38. Πέρσες και Ελληνισμός, αρχές του 4ου αι.
Μετά το πέρας του πελοποννησιακού πολέμου (404 π.Χ.) και την Ηγεμονία της Σπάρτης χάρη στο Λύσανδρο, με τον ερχομό του 4ου αιώνα π.Χ., πέρα από τον Θρασύβουλο του Λύκου και τον Κόνωνα, ξεχωρίζουν δύο ακόμα μορφές στην Αθηναϊκή πολιτική και στρατιωτική Ιστορία, μέρος της δράσης των οποίων βλέπουμε στον Ξενοφώντα ( φωτό/ «Ελληνικά») και στο Ρωμαίο βιογράφο Κορνήλιο Νέπωτα. Ο λόγος για τον Ιφικράτη και για το Χαβρία, που διακρίθηκαν ιδιαίτερα ο πρώτος ως στρατηγός και ως ναύαρχος ο δεύτερος των αθηναϊκών δυνάμεων, με ή χωρίς την περσική (χρηματική, κυρίως!) «στήριξη», για ένα πολύ δύσκολο, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης, εγχείρημα, να αποχτήσει ξανά η Αθήνα μέρος της κλασικής της δύναμης και αίγλης.
Ας ιδούμε προσεχτικότερα, εμπιστευόμενοι, κυρίως, τον Ξενοφώντα, την κρίσιμη, λοιπόν, αυτή δεκαετία (395 έως 386 π.Χ.) για την Αθήνα, αφού πάρουμε τα πράγματα, όμως, με τη σειρά: Το 395 π.Χ., οι Αθηναίοι ενώ, παρά τις αρχικές αντιρρήσεις που προέβαλαν ο Θρασύβουλος, ο Άνυτος και ο Αίσιμος, επιδιώκουν τη βοήθεια της Περσίας, υποπτεύονται πως οι διπλωματικοί τους αντιπρόσωποι στις συζητήσεις με τους Πέρσες φέρονται «περίεργα». Έτσι, ο από το 403 π.Χ. και εξής δεινός δημαγωγός Κέφαλος και ο Επικράτης, δύο από τους Αθηναίους απεσταλμένους στην Περσική Αυλή, εγκαλούνται για δωροληψία από τους Πέρσες, ενώ, από την ίδια χρονιά και έως το 386 π.Χ., λες και δεν έβαλαν μυαλό οι Έλληνες από τον πολυαίματο Πελοποννησιακό πόλεμο, τον ελλαδικό χώρο συνταράζει ο λεγόμενος «Κορινθιακός ή Βοιωτικός πόλεμος». Ο Θρασύβουλος είχε συνάψει (εντός του 395 π.Χ. ) συμμαχία με τη Θήβα, που αργότερα περιέλαβε το Άργος και την Κόρινθο εναντίον της Σπάρτης, και οι Αθηναίοι συμμετέχουν στον πόλεμο, καταρχάς, με τους στρατηγούς Κόνωνα και Ιφικράτη. Οι Πέρσες «τρίβουν τα χέρια» τους από χαρά, όσο ο ελληνισμός εμφανίζεται διχασμένος και τους αφήνει, κατ’ αυτόν τον τρόπο, να δρουν ανενόχλητοι στη Μ. Ασία και τις ιωνικές πόλεις!
Δύο χρόνια αργότερα, το 393 π.Χ., αφού ο Κόνων ανοικοδομεί τα τείχη της Αθήνας με περσικά χρήματα, οι συμπατριώτες στέλνουν ξανά πρεσβεία στον Πέρση βασιλιά. Φορμίσιος και Επικράτης είναι οι νέοι πρεσβευτές. Τι συζητούν; Μάλλον για πιο ενεργό περσική ανάμειξη στον ελλαδικό χώρο, αλλά στο… πλευρό των Αθηναίων!
Όταν το 392/1 π.Χ. ο Κόνων «χάνεται» από το προσκήνιο, ο πόλεμος με τους Σπαρτιάτες συνεχίζεται, παρότι συνέρχεται συνέδριο ειρήνης στην Κόρινθο. Οι Αθηναίοι, αλαζόνες, απορρίπτουν τις προτάσεις των Σπαρτιατών για ειρήνη και στέλνουν διπλωματική αποστολή στη Σπάρτη υπό το ρήτορα Ανδοκίδη. Τα επιχειρήματα του Ανδοκίδη δεν μπορούν να πείσουν τους Αθηναίους για την κατάπαυση των εχθροπραξιών και ο πόλεμος «καλά κρατεί».
Στο εσωτερικό της Αθήνας, κατά πληροφορίες του Φιλόχορου, ο Καλλίστρατος, ένας φιλοπόλεμος δημαγωγός, παρασύρει το λαό να μη δεχτεί την ειρήνη με τη Σπάρτη, που, μεταξύ άλλων, ήθελε ακόμα και ο Αθηναίος στρατηγός Ιερώνυμος, ένας από τους φίλους του Θρασύβουλου (Αριστοφάνους, «Εκκλησιάζουσες»). Οι Αθηναίοι υποστηρικτές της ειρήνευσης, πίσω από την οποία ίσως και να κρύβεται και περσικός «δάκτυλος» για υπέρ των Περσών «διευθέτηση» των ελληνικών θεμάτων, Επικράτης, Ανδοκίδης κ.α. επρόκειτο να πάρουν το δρόμο της εξορίας, αλλά αυτοί πρόλαβαν και έφυγαν κρυφά απ’ την Αθήνα, πριν αρχίσει η δίκη τους.
Υπέρ της ειρήνης και κατά της διαφθοράς των κοινωνικών ηθών, που είχε ως συνέπεια ο πόλεμος, στο ξεκίνημα του 4ου αιώνα (395 – 380 π.Χ.), τάσσεται όχι μονάχα – έμμεσα ή άμεσα, με τις κωμωδίες του (π.χ. «Πλούτος») προς το αθηναϊκό κοινό – ο κωμωδιογράφος Αριστοφάνης, αλλά και ο αυτοεξόριστος συμπατριώτης του, ιστορικός και φιλόσοφος, Ξενοφών, στο έργο του «Πόροι». Στο εν λόγω πόνημά του, λοιπόν, παρουσιάζει συγκεκριμένες προτάσεις για την καλύτερη δυνατή εκμετάλλευση των πλουτοπαραγωγικών πηγών της Αττικής. Παρά ταύτα, για την επιτυχή εφαρμογή του οικονομικού προγράμματος αυτού, πρότεινε την υιοθέτηση ειρήνης, που θα έφερε βαθμιαία και τις άλλες πόλεις της Ελλάδας ξανά κοντά στην Αθήνα. Γράφει, λοιπόν, υπέρ της ειρήνης ο Ξενοφών και ότι «τώρα εξαιτίας του πολέμου, έχουν εξαφανιστεί πολλά από τα έσοδα και όσα είχαμε έχουν κατασπαταληθεί σε κάθε είδους έξοδα, ενώ όταν έγινε ειρήνη στη θάλασσα, τα έσοδα αυξήθηκαν, και επιπλέον βρίσκονταν στη διάθεση των πολιτών για να τα αξιοποιήσουν όπως ήθελαν».
Ο βασιλιάς, όμως, της Κύπρου, ο Ευαγόρας ο 1ος, που συνδεόταν με παλιά φιλία με τον Κόνωνα και την Αθήνα, την ίδια εποχή (392/1 π.Χ.) θέλησε, με έδρα την κυπριακή πόλη Σαλαμίνα, να συνενώσει υπό την ηγεσία του όλες τις πόλεις της Μεγαλονήσου. Όσες δεν πείθονταν να συνεργαστούν μαζύ του, επιχείρησε να τις καταλάβει με τη βία.
Η Αμαθούντα, οι Σόλοι και το Κίτιο, όμως, τρεις από τις πιο γνωστές κυπριακές πόλεις, αρνιόντουσαν όλες του τις προτάσεις πεισματικά. Το 391 π.Χ., μάλιστα, οι πόλεις αυτές έφτασαν στο βασιλιά των Περσών Αρταξέρξη το 2ο, και του ζήτησαν βοήθεια, για να μπορέσουν να αντιταχθούν στις πιέσεις του Ευαγόρα.
Ο Αρταξέρξης, γνωρίζοντας καλά πως η σπουδαία γεωγραφική θέση και οι πλουτοπαραγωγικές πηγές της Κύπρου την είχαν καταστήσει επί σειρά ετών «αξιοζήλευτο στόχο» για τη χώρα του και καταλαβαίνοντας ότι μια ενδεχόμενη επιτυχία του Ευαγόρα θα σήμαινε για την Περσία, οριστική μάλλον, απώλεια του ελέγχου του νησιού, πρόσταξε το διοικητή της Καρίας και το σατράπη της Λυδίας να επέμβουν στην Κύπρο.
Μπροστά στον κίνδυνο της περσικής επέμβασης, ο Ευαγόρας «έμπλεξε» την Αθήνα σε νέες εμπόλεμες «περιπέτειες». Συγκεκριμένα, όπως γράφει και ο Ξενοφών και ο Λυσίας, στράφηκε προς τους φίλους και συμμάχους του Αθηναίους, που, παρά τις οικονομικές τους δυσκολίες και τις καλές σχέσεις που είχαν ακόμα με τους Πέρσες, του έστειλαν 10 τριήρεις. Τις επάνδρωσε ένας πλούσιος Αθηναίος, ο Αριστοφάνης Νικοδήμου μαζύ με φίλους του. Με στόλαρχο το Φιλοκράτη, τα καράβια έφυγαν για την Κύπρο. Δεν επρόκειτο, όμως, ποτέ να φτάσουν στον προορισμό τους, γιατί πιάστηκαν το 390 π.Χ., κοντά στη Ρόδο, από το Σπαρτιάτη ναύαρχο Τελευτία.
Στο μεταξύ, ο Ευαγόρας προσπαθούσε να ενισχύσει τη θέση του και γύρεψε βοήθεια κι από αλλού. Πλησίασε και τον Άκορι, βασιλιά της Αιγύπτου, που και αυτός δεν είχε και τις καλύτερες σχέσεις με τους Πέρσες. Το 388 π.Χ. έκανε συμμαχία μαζί του και του παραχώρησε σημαντική βοήθεια. Άλλωστε και οι Αθηναίοι συμμάχησαν το 390/89 π.Χ. και με τον Άκορι και εικάζεται η συμφωνία τους αυτή να προχώρησε με τη μεσολάβηση του Ευαγόρα.
Στον ελλαδικό χώρο, ο Καλλίστρατος, όμως, εμφανίζεται πρόσκαιρα δικαιωμένος, όταν, το 390 π.Χ., ο Αθηναϊκός στρατός, υπό τους Καλλία και Ιφικράτη, γνωρίζει επιτυχίες, στις χερσαίες επιχειρήσεις, κατά των Λακεδαιμονίων. Παρά ταύτα, ο Σπαρτιάτης ναύαρχος Τελευτίας, αδερφός του βασιλιά Αγησίλαου, αφού αιχμαλώτισε τις υπό τον Φιλοκράτη αθηναϊκές τριήρεις, λίγο αργότερα καταλαμβάνει και τη Σάμο και την Κνίδο.
Και το 389 π.Χ. ενώ ο Θρασύβουλος του Λύκου ως αρχιναύαρχος προσπαθεί , καθιερώνοντας τη συμμαχική εισφορά του 5% και διώχνοντας τους Σπαρτιάτες από τη Λέσβο, να ανασυστήσει την Αθηναϊκή Συμμαχία στο Αιγαίο και στην Προποντίδα, η Αθήνα συμμαχεί με την Αίγυπτο και τον Ευαγόρα της Κύπρου εναντίον των Περσών και «επανεγκαθίσταται» στη Θράκη και τα Στενά.
Μια νέα, όμως, δίκη «αναστατώνει» το εσωτερικό της πόλης: Ο Επικράτης εγκαλείται για χρηματισμό κατά τη συμμετοχή του σε διπλωματική αποστολή προς τους Πέρσες και καταδικάζεται σε θάνατο. Και σαν να μην έφτανε αυτό, τον επόμενο χρόνο (388 π.Χ.) μια νέα παράτολμη ενέργεια του Λακεδαιμόνιου Τελευτία τον οδηγεί σε λαφυραγώγηση του λιμένα του Πειραιά, την ώρα που έχουμε συγκρούσεις ανάμεσα στον Ιφικράτη και τον Αναξίβιο, στον Ελλήσποντο.
Αφού δολοφονείται ο Θρασύβουλος ο Λύκου στην Άσπενδο το χρόνο αυτό (388 π.Χ.) και δικάζεται και εκτελείται, στην Αθήνα, και ο πιο στενός του συνεργάτης, ο Εργοκλής για διασπάθιση δημοσίου χρήματος και προδοσία, οι Αθηναίοι αποφασίζουν ο στρατηγός Χαβρίας, που είχε ήδη στο ενεργητικό του μιαν επιτυχή επιδρομή στα παράλια της Λακωνίας (392 π.Χ.) και την κατάληψη της Αίγινας (388 π.Χ.), να συνδράμει τον Ευαγόρα στην Κύπρο. Για το σκοπό αυτό, μάλιστα διέκοψαν τις νικηφόρες επιχειρήσεις τους εναντίον των Σπαρτιατών και των Αιγινητών κοντά στην Αίγινα. Ο Χαβρίας με 800 πελταστές και 10 τριήρεις στις οποίες προστέθηκαν από την Αθήνα κι άλλα καράβια και οπλίτες, ξεκίνησε για τη μεγαλόνησο. Με τον τρόπο αυτό, ο Ευαγόρας θα μπορούσε να συνεχίσει τον πόλεμο εναντίον των πόλεων που αρνήθηκαν να συνεργαστούν μαζύ του και να αναγνωρίσουν την κυριαρχία του.
Το 387 π.Χ., λοιπόν, καθώς ο Ανταλκίδας, ειδικός απεσταλμένος για λογαριασμό της Σπάρτης, συζητά μ’ ευνοϊκούς για την πατρίδα του όρους για το ενδεχόμενο τέλους του «Κορινθιακού πολέμου» με την Περσία, ο Αθηναίος στρατηγός Ιφικράτης εκστρατεύει σε Θράκη και Αίγυπτο και οι Αθηναίοι συμμαχούν με το βασιλιά των Οδρυσών Εβρυζέλμη. Σύμφωνα, εξάλλου, με το Διόδωρο το Σικελιώτη και το Δημοσθένη, σ’ ό,τι αφορά την Κύπρο, λίγο μετά την έλευση του Χαβρία, σχεδόν ολόκληρο το νησί είχε καταληφτεί από τον Ευαγόρα, χάρη στην αθηναϊκή βοήθεια. Όπως, μάλιστα, φανερώνουν νομισματικές πηγές της εποχής, μάλλον τότε αντικαταστάθηκε ο Φοίνικας βασιλιάς του Κιτίου Μελκιάθων από τον Αθηναίο Δημόνικο, το γιο του Ιππονίκου, στον οποίο ίσως ο Ισοκράτης γράφει το φερώνυμο συμβουλευτικό έργο.
Το σχέδιο, όμως, του Ευαγόρα ναυάγησε, εν τέλει, στην Κύπρο, γιατί τα ίδια χρόνια στην Ελλάδα δημιουργήθηκε ένα νέο «status quo», μετά, ιδίως, από τη σύναψη της ειρήνης του Ανταλκίδα, το 387 π.Χ.. Ένας, μάλιστα, από τους επαίσχυντους για τον ελληνισμό όρους της συνθήκης αυτής, την οποία μας διασώζει στα «Ελληνικά» ο Ξενοφών, καθόριζε πως η Μ. Ασία καθώς και η Κύπρος θα παραδοθούν, αμαχητί, στην περσική αυτοκρατορία.
Και το κείμενο της συνθήκης ήταν λιτό στα λόγια, μα πλούσιο σε ό,τι αφορά την επίτευξη των περσικών στόχων: «Ο βασιλιάς Αρταξέρξης νομίζει ότι είναι δίκαιο οι πόλεις της Ασίας να ανήκουν σ' εκείνον και από τα νησιά οι Κλαζομενές και η Κύπρος. Οι άλλες ελληνικές πόλεις, μεγάλες και μικρές, να είναι αυτόνομες, εκτός από τη Λήμνο, την Ίμβρο και τη Σκύρο. Τούτες να ανήκουν στους Αθηναίους, όπως και παλιά. Όποιοι δεν δεχτούν την ειρήνη αυτή, εγώ θα τους πολεμήσω μαζί με κείνους που τη δέχονται και κατά ξηρά και κατά θάλασσα με πλοία και με χρήματα.» Έτσι, ο Πέρσης βασιλιάς, Αρταξέρξης ο 2ος, σε λιγότερο από 100 χρόνια μετά την ταπεινωτική για τους προγόνους του ήττα στη ναυμαχία της Σαλαμίνας (480 π.Χ.) και σε περίπου 60 χρόνια από την ειρήνη του Καλλία (448 π.Χ.), επέβαλε την κυριαρχία του στις ελληνικές πόλεις.
Αργότερα, όπως γράφει στα «Ελληνικά» ο Ξενοφών, στην Ελλάδα, την ηγεμονία θα αναλάμβανε, για σύντομο χρονικό διάστημα (371 – 362 π.Χ.), η Θήβα με Πελοπίδα και Επαμεινώνδα, πριν έχουμε την «εισβολή» των Μακεδόνων του Φιλίππου του 2ου στην Ελληνική Ιστορία.