαν να καταργηθεί κάθε μισθοδοσία εκτός από τη στρατιωτική και να αρχίσουν διαπραγματεύσεις και για συμμαχία με τους Πέρσες και οι Αθηναίοι πολίτες έτρεμαν για το παρόν και το μέλλον της πόλης, καθώς οι ολιγαρχικές εταιρείες διακήρυτταν πως για τη διεύθυνση των πραγμάτων δεν πρέπει να μετέχουν περισσότεροι των 5000, λαμβανόμενοι μεταξύ εκείνων, οι οποίοι μπορούν να προσφέρουν περισσότερες υπηρεσίες και οι ίδιοι αυτοπροσώπως και διά της περιουσίας τους.
Όλα αυτά, βεβαίως, είναι προκάλυμμα των αληθινών τους σχεδίων, γιατί επιδίωκαν την εγκαθίδρυση ολιγαρχίας στην Αθήνα. Τότε ακόμα συνεδρίαζαν και η Εκκλησία του Δήμου των Αθηναίων, μα και η διά κλήρου καταρτιζόμενη Βουλή των 500. Παρά ταύτα, καμιά απόφασή τους δεν έβγαινε εάν δεν την έγκριναν οι ολιγαρχικοί, από τους κόλπους των οποίων προέρχονταν και όσοι υπέβαλαν προτάσεις για ψήφιση. Μάλιστα, όπως σημειώνει ο Θουκυδίδης, όσοι κατέθεταν τις προτάσεις κατέστρωναν εκ των προτέρων με τους ομοϊδεάτες τους σχεδίαζαν για ό,τι θα προταθεί.
Φόβος έπιανε, έτσι, τους πολίτες και κανείς δεν τολμούσε να βγάλει λέξη. Ήσαν πολλοί και διάσπαρτοι ανά την πόλη οι ολιγαρχικοί συνωμότες. Μάλιστα, δεν ήσαν λίγες οι φορές που οι Αθηναίοι έβλεπαν όποιον τολμούσε να φέρει αντίρρηση στα ολιγαρχικά σχέδια νεκρό από «ατύχημα» π.χ., χωρίς, όμως, οι (ηθικοί και φυσικοί) αυτουργοί του φόνου να αναζητούνται από τις Αρχές και χωρίς να εκδίδεται σε βάρος τους δικαστικό ένταλμα! «Η σιωπή είναι χρυσός», η παροιμία τούτη αποδείχτηκε πολύτιμος συνοδοιπόρος των Αθηναίων εκείνης της ταραγμένης περιόδου και όλοι σιώπαγαν, γιατί θα θεωρούσαν τους εαυτούς τους πολύ τυχερούς εάν δεν έπεφταν θύματα των ολιγαρχικών,  εφόσον ο φόβος τους είχε σπείρει μέσα τους την ιδέα ότι οι συνωμότες ήσαν πολύ περισσότεροι απ’ όσοι στα αλήθεια ήσαν και ότι, επειδή η πόλη ήταν μεγάλη και δεν μπορούσε ο καθένας να ξέρει ακριβώς ποιος είναι ακόμα και ο διπλανός του, θα ήταν αδύνατο να εξακριβωθεί ο αληθής αριθμός των παρακρατικών και το πραγματικό μέγεθος της προς εξύφανση αντιδημοκρατικής συνωμοσίας.
Μέσα, λοιπόν, σε τέτοιο κλίμα πανικού, ήταν φυσικό και αναμενόμενο την άνοιξη του 411 π.Χ. ν’ ανθίσει η καχυποψία μεταξύ των πολιτών, που δεν ήξεραν ποιον να εμπιστευτούν και από πού να γυρέψουν βοήθεια.
Το παρόν κείμενο εγράφη με στοιχεία που αντλήθηκαν από την «Ιστορία» του Θουκυδίδη ως επί το πλείστον.  Η φωτογραφία που το συνοδεύει απεικονίζει τον ιστορικό Θουκυδίδη.

Πέμπτη 29 Δεκεμβρίου 2011

46. Ο "Γρηγόρης Λαμπράκης" της αρχαίας Αθήνας;  

Σημαντικό στέλεχος της δημοκρατικής παράταξης, αλλά και δεινός στο «αγορεύειν», ο Ανδροκλής διαχειρίζεται τις τύχες της Αθήνας από το 415 π.Χ., όταν είναι από τους βασικούς συντελεστές της – λόγω της υπόθεσης των Ερμοκοπιδών – αποπομπής του Αλκιβιάδη (φωτογραφία) από την πολιτική σκηνή.

Αποτέλεσμα εικόνας για αλκιβιάδης
Το 415 π.Χ., λοιπόν, σύμφωνα με όσα γράφει ο Πλούταρχος στη βιογραφία του Αλκιβιάδη, «ο δημαγωγός Ανδροκλής παρουσίασε κάποιους σκλάβους και μετοίκους, που κατηγόρησαν τον Αλκιβιάδη και τους φίλους του ότι είχαν ακρωτηριάσει και άλλα αγάλματα και ότι μέσα στα μεθύσια τους παρωδούσαν τα Ελευσίνια μυστήρια· συγκεκριμένα, έλεγαν πως κάποιος Θεόδωρος παρίστανε τον κήρυκα, ένας Πουλυτίων το δαδούχο, ο Αλκιβιάδης τον ιεροφάντη και πως οι άλλοι φίλοι, τάχα οι μύστες, παρακολουθούσαν τα «μυστήρια»».
Μαζύ με τον Ανδροκλή και τον Κλεώνυμο λέγεται πως στράφηκε τότε κατά του Αλκιβιάδη και ο γιος του Κίμωνα, Θεσσαλός, αν και ήσαν συγγενείς. Έτσι, πείστηκε ο αθηναϊκός λαός και ζήτησε την ανάκληση του Αλκιβιάδη, ο οποίος, όμως, αρνήθηκε να γυρίσει στην πόλη με τη γνωστή, ολέθρια για τους Αθηναίους, τροπή που έλαβε ο πόλεμος έκτοτε!
Μετά, λοιπόν, από την καταστροφή στη Σικελία (413 π.Χ.), όπου χάθηκαν ο Νικίας, ο Λάμαχος, ο Δημοσθένης και αρκετοί Αθηναίοι και πολύ δημόσιο χρήμα, και παρά την εγκαθίδρυση των προβούλων, για περιορισμό των πολεμικών δαπανών και τον έλεγχο της πολιτικής δραστηριότητας, ο Ανδροκλής θα εξακολουθεί να έχει τα ηνία των δημοκρατικών και ν’ αντιστέκεται σθεναρά στον Αλκιβιάδη και τους ολιγαρχικούς.
Έκτοτε, ό,τι συνδέει τους δύο άντρες είναι άσβεστο πολιτικό μίσος, εξαιτίας του οποίου το 411 π.Χ., όπως γράφει ο Θουκυδίδης στην «Ιστορία» του, παραμονές του ολιγαρχικού πραξικοπήματος των 400, Αθηναίοι, ολιγαρχικοί και παρακρατικοί, φίλοι του Αλκιβιάδη τον δολοφονούν κρυφά. Είναι η πρώτη μιας σειράς πολιτικών δολοφονιών.
Γιατί, όμως, δολοφονήθηκε ο Ανδροκλής; Οι φονιάδες ήθελαν να γλιτώσει η παράταξή τους από κάποιον που παρασέρνει όπου θέλει τον αθηναϊκό λαό; Ή για να προλειάνουν το έδαφος στον Πείσανδρο, που, όταν έρθει, λίγο μετά, από τη Σάμο στην Αθήνα, θα προτείνει επάνοδο του Αλκιβιάδη στην πόλη και αντικατάσταση του δημοκρατικού της πολιτεύματος από ολιγαρχικό; Με τον Αλκιβιάδη στην Αθήνα, ο πόλεμος χάρη και στη συμμαχία του Τισσαφέρνη, αργά ή γρήγορα, έτσι πίστευαν οι δολοφόνοι, θα έκλεινε υπέρ της πόλης.

Τρίτη 27 Δεκεμβρίου 2011

 45. Πάπας και αντιπαραθέσεις με θρησκευτικά ελατήρια!




Όταν οι Μεγάλες Δυνάμεις της «Ιεράς Συμμαχίας» συνεδρίαζαν, τους φθινοπωρινούς μήνες του 1822, στη Βερόνα, η ελληνική επαναστατική κυβέρνηση, γυρεύοντας βοήθεια και αναγνώριση από τους Ευρωπαίους, προσπάθησε να προσεταιριστεί τον Πάπα της Ρώμης, του οποίου η επιρροή σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες ήταν σημαντικότατη.
Ένας  από τους απεσταλμένους της επαναστατικής κυβερνήσεως, ο Γάλλος συνταγματάρχης και «φιλέλληνας» Philippe Jourdain επιχείρησε, προκειμένου να προσελκύσει το ενδιαφέρον του Πάπα, να συνάψει συμμαχία με το τάγμα των Ιωαννιτών Ιπποτών της Μάλτας που θα είχε φοβερές συνέπειες στην Ελλάδα, αφού, σύμφωνα με το σχέδιο της συνθήκης, προβλεπόταν εγκαθίδρυση στον χώρο του Αιγαίου ενός φράγκικου πολιτικοθρησκευτικού καθεστώτος, αλλά τελικά αποφεύχθηκε μια τέτοια συμφωνία, διότι η επαναστατική Κυβέρνηση, ύστερα από αμφιταλαντεύσεις, διέκοψε τις διαπραγματεύσεις και απέρριψε τις προτάσεις των ιπποτών της Μάλτας.
Το σημαντικότερο όμως είναι ότι μέλη της κυβερνήσεως, όπως ο Μαυροκορδάτος και ο Νέγρης, προέβησαν σε πολλές μυστικές διπλωματικές ενέργειες για την σύναψη διπλωματικών σχέσεων με τον Παπικό θρόνο, και προέβαλαν το επιχείρημα της ενώσεως των δύο Εκκλησιών. Σε κείμενα ο Πάπας καλείται «κεφαλή των Χριστιανοσύνης» και ο εκπρόσωπος της ελληνικής Κυβερνήσεως αποστέλλεται για να υποβάλει ταπεινά « “τον σεβασμό, τη λατρεία και την εκτίμηση” ολοκλήρου του ελληνικού έθνους».
Έτσι, κατόπιν τούτων, απεστάλη στον Πάπα μια Επιτροπή που αποτελείτο από τον Παλαιών Πατρών Γερμανό (φωτό) και το Γεώργιο Μαυρομιχάλη, το γιο του Πετρόμπεη. Η αποστολή αυτή είχε δύο σκοπούς. Ο ένας ήταν πολιτικός και αφορούσε τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων με το Βατικανό και ο άλλος ήταν εκκλησιαστικός και αφορούσε την έναρξη των διαπραγματεύσεων για την ένωση των Εκκλησιών, που είχαν διακοπεί με την άλωση της Πόλης (1453). 
Η αποστολή έφθασε στην Αγκόνα στις 14 η 15 Δεκεμβρίου του 1822 και άρχισε αμέσως το έργο της. Φαίνεται από διάφορα κείμενα ότι οι αξιωματούχοι του Βατικανού διαβίβασαν στον Π. Π. Γερμανό «το ενδιαφέρον που πάντα έδειχνε ο παπικός θρόνος για την επιστροφή των ορθοδόξων στη δικαιοδοσία του υπέρτατου ποντίφικα, του υπέδειξε  έμμεσα ως πρότυπο για την οποιαδήποτε συζήτηση περί ενώσεως τη σύνοδο της Φλωρεντίας (1439)...».
Ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, όμως, όπως σημειώνει ο Μητροπολίτης Ναυπάκτου, Ιερόθεος, «ως Ορθόδοξος Ιεράρχης, δεν ήταν διατεθειμένος να αποδεχθεί μια τέτοια πρόταση που συνιστούσε προδοσία της πίστεως και υποδούλωση της αληθείας της Εκκλησίας, και μάλιστα ήθελε να διαφυλάξει και την Ορθόδοξη Εκκλησία ελεύθερη από κάθε υποδούλωση. Έτσι, προσπάθησε αφενός μεν με διαφόρους τρόπους να αποφύγει να επισκεφθεί την Ρώμη και να συναντήσει τον Πάπα, αφ ετέρου δε παραπληροφορούσε εσκεμμένα την Ελληνική πολιτική ηγεσία, με το να τους αποκρύπτει όλα όσα συζητούσε με τους παπικούς αξιωματούχους, γιατί ενδεχομένως η πολιτική εξουσία θα προτιμούσε κάτι τέτοιο, αν αυτό ωφελούσε τα πολιτικά πράγματα που τους ενδιέφεραν εκείνο το χρονικό διάστημα. Η τακτική αυτή του Παλαιών Πατρών Γερμανού απέβλεπε σε τρεις σκοπούς. Πρώτον, να διαφυλάξει το κύρος και την αλήθεια της ορθοδόξου πίστεως και να μην αλλοιωθεί από διάφορες κακοδοξίες. Δεύτερον, να μην υποσκάψει το κύρος του Οικουμενικού Πατριαρχείου στο οποίο ακόμη ανήκε, γιατί τέτοιες πρωτοβουλίες υπάγονται στην κανονική αρμοδιότητά του. Και τρίτον, γιατί ήθελε να διασφαλίσει το κύρος και την ελευθερία της Ορθοδόξου Εκκλησίας από τις αλλεπάλληλες και σταδιακές πολιτικές παρεμβάσεις, γιατί και τότε φάνηκε ότι η πολιτική ηγεσία ήθελε να χρησιμοποιήσει την Εκκλησία, για διάφορες πολιτικές σκοπιμότητες».
Πάντως, ό,τι μάλλον «ναρκοθέτησε» περισσότερο τις επαφές Ελλήνων και Πάπα το 1822 δεν ήταν μόνο οι αντιδράσεις του Κοραή και άλλων διανοουμένων, αλλά, κυρίως, η αγγλική πολιτική, που δεν ήθελε να περάσει υπό την παπική επιρροή και τη γαλλική «προστασία» ο Αγώνας των Ελλήνων. Επιπλέον, δεν πρέπει να παραβλέψουμε και την «εχθρική» στάση και των Καθολικών το θρήσκευμα Κυκλαδιτών προς τους επαναστάτες και τις κυβερνήσεις τους.
Συγκεκριμένα, όπως επισημαίνει ο Κων/νος Μανίκας, με την έναρξη της ελληνικής Επαναστάσεως και την πρόσκληση των οπλαρχηγών στους Λατίνους να συμμετάσχουν και οι Λατίνοι στο έργο της απελευθερώσεως της Ελλάδος από τον Τουρκικό ζυγό, καταρχάς αποστασιοποιήθηκαν από τις πρώτες επαναστατικές ενέργειες και δεν συμμετείχαν στην επανάσταση των Ελλήνων. Στη Σύρο, σε σύσκεψη που έγινε, «αποφασίστηκε η μη συμμετοχή τους στην επανάσταση». Το ίδιο συνέβη και σε άλλες περιοχές, όπως στην Τήνο και τη Νάξο. Επέλεξαν δηλαδή την αρχή της ουδετερότητας. Όμως δεν στάθηκαν μόνο σ’ αυτό, αλλά προχώρησαν και σε άλλες αντεπαναστατικές ενέργειες, μέσω των γαλλικών προξενικών πρακτόρων. Πράγματι, με πολλούς τρόπους και με πολλές ενέργειες, επιδείκνυαν τα φιλοτουρκικά τους αισθήματα και ότι αυτοί παραμένουν πιστοί στον Σουλτάνο.
Ας ιδούμε, όμως, και κάποιες σημαντικές μαρτυρίες για το ίδιο θέμα, που παρουσιάζουν εύγλωττα την «αντίθεση» στο Αιγαίο, ανάμεσα στους Ορθόδοξους  Έλληνες και τους Καθολικούς Αιγαιοπελαγίτες.  O Άγγλος διπλωμάτης Strahgford σε αναφορά του προς το υπουργείο εξωτερικών της χώρας του (25/05/1822, Public Record Office. F.O. 78, τ. 108)) αναφέρει: «H Γερουσία της Κορίνθου έστειλε γράμμα στους Καθολικούς ιεράρχες της νήσου Σύρου, συνιστώντας ενότητα και φιλία με τους Έλληνες Ορθοδόξους αδελφούς και καλώντας τον Αρχιεπίσκοπο να μεταβεί στην Κόρινθο. O Αρχιεπίσκοπος απήντησε ότι διαταγές δέχεται μονάχα από τον πνευματικό του αρχηγό (τον Πάπα) ή από το νόμιμο ηγεμόνα του «το βασιλιά της Γαλλίας!..»..
Τα γράμματα, όπως βλέπουμε στο έργο του Georg Hofmann, «Das Papsttum und der Griechische Freiheitskampf»,  τα είχαν στείλει ο Μαυροκορδάτος και ο Θ. Nέγρης στον παπικό αρχιεπίσκοπο Nάξου Aνδρέα Bεγγέτι (Kόρινθος, 14 Απρίλη 1822). Αυτός έγραψε στον Πάπα ότι θα πήγαινε «αν είχε άδεια από την Πύλη και του παρείχε ασφάλεια ο Γάλλος Πρεσβευτής».
O Άγγλος κληρικός George Waddihgton, εξάλλου, γράφει: «Είναι απίστευτο το μίσος αυτών των Καθολικών Ελλήνων εναντίον των συμπατριωτών τους Ορθοδόξων. Όχι μόνον δεν πήραν μέρος στην επανάσταση, αλλά εύχονται το ναυάγιό της!».
O Γάλλος Maxime Rayband, τέλος, παρατηρεί: «Oι Συριανοί Καθολικοί μισούσαν τους Έλληνες Ορθοδόξους και ήθελαν να μη αναμιχθούν διόλου στην επανάσταση... O Οθωμανικός στόλος επιστρέφοντας στα Δαρδανέλια πέρασε από την Σύρα. Oι Kαθολικοί πρόκριτοι ανέβηκαν στη ναυαρχίδα του Kαπουδάν Πασά, ανανεώνοντας τον όρκο τους για αιώνια πίστη στην Yψηλή Πύλη. Και ο στόλαρχος ευχαριστημένος χάρισε στον καθένα τους από ένα μεταξωτό καφτάνι».
Υπάρχει, όμως, και αντίλογος σ’ αυτές τις αιτιάσεις των Ελληνορθόδοξων. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την Καθολική Εκκλησία της Ελλάδας, οι Έλληνες καθολικοί ήταν διστακτικοί απέναντι στην Επανάσταση για πολλούς λόγους. Ένας από αυτούς ήταν η έλλειψη οπλισμού και στρατιωτικών υποδομών και εκπαίδευσης. Για τον ίδιο ακριβώς λόγο, και άλλα νησιά, χωρίς Έλληνες καθολικούς, παρουσίαζαν την ίδια διστακτικότητα. Σε καμία περίπτωση, όμως, οι Καθολικοί δεν διακατέχονταν από φιλοτουρκικά αισθήματα, καθώς και οι ίδιοι βρίσκονταν υπό τον τουρκικό ζυγό.
Η Οθωμανική αυτοκρατορία τους θεωρούσε εξαρτημένους από τον μεγάλο εχθρό της μουσουλμανικής θρησκείας, τον Πάπα. Επίσης, οι Καθολικοί των νησιών αντιμετωπίζονταν εχθρικά από τους Ορθόδοξους συμπολίτες τους, με αποτέλεσμα να απομονωθούν και να είναι και οι ίδιοι επιφυλακτικοί απέναντί τους. Αυτό το αίσθημα της επιφυλακτικότητας αναπτύχθηκε ιδιαίτερα με την τετραετή Ρωσική κυριαρχία, περίοδος στην οποία καταπατήθηκαν τα δικαιώματά τους και προσβλήθηκε το θρησκευτικό τους αίσθημα.
Επακόλουθο των παραπάνω ήταν ο φόβος, από μέρος των Ελλήνων καθολικών, ότι δεν θα υπολογιστούν σαν ισότιμοι Έλληνες πολίτες στα πλαίσια του ελεύθερου Ελληνικού κράτους. Ο φόβος αυτός μετριάστηκε με τις διαβεβαιώσεις της πρώτης ελληνικής κυβέρνησης για θρησκευτική ελευθερία και ισονομία. Από εκείνο το σημείο, οι Έλληνες καθολικοί δεν έπαψαν να προσφέρουν στον αγώνα για την ελευθερία, οικονομικά και στρατιωτικά.

44. Μετά το φως, αρχίζει να σκοτεινιάζει



 
Μετά τη λαμπρή για το Βυζάντιο εποχή της Μακεδονικής Δυναστείας από το 867 έως το 1025 μ.Χ., κατά την περίοδο των τελευταίων αυτοκρατόρων του ίδιου οίκου, μετά το θάνατο του Βασιλείου του 2ου , του Βουλγαροκτόνου το 1025 μ.Χ. δηλαδή,  παρατηρείται στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία πολύπλευρη σημαντική παρακμή, που αποδίδεται στην ανικανότητά τους, στην εμφάνιση νέων επικίνδυνων εχθρών (Νορμανδών, Σελτζούκων, Πετσενέγκων), στην καθιέρωση μισθοφορικών στρατευμάτων στη θέση των εθνικών και στη διατάραξη της κοινωνικής ισορροπίας. 
Ύστερα από τη σύντομη βασιλεία του Κωνσταντίνου του 8ου , μικρότερου αδελφού του Βασιλείου,  (βασίλεψε 1025 –  1028), ανέβηκε στο θρόνο η κόρη του, η πορφυρογέννητη Ζωή, που παντρεύτηκε το Ρωμανό τον 3ο , τον Αργυρό (έμεινε στο θρόνο 1028 –  1034).
Μετά την εποχή του Βουλγαροκτόνου και καθώς ολοκληρώθηκε το πρώτο τέταρτο του 11ου αιώνα, το Βυζάντιο περνά σε μια πορεία παρακμής, ως αποτέλεσμα των συγκρούσεων μεταξύ πολιτικών και στρατιωτικών και της διαρκώς αυξανόμενης φορολογικής επιβάρυνσης των επαρχιών, που επιζητούν, κάποιες φορές, και αποσκίρτηση από την Κωνσταντινούπολη, που αδυνατεί να τιθασεύσει την κατάσταση. Τα μετά το 1050, λοιπόν, χρόνια χαρακτηρίζονται, πέρα απ’ τα άλλα, κι από την οριστική διάσταση της Ορθόδοξης Ανατολικής και της Δυτικής Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, στάσεις των Βαλκανικών λαών κατά του Βυζαντινού δυνάστη, κινδύνους στην εξωτερική πολιτική και βαθμιαία «σήψη» του οικονομικού και κοινωνικού συστήματος καθιστούν την εποχή των Κομνηνών και των Αγγέλων μία από τις κρισιμότερες της βυζαντινής ιστορίας. Είναι μια εποχή διείσδυσης των οικονομικών δυνάμεων της Δύσης και άσκησης πιέσεων για την παροχή οικονομικών προνομίων.
Ο Αργυρός, όμως, δολοφονήθηκε, ίσως με τη συνεργία της Ζωής, η οποία παντρεύτηκε τον εραστή της Μιχαήλ τον 4ο, τον Παφλαγόνα (κυβέρνησε 1034 –  1041), που ανακηρύχτηκε αυτοκράτορας. Αυτός ανέκτησε μεγάλο μέρος της Σικελίας και κατέπνιξε με ευκολία την επανάσταση των Βουλγάρων και των Σέρβων.
Τα χρόνια που ακολουθούν σχετίζονται, λίγο έως πολύ, με τους ερωμένους της Ζωής, που πρώτα γίνονται σύζυγοί της και έπειτα αναρριχώνται στο βυζαντινό θρόνο, χωρίς, όμως, να διακρίνονται για τα πολιτικά προσόντα και τις στρατιωτικές δεξιότητές τους, που θα βοηθούσαν την Αυτοκρατορία να αντιμετωπίσει τις εσωτερικές εξεγέρσεις των δυσαρεστημένων και τις ξενικές επιδρομές. Ο Μιχαήλ ο 5ος  ο Καλαφάτης (βασίλεψε 1041 –  1042), θετός γιος του προηγούμενου, θέλησε να απομακρύνει τη Ζωή, αλλά εκθρονίστηκε και ανακηρύχτηκαν ως αυτοκράτειρες η Ζωή και η μοναχή αδερφή της Θεοδώρα (1042). Η Ζωή σε ηλικία 62 χρονών έκανε συμβασιλιά τον τρίτο σύζυγό της, τον Κωνσταντίνο τον 9ο  το Μονομάχο (έμεινε στην εξουσία 1042 –  1055). 
Στη φωτογραφία που συνοδεύει το παρόν άρθρο απεικονίζεται σε ψηφιδωτό της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνος ο Μονομάχος, που αναδείχτηκε ο μακροβιότερος στο θρόνο κατά την περίοδο που παρουσιάζουμε, το α' μισό του 11ου αι. μ.Χ.  στο Βυζάντιο. 
Εκείνη ακριβώς την εποχή, πρωτοεμφανίστηκε στην Ασία νέος εχθρός, ο τουρκικός λαός των Σελτζούκων, ο οποίος και πέτυχε τις πρώτες νίκες εναντίον των Βυζαντινών. Στα χρόνια του αυτοκράτορα αυτού και επί πατριαρχίας του Μιχαήλ Κηρουλαρίου οριστικοποιήθηκε και το σχίσμα των δύο Εκκλησιών (1054). Μετά το θάνατό του, παρέμεινε μονοκράτειρα η Θεοδώρα (1055 –  1056), που λίγο πριν πεθάνει ανακήρυξε αυτοκράτορα το στρατηγό Μιχαήλ τον 6ο , το Στρατιωτικό (1056 –  1057). Αλλά μια στρατιωτική εξέγερση των θεμάτων της Ασίας τον εξανάγκασε σε παραίτηση. Στο θρόνο ανέβηκε ο Ισαάκιος Κομνηνός. Έτσι γράφηκε το τέλος για τη δυναστεία των Μακεδόνων, που είχε αρχίσει δύο αιώνες νωρίτερα με το Βασίλειο τον 1ο, το σφετεριστή του θρόνου του Μιχαήλ του 3ου του Μέθυσου (στα 867).
Το παρόν σημείωμα στηρίχτηκε σε πληροφορίες που αντλήθηκαν, μεταξύ άλλων εγχειριδίων της διεθνούς και της ελληνικής βιβλιογραφίας, από την «Ιστορία του Ελληνικού Έθνους» του Κ. Παπαρρηγόπουλου, το έργο «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» του Α.Α. Βασίλιεφ, την «Ακμή και Παρακμή του Βυζαντίου» του Γ. Κορδάτου, την «Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας» του Μ. Λεφτσένκο και από το συλλογικό έργο των Baynes, Norman H. και H. St. L. B. Moss. «Βυζάντιο, εισαγωγή στο Βυζαντινό πολιτισμό».

Δευτέρα 26 Δεκεμβρίου 2011

 43.  «Ευαγγελι(α)κά» και «Ορεστειακά»



 Οι διαμάχες για το γλωσσικό ζήτημα στην Ελλάδα μεταξύ των οπαδών της δημοτικής και της καθαρεύουσας θα λάβουν μορφή εμφυλίου πολέμου την περίοδο 1901 – 1903 και θα πρωταγωνιστήσουν φοιτητές του πανεπιστημίου Αθηνών. «Στον ενάμιση αιώνα όπου η κατάρα της διγλωσσίας παρήγαγε τις διαδοχικές γενιές των ανελλήνιστων Ελλήνων, οι εκπρόσωποι του πολιτικού συντηρητισμού υποστήριζαν λυσσωδώς την καθαρεύουσα, ενώ οι εκπρόσωποι των προοδευτικών ιδεών τη δημοτική. Η καθαρεύουσα γλώσσα, αποκλειστικά γραπτή, αποτελούσε μία ωχρή ψευδοαπομίμηση της αρχαίας, καθώς επίσης και προέκταση της Μεγάλης Ιδέας, με την οποία οι αιθεροβάμονες λόγιοι πίστευαν ότι θα νεκρανάσταιναν τον «χρυσό αιώνα». Η δημοτική ήταν η προφορική γλώσσα των Νεοελλήνων (με πλήθος τουρκικών και ιταλικών λέξεων, που σήμερα έχουν εκλείψει), διαμορφωμένη στο πέρασμα των αιώνων μέσα από τους αυτόματους γλωσσικούς μηχανισμούς, οι οποίοι ενυπάρχουν σε κάθε ανθρώπινο πλάσμα.
Επειδή με τον καιρό η καθαρεύουσα αμφισβητήθηκε, ενώ η δημοτική κέρδιζε έδαφος, περνώντας από τον προφορικό λόγο και στη γραφίδα, η πολιτική συντήρηση αποφάσισε να την πλήξει επιστρατεύοντας το βαρύ πυροβολικό των «εθνικών κινδύνων». Η Ελλάδα κινδύνευε, όχι από τα οικονομικά της χάλια ως «Ψωροκώσταινας», όχι από την εξαρτησιακή της σχέση με ξένες δυνάμεις, όχι από την πνευματική της υπανάπτυξη, αλλά από τη δημοτική και τους δημοτικιστές. Οι οποίοι, σύμφωνα με τον μισοαμόρφωτο καθηγητή και περιβόητο «γλωσσαμύντορα» Γεώργιο Μιστριώτη (1846-1916), ήταν «αρνησιπάτριδες, άθεοι, αναρχικοί, ανήθικοι, μασόνοι και πράκτορες των Σλάβων»» (βλ. Θ. Καρζής, « «Ιερά οργή» κατά …μονοτονικού», εφημερίδα «ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑ», 24 – 07 – 2006).
Στις 9 Σεπτεμβρίου του 1901, στην εφημερίδα «Ακρόπολις» του Βλάση Γαβριηλίδη άρχισε η δημοσίευση των Ευαγγελίων, μεταφρασμένων στη δημοτική από τον Αλέξανδρο Πάλλη, το γνωστό δημοτικιστή γλωσσοπλάστη λογοτέχνη.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης, Ιωακείμ ο 3ος,  καταδίκασε τη μετάφραση. Ακολούθησαν πύρινα άρθρα από τις εφημερίδες «Καιροί», «Εμπρός», «Σκριπ», «Αστραπή». Η Ιερά Σύνοδος έσπευσε και αυτή να χαρακτηρίσει βέβηλη κάθε μετάφραση των Ευαγγελίων σε απλούστερη γλώσσα.
Η «Ακρόπολις» επέμεινε στις απόψεις της και ειρωνεύτηκε τους καθηγητές – «γλωσσαμύντορες» (Μιστριώτης, Βάσης κ.α.). Ο «φοιτητικός όχλος», καθηγητές, αλλά και οι συντεχνίες της Αθήνας και του Πειραιά οργάνωσαν συλλαλητήρια στα Προπύλαια και στους Στύλους του Ολυμπίου Διός, ενώ οι φίλα προσκείμενες προς αυτούς εφημερίδες  ενίσχυαν την αντίδραση, που «με τα πιο συκοφαντικά επιχειρήματα προσπαθούσε να σπρώξει το λαό σε κινήματα μεσαιωνικού φανατισμού» (βλ. Γ. Κορδάτος, «Μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας», τ. 13 (1900 – 1924), Αθήνα, 1959, Εκδόσεις «20ος αιώνας»).
Τα γεγονότα (φωτογραφία) κορυφώθηκαν στις 8 Νοεμβρίου, όταν ένα μεγάλο πλήθος διαδηλωτών συγκρούστηκε με το Στρατό και την Αστυνομία. Αυτό είχε ως επακόλουθο 8 νεκρούς και περίπου 70 τραυματίες. Η κηδεία έγινε την επομένη με δαπάνη του Δήμου. Η κυβέρνηση του Γεωργίου Θεοτόκη παραιτήθηκε. Το ίδιο και ο μητροπολίτης Αθηνών, Προκόπιος, επειδή δίσταζε ν’ αφορίσει τον Πάλλη και επειδή κι ο ίδιος με τη βασίλισσα Όλγα σχεδίαζαν κι αυτοί μετάφραση των ευαγγελικών κειμένων.
Δύο χρόνια, όμως, αργότερα, σταθμό στην ιστορία του Βασιλικού Θεάτρου αποτέλεσε η παράσταση της «Ορέστειας» του Αισχύλου σε «μικτή» γλώσσα που σκηνοθέτησε ο Κ. Χρηστομάνος. Μια παράσταση, που «πυροδότησε» νέα και μεγάλης έκτασης επεισόδια σχετικά με το γλωσσικό ζήτημα στην Αθήνα. 
Στις 6 Νοεμβρίου 1903,  λοιπόν, δόθηκε η πρεμιέρα της παράστασης. Ομάδες φοιτητών, τότε, υπό την καθοδήγηση του Γ. Μιστριώτη προσπάθησαν να εμποδίσουν την πραγματοποίηση της παράστασης, αλλά αυτή πραγματοποιήθηκε με την απαγγελία του ποιήματος του Κ. Παλαμά «Ωδή στον Αισχύλο» από τη γνωστή ηθοποιό Μαρίκα Κοτοπούλη (1886 – 1954).  Η επέμβαση της αστυνομίας και οι συγκρούσεις, που ακολούθησαν, είχαν ως αποτέλεσμα να σκοτωθεί ένας διαδηλωτής και να τραυματιστούν δεκάδες σε συμπλοκές.

Παρασκευή 23 Δεκεμβρίου 2011

Από 24 έως 26 Δεκεμβρίου 2011, η ΦΥΣΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ δε θα ανανεώσει το περιεχόμενό της, 
θα είναι κοντά σας ξανά 27 Δεκέμβρη. 

 Σας ευχόμαστε ολόψυχα 
ΚΑΛΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ 
με Υγεία και Αγάπη!
42. Νικώντας το... Σολομώντα...

 

Ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουστινιανός ο 1ος ο επονομαζόμενος και Μέγας (βασίλεψε 527 – 565 μ.Χ.), το 532 μ.Χ.,  μετά τη «στάση του Νίκα», θέλησε να επαναφέρει την τάξη και να ενισχύσει την εξουσία του ή να φανεί αρεστός στο λαό, που δυσανασχετούσε.
Έτσι, από τις πρώτες ενέργειές του, αποφάσισε να χτίσει μια εκκλησία που θα ξεπερνούσε τις εκκλησίες της εποχής ως προς το μέγεθος, το σχέδιο και την πολυτέλεια. Το έργο ανατέθηκε στους δύο πιο διάσημους αρχιτέκτονες της εποχής: τον Ανθέμιο και τον Ισίδωρο. Για την κατασκευή του Ναού, προσλήφθηκε ένας μεγάλος αριθμός προσωπικού. Ακόμη οι δύο αρχιτέκτονες είχαν στη διάθεσή τους τη δυνατότητα επιλογής ποικίλου υλικού. Υπολογίζεται ότι πάνω από 300 εκατομμύρια χρυσών νομισμάτων της εποχής δαπανήθηκαν και οι εργασίες απαίτησαν μιαν πενταετία (532 – 537 ). Στις 27 Δεκεμβρίου έγιναν τα εγκαίνια του περίλαμπρου Ναού. Θρυλείται πως μόλις ο Ιουστινιανός αντίκρισε το Ναό, την ημέρα των επίσημων εγκαινίων, αναφώνησε: «Νενίκησά σε Σολομών». Συνέκρινε, δηλαδή, ο Ιουστινιανός το λαμπρό δημιούργημά του με τον περίφημο Ναό του Σολομώντος στα Ιεροσόλυμα, την «κοιτίδα» των Εβραίων.
Η συνηθισμένη, κατά το α’ ήμισυ του 6ου αιώνα, τεχνοτροπία υπαγόρευε οι ναοί των χριστιανών να ήταν ορθογώνια κτίρια (βασιλικές) ή κυκλικά κτίσματα με θολωτή στέγη (περίκεντρα). Οι δύο αρχιτέκτονες της Αγίας Σοφίας  συνδύασαν το ρυθμό της βασιλικής και του περίκεντρου και έκαναν ένα σχέδιο τη βασιλική με τρούλο. Να σημειωθεί πως αυτός ο τρούλος είχε ύψος 62 μέτρα και ήταν διακοσμημένος με ψηφιδωτά και χρωματιστά μάρμαρα.
Η κατοπινή ιστορία του Ναού της Αγίας Σοφίας, που από τότε και πέρα είναι «έδρα» του εκάστοτε Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως μ’ ό,τι σημαίνει αυτό για τα πολιτικά και θρησκευτικά ζητήματα του Βυζαντίου, τα οποία, όμως και ως γνωστόν, αποτελούν αντικείμενο άλλων εκτενέστερων αφηγήσεων, είναι στενά συνυφασμένη με την ιστορία της Κωνσταντινούπολης. Πέρασε κι αυτή «μύρια κύματα» ως την Άλωση από τους Τούρκους το 1453 , μικρομέγαλα στιγμιότυπα της καθημερινής ζωής των Βυζαντινών κληρικών, πολιτών και αυτοκρατόρων, στέψεις αυτοκρατόρων, εικονομαχία, σταυροφορίες, Φραγκοκρατία, ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης (1261), Παλαιολόγεια εποχή (13ος – 15ος αιώνες), δίχως να παραβλέπουμε και τις πολιτικές έριδες, που οδηγούσαν συχνότατα σε ανατροπές αυτοκρατόρων και πατριαρχών.
Χρήσιμα στοιχεία για το παρόν άρθρο αντλήθηκαν από τις Ιστορίες του Ελληνικού Έθνους  του Κ. Παπαρρηγόπουλου και της Εκδοτικής Αθηνών.

Πέμπτη 22 Δεκεμβρίου 2011

41. Βίος και πολιτεία του Σολομώντος





Στο παρόν σημείωμα θα εστιάσουμε, με μαρτυρίες της Παλαιάς Διαθήκης,  το ενδιαφέρον μας σε μια σημαίνουσα μορφή της παγκόσμιας Ιστορίας, εφόσον «σημάδεψε» και την πορεία του Ισραήλ στο χρόνο. Ο λόγος για το βασιλέα του 10ου αι. π.Χ., το Σολομώντα το σοφό και δίκαιο. Ο Σολομών ήταν γιος του βασιλιά Δαυίδ και μητέρα του ήταν η Βηθ-σαβεέ, πρώην σύζυγος του στρατηγού Ουρία («Β' Σαμουήλ», 12:24, 11:3).
Γεννήθηκε το 980 και πέθανε το 922 π.Χ.. Ονομάστηκε από τον προφήτη Νάθαν, Ιεδιδίας, δηλαδή «αγαπημένος του Κυρίου» («Β' Σαμουήλ», 12:24,25).  Το όνομα Σολομών, με το οποίο, τελικά, έμεινε στην Ιστορία, στα εβραϊκά σημαίνει «Ειρηνικός», επειδή, μολονότι ο πατέρας του ήταν φιλοπόλεμος, αυτός ήταν υποστηριχτής της ειρήνης.
Κυβέρνησε και ο ίδιος, ως τρίτος στη σειρά μονάρχης των Εβραίων, κατά τον 10ο αιώνα π.Χ., επί 40 σχεδόν χρόνια (961 – 922 π.Χ.). Ανέβηκε στο θρόνο, σε ηλικία 19 χρόνων, μετά από παραίνεση της μητέρας του και με τη συνδρομή του προφήτη Νάθαν, ενώ τον έχρισε ο ιερέας Σαδώκ στη Γιών κατ’ εντολή του πατέρα του, αν και ένας αδερφός του, ο Αδωνίας, είχε ήδη ανακηρυχθεί βασιλιάς («Α' Βασιλέων», κεφ. 1).
Φημιζόταν για τη θεόπνευστη σοφία του και για την ακριβοδίκαιη κρίση του. Για την ιδιωτική του ζωή, επίσης, θρυλούνται πολλά, μεταξύ των οποίων και το ότι οι έρωτές του για τις 700 γυναίκες και τις 300 παλλακίδες του τον «ξεστράτισαν» από το θεϊκό δρόμο! Επιπλέον, μεγάλο μέρος της υστεροφημίας του οφείλεται και στην κατασκευή μεγάλων δημοσίων έργων, μεταξύ των οποίων αναφέρεται ο Ναός του Σολομώντος στα Ιεροσόλυμα για το Θεό των Εβραίων, για την ανοικοδόμηση του οποίου απαιτήθηκαν 7 χρόνια, ενώ για την κατασκευή πολυδάπανου μεγαλόπρεπου παλατιού χρειάστηκαν 13 χρόνια.
Τα χρόνια της βασιλείας του Σολομώντος, το Ισραήλ γνώρισε οικονομική και πολιτιστική ακμή, αλλά και είχε σημαντική πολιτική και στρατιωτική – ναυτική  δύναμη. Ο ίδιος ο βασιλέας μερίμνησε και για τις συμμαχίες με γύρωθέ του βασιλιάδες (από Αίγυπτο, Τύρο κ.α.) τη δημόσια διοίκηση, καθώς οργάνωσε την κρατική «μηχανή», ορίζοντας ιερείς, άρχοντες και ετήσιας θητείας έπαρχους ή σιτάρχες («Α' Βασιλέων»). Αναφέρεται, μάλιστα, ότι συχνά κατέφταναν ξένες διπλωματικές αποστολές στην Ιερουσαλήμ, προκειμένου να απονείμει δικαιοσύνη ή ν’ ακούσουν τους σοφούς λόγους του βασιλέα και είναι πασίγνωστη η ιστορία με τη βασίλισσα του Σεβά.
Μετά το θάνατο του Σολομώντος και τα χρόνια των άμεσων διαδόχων του (Ροβοάμ και Ιεροβοάμ), η ευημερία έπαψε και επήλθε η διάσπαση, λόγω, κυρίως, θρησκευτικών διαφορών, του έθνους των Εβραίων σε δύο βασίλεια, του Ιούδα και του Ισραήλ. Η βαθύτερη, όμως, αιτία της διάσπασης, ίσως, βρίσκεται στην εποχή του Σολομώντος και μάλιστα έγκειται στο ότι, για την κατασκευή των δημοσίων έργων, για την αναδιοργάνωση του στρατού και για τη δημιουργία ισχυρού εμπορικού στόλου, ο Σολομών φορολόγησε βαριά το λαό, που δυσανασχέτησε, αλλά και στο ότι ο βασιλιάς έλαβε, προς το τέλος της βασιλείας του, λόγω, μάλλον, πνευματικής κατάπτωσης, αντιλαϊκά μέτρα.
Τέλος, πολλά έχουν γραφεί και ειπωθεί για τη συγγραφική δεξιότητα του Σολομώντος, ως κύημα της σοφίας του. Πέρα από τις «Παροιμίες», του έχουν αποδοθεί και τα  εξής ακόμη έργα, «Εκκλησιαστής» και «Άσμα Ασμάτων». 
Η εικόνα του Σολομώντος, που συνοδέβει το παρόν δημοσίευμα, προέρχεται από το Ρώσικο μοναστήρι Kizhi και χρονολογείται στον 18ο αιώνα.

Τετάρτη 21 Δεκεμβρίου 2011

40.  Προς το ευρώ...



Από την 1η Ιανουαρίου 2002 θα μπει στη ζωή του Έλληνα και στις οικονομικές του συναλλαγές του το ευρώ. Ας προσπαθήσουμε, με τη βοήθεια ειδησεογραφικών δελτίων του Αθηναϊκού Πρακτορείου Ειδήσεων, να ιδούμε τις τελευταίες προ της εισαγωγής και τις πρώτες της χρήσης του νέου νομίσματος ημέρες στην Ελλάδα.
Όπως δημοσιοποιήθηκε στις 28 Δεκεμβρίου 2001, η μεγάλη πλειοψηφία των πολιτών χαρακτηρίζει ως ιστορική αλλαγή τη μετάβαση στο ευρώ, αν και δεν λείπει η ανησυχία για τις πρώτες ημέρες εισαγωγής του νέου νομίσματος.
Σύμφωνα με δημοσκόπηση της εταιρίας "ΚΑΠΑ Ρισέρτς" για λογαριασμό της εφημερίδας "Το Βήμα", το 72% των ερωτηθέντων συνδέει το ευρώ με αλλαγή σελίδας στην ιστορία της Ελλάδας και το 71,6% θεωρεί ότι με την κατάργηση της δραχμής χάνεται και ένα κομμάτι από την ιστορία της χώρας. Το 48,9% των ερωτηθέντων δηλώνει ικανοποιημένο από την επερχόμενη αλλαγή, ενώ το 46% δεν νιώθει πολύ ικανοποιημένο από την κατάργηση της δραχμής.
Επίσης, το 41% των ανδρών και το 59,1% των γυναικών δεν αισθάνονται προετοιμασμένοι να χρησιμοποιήσουν το ευρώ στις καθημερινές τους συναλλαγές. Ακόμη το 46,3% των ανδρών και το 64,1% των γυναικών φοβούνται ότι μπορεί να εξαπατηθούν κατά το πρώτο διάστημα εισαγωγής του ευρώ.
Παράλληλα με την ανησυχία του κόσμου, διαδοχικές συσκέψεις είχε στις 28/12/2001 ο τότε πρωθυπουργός Κώστας Σημίτης με αποκλειστικό αντικείμενο την προετοιμασία για τη μετάβαση στο ευρώ. Το πρωί της ημέρας εκείνης είχε πραγματοποιηθεί ευρεία σύσκεψη στο υπουργείο Οικονομίας  με το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης και τραπεζίτες και το απομεσήμερο άλλη με τις διοικήσεις των εργοδοτικών, παραγωγικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων. Ο πρωθυπουργός ανέφερε, μεταξύ άλλων, ότι δεν έχουν σημειωθεί ιδιαίτερες δυσκολίες στα θέματα προσαρμογής και γίνεται τώρα προετοιμασία και για το πρώτο δίμηνο του 2002.  Πέραν τούτων, έκκληση σε φορείς και πολίτες να συμβάλλουν ενεργά στην απρόσκοπτη μετάβαση στο κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα  απηύθυνε ο πρωθυπουργός μετά τις παραπάνω συσκέψεις και χαρακτήρισε τη μετάβαση στο ευρώ ως ένα νέο αισιόδοξο και δυναμικό ξεκίνημα της οικονομίας μας σε μια νέα, ενιαία ευρωπαϊκή ζώνη σταθερότητας και ευκαιριών.
Υπομονή και κατανόηση, όμως,  ενόψει της εισαγωγής του ευρώ συνέστησε με τη σειρά του ο τότε υπουργός Οικονομίας και Οικονομικών, Νίκος Χριστοδουλάκης.  Μάλιστα, σε συνέντευξή του στο "Βήμα", ο κ. Χριστοδουλάκης δηλώνει ότι το κύριο βάρος στο πλαίσιο του ευρώ πρέπει να δοθεί στην ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, μέσα από την προώθηση διαθρωτικών αλλαγών και βελτιώσεων της λειτουργικότητας και αποτελεσματικότητας των αγορών. Ο υπουργός προσθέτει ότι κεντρικοί άξονες της πολιτικής, στο νέο περιβάλλον, θα είναι οι ιδιωτικοποιήσεις ή μετοχοποιήσεις, αλλά και η αναζήτηση στρατηγικών συμμαχιών για τις δημόσιες υπηρεσίες, ενώ χαρακτηρίζει αμετάκλητες τις αποφάσεις της κυβέρνησης να γίνονται οι στρογγυλοποιήσεις των τιμών των υπηρεσιών κοινής ωφέλειας υπέρ των καταναλωτών.
Ο τότε διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας, Λουκάς Παπαδήμος, θα επισημάνει για τις νέες ευκαιρίες που θα δώσει στη χώρα μας το ευρώ: «Η βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των Ελλήνων συναρτάται απολύτως με τη δυνατότητα της χώρας να βελτιώσει τη διεθνή ανταγωνιστικότητα σε περιβάλλον αυξημένου ανταγωνισμού. Τούτο πρακτικά σημαίνει ότι πρέπει να βελτιώσουμε τη διεθνή ανταγωνιστικότητα, κυρίως μέσα από την αύξηση της παραγωγικότητας, και επιπλέον να επιτύχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης...». 
Χωρίς ιδιαίτερα προβλήματα διεξήχθησαν στις 2 Γενάρη του 2002 οι συναλλαγές, πρώτη ημέρα κυκλοφορίας του ευρώ, στις δημόσιες υπηρεσίες. Από το πρωί η κίνηση ήταν αυξημένη στις τράπεζες και στις εφορίες όπου το κοινό προμηθεύεται τα νέα νομίσματα και διεκπεραιώνει τις υποθέσεις του. Από το πρωί, παρουσιάστηκαν μικροπροβλήματα στα διόδια των δύο κεντρικών εθνικών οδών προς Θεσσαλονίκη και Πελοπόννησο, καθώς αρκετοί οδηγοί πλήρωναν το αντίτιμο σε δραχμές, ενώ οι υπάλληλοι έδιναν ρέστα σε ευρώ και αυτό είχε αποτέλεσμα να παρατηρείται μεγάλη καθυστέρηση στη ροή κυκλοφορίας.
Την επόμενη μέρα (03/01/2002),  το νέο νόμισμα υπεβλήθη σε ένα κρίσιμο τεστ, καθώς έκανε την πρεμιέρα του στην αγορά, που άνοιξε μετά τις αργίες της Πρωτοχρονιάς. Από το πρωί, στις τράπεζες η κίνηση ήταν αυξημένη, ενώ σχεδόν και τα 4.000 μηχανήματα αυτόματης ανάληψης των τραπεζών σε όλη τη χώρα παρείχαν το νέο νόμισμα.  Όμως, αισθητή  παρέμενε εκείνες τις πρώτες ημέρες στην αγορά η έλλειψη κερμάτων ευρώ. Στο μεταξύ, συνεργεία του ΣΔΟΕ έκαναν την εμφάνισή τους στην αγορά, σε κεντρικά σημεία της Αθήνας και του Πειραιά, προκειμένου να κάνουν ελέγχους για παράνομες στρογγυλοποιήσεις τιμών.  Εξάλλου, για οποιεσδήποτε πληροφορίες για το νέο νόμισμα είχε δοθεί στο καταναλωτικό κοινό ένας ειδικός τριψήφιος αριθμός τηλεφώνου, το 198.
Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι περί τα μέσα Γενάρη (10/01/2002) ανακοινώθηκε ότι χρηματικά πρόστιμα, με ταυτόχρονη παραπομπή στον εισαγγελέα, επέβαλε το υπουργείο Ανάπτυξης σε επιχειρήσεις εστιατορίων και παρκινγκ για αδικαιολόγητες ανατιμήσεις που έκαναν με αφορμή την κυκλοφορία του ευρώ.  
 Μολαταύτα, την ανηφορική οδό ακολουθήσανε οι τιμές σε εκατοντάδες εμπορεύματα. Ενδεικτικά, αναφέρουμε περιπτώσεις όπως στο σουβλάκι που παρατηρήθηκαν ανατιμήσεις μέχρι και 46%, (από 350 δραχμές στο 1,5 ευρώ) στο «γύρο κοτόπουλο τη μερίδα» 13,3%, στο ψωμί 13,3% (από 300 δραχμές σε 1 ευρώ) στο κουλούρι 47,1% (από 70 στα 30 λεπτά) στο σερβιριζόμενο καφέ 13,6%, στο λάδι, 19,1%, στα κατεψυγμένα ψάρια 5,6%, στα εισιτήρια κινηματογράφου 10%, στα ακτοπλοϊκά εισιτήρια 0,6%, στο εισιτήριο σε μπαρ με ποτό 9%, στις τυρόπιτες 16,8% κλπ.
39. Για τη Βυζαντινή Αυλή & Εθιμοτυπία




Για κάθε φιλίστορα έχουν μεγάλη σημασία τα κείμενα που σώθηκαν και σχετίζονται  με την εθιμοτυπία στα βυζαντινά χρόνια και τα οποία είναι αρκετά και ενδιαφέροντα.
Από τον 4ο και 5ο αιώνα, έχουμε τη «Notitia Dignitatum» (Κατάλογος Αξιωμάτων) του 425 μ.Χ., ενώ τον 6ο αιώνα μ.Χ. έχουμε συλλογή πρακτικών κειμένων από τον 5ο και τον 6ο αιώνα με περιγραφές από τον Πέτρο Πατρίκιο ορισμένων ανακτορικών τελετών. Τα έργα αυτά μας σώζονται μέσω των συγγραμμάτων που αποδίδονται στη γραφίδα του πολυγραφότατου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου του 7ου του Πορφυρογέννητου ( φωτογραφία, 913 – 959  μ.Χ.).
Ξεκινώντας από τα μέσα του 6ου αιώνα, έχουμε και μιαν απλή αναφορά χωρίς πρακτικό σκοπό των πολιτικοστρατιωτικών αξιωμάτων στο έργο του Ιωάννη του Λυδού «De Magistratibus» (Περί Αρχών). Το πόνημα αυτό, όμως, δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση εγχειρίδιο εθιμοτυπικής πολιτικής. Πρέπει να υπήρχαν κι άλλα κείμενα, που είτε έχουν χαθεί, είτε έχουνε σωθεί ως παραπομπές με τον τίτλο «Παλαιές Εκθέσεις» σε άλλα έργα.
Στη Μεσοβυζαντινή Εποχή έχουμε τα 4 πιο φημισμένα «Τακτικά», που είναι τα εξής: 1. Τακτικό του Uspensky (842 – 843, στα τέλη της βασιλείας του Θεόφιλου, βρέθηκε Ιεροσολυμιτικός Κώδιξ νο 39), 2. «Κλητορολόγιον του Φιλοθέου» (επί εποχής Λέοντος του 6ου του Σοφού, 899 μ.Χ.), 3. Τακτικό του Benesevic (στα χρόνια του Κωνσταντίνου του Πορφυρογέννητου και του Ρωμανού Λακαπηνού, 934 – 944 μ.Χ.) και 4. Τακτικό Οικονομίδη ή Εσκοριάλ (επί Ιωάννη Τσιμισκή και Βασιλείου Βουλγαροκτόνου, 970 – 980 μ.Χ., σημαντική μαρτυρία για τους αυλικούς αξιωματούχους που συμμετείχαν στα αυτοκρατορικά γεύματα και δείπνα).
Κατά τους αιώνες που ακολουθούν πριν τη Λατινοκρατία (11ος – 12ος – 13ος μ.Χ.), για διάφορους λόγους, δεν έχουμε κείμενα εθιμοτυπίας, ενώ τον 14ο αιώνα, με την ανάκτηση (1261) της Κωνσταντινούπολης από τους Παλαιολόγους, έχουμε πολλά τέτοια κείμενα. Ξεχωρίζει, χωρίς αμφιβολία, το πόνημα «Περί των οφικίων του Παλατίου Κωνσταντινουπόλεως και των οφικίων της Μεγάλης Εκκλησίας», που μας δίνει 76 αυλικά αξιώματα κατά χρονολογική σειρά και πραγματευόταν τα των τελετών, της ιεραρχίας και της ενδυμασίας των επισήμων προσκεκλημένων και των αυλικών στα τραπεζώματα του αυτοκράτορα και της υστεροβυζαντινής Αυλής και αποδιδόταν κακώς, επί σειρά ετών, στο Γεώργιο Κωδινό.  Για το έργο του Ψευδοκωδινού, τα χρόνια, μάλλον, του αυτοκράτορα Ιωάννη του 6ου του Καντακουζηνού (1341 – 1355) πρέπει να θεωρούνται terminus ante quem. Χρήσιμες μαρτυρίες για την ιεραρχία και τους τίτλους των αξιωματούχων μας παρέχουν και κάποια μολυβδόβουλα των χρόνων εκείνων.
Το 1972, θα εκδοθούν και τα 4 παραπάνω «Τακτικά» μαζί, υπό το γενικό τίτλο «Les Listes de preseance»,  όπου έχουμε κείμενα με σωστό κριτικό υπομνηματισμό και με ολοκληρωμένες μελέτες για τη βυζαντινή εθιμοτυπία και τους διοικητικούς της θεσμούς. 



Τρίτη 20 Δεκεμβρίου 2011

38. Πέρσες και Ελληνισμός, αρχές του 4ου αι.  


 
Μετά το πέρας του πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.) και την Ηγεμονία της Σπάρτης χάρη στο Λύσανδρο, με τον ερχομό του 4ου αιώνα π.Χ., πέρα από τον Θρασύβουλο του Λύκου και τον Κόνωνα, ξεχωρίζουν δύο ακόμα μορφές στην Αθηναϊκή πολιτική και στρατιωτική Ιστορία, μέρος της δράσης των οποίων βλέπουμε στον Ξενοφώντα ( φωτό/ «Ελληνικά») και στο Ρωμαίο βιογράφο Κορνήλιο Νέπωτα. Ο λόγος για τον Ιφικράτη και για το Χαβρία, που διακρίθηκαν ιδιαίτερα ο πρώτος ως στρατηγός και ως ναύαρχος ο δεύτερος των αθηναϊκών δυνάμεων, με ή χωρίς την περσική (χρηματική, κυρίως!) «στήριξη», για ένα πολύ δύσκολο, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, εγχείρημα, να αποχτήσει ξανά η Αθήνα μέρος της κλασικής της δύναμης και αίγλης.
Ας ιδούμε προσεχτικότερα, εμπιστευόμενοι, κυρίως, τον Ξενοφώντα, την κρίσιμη, λοιπόν, αυτή δεκαετία (395 έως 386 π.Χ.) για την Αθήνα, αφού πάρουμε τα πράγματα, όμως, με τη σειρά: Το 395 π.Χ., οι Αθηναίοι ενώ, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις που προέβαλαν ο Θρασύβουλος, ο Άνυτος και ο Αίσιμος,  επιδιώκουν τη βοήθεια της Περσίας, υποπτεύονται πως οι διπλωματικοί τους αντιπρόσωποι στις συζητήσεις με τους Πέρσες φέρονται «περίεργα». Έτσι, ο από το 403 π.Χ. και εξής δεινός δημαγωγός Κέφαλος και ο Επικράτης, δύο από τους Αθηναίους απεσταλμένους στην Περσική Αυλή, εγκαλούνται για δωροληψία από τους Πέρσες, ενώ, από την ίδια χρονιά και έως το 386 π.Χ., λες και δεν έβαλαν μυαλό οι Έλληνες από τον πολυαίματο Πελοποννησιακό πόλεμο, τον ελλαδικό χώρο συνταράζει ο λεγόμενος «Κορινθιακός ή Βοιωτικός πόλεμος». Ο  Θρασύβουλος είχε συνάψει (εντός του 395 π.Χ. ) συμμαχία με τη Θήβα, που αργότερα περιέλαβε το Άργος και την Κόρινθο εναντίον της Σπάρτης, και οι Αθηναίοι συμμετέχουν στον πόλεμο, καταρχάς, με τους στρατηγούς Κόνωνα και Ιφικράτη. Οι Πέρσες «τρίβουν τα χέρια» τους από χαρά, όσο ο ελληνισμός εμφανίζεται διχασμένος και τους αφήνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να δρουν ανενόχλητοι στη Μ. Ασία και τις ιωνικές πόλεις!
Δύο χρόνια αργότερα, το 393 π.Χ., αφού ο Κόνων ανοικοδομεί τα τείχη της Αθήνας με περσικά χρήματα, οι συμπατριώτες στέλνουν ξανά πρεσβεία στον Πέρση βασιλιά. Φορμίσιος και Επικράτης είναι οι νέοι πρεσβευτές. Τι συζητούν; Μάλλον για πιο ενεργό περσική ανάμειξη στον ελλαδικό χώρο, αλλά στο… πλευρό των Αθηναίων!
Όταν το 392/1 π.Χ. ο Κόνων «χάνεται» από το προσκήνιο, ο πόλεμος με τους Σπαρτιάτες συνεχίζεται, παρότι συνέρχεται συνέδριο ειρήνης στην Κόρινθο. Οι Αθηναίοι, αλαζόνες, απορρίπτουν τις προτάσεις των Σπαρτιατών για ειρήνη και στέλνουν διπλωματική αποστολή στη Σπάρτη υπό το ρήτορα Ανδοκίδη. Τα επιχειρήματα του Ανδοκίδη δεν μπορούν να πείσουν τους Αθηναίους για την κατάπαυση των εχθροπραξιών και ο πόλεμος «καλά κρατεί».
Στο εσωτερικό της Αθήνας, κατά πληροφορίες του Φιλόχορου, ο Καλλίστρατος, ένας φιλοπόλεμος δημαγωγός, παρασύρει το λαό να μη δεχτεί την ειρήνη με τη Σπάρτη, που, μεταξύ άλλων, ήθελε ακόμα και ο Αθηναίος στρατηγός Ιερώνυμος, ένας από τους φίλους του Θρασύβουλου (Αριστοφάνους, «Εκκλησιάζουσες»). Οι Αθηναίοι υποστηρικτές της ειρήνευσης, πίσω από την οποία ίσως και να κρύβεται και περσικός «δάκτυλος» για υπέρ των Περσών «διευθέτηση» των ελληνικών θεμάτων, Επικράτης, Ανδοκίδης κ.α. επρόκειτο να πάρουν το δρόμο της εξορίας, αλλά αυτοί πρόλαβαν και έφυγαν κρυφά απ’ την Αθήνα, πριν αρχίσει η δίκη τους.
Υπέρ της ειρήνης και κατά της διαφθοράς των κοινωνικών ηθών, που είχε ως συνέπεια ο πόλεμος, στο ξεκίνημα του 4ου αιώνα (395 – 380 π.Χ.), τάσσεται όχι μονάχα – έμμεσα ή άμεσα, με τις κωμωδίες του (π.χ. «Πλούτος») προς το αθηναϊκό κοινό – ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης, αλλά και ο αυτοεξόριστος συμπατριώτης του, ιστορικός και φιλόσοφος,  Ξενοφών, στο έργο του «Πόροι». Στο εν λόγω πόνημά του, λοιπόν, παρουσιάζει συγκεκριμένες προτάσεις για την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Αττικής. Παρά ταύτα, για την επιτυχή εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος αυτού, πρότεινε την υιοθέτηση ειρήνης, που θα έφερε βαθμιαία και τις άλλες πόλεις της Ελλάδας ξανά κοντά στην Αθήνα. Γράφει, λοιπόν, υπέρ της ειρήνης ο Ξενοφών και ότι «τώρα εξαιτίας του πολέμου, έχουν εξαφανιστεί πολλά από τα έσοδα και όσα είχαμε έχουν κατασπαταληθεί σε κάθε είδους έξοδα, ενώ όταν έγινε ειρήνη στη θάλασσα, τα έσοδα αυξήθηκαν, και επιπλέον βρίσκονταν στη διάθεση των πολιτών για να τα αξιοποιήσουν όπως ήθελαν».
Ο βασιλιάς, όμως, της Κύπρου, ο Ευαγόρας ο 1ος, που συνδεόταν με παλιά φιλία με τον Κόνωνα και την Αθήνα, την ίδια εποχή (392/1 π.Χ.) θέλησε, με έδρα την κυπριακή πόλη Σαλαμίνα, να συνενώσει υπό την ηγεσία του όλες τις πόλεις της Μεγαλονήσου. Όσες δεν πείθονταν να συνεργαστούν μαζύ του, επιχείρησε να τις καταλάβει με τη βία.
Η Αμαθούντα, οι Σόλοι και το Κίτιο, όμως, τρεις από τις πιο γνωστές κυπριακές πόλεις, αρνιόντουσαν όλες του τις προτάσεις πεισματικά. Το 391 π.Χ., μάλιστα, οι πόλεις αυτές έφτασαν στο βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη το 2ο, και του ζήτησαν βοήθεια, για να μπορέσουν να αντιταχθούν στις πιέσεις του Ευαγόρα.
Ο Αρταξέρξης, γνωρίζοντας καλά πως η σπουδαία γεωγραφική θέση και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κύπρου την είχαν καταστήσει επί σειρά ετών «αξιοζήλευτο στόχο» για τη χώρα του και καταλαβαίνοντας ότι μια ενδεχόμενη επιτυχία του Ευαγόρα θα σήμαινε για την Περσία, οριστική μάλλον, απώλεια του ελέγχου του νησιού, πρόσταξε το διοικητή της Καρίας και το σατράπη της Λυδίας να επέμβουν στην Κύπρο.
Μπροστά στον κίνδυνο της περσικής επέμβασης, ο Ευαγόρας «έμπλεξε» την Αθήνα σε νέες εμπόλεμες «περιπέτειες». Συγκεκριμένα, όπως γράφει και ο Ξενοφών και ο Λυσίας, στράφηκε προς τους φίλους και συμμάχους του Αθηναίους, που, παρά τις οικονομικές τους δυσκολίες και τις καλές σχέσεις που είχαν ακόμα με τους Πέρσες, του έστειλαν 10 τριήρεις. Τις επάνδρωσε ένας πλούσιος Αθηναίος, ο Αριστοφάνης Νικοδήμου μαζύ με φίλους του. Με στόλαρχο το Φιλοκράτη, τα καράβια έφυγαν για την Κύπρο. Δεν επρόκειτο, όμως, ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους, γιατί πιάστηκαν το 390 π.Χ., κοντά στη Ρόδο, από το Σπαρτιάτη ναύαρχο Τελευτία.
Στο μεταξύ, ο Ευαγόρας προσπαθούσε να ενισχύσει τη θέση του και γύρεψε βοήθεια κι από αλλού. Πλησίασε και τον Άκορι, βασιλιά της Αιγύπτου, που και αυτός δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τους Πέρσες. Το 388 π.Χ. έκανε συμμαχία μαζί του και του παραχώρησε σημαντική βοήθεια. Άλλωστε και οι Αθηναίοι συμμάχησαν το 390/89 π.Χ. και με τον Άκορι και εικάζεται η συμφωνία τους αυτή να προχώρησε με τη μεσολάβηση του Ευαγόρα.
Στον ελλαδικό χώρο, ο Καλλίστρατος, όμως, εμφανίζεται πρόσκαιρα δικαιωμένος, όταν, το 390 π.Χ., ο Αθηναϊκός στρατός, υπό τους Καλλία και Ιφικράτη, γνωρίζει επιτυχίες, στις χερσαίες επιχειρήσεις, κατά των Λακεδαιμονίων. Παρά ταύτα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Τελευτίας, αδερφός του βασιλιά Αγησίλαου, αφού αιχμαλώτισε τις υπό τον Φιλοκράτη αθηναϊκές τριήρεις, λίγο αργότερα καταλαμβάνει και τη Σάμο και την Κνίδο.
Και το 389 π.Χ. ενώ ο Θρασύβουλος του Λύκου ως αρχιναύαρχος προσπαθεί , καθιερώνοντας τη συμμαχική εισφορά του 5% και διώχνοντας τους Σπαρτιάτες από τη Λέσβο, να ανασυστήσει την Αθηναϊκή Συμμαχία στο Αιγαίο και στην Προποντίδα, η Αθήνα συμμαχεί με την Αίγυπτο και τον Ευαγόρα της Κύπρου εναντίον των Περσών και  «επανεγκαθίσταται» στη Θράκη και τα Στενά.
Μια νέα, όμως, δίκη «αναστατώνει» το εσωτερικό της πόλης:  Ο Επικράτης εγκαλείται για χρηματισμό κατά τη συμμετοχή του σε διπλωματική αποστολή προς τους Πέρσες και καταδικάζεται σε θάνατο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τον επόμενο χρόνο (388 π.Χ.) μια νέα παράτολμη ενέργεια του Λακεδαιμόνιου Τελευτία τον οδηγεί σε λαφυραγώγηση του λιμένα του Πειραιά, την ώρα που έχουμε συγκρούσεις ανάμεσα στον Ιφικράτη και τον Αναξίβιο, στον Ελλήσποντο.
Αφού δολοφονείται ο Θρασύβουλος ο Λύκου στην Άσπενδο το χρόνο αυτό (388 π.Χ.) και δικάζεται και εκτελείται, στην Αθήνα, και ο πιο στενός του συνεργάτης, ο Εργοκλής για διασπάθιση δημοσίου χρήματος και προδοσία,  οι Αθηναίοι αποφασίζουν ο στρατηγός Χαβρίας, που είχε ήδη στο ενεργητικό του μιαν επιτυχή επιδρομή στα παράλια της Λακωνίας (392 π.Χ.) και την κατάληψη της Αίγινας (388 π.Χ.), να συνδράμει τον Ευαγόρα στην Κύπρο. Για το σκοπό αυτό, μάλιστα διέκοψαν τις νικηφόρες επιχειρήσεις τους εναντίον των Σπαρτιατών και των Αιγινητών κοντά στην Αίγινα. Ο Χαβρίας με 800 πελταστές και 10 τριήρεις στις οποίες προστέθηκαν από την Αθήνα κι άλλα καράβια και οπλίτες, ξεκίνησε για τη μεγαλόνησο. Με τον τρόπο αυτό, ο Ευαγόρας θα μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των πόλεων που αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζύ του και να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του.
Το 387 π.Χ., λοιπόν, καθώς ο Ανταλκίδας, ειδικός απεσταλμένος για λογαριασμό της Σπάρτης, συζητά μ’ ευνοϊκούς για την πατρίδα του όρους για το ενδεχόμενο τέλους του «Κορινθιακού πολέμου» με την Περσία, ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης εκστρατεύει σε Θράκη και Αίγυπτο και οι Αθηναίοι συμμαχούν με το βασιλιά των Οδρυσών Εβρυζέλμη. Σύμφωνα, εξάλλου, με το Διόδωρο το Σικελιώτη και το Δημοσθένη, σ’ ό,τι αφορά την Κύπρο, λίγο μετά την έλευση του Χαβρία, σχεδόν ολόκληρο το νησί είχε καταληφτεί από τον Ευαγόρα, χάρη στην αθηναϊκή βοήθεια. Όπως, μάλιστα, φανερώνουν νομισματικές πηγές της εποχής,  μάλλον τότε αντικαταστάθηκε ο Φοίνικας βασιλιάς του Κιτίου Μελκιάθων από τον Αθηναίο Δημόνικο, το γιο του Ιππονίκου, στον οποίο ίσως ο Ισοκράτης γράφει το φερώνυμο συμβουλευτικό έργο.
Το σχέδιο, όμως, του Ευαγόρα ναυάγησε, εν τέλει, στην Κύπρο, γιατί τα ίδια χρόνια στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ένα νέο «status quo», μετά, ιδίως, από τη σύναψη της ειρήνης του Ανταλκίδα, το 387 π.Χ.. Ένας, μάλιστα, από τους επαίσχυντους για τον ελληνισμό όρους της συνθήκης αυτής, την οποία μας διασώζει στα «Ελληνικά» ο Ξενοφών, καθόριζε πως η Μ. Ασία καθώς και η Κύπρος θα παραδοθούν, αμαχητί, στην περσική αυτοκρατορία.
Και το κείμενο της συνθήκης ήταν λιτό στα λόγια, μα πλούσιο σε ό,τι αφορά την επίτευξη των περσικών στόχων: «Ο βασιλιάς Αρταξέρξης νομίζει ότι είναι δίκαιο οι πόλεις της Ασίας να ανήκουν σ' εκείνον και από τα νησιά οι Κλαζομενές και η Κύπρος. Οι άλλες ελληνικές πόλεις, μεγάλες και μικρές, να είναι αυτόνομες, εκτός από τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο. Τούτες να ανήκουν στους Αθηναίους, όπως και παλιά. Όποιοι δεν δεχτούν την ειρήνη αυτή, εγώ θα τους πολεμήσω μαζί με κείνους που τη δέχονται και κατά ξηρά και κατά θάλασσα με πλοία και με χρήματα.» Έτσι, ο Πέρσης βασιλιάς, Αρταξέρξης ο 2ος, σε λιγότερο από 100 χρόνια μετά την ταπεινωτική για τους προγόνους του ήττα στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) και σε περίπου 60 χρόνια από την ειρήνη του Καλλία (448 π.Χ.), επέβαλε την κυριαρχία του στις ελληνικές πόλεις.
Αργότερα, όπως γράφει στα «Ελληνικά» ο Ξενοφών, στην Ελλάδα, την ηγεμονία θα αναλάμβανε, για σύντομο χρονικό διάστημα (371 – 362 π.Χ.), η Θήβα με Πελοπίδα και Επαμεινώνδα, πριν έχουμε την «εισβολή» των Μακεδόνων του Φιλίππου του 2ου  στην Ελληνική Ιστορία.

37. Η πίκρα του Αριστοτέλους




 Ο Αριστοτέλης ήταν το φαβορί. Όλοι οι Αθηναίοι το πίστεβαν. Ήξεραν την πολύχρονη φιλία του με τον Πλάτωνα. Είχαν γνωρίσει το μεγάλο μυαλό και την ανά πάσα στιγμή σε εγρήγορση ψυχή του. Η θέση θα ήταν, εάν, ο μη γένοιτο, ο πάνσοφος Πλάτων εγκατέλειπε το μάταιο ετούτο κόσμο, δική του, ό,τι ονειρεβόταν χρόνια τώρα, διευθυντής της Ακαδημίας ...
Ο Μακεδόνας φιλόσοφος είχε αφήσει τη γενέτειρά του, τα Στάγιρα, για να κατεβεί στην Αθήνα, για να μαθητέψει στην Ακαδημία Πλάτωνος στα 17 του χρόνια. Και τώρα πια, κόντεβε τα 37, ξεχωρίζοντας απ' όλους τους συμφοιτητές του, παλιοσειρές και συγκαιρινούς του, αλλά και κάποια φυντάνια της νέας γενιάς. 
 347 π.Χ., λοιπόν, ο γέρο Πλάτων αφήνει την τελευταία του πνοή. 80άριζε παρά τις ψυχοσωματικές του ταλαιπωρίες μα ο νους του δούλεβε σαν ξουράφι και έτσι, ο θάνατός του μαυροφόρεσε τους μαθητές του και όλη την πόλη. Και τον υπόλοιπο Ελληνισμό, από Σικελία και Μικρασία, που έστελνε τα παιδιά του να διδαχτούν φιλοσοφία  και αρετή κοντά στον Πλάτωνα και τους πρώτους από τους μαθητές του. 
Σε ποιον, όμως, θ' άφηνε κληρονομιά τα "κλειδιά" της Ακαδημίας ο πολυγραφότατος και διάσημος σ' όλο τον τότε γνωστό κόσμο φιλόσοφος, ο επιφανέστερος των μαθητών του μεγάλου Σωκράτη;  Στον Αριστοτέλη; 
Κι όμως έγινε η έκπληξη!!! Διάδοχος του Πλάτωνος στη διεύθυνση της φιλοσοφικής του σχολής ορίστηκε, με γραφτή ή προφορική διαθήκη του εκλιπόντος δεν έχουμε μαρτυρίες, όχι ο επίσης εκ των διαλαμπόντων μαθητής του Πλάτωνος Ξενοκράτης, αλλά ο γιος της αδελφής του, Πωτώνης, και του Ευρυμέδοντος, Σπεύσιππος. Ο 60χρονος Σπεύσιππος...
Λίγο μετά, πικραμένος και θυμωμένος, ο Αριστοτέλης θα εγκαταλείψει το κλεινόν άστυ. Όχι, όμως, για πάντα, όπως - πιθανότατα- μέσα στο παράπονο έλεγε στα 347 π.Χ.! 
Το 335 π.Χ., θα γυρίσει στην Αθήνα. Θα μείνει για δώδεκα χρόνια και θα ιδρύσει τη δική του σχολή, στο Λύκειο, την Περιπατητική. 
Πηγές, μεταξύ άλλων, για το παρόν δημοσίευμα  στάθηκαν ωφέλιμες οι Ιστορίες της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας του R. Flacerliere και του A. Lesky και η "Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Φιλοσοφίας" του Γ. Κορδάτου.

Δευτέρα 19 Δεκεμβρίου 2011

36.  «Ες αύριον τα σπουδαία...»
   

Είχε πάθος με τις γυναίκες.  Ήταν και αρχομανής. Του άρεσαν και οι ολονύχτιες διασκεδάσεις. Το βλέπουμε πίσω από τα γραφόμενα του Ξενοφώντα (4ος αι. π.Χ.) και του Πλουτάρχου (1ος – 2ος αι. μ.Χ.), που χρησιμοποιήσαμε για πηγές στην παρούσα ιστορία.
Ήταν, λοιπόν, ένας από τους πρώτους σε οικονομικοπολιτική δύναμη των Θηβαίων.  Από τους πλούσιους και από τα πρωτοπαλίκαρα των ολιγαρχικών.  «Κολλητοί» του φίλοι ήσαν ο Λεοντίδας (ή Λεοντιάδης) και ο Φίλιππος. Το 382 π.Χ.., οι Σπαρτιάτες, στέλνοντας στρατό υπό τον Φοιβίδα και αφού ανέτρεψαν τη νόμιμη κυβέρνηση, έδωσαν την εξουσία  της πόλης στους τρεις  φίλους.  
Τρία χρόνια αργότερα, λοιπόν,  ένα βράδυ του 379 π.Χ., στη Θήβα,  ο πολέμαρχος Αρχίας, μολονότι οι εξόριστοι της δημοκρατικής παράταξης που είχαν καταφύγει στην Αθήνα έβαλαν στο νου τους να δώσουν τέλος στην ολιγαρχική τριανδρία της πατρίδας τους και πύκνωναν οι σχετικές φήμες, γλεντοκοπούσε σε φιλικό σπίτι με παρέα, γυναίκες, αλλά και με τον έτερο των πολέμαρχων Φίλιππο. Ήρθε τότε φουριόζος ένας αγγελιοφόρος εξ Αθηνών προσκομίζοντας επιστολή  για τον Αρχία. Αυτός, πάνω στη ζάλη του κεφιού, λέει στον αγγελιοφόρο, «Άσε το γράμμα σε μιαν άκρη. Απόψε, γλεντάμε! Ες αύριον τα σπουδαία!»
Ήταν το μοιραίο του λάθος! Το γλέντι είχε και γυναίκες, χορεύτριες και υπηρετικό προσωπικό, οι οποίες, όμως, όταν μέθυσαν ο Αρχίας και οι φίλοι του, έδωσαν σύνθημα στον Πελοπίδα (φωτογραφία) και τους δημοκρατικούς  που εισέβαλαν στο χώρο υποδυόμενοι τους συνδιασκεδαστές και «καθάρισαν» τον Αρχία, τον Φίλιππο, τον επίσης επιφανή Θηβαίο ολιγαρχικό Υπάτη κ.α. Και την επόμενη μέρα,  ο Πελοπίδας και οι συν αυτώ αφού στο μεταξύ σκότωσαν και το Λεοντίδα, επανέφεραν το δημοκρατικό πολίτευμα στη Θήβα.  Αυτά γράφει ο Πλούταρχος, ενώ ο Ξενοφών αναφέρει έξι δημοκρατικούς μεταμφιεσμένους σε χορεύτριες και υπηρέτριες υπό τον συνεργάτη του Πελοπίδα Μέλωνα, που έμπασε στο σπίτι που έγινε το φονικό ο ίδιος ο οικοδεσπότης, ο Φιλλίδας, αφού άδειασε πρώτα το χώρο από την ένοπλη σωματοφυλακή των πολέμαρχων, γιατί οι γυναίκες δεν ήθελαν  τάχα να τις ιδούν άλλοι πλην των αρχόντων της πόλης. Το δυσεξήγητο με την πράξη του Φιλλίδα ήταν ότι επρόκειτο για το «δεξί χέρι» του Αρχία!
Εάν,  όμως, είχε ο Αρχίας ανοίξει το γράμμα, θα μάθαινε ότι οι δημοκρατικοί και ο Πελοπίδας προετοίμαζαν και θα υλοποιούσαν εκείνο το βράδυ συνωμοσία κατά της ολιγαρχικής τριανδρίας των Θηβών και ότι το σχέδιο προέβλεπε και δολοφονία του.  Και θα λάβαινε τα μέτρα του να το αποτρέψει, αλλά δεν το έμαθε ποτέ…
35. Βενιζέλος και στρατός Ελλήνων στη Σμύρνη



 
Στο σημερινό μας, λοιπόν, σημείωμα, θα «φιλοξενήσουμε» την ημερήσια διαταγή που εξέδωσε ο Ελευθέριος Βενιζέλος (φωτογραφία), το Μάιο του 1919, ως υπουργός στρατιωτικών προς τον ελληνικό στρατό λίγο μετά την αποβίβαση του τελευταίου στη Σμύρνη κατόπιν συμφωνίας των δυνάμεων της Αντάντ (Αγγλία, Γαλλία, Ιταλία), την κορυφαία, κατά τους ιστορικούς, στιγμή του ελληνικού «μεγαλοϊδεατισμού» και, κατά τη γνώμη μου, του διεθνούς ιμπεριαλισμού που ήθελε τους Έλληνες πιόνι στη σκακιέρα του.
Της απόφασης για απόβαση των Ελλήνων στη Σμύρνη θυμίζουμε είχε προηγηθεί η υπογραφή της ανακωχής του Μούδρου (Οκτώβριος – Νοέμβριος 1918). Στον Μούδρο της Λήμνου υπογράφεται η ανακωχή που τερματίζει τον πόλεμο των δυνάμεων της Αντάντ με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Ελληνικά πλοία αγκυροβολούν στην Κωνσταντινούπολη, προκαλώντας ενθουσιασμό στον ελληνικό πληθυσμό.
Στο παρόν άρθρο, δε θα μας απασχολήσουν τα πολιτικά, οικονομικά και διπλωματικά αίτια και οι άμεσες και οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της ελληνικής απόβασης στη Σμύρνη το Μάιο του 1919. Αλλά, όπως θα διαβάζουμε τη διακήρυξη μέσα από τις σελίδες της Αθηναϊκής εφημερίδας «Εμπρός» (φύλλο της 03 – 05 – 1919, σελ. 1), ας προσπαθήσει κάθε καλόπιστος και φιλίστορας αναγνώστης να διακρίνει το πολιτικό ήθος του Ελευθερίου Βενιζέλου χωρίς προκαταλήψεις.
Προς τούτο, διευκρινίζεται εξαρχής ότι αναδημοσιεύεται η ημερήσια διαταγή Βενιζέλου αυτούσια και ολόκληρη, με μόνη «επέμβασή» μας στο τονικό των λέξεων. Τηρείται δηλαδή η σύνταξη και το λεκτικό του τηλεγραφήματος του Κρητικού πολιτικού, για να εξαχθούν ευκολότερα τα όποια συμπεράσματα του αναγνώστη μας.
Το κείμενο, λοιπόν, του Βενιζέλου με την αποβίβαση των ελληνικών στρατευμάτων στη Σμύρνη έχει ως ακολούθως: «Υπό των Μεγάλων Δυνάμεων απεφασίσθη  η δι’ ελληνικού στρατού κατάληψις της Σμύρνης και η δι’ αυτού εξασφάλισις της τάξεως εν τη πόλει ταύτη. Σπανίως, καθ’ όλην την μακράν ιστορίαν του εθνικού μας στρατού, ανετέθη εις εν εκ των τμημάτων του αποστολή τιμητικωτέρα της ιδικής σας.
Γνωρίζω εκ των προτέρων ότι θα ευρεθήτε εις το ύψος της αποστολής σας. Γνωρίζω ότι πάντες, αξιωματικοί και οπλίται, αισθάνεσθε δικαίαν υπερηφάνειαν διά την αποστολή σας ταύτην και ότι θα αναλογίζεσθε τας ευθύνας, τας οποίας έκαστος εξ υμών φέρει απέναντι του Έθνους.
Είνε ανάγκη όπως έκαστος εκ των ανδρών της μεραρχίας εμπνέεται από την συναίσθησιν ότι ο ίδιος αντιπροσωπεύει την Ελλάδα· πρέπει ανά πάσαν στιγμήν να ενθυμήται ότι από κάθε λόγον του, από κάθε πράξιν του εξαρτάται η προς την Ελλάδα εκτίμησις ου μόνον των ομογενών, αλλά και των ξένων στοιχείων, άτινα ευρίσκονται πολυάριθμα εις Σμύρνην. Αλλά η τιμή, την οποία μας κάμνει  η Διάσκεψις διά της αποφάσεώς της, όπως μας εμπιστευθή την εξασφάλισιν της τάξεως εις την Μητέρα της Ιωνίας, αποδεικνύει ποίαν έχει προς ημάς εμπιστοσύνην· της εμπιστοσύνης δε ταύτης είμαι βέβαιος ότι θα δειχθήτε άξιοι.
Συστάσεις διά την συμπεριφορά σας απέναντι των ομογενών δεν έχω ανάγκην να σας κάμω. Επί αιώνας ήδη ανεμέναμεν την ευτυχή ταύτην ημέραν, χωρίς ποτέ ν’ απελπισθώμεν ούτε εν τω μέσω των μεγαλειτέρων συμφορών. Εκτός τούτου όμως, είνε ανάγκη να δείξετε διά της συμπεριφοράς σας και προς το Τουρκικόν, το Εβραϊκόν, το Αρμενικόν στοιχείον, καθώς και τους τα διαφόρους ευρωπαϊκάς παροικίας, ότι ο Ελληνικός στρατός όχι μόνον δεν υστερεί των συμμαχικών κατά την γενναιότητα, την αυταπάρνησιν και την ευγένειαν της ψυχής, αλλ’ ότι συγχρόνως διεκδικεί ότι ευρίσκεται εις την πρώτην γραμμή του πολιτισμού.
Από την εμπιστοσύνην, την οποία θα εμπνεύσετε εις όλα τα ξένα στοιχεία και προ πάντων εις εξ αυτών το πολυαριθμότερον, το Τουρκικόν, θα εξαρτηθή εν μεγάλω μέτρω η πραγματοποίησις των εθνικών μας πόθων. Αι ευχαί του Έθνους ολοκλήρου σας συνοδεύουν».

 Το παρόν σημείωμα πρωτοδημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ του Ηρακλείου Κρήτης, το Μάρτη του 2010, με την υπογραφή μου.

Κυριακή 18 Δεκεμβρίου 2011

34. 1821 και το δράμα των προσφύγων…



Δεν υπάρχει πόλεμος χωρίς ξεκληρίσματα και καταστροφές, χωρίς βίαιους και ματοκυλισμένους ξεριζωμούς προσφύγων από την αγαπημένη τους γεννήτρα γη, που, πλέον, θα ζουν, ως χήρες, ορφανά, ανάπηροι, ανέστιοι και πάμπτωχοι, το δράμα του ακούσιου ξενιτεμού τους σε δρόμους μακρινούς και γι’ αυτούς πρωτόγνωρους. Όμοια και στην Επανάσταση του 1821, αλλά ας αφήσουμε τα γεγονότα να μιλήσουνε, για μιαν ακόμη φορά, μοναχά τους.
Αρχή ας γίνει από το Βορρά! Η Επανάσταση των Ελλήνων της Μακεδονίας το 1821 – 1822, ως μέρος της γενικής εξεγέρσεως του έθνους, και η αιματηρή καταστολή της συνέδεσαν τις τύχες των βορείων Ελλήνων με αυτές των νοτίων, αφενός επειδή τοποθέτησαν τη μακεδονική χώρα εντός των ορίων του ελληνικού αλυτρωτισμού και προδιέγραψαν την κατεύθυνσή του και αφετέρου επειδή προκάλεσαν κύμα προσφύγων προς τη νότια Ελλάδα.
Πολλοί, εξάλλου, ήσαν και οι Θρακιώτες, που, μόλις κατάλαβαν ότι ήταν δύσκολο να προχωρήσει η επανάσταση στη Θράκη, καταφεύγουν στη νότια Ελλάδα. Η προσφορά τους είναι σημαντική, κοντά στον Εμμανουήλ Παπά, τον Καρατάσο, Αποστολάρα, στην πολιορκία του Μεσολογγίου, στη Ρούμελη και στην Αθήνα, όπου μάλιστα πολέμησε η φάλαγγα των Θετταλομακεδόνων και Θρακών.
Τα δύο πρώτα, επίσης, χρόνια του Αγώνα, πέραν των Θρακών, στις μετακινούμενες προσφυγικές ομάδες από περιοχές, όπου είχε καταπνιγεί ο ξεσηκωμός, συναντούμε τόσο Μικρασιάτες ( ιδίως από το Αϊβαλί), όσο και Σουλιώτες και Αρτινούς και άλλους Ηπειρώτες, μα και Μακεδόνες, κυρίως μετά την ήττα στη Νάουσα. Οι Σουλιώτες, εξάλλου, είναι από τους πρώτους επήλυδες που γυρεύουν μόνιμο τόπο εγκατάστασης μετά την καταστροφή του τόπου τους, που σήμαινε και οριστικό εκπατρισμό τους στα 1822. Το 1822, επίσης, έχουμε και την καταστροφή της Χίου, ενώ τα κατοπινά χρόνια, με σημαντικότερο το 1824, έχουμε πρόσφυγες να εγκαταλείπουν την Κρήτη και την Κάσο.
Τα πρώτα, επομένως, χρόνια (1821 – 1823/4), κατά τον Απ. Βακαλόπουλο, «απειράριθμα θλιβερά καραβάνια Ελλήνων, πολεμιστών, γεωργών, βιοτεχνών, εμπόρων, λογίων κ.λ. φεύγουν από τις σκλαβωμένες ιδιαίτερές τους πατρίδες προς τα ελευθερωμένα εδάφη και εκεί μαζί με τους αδελφούς των  του ελληνικού νότου συνεχίζουν πεισματικά τον αγώνα κατά των Τούρκων και αργότερα εναντίον των ενωμένων δυνάμεων Τούρκων και Αιγυπτίων».
Και πού ακριβώς κατέφευγαν όλοι τούτοι; Οι Μικρασιάτες προς Ψαρά καταρχάς και αργότερα σε Κυκλάδες (βλ. Αμοργός) και Σαλαμίνα, όπου βρήκαν ξεριζωμένους από Αττική, Μοριά και Ρουμελιώτικα στρατεύματα. Στις Βόρειες Σποράδες κατάφυγαν οι Μακεδόνες ως επί το πλείστον, ενώ για τους Θράκες γράψαμε παραπάνω. Οι Ηπειρώτες άραξαν, αρχικά, στο Μεσολόγγι ή, μετά το 1826, διεσπάρησαν σ’ όλη τη Ρούμελη, ενώ οι Χίοι πήγαν στα Ψαρά έως την καταστροφή τους και από τότε και ύστερα, σκορπίζονταν σε μικρά και μεγάλα Κυκλαδονήσια.
Μία μαρτυρία, για την κατάσταση που αντιμετώπιζε η Αμοργός με τα κύματα των προσφύγων μετά το 1821 και στα χρόνια του Αγώνα, προέρχεται από τον Αμερικανό γιατρό Σάμουελ Χάου, ο οποίος βρέθηκε στην Ελλάδα από το 1824 έως το 1827 και υπηρέτησε για ένα διάστημα στο ατμοκίνητο πολεμικό πλοίο «Καρτερία». «Το 1826, σημειώνει ο Ν. Νικητίδης, η «Καρτερία» ξεκινά ένα ταξίδι από τη Σύρα. Στις 9 Σεπτεμβρίου 1826 το πλοίο αράζει στα Κατάπολα. Ο Αμερικανός γιατρός αναφέρει ότι πρόσφυγες από την Κρήτη, τα Ψαρά και την Χίο ζούσαν εξαθλιωμένοι σε καλύβες και σπηλιές, ρακένδυτοι και πειναλέοι. Για να κορέσουν την πείνα τους έψαχναν να φάνε οστρακοειδή στην παραλία».
Οι Κρητικοί πρόσφυγες προτιμούσαν την Κάσο και αρκετοί βρέθηκαν στη Μήλο, όπου ίδρυσαν το χωριό «Αδάμαντας», στα 1824. Πάντως, πολλοί από την Κρήτη βρήκαν καταφύγια και στην Πελοπόννησο και, επί Καποδίστρια, στην Αργολίδα.  Το Μάη του 1824 (7/5), βρίσκουμε Κρητικούς πρόσφυγες και στρατιώτες και στο Μοριά. Συγκεκριμένα, το Βουλευτικό, κατόπιν μιας αιτήσεως των Κρητικών πληρεξουσίων – παραστατών  στο Άργος να δίδεται στους συμπατριώτες τους σιτηρέσιο και να δοθεί εντολή στους Αργείους να μην παίρνουν από τους Κρητικούς πρόσφυγες ενοίκιο, αποφασίζει την καταγραφή χηρών, ορφανών και ασθενών, για να φροντίσει γι’ αυτούς. Ο κατάλογος που φτιάχτηκε τότε παραδίδεται στις 14 Μάη 1824 στο Βουλευτικό και το οποίο, με προβούλευμά του, ζητά να δίδεται σ’ όσους πρόσφυγες από την Κρήτη είναι καταγραμμένοι στον κατάλογο το ψωμί που τους αναλογεί κάθε μέρα. Το Εκτελεστικό, με δικό του προβούλευμα, μετά την παρέλευση ολίγων ημερών, ειδοποιεί (17/05) το Βουλευτικό ότι εξασφάλισε τροφές για 100 Κρητικούς στρατιώτες και ζητά πόρους για να περιθάλψει κι άλλους (αριθμοί προβουλευμάτων: 840 του Βουλευτικού και 1453 του Εκτελεστικού).
Τα τέλη του ίδιου μήνα, εξάλλου, οι πρόσφυγες από την Κάσο,  μετά την καταστροφή του νησιού από τον τουρκοαιγυπτιακό στόλο, αναφορά στο Βουλευτικό, ζητούν: (α) Να τους δοθεί τόπος για συνοικισμό, (β) τα μέσα της ζωής και (γ) να απελευθερωθούν τα αιχμαλωτισμένα μέλη των οικογενειών τους. Αξιοσημείωτο δε είναι και ότι ο παραστάτης της Κάσου, Αρβανιτόπουλος, προτείνει να γίνει σύσταση στους κατοίκους της Πάρου και της Νάξου να περιποιηθούν τους πρόσφυγες μέχρι να πραγματοποιηθεί η εκστρατεία κατά της Κρήτης, εφόσον ήταν δύσκολο, υπό τις διαμορφούμενες τότε συνθήκες, να εγκατασταθούν σε άλλο μέρος. Εκ του τελευταίου τούτου αιτήματος των Κασίων, καταφαίνεται πόσον στενές ήσαν οι σχέσεις τους προς τους Κρητικούς και πόση εμπιστοσύνη έτρεφαν προς αυτούς. Κατόπιν τούτων, Οι Κασιώτες και οι Ψαριανοί, μετά την καταστροφή των νησιών τους, γύρεψαν καταφύγιο στα αιγαιοπελαγίτικα νησιά (Κυκλάδες, Δωδεκάνησα, Σποράδες).
Τέλος, ενώ σημαντικός αριθμός των προσφύγων βρήκε καταφύγιο προσωρινό σε Σύρο (το 1826, ιδρύεται η Ερμούπολη) και Ναύπλιο, δεν έλειψαν οι μεταναστεύσεις από Μικρασία, Χίο, Ήπειρο προς Τεργέστη, Αγκόνα και Μασσαλία, κάτι που «ενόχλησε» και το Εκτελεστικό και έβγαλε σχετική απαγόρευση (3 Αυγούστου 1825). Πάντως, οι Σουλιώτες, αφού από το 1823 έως το 1829 ταλαιπωρήθηκαν τριγυρνώντας σ’ όλη τη Δυτική Ελλάδα, από Πύλο Μεσσηνίας έως Αγρίνιο, τον Απρίλη του 1829, κατά τις τελευταίες εκκαθαριστικές αντιτουρκικές επιχειρήσεις του Αγώνα, εγκαταστάθηκαν στην περιοχή της Ναύπακτου και τα επόμενα χρόνια (1831), έφτασαν μέχρι το Αγρί νιο. Το 1830, αρκετοί Κρητικοί, πάντως, εισρέουν στην Πελοπόννησο και εγκαταστάθηκαν μερικοί στον αργολικό κάμπο και άλλοι στη Λακωνία και στη Μεσσηνία (Μονεμβασία, Βάτικα, Κορώνη και Μεθώνη, Καλαμάτα), μα και στην Κόρινθο και τα περίχωρά της. 
Η φωτογραφία που συνοδεύει το παρόν λήμμα είναι ο περίφημος πίνακας του Ευγ. Ντελακρουά για τη σφαγή της Χίου από τους Τούρκους κατά την επανάσταση του 1821. Η σφαγή αυτή οδήγησε πολλούς Χιώτες στην προσφυγιά.