33. Η «Φιλική Εταιρεία» προλειαίνει…
Στις αρχές του 19ου αιώνα, λοιπόν, ο πόθος των Ελλήνων για απελευθέρωση είναι μεγαλύτερος από ποτέ άλλοτε. Ήσαν νωπά ο μαρτυρικός θάνατος του Ρήγα Φεραίου (1798) και η δημοσίευση της «Ελληνικής Νομαρχίας» (1806). Έτσι, ιδρύεται το 1814 (14/9), στην Οδησσό της Ρωσίας, από τρεις Έλληνες εμπόρους, το Νικόλαο Σκουφά, τον Εμμανουήλ Ξάνθο και τον Αθανάσιο Τσακάλωφ, η «Φιλική Εταιρεία», με σκοπό να προετοιμάσει μια εθνικοαπελευθερωτική Επανάσταση των Ελλήνων κατά των Τούρκων. Κατά το Γιάννη Σκαρίμπα, «απ’ τους τρεις αγνότερος ήταν ο Σκουφάς. Δυναμικότερός τους ο Τσακάλωφ».
Ο σκοπός της «Φ.Ε.» έπρεπε να μείνει μυστικός κι από τις τουρκικές Σουλτανικές αρχές κι από τις ευρωπαϊκές συντηρητικές κυβερνήσεις, που – στα πλαίσια της Ιερής Συμμαχίας, μετά την πτώση του Ναπολέοντα το 1815 – με μπροστάρη τον Αυστριακό μισέλληνα καγκελάριο Μέττερνιχ κατέπνιγαν κάθε επαναστατικό κίνημα στη γηραιά ήπειρο. Για αυτούς, κυρίως, τους λόγους η γρήγορη διάδοση των ιδεών της και αύξηση των μυημένων μελών τα πρώτα, τουλάχιστον, χρόνια γίνονταν με εξαιρετική δυσκολία, αφού δρούσε συνωμοτικά, κατά τα πρότυπα των μασόνων και των καρμπονάρων.
Ευνοϊκές προϋποθέσεις για την επίτευξη των σκοπών της «Φ.Ε.» , η οποία, σημειωτέον, στους κόλπους της είχε όλα τα στρώματα του υπόδουλου ελληνικού λαού, θεωρούνται τόσο η γενική παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας, με τις εσωτερικές διχόνοιες να τη μαστίζουν και να παραλύουν ακόμα και τις κρατικές μυστικές υπηρεσίες, όσο η διάδοση του φιλελευθερισμού και του επαναστατικού πνεύματος στην Ευρώπη και ιδίως στα Βαλκάνια. Σπουδαιότερο, όμως, όλων γεγονός είναι ότι η ιδέα πια για εθνική απελευθέρωση είχε ωριμάσει στις καρδιές των Ελλήνων.
Ο πρώτος καιρός για την προσέλκυση μελών στη «Φιλική Εταιρεία» ήταν εξαιρετικά δύσκολος, γιατί οι Έλληνες μεγαλέμποροι της Μόσχας, που είχε αναλάβει να «μυήσει» ο Σκουφάς, ήσαν δισταχτικοί απέναντί του, γιατί στα μάτια τους φάνταζε ως «αγύρτης» και χρεοκοπημένος έμπορος! Τα πράγματα, όμως, άλλαξαν προς το καλύτερο, όταν μυήθηκαν, τους τρεις τελευταίους μήνες του 1814, ο Γεώργιος Σέκερης, που καταγόταν από την Τρίπολη, σπούδαζε στο Παρίσι και τα αδέλφια του ήσαν μεγαλέμποροι σε Οδησσό (ο Αθανάσιος) και Κωνσταντινούπολη (ο Παναγιώτης), και ο Αντώνιος Κομιζόπουλος από τη Φιλιππούπολη, ο οποίος «συμπαρέσυρε», μέσα στο 1815, κι άλλους εμπόρους και άλλους Έλληνες που ζούσαν στα Βαλκάνια, ενώ μυήθηκαν και αρκετοί κληρικοί.
Το 1816, κατηχείται στις αρχές της «Φ.Ε.» ο Παναγιώτης Αναγνωστόπουλος και ο Αθανάσιος Σέκερης, ενώ οι Φιλικοί αποφασίζουν να λάβουν δραστικά και αυστηρότατα μέτρα, για να εξασφαλίσουν την εχεμύθεια των νιόφερτων μελών. Όλοι θυμόντουσαν την προδοσία που οδήγησε στο μαρτυρικό θάνατο του Ρήγα. Το επόμενο διάστημα (1815 – 1817), αναλώνεται σε προσπάθεια προσέγγισης κληρικών, κοτζαμπάσηδων, Φαναριωτών, ενώ άρχισαν να σκέφτονται και να τεθεί μια προσωπικότητα κύρους επικεφαλής της «Εταιρείας». Έτσι, στράφηκαν στον πανελλήνιας αποδοχής και φήμης λόγιο κληρικό Άνθιμο Γαζή, αλλά αυτός δέχτηκε μόνον να γίνει μέλος και κανένα άλλο ανώτερο αξίωμα. Το 1816, έχουμε, πέρα από τη συνεχή εισροή και επιφανών μελών, τη δράση του Ν. Γαλάτη, που παραλίγο να «στοιχίσει» την ύπαρξη στη «Φιλική Εταιρεία». Μετά το 1817, όχι μονάχα επί ρωσικού εδάφους, αλλά και στην Κωνσταντινούπολη και στη Θεσσαλία και στην Ήπειρο και στη Ρούμελη και στην Πελοπόννησο και στα Αιγαιοπελαγίτικα νησιά πολυάριθμοι ήσαν όσοι είχαν μυηθεί στη «Φ.Ε.» και μάλιστα απ’ όλες τις κοινωνικές τάξεις (κοτζαμπάσηδες – καραβοκύρηδες – κλήρος – οπλαρχηγοί – Φαναριώτες: Κολοκοτρώνης, Παπαφλέσσας, Περραιβός, Θ. Νέγρης, Α. Μαυροκορδάτος – Φιραρής κ.α.).
Πριν συνεχίσουμε, ας ιδούμε λίγα στοιχεία και για την εσωτερική οργανωτική δομή της «Φιλικής Εταιρείας», στα χρόνια της παντοδυναμίας της (μετά το 1817). Υπήρχαν ο ηγετικός πυρήνας, η «Ανωτάτη Αρχή» όπως ονομαζόταν, τέσσερις πολιτικές και δύο στρατιωτικές βαθμίδες στις οποίες εντάσσονταν τα μέλη της Φιλικής Εταιρείας. Στη χαμηλότερη βαθμίδα, υπάγονταν οι βλάμηδες, δηλαδή οι αγράμματοι και οι απλοί άνθρωποι. Στην επομένη βαθμίδα, τους συστημένους, εντάσσονταν οι υπάλληλοι και οι μικροέμποροι, ενώ στις δυο επόμενες βαθμίδες, τους ιερείς και τους ποιμένες, εντάσσονταν οι ευκατάστατοι και οι μορφωμένοι. Οι στρατιωτικές βαθμίδες ήταν αυτή των αφιερωμένων και εκείνη των ποιμένων.
Το καλοκαίρι του 1818, λοιπόν, λίγο πριν το θάνατο του Σκουφά, καταρτίστηκε από τα μέλη της «Φιλικής Εταιρείας» ένας κατάλογος με στελέχη, που θα γυρνούσαν στις ελληνικές παροικίες του εξωτερικού και στην Ελλάδα, για να μυήσουν νέα μέλη. Λογουχάρη, ο Γεωργάκης Ολύμπιος θα πήγαινε στη Σερβία, ο Βατικιώτης στη Μολδοβλαχία, ο Κ. Πεντεδέκας στη Μολδοβλαχία, ο Χρ. Λουριώτης στην Ιταλία, ο Αναγνωσταράς στα Ιόνια νησιά, ο Χρυσοσπάθης στη Μάνη και τη Μεσσηνία και ο Ι. Φαρμάκης σε Θράκη – Μακεδονία. Αξίζει, όμως, να γραφεί και ότι αρκετοί είναι και όσοι Βλάχοι και οι Μολδαβοί μυήθηκαν. Στις 31/7/1818, όταν πέθαινε ο Σκουφάς, η «Φιλική Εταιρεία» ξεπερνούσε τα 1.000 μέλη!
Το 1818 – ’19, λοιπόν, η «Φιλική Εταιρεία», μπορεί ως ενιαίο σύνολο να προετοιμάζει τον εθνικό σηκωμό, στους κόλπους της, όμως, «φωλιάζουν» τρεις μικρότερες, μάλλον ταξικής προέλευσης, «μερίδες»: Η πρώτη στηρίζεται στα λαϊκά στρώματα και στην προοδευτική αστική τάξη (Κολοκοτρώνης Θ., Παπαφλέσσας, Οδυσσέας Ανδρούτσος, κ.α.). Η δεύτερη σχετίζεται με όσους αστούς ήθελαν, προς ίδιον όφελος, την αντιτουρκική Επανάσταση και δε θέλουν να σκεφτούν το λαό κυρίαρχο σε κάποιο ελεύθερο, μετεπαναστατικό κράτος (Αλ. Μαυροκορδάτος, Νέγρης Θ., Φαναριώτες κ.α.). Το τρίτο και τελευταίο κομμάτι είναι οι αρχομανείς και συμφεροντολόγοι, καιροσκόποι συνήθως, κοτζαμπάσηδες του Μοριά (Ζαΐμης, Λόντος κ.α.), που θέλουν να παραμερίσουν, στα χρόνια, ιδίως, του Αγώνα, τους λαϊκούς αγωνιστές από τα κέντρα της εξουσίας και, αργά ή γρήγορα, σπρώχνουν το έθνος σε αδελφοκτόνους εμφύλιους πολέμους, παρότι η Επανάσταση «πνέει τα λοίσθια» (1824 – ’25).
Ποιος, όμως, βρίσκεται πίσω από τη «Φιλική Εταιρεία» στο ξεκίνημα και στα χρόνια της εξάπλωσής της; Ο Καρλ Μαρξ γράφει, μεταξύ άλλων, και τα εξής: «Ο σύνδεσμος της «Φιλικής Εταιρείας». Απελευθέρωση των Ελλήνων με κοινή δράση του σλαβικού και του ελληνικού πληθυσμού. Η Ρωσία έχει μέσα το χεράκι της. Οι ηγέτες ονόμαζαν την καθοδηγήτρια δύναμη αρχή (η ψυχή του συνδέσμου). Οι ηγέτες μυστικοί. Οι προσήλυτοι όλων των χωρών ασυνείδητοι πράκτορες της αυλής της Πετρούπολης. Η Ρωσία – μετά την άνδρωση του συνδέσμου – κρατούσε όλα του τα νήματα και κινούσε όλα του τα ελατήρια, τοποθετημένη στο κέντρο των ενεργειών, πίσω από διακριτικούς πράκτορες, αρκετά κρυμμένη για ν’ αποκηρύξει σε περίπτωση αποτυχίας κι αρκετά στρατευμένη για να κερδίσει από την επιτυχία. Μπορούσε να διακινδυνεύσει μερικά κεφάλια σαν πειραματικά μπαλόνια (...) Στις διασκέψεις η αρχή σύντομα αντικαταστάθηκε από την αναφορά στον τσάρο. Για την πλειοψηφία των προσήλυτων αυτό σήμαινε πρόσθετες ελπίδες».
Μετά το 1818, όμως, οι πρωτεργάτες της «Φ.Ε.», αφού «απαλλάχτηκαν» από το Γαλάτη και βλέποντας πως έχουν αυξηθεί σημαντικά τα μέλη της οργάνωσης, αναζήτησαν πιο σοβαρά κάποιον σπουδαίο Έλληνα να του παραδώσουν τα ηνία της. Ίσως η δολοφονία, στην Ερμιόνη, του Ν. Γαλάτη να εξηγείται στο ότι η δράση του «ενοχλούσε» Ξάνθο και Τσακάλωφ. Δεν πρέπει να ευσταθούν οι ψόγοι σε βάρος του, ότι, δήθεν, διατηρούσε προδοτικές σχέσεις με τους Τούρκους, εφόσον, τα χρόνια εκείνα, πολλοί Φιλικοί είχανε κρυφές σχέσεις με Τούρκους. Μήπως, όμως, τελικά, οι ηθικοί αυτουργοί της δολοφονίας του φοβόντουσαν ότι, με κάτι που ήξερε για αυτούς, τούς «είχε στο χέρι» ενώπιον των μυημένων Ελλήνων και, εξαιτίας αυτού, τον «έβγαλαν από τη μέση»;
Το 1819, μάλιστα, είναι η χρονιά κατά την οποία οι περισσότεροι προύχοντες της Μολδαβίας ενώνονται με τους προύχοντες των Αιγαιοπελαγίτικων νησιών, οι οποίοι, μάλιστα, καλούν πίσω τα πλοία τους και, περιμένοντας μιαν προσεχή αναταραχή, αναστέλλουν τις εμπορικές τους δραστηριότητες. Εναπόθεσαν δε τις ελπίδες τους για βοήθεια στη Ρωσία και στον Τσάρο. Οι Τούρκοι, από διαίσθηση ή προδοσία, επιδιόρθωσαν τα οχυρά του Δούναβη και προέβησαν σε μεγάλες στρατιωτικές προετοιμασίες.
Απευθύνονται, λοιπόν, οι Φιλικοί, στις 8/1/1820, στο διπλωμάτη και υπουργό Εξωτερικών της ρωσικής κυβέρνησης, Ιωάννη Καποδίστρια, και αφού ετούτος αρνήθηκε στην πρόταση, που του κατέθεσε δια ζώσης ο ίδιος ο Ξάνθος, στράφηκαν στο στρατηγό του ρωσικού στρατού Αλέξανδρο Υψηλάντη (1792 – 1828), ο οποίος αφενός είχε διακριθεί για τον ηρωισμό του στους ναπολεόντειους πολέμους (το 1813 χάνει το ένα χέρι του σε μία μάχη), αφετέρου δε ήταν «ειλικρινούς και αξιαγάστου – κατά τον Π. Καρολίδη – ήθους» και φλογερός πατριώτης που προσπάθησε να ενσαρκώσει το όνειρο του Ρήγα Φεραίου για μια βαλκανική αντιτουρκική Επανάσταση.
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης δέχτηκε κι από τον Απρίλιο του 1820 (12/4) αναφέρεται ως «Γενικός Επίτροπος της Αρχής», παρά τις «ραδιουργίες» του πρώην Ουγγροβλαχίας Ιγνάτιου, της παράταξης του Ι. Καρατζά και του Αλ. Ν. Μαυροκορδάτου. Στρώθηκε αμέσως στη δουλειά, μα καθώς η προετοιμασία και τα μέσα για την πραγματοποίηση του σχεδίου του (οικονομικός και στρατιωτικός εξοπλισμός) σχεδόν ανύπαρκτα η προσπάθειά του να ξεκινήσει την Επανάσταση στη Μολδοβλαχία απέτυχε παταγωδώς, την άνοιξη του 1821.
Τα μέσα του 1820, λοιπόν, ο Αλέξανδρος Υψηλάντης ζήτησε και έλαβε τον Τσάρο από απεριόριστη άδεια απουσίας από τα στρατιωτικά του καθήκοντα. Επικαλέστηκε λόγους υγείας, αλλά, φεύγοντας από την Πετρούπολη, μέσω Μόσχας και Κιέβου, πήγε στην Οδησσό, για να γυρέψει οικονομική ενίσχυση για τη «Φιλική Εταιρεία» από ευκατάστατους Έλληνες της περιοχής. Λίγοι του παρείχαν χρηματική βοήθεια, οι περισσότεροι ήσαν πολύ δισταχτικοί ως προς τις πιθανότητες να πετύχει ένα επαναστατικό εγχείρημα τη δοσμένη χρονική στιγμή.
Το φθινόπωρο του ίδιου χρόνου, ο Υψηλάντης θα αναθέσει στον Άνθιμο Γαζή τη διεξαγωγή εράνου σε Ύδρα – Σπέτσες και Ψαρά για τους σκοπούς του Αγώνα και να προετοιμάσει τους κατοίκους τους για τον ξεσηκωμό (Σεπτέμβρης 1820), ενώ, καθώς έφταναν από παντού ενθαρρυντικά νέα, με εγκύκλιό του, στις 8/10/1820, προς τους αρχιερείς και τους προύχοντες της Ελλάδας και των νησιών του Αιγαίου, έγραφε ότι μόνον εάν στηριχτούν στις δικές τους δυνάμεις οι Έλληνες θα μπορέσουν να αποτινάξουν τη σκλαβιά και γι’ αυτό, πρέπει να αντλούν παραδείγματα από το ένδοξο παρελθόν, δίχως να ‘ χουν ανάγκη καμιά ξένη βοήθεια! Την ίδια μέρα, με άλλη εγκύκλιο προς τους Έλληνες έμπορους και ναυτικούς, στηλιτεύει τον ανθελληνικό και ωφελιμιστικό τρόπο που πολιτεύεται εις βάρος των Ελλήνων η άρχουσα τάξη της Αγγλίας.
Μέχρι το τέλος του 1820, ο Υψηλάντης έδινε, με γράμματά του, γενικές οδηγίες και εντολές σε Έλληνες, κυρίως, της διασποράς, αλλά και σε κληρικούς και προύχοντες του Μοριά και έθετε, έτσι, γερές βάσεις, που θα τον έσπρωχναν να αποφασίσει και την οργάνωση στρατού, την οποία ανέθεσε στον αδελφό του, Νικόλαο.
Στα τέλη, επίσης, του 1820, στη νότια Ελλάδα φτάνουν οι αντιπρόσωποι της «Φ.Ε.» , ύστερα από σύσκεψη που είχε γίνει στο Ισμαήλιο της Βεσσαραβίας (7 Οχτώβρη 1820), για να συντονίσουν τις προσπάθειες, ώστε η Επανάσταση να ξεκινήσει στην Πελοπόννησο.
Στο Ισμαήλιο, λοιπόν, παρόντων Α. Υψηλάντη, Ξάνθου και του αρχιμανδρίτη Γρηγορίου Δικαίου ή Παπαφλέσσα, διαμορφώθηκε ένα σχέδιο δράσης, του οποίου τα βασικά σημεία είναι τα ακόλουθα: Άμεση έναρξη της Επανάστασης – ο Υψηλάντης, μέσω Τεργέστης, θα κατέβαινε στη Μάνη, για να αρχίσει ο Αγώνας από το Μοριά – λαϊκή εξέγερση στην Κωνσταντινούπολη, πυρπόληση του σουλτανικού στόλου, παράλυση οθωμανικής διοικητικής μηχανής, σύλληψη Σουλτάνου – εξέγερση των μισθοφόρων, που υπηρετούν κοντά στους Έλληνες ηγεμόνες της Μολδοβλαχίας, και συνεννόηση με τον Θ. Βλαδιμηρέσκου – επικοινωνία με τους Σέρβους για σύμπραξη και άμεση αποστολή αντιπροσώπων στον ελληνισμό της Ρούμελης, των νησιών και της διασποράς για την προετοιμασία του ξεσηκωμού.
Στη σύσκεψη, πάντως, απ’ όπου έλειπαν οι Τσακάλωφ, Αναγνωστόπουλος και Άνθιμος Γαζής (στην Ιταλία οι δύο πρώτοι, ο τρίτος στο Πήλιο), ο Χριστόφορος Περραιβός υπήρξε ο κύριος «αντίπαλος» του Παπαφλέσσα στη λήψη της απόφασης για την έναρξη της Επανάστασης από την Πελοπόννησο, εντούτοις εργάστηκε δραστήρια για την υλοποίηση της απόφασης αυτής. Λίγους μήνες αργότερα, οι περισσότεροι, όμως, Πελοποννήσιοι πρόκριτοι κι αρχιερείς εμφανίζονται ακόμα διστακτικοί, μα ο Παπαφλέσσας, και σε νέα σύσκεψη, τέλη Γενάρη 1821, στη Βοστίτσα Αιγιαλείας (στο σημερινό Αίγιο), κατόρθωσε να υπερκεράσει τους δισταγμούς τους και, πείθοντάς τους, να προκαλέσει την έναρξη του Αγώνα της Ανεξαρτησίας στο Μοριά, όπου αρχές Ιούνη του 1821, πριν ακόμα κλείσει αποτυχημένα κάθε προσπάθεια του Αλέξανδρου Υψηλάντη, θα κατεβεί από την Τεργέστη, ως πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου της Αρχής της «Φιλικής Εταιρείας», και ο Δημήτριος Υψηλάντης (1793 – 1832), μικρότερος αδελφός του Αλεξάνδρου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου